Ο Α. Ξένος για τον Μάρκο

Απαντώ, κατά δύναμιν, στην παράκληση του #18.
Καταρχάς, να ξεδιαλύνω ότι μίλησα για «κάποιο βάθος». Άρα, το αντίθετο δεν είναι το «επιδερμικά» ούτε η απεύθυνση επίσης θα έπρεπε να είναι (τάχα μου) σε «επαΐοντες» και σε όσους το κατέχουν «σε βάθος», αλλά σε όσους το κατέχουν «σε κάποιο βάθος».

Πάμε παρακάτω: τα ερωτήματα περί της φερόμενης συμβολής του Ξένου στο ρεμπέτικο είναι άκυρα εκ γενετής, διότι δεν ετέθη ποτέ ούτε από τον ίδιο ούτε από κανέναν ούτε από μας εδώ τέτοιο ζήτημα (και πως θα μπορούσε να τεθεί;)
Η επόμενη παράγραφος του #18, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα του Ξένου: ότι δηλ. υπήρξε διαχρονικός και αδιάλλακτος πολέμιος του ρεμπέτικου.
Ας σχολιάσω, κατά δύναμιν, λοιπόν το βασικό ερώτημα που τίθεται (έτσι όπως –παραδειγματικά- διακλαδίζεται σε 2 υποερωτήματα) και ας αρχίσω από το δεύτερο υποερώτημα. Το υποερώτημα αυτό, εάν το αντιλαμβάνομαι ορθά, είναι κι αυτό άκυρο: πώς θα μπορούσε ο Ξένος να συνθέσει κάτι που να έχει έστω και την παραμικρή συνάφεια με το «μουσικοχορευτικό γίγνεσθαι/είθισται του μάγκα της εποχής», πόσω μάλλον να επιφέρει και ενδεχόμενες (μετ) αλλάξεις; Άλλο μουσικό σύμπαν κατοικούσε ο Ξένος, αυτό της κλασικής μουσικής, και σε αυτό το πολιτισμικό πεδίο επιχείρησε να δώσει έργο μουσικό και έδωσε ό,τι κατάφερε. Όχι μόνο. Ο μουσικοχορευτικός κόσμος του μάγκα της εποχής και ο μουσικός κόσμος του Ξένου ήσαν κόσμοι εξίσου εχθρικοί όσο και παράλληλοι: πουθενά δεν υπήρχε τρόπος να συναντηθούν, διότι ήταν τόσο εχθρικός ο συνθέτης προς το ρεμπέτικο, που δεν ήταν ποτέ δυνατό να «αλληθωρίσει» προς τα εκεί δημιουργικά ως μουσουργός, όπως έκανε για ένα μικρό φεγγαράκι ο Σκαλκώτας, για παράδειγμα.
Πάμε και στο πρώτο υποερώτημα (εάν το κατάλαβα σωστά). Εάν τυχόν υπήρξε ταλιμπάν τζιχαντιστής σε σημείο να μπορεί να ματαιώνει ηχογραφήσεις ή να κάνει έτσι ώστε να πίπτει η παραγωγή της εποχής σε 78άρια, αποτελεί άλλο ένα άκυρο ερώτημα, διότι ήταν αποδεδειγμένα πολιτισμένος άνθρωπος και δεν θα κατέφευγε ποτέ σε τέτοια μυθιστορηματικά ανομική συμπεριφορά.
Ας δούμε και το κεντρικό ερώτημα του #18: εάν διαβάζω σωστά, υποθέτω ότι ερωτάται εάν η πολεμική που άσκησε διαχρονικά ο Ξένος στο ρεμπέτικο κατόρθωσε να έχει βροντώδη/άμεση αρνητική επίπτωση, με αποτέλεσμα τον συθέμελο κλονισμό του ρεμπέτικου σύμπαντος. Και αυτό το βασικό ερώτημα πάσχει στον πυρήνα του, διότι εκλαμβάνει έναν μουσουργό-μονάδα ως εκστρατευτικό σώμα τατάρων εισβολέων, που με βροντώδεις αλαλαγμούς γκρεμίζουν συθέμελα -ατάκα κι επί τόπου- ένα ολόκληρο αστικολαϊκό πολιτισμικό σύμπαν.
Αλλά ας αφήσω τους, κατʼ εμέ, άκυρους προβληματισμούς και ας προσπαθήσω να εκθέσω -«έστω και αδρά»- σε τι συνίστατο, κατά την αντίληψή μου, πραγματολογικά ο «αγώνας» του Ξένου κατά του ρεμπέτικου:

1)Ξεκινάει το 1947 στον Ριζοσπάστη να εκθέτει τις απόψεις του ενάντια στο είδος

2)Είναι πιθανόν την ίδια πάνω κάτω εποχή να σχεδιάζει σχετικό μουσικοπολιτιστικό πρόγραμμα του ΚΚΕ που προέβλεπε τα εξής:
«-Τέλεια απαγόρευση αναμεταδόσεων των ρεμπέτικων από ραδιοφωνικούς σταθμούς, για να μην καταστραφή το κοινωνικό μουσικό γούστο
-Τελεία απαγόρευση εκτελέσεών των στην ύπαιθρο για να μην καταστραφή η δημώδης.
-Παράλληλη απαγόρευση στα τότε ΚΨΜ του στρατού, αλλά και πλήθος άλλων συμπληρωματικών μέτρων, όπως κατάργηση των μεγαφώνων στα νυκτερινά κέντρα». (πηγή: Στ. Κουκουναράς, Λαϊκισμός και μουσική, 2009, η πιθανολόγηση περί Ξένου είναι του συγγραφέα, τα περί προγράμματος κατά μαρτυρία «αρχαϊκού» κομμουνιστή των αρχών του 1950)

3)Το 1961 στην Αυγή ανανεώνει τις επικρίσεις του 1947

  1. Το 1965, ως Πρόεδρος του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου μιλάει για τον «ασύδοτο εμπορισμό» και καλεί το κράτος, τον Τύπο και όλες τις καλλιτεχνικές και πνευματικές οργανώσεις να «ξεσηκώσουν σταυροφορία για τη διάδοση της αληθινής λαϊκής μουσικής και για τον περιορισμό του ρεμπέτικου».

  2. Το 1975 καταγγέλλει τα σχέδια της «αντίδρασης», που διαφημίζει «καταπτωσιακή μουσική όπως είναι το ρεμπέτικο τραγούδι. Το είδος αυτό του τραγουδιού με τη χυδαιοποίηση των λαϊκών στοιχείων αποπροσανατολίζει και υποβιβάζει τον άνθρωπο, γιʼ αυτό και ο λαός μας το καταδικάζει με την αδιαφορία του»

  3. Το 1984 επανέρχεται με αυστηρές κατηγορίες εναντίον του ρεμπέτικου

7)Το 1990 στο προαναφερθέν ντοκιμαντέρ λέει τα προαναφερθέντα

  1. Σε βιογραφικό του σημείωμα (που δημοσιεύθηκε το 2003) κάνει μεταξύ άλλων μνεία στον αγώνα του «ενάντια στον εμπορικό, κατευθυνόμενο λαϊκισμό των ρεμπέτικων και των υποπροϊόντων τους που κατεβάζουν το διανοητικό και αισθητικό επίπεδο του λαού μας».

Ευχαριστώ την Ελένη και κυρίως για τις χρήσιμες πληροφορίες του #21.

Μέχρις στιγμής λοιπόν, συνοψίζουμε:

  1. o κ. Ξένος δεν συνέβαλλε, ούτε έχει κάποια θετική προσφορά στο ρεμπέτικο, ενώ παράλληλα

  2. οι απόπειρές του να το υποσκελίσει απεδείχθησαν διασκεδαστικές μεν, αλλά μάλλον μάταιες.

Reductio ad absurdum (δια της ατόπου απαγωγής, κʼ όχι «πυρηνικώς άκυρα», όπως το βαφτίζει χαριτολογώντας ο παρασάψαλος), αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει μονόδρομη ή αμφίδρομη σχέση μεταξύ κ. Ξένου και ρεμπέτικου, ή πιό απλά: ο κ. Ξένος δεν είναι, ούτε υπήρξε τίποτα για το ρεμπέτικο.

