Ο κεμεντζές στα Ποντιακά

Τούρκος φίλος μου θέτει ένα ερώτημα, που περνάω κι εγώ στους φίλους μας που έχουν ποντιακή καταγωγή: Ο κεμεντζές ή Η κεμεντζέ, στα ποντιακά; Και εγώ προσθέτω, ανεξαρτήτως γένους: κεμεντζές ή κεμεντσές ;

Χωρίς να είμαι Πόντιος, στα ποντιακά το έχω ακούσει κυρίως ως θηλυκό (για να μην πω αποκλειστικά, που δεν είμαι βέβαιος), και με τζ. Στα ποντιακά΄κάνουν θηλυκά και άλλα τουρκογενή ουσιαστικά όπως η μαχαλά (ο μαχαλάς) και πολλά παρόμοια.

Αλλά επίσης το λένε και λύρα, πράγμα που νομίζω ότι ανήκει στη φυσική ανεπηρέαστη διάλεκτο και όχι σε λόγϊα επίδραση. Μάλιστα εδώ έχει αναφερθεί και η εντυπωσιακή παραλλαγή «λούρα», που διατηρεί την αρχαία προφορά του υ ως ου (σε κάποια ανάρτηση του ΚΕΠΕΜ για καταγραφές Ποντίων προσφύγων από κάποια συγκεκριμένη περιοχή του Πόντου με μια ιδιαίτερη παράδοση…).

1 «Μου αρέσει»

Λούρα???
the plot thickens , που λέν και στο χωριό μου.
η λέξη Λούρα (και διάφορες παραλλαγές της)κατέληξε γύρω στα τέλη του 16ου αιώνα να χρησιμοποιείται για την ονομασία μουσικού ασκού στη βόρεια γαλλία.
Το όργανο,απο ότι καταλαβαίνω είναι ένας ασκός όπως η γκάιντα περίπου αλλά δεν γνωρίζω περισσότερα.ο όρος loure αργότερα επικράτησε και ως ονομασία συγκεκριμένης τρίσημης ρυθμικής/χορευτικης αγωγής στην μπαρόκ εποχή.
Σπάμε που σπάμε τα κεφάλια μας για το πώς και πότε η ονομασία λύρα αναφέρεται σε τοξωτό αντί του αρχαιοελληνικου νυκτού και τώρα έχουμε και πνευστό με τέτοια ονομασία;

Αλέξανδρε, μερικά είναι απλές συμπτώσεις. Λουρ ονομάζεται επίσης ένα πολύ αρχαίο είδος σκανδιναβικής σάλπιγγας, που «παιζόταν» σε ζευγάρια. Το σχήμα τους, στριφτό και συμμετρικό του ενός προς το άλλο (εννοώ των δύο σαλπίγγων του ζευγαριού) και σε τεράστιο μέγεθος δείχνει να απηχεί αρχική-αρχική κατασκευή από χαυλιόδοντες μαμμούθ!

Τα εισαγωγικά επειδή δεν έβγαζε μουσικούς φθόγγους αλλά τελετουργικούς θορύβους.

Αλλά πρόκειται βέβαια για μια πρωτογερμανική ή κάτι τέτοιο λέξη, άσχετη από την ελληνική λύρα.

Ήταν η άσχετη πληροφορία της ημέρας. Σας ευχαριστούμε. Και τώρα κάτι πιο σχετικό:

Από τότε που το ένα αντικατέστησε το άλλο ως ένα από τα πιο διαδεδομένα όργανα των Ελλήνων.

Δεν νομίζω πως, ιστορικά, μπορούμε να αποδείξουμε αν τελικά το δέύτερο εμφανίζεται κατασκευαστικά ως αδιάκοπη συνέχεια του πρώτου ή αν όπως λες παρέμεινε μόνο η ονομασία η οποία απλά αναφέρεται σε διαδεδομένο όργανο και τελικά όχι απαραίτητα σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά

και εξηγώ τις αμφοβολίες μου:
Απο τον δυτικό μεσαιωνικό κόσμο
υπάρχουν αναφορές για ένα τύπο υβριδικού οργάνου, μια κατασκευή μεταξύ άρπας και τοξωτου.Είναι σαν άρπα με μανίκι.
Υπάρχουν και ελάχιστα όργανα κατασκευασμένα όμως αργότερα (1700).
Αναρωτιέμαι αν αυτή η εξέλιξη αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ νυκτού και τοξωτού.
στην ουαλία αυτό το όργανο ονομάζεται crwth harp.

