ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ - Τίνος είναι το ρεμπέτικο - ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΙΟΥΣΗΣ

OK, τώρα είναι καλύτερα, παρόλο που ίσως θα μπορούσαν ακόμα να προστεθούν καναδύο σημασίες, που δεν περιλαμβάνονται στις παραπάνω.

Αν δεν πλατειάζω, πάντως, ακόμα και σημασίες που φαινομενικά είναι απομακρυσμένες έως ξένες από την αρχική (της επανάστασης, της εξέγερσης) μπορεί να έλκουν την καταγωγή τους από αυτήν.
Λ.χ. η σημασία ρεμπελιό = ραχάτι: Εφόσον το ραχάτι είναι προνόμιο του πασά, ο ραγιάς που ραχατεύει αποφεύγοντας την αγγαρεία και βάζοντας σε διακινδύνευση τα δοσίματα, είναι επόμενο να χαρακτηριστεί ρέμπελος. Ενώ για την ίδια ιδιότητα, του ραχατιού, δεν θα χαρακτηριστεί βέβαια ρέμπελος ο πασάς.
Από την άλλη βέβαια το ραχάτι σα συνήθεια μπορεί να συνιστά συμπεριφορά αρνητική και εντός της κοινωνίας των “ραγιάδων” όταν στρέφεται σε βάρος της μεταξύ τους συνύπαρξης, όταν λχ το ραχάτι συνδέεται με την απαίτηση κάποιου να κάθεται και να τον τρέφουν οι άλλοι: τότε το “ρέμπελος” αυτού του τύπου αποκτά αρνητικά φορτισμένη σημασία από κοινωνική άποψη.
Εν ολίγοις αυτό που προσάπτω στα λεξικογραφικά λήμματα (και εν μέρει ίσως είναι οργανικό τους “ελάττωμα”) είναι ότι ενίοτε μέσα στην περιπτωσιολογία τους εξαφανίζεται η κεντρική λογική που διέπει τη σημασία της λέξης.

Κάποια σχόλια τώρα σχετικά με όσα ειπώθηκαν για τους «Νέους Χασικλήδες»

Κατʼ αρχάς να ρισκάρω την εξής υπόθεση εργασίας: στα 4 τραγούδια που εντόπισα με περίπου αυτούς τους στίχους («Οι χασικλήδες» [1928 με Β. Σωφρονίου], «Νέοι χασικλήδες» [1928, με Π. Γαδ], «Νέοι χασικλήδες» [1928 με Α. Νταλγκά], «Νέοι χασικλήδες» [1930; Με Καρίπη]), το πρώτο που παρατηρώ είναι ότι ναι, όντως υπήρξε τραγούδι με τίτλο «Χασικλήδες», αυτό που λέει ο Σωφρονίου και, στην περίπτωση που αυτό προηγήθηκε δισκογραφικά, μου φαίνεται εύλογο όσα ακολούθησαν να επιγράφονται «Νέοι χασικλήδες». Εάν ισχύει η υπόθεσή μου, τότε δεν αληθεύουν τα περί ελεύσεως νέου μάγκα και αμάν είναι και ο πρώτος κλπ κλπ Και, έτι περαιτέρω, αυτές τις επικλήσεις «πες το ναι και ό,τι θέλεις από με» κλπ, τις βρίσκω καθαρά ερωτικού χαρακτήρα εκδηλώσεις (του στυλ ότι εάν τα φτιάξουμε θα γίνω λιώμα για σένα κλπ)

Τέλος, σε εκείνο το στιχάκι «χασίκλα είσαι και ντερβίσης, τραβάς την κουμπουριά και σ’ όλα τα παιχνίδια μέσα φωνάζεις τη μαγκιά», δεν μου φαίνεται πως η επίμαχη λέξη είναι «φωνάζεις» αλλά «τρομάζεις», όπως ακούγεται στο πρώτο τραγούδι της ομάδας που συζητάμε (εάν είναι χρονολογικά το πρώτο…), δηλαδή στους «Χασικλήδες» με τον Σωφρονίου: «Χασίκλα και λεβέντης είσαι, τραβάς την κουμπουριά/και σʼ όλα τα παιχνίδια μέσα τρομάζεις τη μαγκιά», όπου έτσι έχει και παραέχει νόημα…