Με χαρά περιμένω κι άλλες απόψεις,

ο Πίκινος

Ρε μάγκες, δε σοβαρευόμαστε λίγο;

Pepe, εάν ο πληθυντικός (“μάγκες”) με περιλαμβάνει, παρακαλώ να αιτιολογήσεις (σε ό,τι με αφορά) τη φράση σου. Εάν δεν με αφορά, κάνε όπως νομίζεις, αν και πάλι το εύλογο θα ήταν να αιτιολογήσεις.

Ψίκινε, πληκτρολόγα τους σωστά τους χαρακτήρες -έστω κι αν δεν είναι αδαμάντινοι

Μα Παρασάνταλε, με ρωτάς και απαντάς ο ίδιος στη θέση μου (αυτό με τους αδαμάντινους χαρακτήρες)!

Ναι, σ’ εσένα και στον Πίκινο αναφέρομαι.

Εκτιμώ του καθενός σας τη συμβολή στην κουβέντα, αλλά βαριέμαι να σας βλέπω, παράλληλα, να τσακώνεστε.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 22:31 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 21:56 —

…Αν και ομολογώ ότι έχετε στυλ. Ο καθένας το δικό του.

Αυτό έχει ενδιαφέρον!
Αλήθεια, ποια μουσική να εννοούσε “αληθινή λαϊκή”; Φαντάζομαι, όχι τις οπερέτες ή τα κοντσέρτα.

Φαντάζομαι τη δημοτική μουσική, της υπαίθρου. Δεν είναι ο μόνος που θεωρεί ότι το δημοτικό και το ρεμπέτικο είναι δυο ασύμβατες έννοιες. Τη μεν την εξυμνούμε τη δε την λοιδωρούμε.

Δεν πρωτοεμφανίζεται στο φόρουμ το όνομα του Αλέκου Ξένου με το παρόν νήμα. Έχει ξαναναφερθεί προ πενταετίας σε μια ζωηρή συζήτηση που κατέληξε να κλειδώσει. Από εκείνη τη συζήτηση έμαθα για το μακαρίτη και το τι πρέσβευε.

Για το ποια μουσική θεωρούσε “αληθινή λαϊκή”, εκτός από το δημοτικό, έχουμε στη διάθεσή μας την “Επιστολή στο Ριζοσπάστη” με ημερομηνία 4/2/Ι947, όπου ο Α. Ξένος (ανταπαντώντας και στο Φ. Ανωγειανάκη) λέει:

“…Νομίζω πως τους εαυτούς μας δε θα τούς βρούμε ξαναγυρνώντας στο ρεμπέτικο τραγούδι αλλά στα λίγα τραγούδια της νεότερης αντίστασης του λαού μας και σε κείνα που στο μέλλον θα γραφούν γι’ αυτήν.
Μάς είναι γνωστοί οι ιστορικοί λόγοι που μάς επιτρέπουν να πούμε σήμερα πως συνεχιστής του δημοτικού τραγουδιού είναι το τραγούδι του καινούργιου '21 κι όχι το ρεμπέτικο, όπως υποστηρίζει o Ανωγειανάκης…”

Τα τραγούδια της Αντίστασης, λοιπόν, αυτά θεωρούσε λαϊκά, γνήσια, τουλάχιστον.
Δεν θα διαφωνήσω, αλλά μήπως το “Χαϊδάρι” του Μάρκου, ο “Σαλταδόρος” του Γενίτσαρη, το “Κάποια μάνα αναστενάζει” κ.λπ.
δεν θα μπορούσαν να σταθούν επάξια δίπλα στο “Στ’ άρματα” κ.λπ.;

Άσε που αν βάλουμε το ερώτημα ποια άντεξαν στο χρόνο, ποια είναι στο στόμα του λαού μας και σήμερα ακόμα, δείχνει πόσο έξω έπεσε ο Ξένος και πόσο άδικο είχε για το ρεμπέτικο!