Δεν γνωρίζω για σχετικές αναφορές όμως στην μεσόγειο

To crwth, έτσι όπως το περιγράφει ο σχετικός σύνδεσμος του Αλέξανδρου, δεν έχει στοιχεία άρπας: οι χορδές στην άρπα αναρτώνται σε σχετικά ελαστικό μάνικο, του οποίου η κλίση βεβαίως επηρρεάζεται από την τάση που εξασκεί η κάθε χορδή σε αυτό, όσο και να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τη σταθερότητά του. Εδώ έχουμε σταθερή ανάρτηση, άρα και σταθερή τονικότητα των χορδών, κάτι που στην αρχαία ελληνική λύρα (και κιθάρα) δεν επιτυγχανόταν, αφού το τόξο μεταξύ των δύο σταθερών βραχιόνων, όπου δένονταν οι χορδές, είχε και αυτό ελαστικότητα, όπως το καμπύλο μάνικο μιάς άρπας.

Για να δουλέψει σωστά ένα τοξωτό όργανο χρειάζεται καμπυλωτή, όχι επίπεδη ταστιέρα, που φυσικά την έχει και το βιολί και η λύρα, αλλά και το crwth (αν και, λόγω σχεδιαστικών αδυναμιών, σε κάποια κομμάτια η ταστιέρα έχει σπάσει και χαθεί).

Πάντως, κι εγώ βλέπω κάπως δύσκολο ένα όργανο «καινούργιο» (επειδή παίζεται με τόξο) να «παραλάβει» μία ξεχασμένη ονομασία που αναφερόταν σε άλλο, εξαφανισθέν και νυκτό όργανο. Το γιατί αυτό το καινούργιο όργανο ονομάστηκε και αυτό λύρα, λες και η λέξη περίμενε υπομονετικά κάποιους αιώνες και δικαιώθηκε, αφού ξαναχρησιμοποιήθηκε, απλά δεν μπορώ να το εξηγήσω.

Ωστόσο υπάρχουν όργανα που έχουν το ίδιο όνομα με κάποιο τελείως άσχετο όργανο.

Όπως έχουμε χιλιοσυζητήσει, ο ταμπουράς ονομάζεται με μια λέξη που απαντά σε πολλές γλώσσες και πολλές παραλλαγές, με πιθανή αρχική προέλευση ασσυριακή. Ανάμεσα λοιπόν στις παραλλαγές αυτής της λέξης είναι και η «μπαντούρα», πνευστό (εναλλακτικά μαντούρα), καθώς και το «ταμπούρο», «ταμπούρλο», “tambour”, “tambourine”, διάφορα κρουστά.

Επίσης ο Ανωγειανάκης έχει καταγράψει ως τοπικές ονομασίες για το σουραύλι, ανάμεσα σε άλλες πιο …εύπεπτες (θιαμπόλι, χειλιαύριν κλπ.), και δύο πιο ιδιαίτερες: βιολί και λαούτο!

Άρα από τη λύρα μέχρι τη λύρα η απόσταση δεν είναι αγεφύρωτη.

Οργανολογικά πάντως δεν έχουν καμία σχέση. Το κράουθ ανήκει στις lyres, δηλαδή στην ίδια ευρύτερη ομάδα με την αρχαιοελληνική λύρα, ενώ η νεοελληνκή τοξωτή λύρα ανήκει στα λαούτα (κάτι που μπορεί να ξενίζει αλλά έχει τη λογική του, που την είχαμε ξανααναφέρει πρόσφατα).

Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου το αναφέρει ως “η κεμεντζέ”. Και η δική μου αίσθηση είναι ότι αυτός είναι ο παλιός τύπος της λέξης, παρόλο που σήμερα πια το ακούς και ως “ο κεμεντζές”.

Λούρα λέγεται το όργανο στην περιοχή της Γαράσαρης (Νικόπολης).

2 «Μου αρέσει»