Πράγματι έτσι είναι φανερό ή έστω πάρα πολύ πιθανό
[li], νομίζω, αυτό που έλεγε και ο pepe, ότι ο τίτλος “Νέοι χασικλήδες” υποδηλώνει νέο τραγούδι. Και προφανώς κανείς στην κουβέντα δεν είχε προσέξει ότι το τραγούδι με το μοτίβο “δε μου λέτε - δε μου λέτε η νταμίρα που πουλιέται” κυκλοφορούσε με τον τίτλο “χασικλήδες”. [/li]Επίσης το ότι η επίκληση “πες το ναι και ό,τι θέλεις από με” είναι ερωτική: δεν είχα σκεφτεί ότι το τραγούδι έχει γυναικα “αφηγητή”, ότι δηλαδή τα λόγια είναι γραμμένα σαν να απευθύνονται από γυνάικα σε άντρα, ή ακόμα και σαν να είναι διάλογος μεταξύ άντρα - γυναίκας. Σχετικά με αυτή την εκδοχή, η εκτέλεση του Νταλγκά με τον τρόπο που βάζει τη σειρά των στροφών δεν δίνει αυτή την εντύπωση, το στοιχείο αυτό σχεδόν χάνεται, όμως σε μια από τις παραλλαγές (Καρίπης) αυτό γίνεται πιο καθαρό, η στροφή “είσαι χασικλού, είσαι και γιαβουκλού” έχει αυτοτέλεια (ενώ στο Νταλγκά συνεχίζει απευθείας με την κουμπουριά κλπ) και ακολουθείται και από την επικληση “πες το μανίτσα μου το ναι”, κι όχι “μάγκα μου”.
Εκεί που κρατάω επιφύλαξη είναι για το “φωνάζεις τη μαγκιά” και αν βγάζει νόημα ή όχι. Ακούγοντας την εκτέλεση του Νταλγκά, και μη μπορώντας ν’ ακούσω παρά “φωνάζεις”, το νόημα που μου έρχεται στο μυαλό είναι είτε κάτι σαν “εσύ τη μαγκιά σου τη φωνάζεις, τη δείχνεις” είτε το (ίσως τραβηγμένο;) ότι στα παιχνίδια πας με συνοδεία, με προστασία (η μαγκιά με την έννοια της μάγκας). Η κουμπουριά στα παιχνίδια βέβαια μένει στοιχείο απαράλλαχτο και στις δυο παραλλαγές όπου υπάρχει η σχετική στροφή.

Όλα αυτά βέβαια θα τα έπαιρνα υπόψη, επί το μετριότερον, αν ξαναδιάβαζα ή αν ξανάγραφα τα προηγούμενα σχόλιά μου.
Ωστόσο δε μπορώ να μην εμμένω στο στοιχείο μιας διαφορετικότητας “ήθους” που χαρακτηρίζει τους “νέους χασικλήδες” όχι μόνο από τους σκέτους “χασικλήδες” αλλά και γενικότερα από τα τραγούδια αυτής της θεματολογίας.
Έγραφα σε άλλο σχόλιο για το “πού 'ναι τα χρόνια τα παλιά” που τραγουδάει ο Ρούκουνας και το κάπως πικρό “τώρα βγήκανε οι μάγκες όλο τρίχες ματσαράγκες”, στιχάκι που όπως και να το κάνουμε είναι αρκετά καταδηλωτικό.
Ενώ και το γενικό πνεύμα που όπως μου φαίνεται αποπνέει η κατηγορία αυτή των τραγουδιών, χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη σεμνότητα έως και “αυτοδυσφήμιση”: Στους “χασικλήδες”, “τη νταμίρα μου την έμαθε μια χήρα, μ’ έκανε και αλανιάρη, χασικλή και κουρελιάρη”. Αλλού (μπαγλαμάδες) “το χασίσι μ’ έφερε σ’ αυτή την κρίση”. Και αν θυμάμαι καλά σε ένα τραγούδι της φυλακής, που μου διαφεύγει ο τίτλος, υπάρχει εν είδη πρόζας ο διάλογος “γεια σου χασίκλα - ίσα μωρή μαρίκα”.
Αντίθετα οι “νέοι χασικλήδες” είναι το μόνο ή από τα ελάχιστα τραγούδια που η ιδιότητα του “χασίκλα” προβάλλεται τόσο επιδεικτικά, συνοδευόμενη από νταβατζιλίκι, κουμπουριά, φώναγμα ή τρόμαγμα της μαγκιάς κλπ.