Pepe, φοβάμαι πως δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζεις βιαστικά (όπως έχεις παραδεχτεί και συ λίγο παραπάνω): θαρρώ πως μέχρι το #17 μια χαρά κύλαγε η κουβέντα…
Και πως η τοποθέτησή μου δεν έδινε έρεισμα να παρέμβεις, με το στιλ μάλιστα με το οποίο παρενέβης…
Και μια και ο λόγος περί στιλ, τι το ήθελες το συμπλήρωμα;

Εκφράζω βέβαια την καθαρά υποκειμενική μου πρόσληψη των πραγμάτων, αλλά να, με τούτα και με άλλα αρχίζω και βαριέμαι κι εγώ θανάσιμα, οπότε βλέπω να χάνει η Βενετιά το στιλ μου πολύ γρήγορα…

Παρασάνταλε, εγώ αυτό κατάλαβα. Αν κατάλαβα λάθος, ζητώ συγγνώμη.

Είπα ότι έχετε στυλ γιατί αυτή ακριβώς, με απόλυτη κυριολεξία και χωρίς ίχνος ειρωνίας (αν αυτό νόμιζες), είναι η γνώμη μου.

Από τα αποσπάσματα του σχετικού λινκ στο #1 δεν μπορεί νομίζω να βγει καν συμπέρασμα για το αν επρόκειτο πράγματι για τεκέ ή μήπως για μαγαζί με “ατμόσφαιρα” όπως αυτή που περιγράφουν τα λόγια του Αλέκου Ξένου και το οποίο βαφτίζεται υπό τύπο συλλήβδην “τεκές”.
Πέρα από αυτό το σχετικά ασήμαντο ερώτημα είναι γνωστή η ιδεολογική και αισθητική αντίθεση του Α. Ξένου στο ρεμπέτικο τραγούδι, όπως είναι επίσης γνωστή για όποιον δεν την παρακάμπτει και η εκμετάλλευσή του από κρατικούς μηχανισμούς εν είδη ψυχολογικού πολέμου σε πολύ δύσκολα χρόνια και συνθήκες: αναφέρθηκε ήδη το παράδειγμα ενός πραγματικού τόπου μαρτυρίων όπως η Μακρόνησος όπου τα εξοντωτικά βασανιστήρια λάβαιναν χώρα με “ρεμπέτικη” υπόκρουση κι από “ρεμπέτες” εκτελεστές. Πραγματικούς χασικλήδες…

Αυτό που δεν ήταν γνωστό -όπως γράφτηκε σε κάποιο σχόλιο- ήταν το “κλίμα” των τεκέδων κι είναι μάλλον άτοπος ο αντίθετος ισχυρισμός και οι απορίες του είδους “τι γύρευε”, “τι περίμενε” κλπ. Όχι μόνο το “κλίμα” αλλά και η ίδια τους η ύπαρξη ήταν υποθέτω ουσιαστικά άγνωστα, και αυτό που τα έκανε ουσιαστικά γνωστά (και μάλλον υπό τύπο εξωτισμού) ήταν το ίδιο το πέρασμα κι η προσαρμογή της προφορικής αστικής λαϊκής μουσικής στη δισκογραφία που λειτούργησε σαν μεγάφωνο απέναντι σε μια κοινωνία που βρισκόταν μάλλον σε διαφορετικό μήκος κύματος και αγνοούσε όχι μόνο τους τεκέδες αλλά και τις γενικές συνθήκες ζωής καθώς και την κουλτούρα των πολυπληθών λαϊκών προλεταριακών στρωμάτων που χωρίς μοίρα στον ήλιο στοιβάζονταν στις παραγκουπόλεις των αστικών παρυφών. Και που σύντομα θα έμπαιναν πρωταγωνιστικά στο ιστορικό προσκήνιο όχι χάρη στους τεκέδες και στα όσα άνθιζαν στο έδαφος της στέρησης και της εξαθλίωσης (πορνεία, νταβατζιλίκια, νταηλίκια κλπ) αλλά χάρη στην εθνική αντίσταση και τη βιομηχανική ανάπτυξη.

Σε αυτά προστίθεται και ένα αφετηριακό ζήτημα του κομμουνιστικού κινήματος (όπου ανήκε ο Α., Ξένος) το οποίο εξ ορισμού αναπτύσσεται σαν συνάντηση της διανόησης, της επιστήμης, των λόγιων ας πούμε στρωμάτων με τους όρους ύπαρξης των προλεταριακών στρωμάτων, πράγμα που σημαίνει και συνάντηση διαφορετικών πολιτισμικών και αισθητικών καταβολών. Αυτό το στοιχείο συντελεί στην ερμηνεία της στάσης του Α. Ξένου (τόσο στην αντικειμενικότητά της όσο και στον υποκειμενισμό της) καθώς και των απόψεων που εκφράστηκαν στο διάλογο για το ρεμπέτικο μέσα από τον “Ριζοσπάστη” για τον οποίο έγινε λόγος.

Εν πάση περιπτώσει ο Αλέκος Ξένος έχει αφήσει σημαντικό και πολύπλευρο μουσικό έργο, που προφανώς στα χρόνια που ακολούθησαν δεν έτυχε της ίδιας προβολής με το ρεμπέτικο - λαϊκό τραγούδι, και δεν μπορούσε για ευνόητους λόγους να τύχει τέτοιας προβολής ένα τραγούδι σαν κι αυτό https://youtu.be/3-XbY3s2KQk (το ίδιο στην πιο “εμπορική” του εκδοχή εδώ https://youtu.be/k5h5CaZxbXk ) ή σαν κι αυτό https://youtu.be/FJZEwsMsWBM
Κι ας πρόκειται για τραγούδια που έχουν για πάντα χαραχτεί στη λαϊκή συνείδηση.

ΥΓ Αν σκοπός του Α. Ξένου ήταν “να πουλάει”, όπως γράφτηκε, θα είχε ακολουθήσει διαφορετική καλλιτεχνική πορεία και πορεία ζωής.

Μπράβο Άγη! Η ιστορία γράφεται περίεργα καμμιά φορά. Κρίμα που η εποχή και κάποιες συγκεκριμένες ιδέες δεν επέτρεψαν στον Αλέκο Ξένο να δει τη πραγματική μορφή και ρίζα του ρεμπέτικου…

Επειδή αυτό λιγάκι μου ακούγεται ωσάν κάθε φορά που διάλεγαν οι βασανιστές να βασανίσουν να ψάχνονταν να βάλουν «ρεμπέτικη» υπόκρουση, ας μου επιτραπεί η παρατήρηση, όσο έχω ρίξει το μάτι μου δώθε κείθε, ότι από τα μεγάφωνα στη Μακρόνησο ακουγόταν ποικίλη μουσική, που λέμε, και άρα μεταξύ άλλων ακούγονταν και ρεμπέτικα. Κρατάω επιφυλάξεις για αυτή τη θρυλούμενη «μονοκαλλιέργεια» του ρεμπέτικου στη Μακρόνησο. Μάλιστα, όσο μπόρεσα να διαπιστώσω μέσα από το περιοδικό «Σκαπανεύς Μακρονήσου» της εποχής εκείνης, στο Πρόγραμμα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Μακρονήσου ποτέ δεν υπήρξε η παραμικρή ώρα για ρεμπέτικο ακρόαμα…

Οταν εγώ τα πρωτοδιάβασα αυτά πού είπε ο ανθρωπος,γιά τήν αλήθεια γέλασα,γιατί φαντάστηκα τήν σκηνή πού πανικοβλημένος από αυτά πού είδε μέσα στόν τεκέ,εφυγε καί ακόμα τρέχει πού λένε!!!
Τώρα αν λέει αλήθεια οτι είδε τόν Μάρκο,η,οχι ,δέν μπορώ να το ξέρω.
Ομως αν είναι αλήθεια,σίγουρα δέν θα ηταν σε κάνα ξενοδοχείο,τύπου Χιλτον.
Δέν τόν ηξερα τόν ανθρωπο,αλλά οπως κατάλαβα ηταν ακόμα ενας πού πολέμησε με τόν τρόπο του το ρεμπέτικο.
Οσο γιά τούς τεκέδες…σίγουρα υπάρχουν μερικοί πού μπορούν να φανταστούν ,τι γινόταν,καί τί τύποι μαζευόντουσταν εκεί μέσα.Πολλοί ,οπως ο Μάρκος,εχουν γράψει και περιγράψει τι γινόταν εκεί μεσα.Αλλοι πού ακόμα γράφουν εδώ μέσα καί ζούν ακόμα, μπορεί να τα εχουν ακούσει από παλιούς μάγκες πού τα εχουν ζήσει ολα αυτά.