[*] Στην αναζήτηση τραγουδιών του σηλαμπς με τη λέξη “χασικλήδες” φαίνεται ότι όλα αυτά τα τραγούδια (παλιοί και νέοι) κυκλοφορησαν σε διπλές και τριπλές παραλλαγές την ίδια χρονιά το 1928

Η Νταμίρα είναι πράγματι ο “πρώτος” χασικλής. Κατοχυρώθηκε, φαίνεται, ο τίτλος όταν η Κολούμπια επέλεξε να ονοματίσει ως “Χασικλήδες” κάποιαν ηχογράφηση της “νταμίρας” με τον Καρίπη (όχι τον Σοφρωνίου, αυτός τους “Νέους” τραγούδησε και μάλιστα το 1929, όχι 28). Όταν, τον ίδιο χρόνο αλλά μάλλον λίγο αργότερα, ο Καρίπης συμφωνείται να ηχογραφήσει στην (ανταγωνίστρια) Οντεόν το “τούρνε κλπ.”, δεν μπορούσαν να το ονομάσουν σκέτο “Χασικλήδες” και έφτιαξαν τους “νέους χασικλήδες”.

Να σημειωθεί ότι υπάρχει και άλλος δίσκος με σκέτο “ΟΙ ΧΑΣΙΚΛΗΔΕΣ”, και αυτός 1928, με τραγουδιστή “ΜΕΡΑΚΛΗΣ ΠΩΛ”, δηλαδή μάλλον τον Πωλ Γαδ.

Ο Σωφρονίου τραγούδησε “Οι χασικλήδες”, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μανιάτη και τον πρωτότυπο δίσκο της συλλογής της L. Torp, στον οποίο παραπέμπουν και τον οποίο μετέγραψαν οι Aulin-Vejleskov στο βιβλίο τους Χασικλιδικα ρεμπέτικα. Το sealabs γράφει τον τίτλο που γράφει, αλλά μπορεί να λαθεύει.

Ναι, αλλά ο Σοφρωνίου ηχογράφησε το 1929 ενώ ο Καρίπης το 1928.

Σημειωτέο ότι με διάφορες παραλλαγές στους στίχους το “δε μου λέτε - δε μου λέτε” κυκλοφορεί από το 1925 (και σαν “μπαρμπαγιάννη σαν πεθάνεις” από το 1920), οπότε άσχετα από τίτλο είναι κι από αυτή την άποψη το “παλιό”.

Για την εκτέλεση του Σωφρονίου (εφόσον βεβαιώσαμε τον τίτλο) ο ανεβάσας το άσμα στο You tube αναφέρει 1928, το ίδιο και ο Κουνάδης που παίζει και τις 2 πλευρές του δίσκου στα ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ- ένα ταξίδι στο λαϊκό αστικό τραγούδι των Ελλήνων, τόμος 2 (Β9 και Β17)

Όταν θα προχωρήσει μία “πατέντα” που φτιάχνω, για να εκτιμώ χρονολογίες ηχογραφήσεων / καταλογογραφήσεων, ίσως να μπορέσω να τεκμηριώσω κάτι. Αυτό όμως θα τραβήξει αρκετούς μήνες, ίσως και χρόνια, να ολοκληρωθεί. Προς το παρόν λοιπόν, Καρίπης – Σωφρονίου: Σημειώσατε Χ.

βάζω εδώ κι αυτόν το σύνδεσμο ενός ποστ από άλλο νήμα, με το οποίο υπάρχει θεματολογική κοινότητα.

Εγω παντως χρόνια τώρα ακούω…“Κουρναζος στη μαγκια…”

Με αφορμή το παραπάνω παράθεμα και τη συζήτηση που τροφοδότησε στη συνέχεια για τους “νέους χασικλήδες”, βάζω και το παρακάτω από τα “Χαΐρια μας εδώ” (σελ. 108-109) της Αγγέλας Παπάζογλου, που φωτίζει την αρχκή προέλευση των στίχων του συγκεκριμένου τραγουδιού, για την ακρίβεια την προέλευση του επαναλαμβανόμενου μοτίβου στο ρεφρέν “τούρνε και τούρνε τούρνενε”:

“…Είναι πολλά τα τραγούδια της Σμύρνης. Μέρες μπορείς να τα τραγουδάς… Όλοι είχανε το τραγούδι τως στη Σμύρνη. Και οι άνθρωποι και οι τοποθεσίες κι όλα τα επαγγέλματα… όλες οι δουλειές… Και δεν ήτανε ανάγκη νάσαι Σμυρνιός. Άμα έμενες στη Σμύρνη σου βγάζανε τραγούδι… Να… το τραγούδι για τσι παραμάνες… Οι πιο πολλές παραμάνες ήτανε Νικαριώτισσες κι απ’ αλλού. Και τσι ταΐζανε πιά, τα καλά τα φαγιά για να κατεβάζουνε γάλα. Πηγαίνανε με τα καροτσάκια τα παιδάκια και με τσ’ άσπρες τους τσι μπλούζες και τα σιργιανάγανε.
Η μαμά μου η κακομοίρα ανακάτευε το γάλα της με γλυκανισόσκονη και μούδινε για να κοιμηθώ, να κάνει τη δουλειά τση. Τραγουδούσαμε:
«Στενό μακρύ σοκάκι μου με την ανηφοριά σου
σ’ άλλο δε σε ζηλεύουνε μον’ στη γειτόνισσά σου.
Ντούρνες και ντούρνες ντούρνενες
πες το μανάρα μου, πες το ναι.
Άλλο δε σε κάνω χάζι, μόνο όταν περπατείς
που γυρίζεις και κυττάζεις πίσω σου για να με δεις.
Ντούρνες και ντούρνες…».
Μ’ αυτό το «ντούρνες» εννοούσαμε τα κοριτσάκια. Μου φαίνεται ρουμάνικα ήτανε; Θα σε γελάσω… γιατί λέγαμε «ντουρνεράκια, ντουρνεράκια, γεια σας κοριτσάκια…» …”

1 «Μου αρέσει»

Για τα ντουρνεράκια (Σέρβικα είναι, όχι Ρουμάνικα), θα βρει ο Χρήστος το λινκ όπου πρόσφατα συζητήθηκε το θέμα (με το τάμπλετ δυσκολεύομαι). Το (ν)τούρνε(ς) και τούρνε και τούρνε και ναι, πες το μανίτσα μου το ναι προήλθε από το γύρισμα τούρνεμ, τούρνεμ που υπάρχει σε αρκετά δημοτικά τραγούδια, κυρίως Δωδεκανήσου και Μικράς Ασίας. Τούρνα (η) είναι στα Τούρκικα ο γερανός (το πουλί) και τούρνεμ, τούρνεμγερανέ μου, γερανέ μου”. Προσφώνηση δηλαδή σε όμορφο κορίτσι.

1 «Μου αρέσει»

Εδώ :wink:

Νομίζω το εξηγεί τέλεια η Ελένη…

Είχα ρωτήσει τότε, μια φίλη από Σερβία και μου είχε πει ότι ναι, υπάρχει η έκφραση αλλά είναι πολύ παλιά (ούτε λέει η γιαγιά της δεν τη χρησιμοποιούσε).

Έχω ακούσει μια παραλλαγή αυτού του σεναρίου: ότι ο γερανός -το πουλί πάντα- είναι κάποιου είδους ιερό σύμβολο στο Ισλάμ, και γι’ αυτό η επίκλησή του ακούγεται σε θρησκευτικά τραγούδια. Οι Έλληνες άκουσαν το ρεφρέν «τούρνα» ή «τούρνεμ» και το μετέφεραν σε δικά τους τραγούδια καθαρά ηχητικά, χωρίς νόημα (σαν τραλαλά), αγνοώντας τόσο το κυριολεκτικό νόημα της λέξης στα τούρκικα, δηλ. γερανός, όσο και τον βαθύτερο μυστικιστικό συμβολισμό του.

Δεν ξέρω αν ισχύει, αλλά, ακόμη κι αν η σωστή εξήγηση είναι η πολύ απλούστερη του Νίκου, είναι βέβαιον ότι σε στίχους όπως «τούρνε και τούρνε τουρνενέ» κανείς ποτέ δεν εννοούσε «γερανέ μου»: ήδη ήταν ένας ήχος απογυμνωμένος από κάθε σημασία και αντιγραμμένος δίκην επιφωνήματος από τούρκικα τραγούδια. (Άλλωστε στα ελληνικά τραγούδια λένε πάπια μου, χήνα μου, πέρδικά μου, αητέ μου, αλλά όχι γερανέ μου.)

Όπως και να 'χει, είναι αξιοσημείωτη η σύμπτωση με το σέρβικο ντούνιε [ράνκε]. Αλλά πάντως σύμπτωση.

1 «Μου αρέσει»

Δεν είναι αξιοσημείωτη: Μη μας διαφεύγει ότι το ντούνιε έγινε ντούρνε από παραφθορά, και χρειάστηκαν και δύο ακόμα παραφθορές για να πάμε από τούρνεμ σε ντούρνεμ και τελικά σε ντούρνε…

Η εκδοχή, πάντως, με τη θρησκευτική διάσταση είναι αξιοσημείωτη και δεν την ήξερα!