Να διευκρινίσω ότι αυτό το περιστατικό που ανέφερα με τη μετάδοση “σκληρών ρεμπέτικων τραγουδιών” στη Μακρόνησο
και για τα γλέντια των αλφαμιτών με “βαριά ρεμπέτικα”
αφενός το αναφέρει ο Γ. Πικρός στο “Χρονικό της Μακρονήσου”, έκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1979
και αφετέρου, το έχω διασταυρώσει και εγώ η ίδια από προσωπικές μαρτυρίες κρατουμένων εκεί.

Ο δε Μίκης δίνει μια ακόμα μαρτυρία για τακτική χρήση χασικλίδικων τραγουδιών καθώς και για διδασκαλία του χασάπικου μέσα στις σκηνές με τη συνοδεία ρεμπέτικης χορωδίας (“Το χρέος”, “Οι δρόμοι του Αρχαγγέλου”) στη Μακρόνησο και πάλι.
Όσο και αν φαντάζει υπερβολική αυτή η μαρτυρία, μια βάση αλήθειας θα υπάρχει.

Το θέμα δεν είναι απλώς η υπόκρουση την ώρα των βασανιστηρίων, η Μακρόνησος ήταν στο σύνολό της ένα διαρκές σωματικό και ψυχικό βασανιστήριο. Κατά τα άλλα σέβομαι την επιφύλαξη για το λόγο ότι δεν έχω πρόχειρες τις σκόρπιες πηγές, δηλαδή τα σκόρπια διαβάσματα από τα οποία προέρχεται η σχετική “πεποίθηση” που έχω σχηματίσει. Ενδεχομένως κάνω ένα ξεφύλλισμα και επανέλθω επ’ αυτού.

Γύρω, τώρα, από τη στάση απέναντι στο ρεμπέτικο - λαϊκό θα ήθελα στα όσα έγραψα περί “συνάντησης” λόγιων και λαϊκών αντιλήψεων να προσθέσω και το στοιχείο της διαφοράς ανάμεσα στη λαϊκή κουλτούρα της πόλης και αυτής της υπαίθρου.
Έχω υπόψη μου το αφήγημα του Δημήτρη Χατζή, όπου ο συγγραφέας σε πρώτο πρόσωπο ακούει τα παράπονα του βουνίσιου αντάρτη κατά την υποχώρηση του ΕΑΜ από την Αθήνα μετά το Δεκέμβρη του '44. Ανάμεσα στα παράπονα αυτά είναι κι ένα για τους Αθηναίους μαχητές του ΕΛΑΣ (όπως από μνήμης το συγκρατώ): “Αυτοί δεν ήταν σαν κι εμάς στο βουνό. Αυτοί ήταν μάγκες”, λέει ο βουνίσιος ΕΛΑΣίτης στο συγγραφέα.

Και, πάνω στο ίδιο θέμα, εκτός από το παραπάνω λογοτεχνικό στοιχείο, παραθέτω και ένα βιωματικό, από αφηγήσεις στενού συγγενικού μου προσώπου:
Η γυναίκα βρέθηκε στην Αθήνα γύρω στο '50 από το ορεινό χωρίο όπου γεννήθηκε κι έζησε ως την εφηβεία της - όχι από “αστυφιλία”, να σημειώσω, αλλά λόγω των όρων ζωής που είχε επιβάλει στην ύπαιθρο η επικράτηση του μοναρχοφασισμού. Στο εργοστάσιο που δούλεψε ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα ρεμπέτικα - λαϊκά τραγούδια (μεταπολεμικός Τσιτσάνης κλπ) που τραγουδούσαν την ώρα της δουλειάς οι εργάτριες. Η ίδια όμως είχε στο μυαλό της και στην ψυχή της τα παιδιά της Σαμαρίνας, την Ιτιά και την Παπαλάμπραινα, και τα “αστικά-λαϊκά” (του '50, όχι του '30!) με τα άλα και τα όπα, τις ταβέρνες και τις ντερμπεντέρισσες, αποτελούσαν για εκείνη ένα ήθος ξένο προς το βουνίσιο ήθος που έφερνε μέσα της.
Πέρασαν αρκετές δεκαετίες μέχρι να γίνει, ας πούμε, μια ώσμωση και να μπορεί να διασκεδάζει με τέτοια τραγούδια.
Κι όλα αυτά χωρίς καν αναφορά σε τεκέδες και συμπαρομαρτούντα.