1 «Μου αρέσει»

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το μόνο που δεν είπαμε είναι το τραγούδι:

Μέχρι αυτό το σημείο ταιριάζει αρκετά με το παρακάτω:

Μετά λένε άλλα λόγια η Αγγέλα και άλλα η ηχογράφηση, και μάλιστα της Αγγέλας αλλάζει και μέτρο:

Εδώ θα μπορούσε να ταιριάξει (άκρες μέσες) και με τον άλλο, πολύ γνωστότερο σκοπό με το «τουρνενέ», το Έμαθα πως είσαι μάγκας.

Για τα «ντουνεράκια» ή «ντουρνεράκια» γνωρίζουμε ότι είναι μια - σερβικής προέλευσης - επίκληση στα μικρά κορίτσια και ότι επίσης ήταν και ονομασία τραγουδιού / χορού που πέρασε και στην Ελλάδα.

«Τούρνα» λέγεται ο γερανός, στα τουρκικά και επίσης με την ίδια ονομασία λέγεται και στην Κύπρο και σε μέρη της θράκης επίσης ο γερανός.
Ο γερανός, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ήταν αγαπημένο πτηνό των Ήφαιστου και Απόλλωνα, ήταν όμως και χορός, ο «Γέρανος» που μιμούνταν το πέταγμα και το χορό των γερανών και που τον πρωτοχόρεψε – σύμφωνα με τον Πλούταρχο – ο Θησέας, μετά τη νίκη του επί του Μινώταυρου. Όπως επίσης, Γέρανοι ή Αγέρανοι χοροί ήταν γνωστοί και στο Βυζάντιο και στα νεότερα χρόνια.

Όσον αφορά στο Ισλάμ, σίγουρα ήταν αγαπητός ο γερανός, οι περιηγητές αναφέρουν πως σχεδόν σε όλα τα τζαμιά φώλιαζαν γερανοί [και στη χώρα μας ακόμα, μέχρι την επανάσταση του ‘21] και οι Τούρκοι τα προστάτευαν.
Το αν ήταν ιερό πουλί, δεν είναι γνωστό, ακριβώς, το αν χόρευαν όμως και οι Τούρκοι μιμούμενοι τις κινήσεις του, έχει ενδιαφέρον αν εξακριβωθεί, σίγουρα.

Π.χ., η Σεμά, ο ιερός χορός των Αλεβήδων, πιθανότατα εμπνεύστηκε από τις γυριστές, κυκλικές, κινήσεις του «τούρνα – γερανού», όπως και ο δικός μας, “Γέρανος” χορός.
Η Σεμά είναι τελετουργκός χορός, περιστροφικός, όπου οι χορευτές κινούνται κυκλικά σε όλη τη σκηνή [ ίσως και αυτοί μιμούμενοι τις κινήσεις του γερανού] και είναι ιερός χορός που αποβλέπει στην ένωση με το θείο, μέσω του χορού, της ποίησης και της έκστασης των χορευτών της.

Το «τούρνα» και τα παράγωγά του που ακούγεται σε τραγούδια δικά μας [θυμίζω και το
«Ω τουρανάκια τουρενέ, βάλε φωτιά στον αργιλέ,
ω τουρανάινα τουρενιό κι έχω χασίσι προυσαλιό («Λούλα», Τούντα)]
είναι απλά επιφώνημα – δάνειο από την τουρκική, έχοντας χάσει την αρχική του έννοια, του πτηνού γερανού, δηλαδή.

Όχι πως θα μας διαφωτίσει για το «τουρνενέ», αλλά, μιας και αναφέρθηκε:

Αγέρανος είναι ένας λαϊκός χορός της Πάρου, ο πιο χαρακτηριστικός του νησιού, που σήμερα επιζεί μάλλον μόνο φολκλορικά αλλά μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν ζωντανή παράδοση. Έχω διαβάσει για συσχετισμούς του με τον αρχαίο Γέρανο, τον Θησέα και τον γερανό-πουλί, αλλά δε μου φάνηκαν ιδιαίτερα πειστικοί. Ειδικά ο χορός που υποτίθεται ότι συμβόλιζε την έξοδο από τον λαβύρινθο είναι ένα κλισέ που έχω δει να το κολλάνε σε διάφορους νεοελληνικούς λαϊκούς χορούς.

(Στην πραγματικότητα ο Αγέρανος της Πάρου δεν είναι κάτι το μοναδικό, είναι η τοπική εκδοχή ενός πανελλήνιου χορού που χορεύεται κυκλικά, στα τρία, με κύριο χαρακτηριστικό το αντιφωνικό τραγούδι από τους ίδιους τους χορευτές. Απλώς μόνο στην Πάρο έχει αυτό το όνομα.)

1 «Μου αρέσει»