Πέρα από το βιωματικό, όμως, πρόκειται για διαφορά που διαπερνά στο σύνολό της την κοινωνική ιδεολογία και αισθητική.

Σίγουρα, δεν υπήρξε μονοκαλλιέργεια του ρεμπέτικου στη Μακρόνησο ούτε στους άλλους τόπους εξορίας.
Υπήρχε διαφορά στα είδη τραγουδιού που τραγουδιούνταν στα στρατόπεδα της Μακρονήσου, με βάση ακόμα και τις διακρίσεις μεταξύ των έγκλειστων, π.χ. “ανανηψάντων” και “αμετανόητων”, πάντως ανάμεσα στα ακούσματα υπήρχε και το ρεμπέτικο.

Και φυσικά, ρόλο μεγάλο έπαιζε και η κοινωνική διαστρωμάτωση - και όχι μόνο στο χώρο των φυλακών - όπως αναφέρει ο Άγης.

Το σίγουρο είναι ότι δεν απουσίαζε το ρεμπέτικο τραγούδι ούτε από τους χώρους αυτούς και αυτό ήταν ευρύτερα γνωστό, θα το γνώριζε οπωσδήποτε ο Α. Ξένος.
Η μαρτυρία που έχουμε στη διάθεσή μας για τις φυλακές της Κεφαλλονιάς το 1949, αναφέρει ρεμπέτικα με τα οποία αντιλαλούσε όλη η φυλακή, ως τελευταίο κατευόδιο στους μελλοθάνατους κρατούμενους.

Ενας γειτονάς μας πού είχε καί αυτός τήν τύχη,να περάσει από τήν Μακρόνησο,είχε πεί οτι ακουγόταν η Φραγκοσυριανή πολλές φορές.!!!Μιά φούντωση μιά φλόγα…!!!

Μάλλον διάλεγαν προσεκτικά τα τραγούδια,γιά να είναι ο καυμός πιό μεγάλος!!!

Kαλησπέρα σαs .Ειναι χαρακτηριστικο επιτρεψτε μου το γεγονόs, οτι το ρεμπέτικο τραγούδι κυνηγήθηκε ,απαγορεύτηκε ,συκοφαντήθηκε απο ολο το πολιτικό φάσμα τηs εποχήs, αδικώνταs πιστεύω ενα απο τα πιο θαυμαστά γεννήματτα του λαού μαs ,ακόμα και σήμερα το ρεμπέτικο παραμένει ζωντανό και εξακολουθεί να εκφράζει σημαντικο’ μέροs τηs κοινωνίαs. Με εκτιμηση΄.

Και μια μαρτυρία από τη Γιούρα, αυτή τη φορά, από εκεί φυλακισμένο.
Είμαστε στα Χριστούγεννα του 1948: “Τώρα, με το ευεργέτημα του ηλεκτρισμού στα Γιούρα, μόλις βράδυαζε, εκτός από το ζηλευτό φωτισμό, λειτουργούσαν και μεγάφωνο για όλους τους Όρμους, συνδεδεμένο με το ραδιόφωνο ή αναμεταδίνοντας διάφορους δίσκους. Έτσι, θέλαν δε θέλαν, άκουγαν οι κρατούμενοι “ποικίλη μουσική”, δημοτική, ευρωπαϊκή, ρεμπέτικα τραγούδια κ.ά.” (Τρ.-Λ. Παπάζογλου, “Αναμνήσεις σε τρίτο πρόσωπο. Το χρονικό ενός φυλακισμένου 1946-1961”, Αθήνα 1981)