Να σας τη σπάσω λίγο;...

Σκηνή 1η

Παλιότερα, όταν έπαιρνα το μπουζούκι, μέσα στη θήκη, και πήγαινα από δω κι από κει και έπαιζα με φίλους, ιδιαίτερα όταν το είχα στερεωμένο πάνω σε μιά 500άρα enduro που είχα, έπιανα τον εαυτό μου να ντρέπεται που το κουβαλούσα. «Γιατί ρε, ντρέπεσαι;», έλεγα στον εαυτό μου, «κοίταξε να δεις που μού΄χουν περάσει κι εμένα τη ντροπή γι αυτό το όργανο…»

Σκηνή 2η

Το κουβαλάω πάλι μαζί μου στο φέρυ που πάει στην Αίγινα. Φουλ, κόσμος. Μιά παρέα από νεαρά παιδιά πιό πέρα, βγάζουν ένα μπαγλαμά και μιά κιθάρα κι αρχίζουν να παίζουν χασικλίδικα. Ένας τους βλέπει το μπουζούκι πλάι μου και με πλησιάζει.

  •      Ρε φίλε, έλα να παίξεις μαζί μας
    
  •      Όχι, σ΄ευχαριστώ, Δε κάνω έτσι. Μες τον κόσμο, μες το φως…
    
  •      Και τί πειράζει;
    
  •      Δε πειράζει ίσως εσένα, εμένα πειράζει
    
  •      Όπως γουστάρεις. Ο καθένας το βλέπει με τον τρόπο του, μου είπε και γύρισε στους άλλους
    

Σκηνή 3η

Σας μεταφέρω δυό σχόλια απ΄το Rebetiko Google Groups. Το πρώτο απ΄τις ΗΠΑ, μιάς φανατικής «ρεμπέτισσας», νέας Αμερικανίδας, ξετρελλαμένης με τους μάγκες και το πειραιώτικο.

Geia sas,
>
> I’ve got a friend with a really horrible modern Greek teacher. she’s
> always giving obscure stuff to them (sometimes modern and sometimes
> ancient) and breezing by it so quickly that my friend can’t keep up
> and she’s been studying the language for several years. I’m wondering
> if someone here can give me some really heavy koutsavakika to throw at
> her. I want stuff that you can’t find in any dictionary and that
> would make anyone but a manga’s head spin. If possible, give me a bit
> of a translation to see if the teacher’s right. If nothing else,
> it’ll be a field day for me knowing how much I love it.
>
> Thanks,

Η απάντηση ήρθε σε λίγο

Ώωωχ!
-Ρε Σταύρακα, αδερφάκι, είσαι εν πλήρει τάξει! Νταλγκαδιασμένο μου
΄σαι, γιατί ακούω διπλοπεννιά στην τρίχα!
-Γιατί ρε Νώντα; σου χάλασε τη μάπα σου;
-Τι λέει ρε το μηλίγκι σου το κλούβιο, ρέ; Η τσίκα μου αδερφάκι
στραβολαίμη είναι εντάξει. Ακροάσου αργελεδάκι!

(γκούχ γκούχ!)
-Ξηγιέμαι μαυράκι της Πόλης!
-Κάνε μώκο ρε και είσαι τέρτσος. Το δικό μου ρε είναι από την
Προύσα. Ρε, δεν έχεις μύτη; δεν αντιλήβεσαι; Τράβα μία να οσφρανθούν
τα τσινέρια σου!

-Αδερφέ μου Σταύρακα, λιγώθηκα! Δεν το γυρίζεις στο ζεϊμπέκικο, να
κάνουμε καμμιά βολτίτσα; Άντε μπράβο!
-Το ΄χεις με το πρώτο, αδερφάκι!

Ρε βλάμη, το ΄φαγες το μπουζούκι, το ΄φαγες.
Μπράβο! Όμορφα πράγματα!
Γειά σου Σταύρακα, ποτέ να μην πεθάνεις!
Ώχου ρε Παναγία μου, ντάλα, τα ντουμάνια μας πήρανε βρε, ώχ…
Άρπα την!

Oh!
-Stavraka, brother, you are perfectly all right! You must be in mood,
I note excellent playing!
-Why that, Nonda? did it disturb your head?
-What is your empty head talking about? My dose is ok, brother
twistneck! Listen to the narghile!

-I’m featuring Istanbul black!
-You better shut up, you range last! Mine comes from Bursa. Don’t
you posess a nose? Don’t you notice? Have a sniff, for your nostrils
to get the smell!

-Brother Stavraka, I’m getting in the mood! Why don’t you switch to a
zeibekiko, so we can exercise a round? Come on!

  • Immediate response, brother!

Brother, you will rub your bouzouki down!
Bravo! Nice happening!
Cheers to you, Stavraka, you may never die!
Oh, bless me, it’s full, the smoke gets thicker!
Have one from me, too!

Σκηνή 4η

(απόσπασμα από το βιβλίο «Τα χαϊρια μας εδώ», σελ. 382. Μιλάει η Αγγελίτσα Παπάζογλου:

Το «ντούχου-ντούχου»

Στσί «ποδαράδες» το τριάντα που παίζαμε σ΄ένα μαγαζί, ήτανε μαζί μας κι ο Παράσχος ο Πατεράκης, κι έπαιζε σαντούρι. Αυτός ήταν φερμένος πριν το εικοσιδύο εδώ ο πατέρας του. Φύγανε γιά να μη τσι πάρουνε στο τούρκικο στρατό κι ήτανε εδωπέρα φερμένοι, κάνανε πιάτσα στου Τραίφόρου το καφενείο, που πηγαίνανε οι παιχνιδιατόροι.
Πήγανε μιά φορά λέει και τον πήρανε κάτι ντόπιοι. Του λένε:

  •      [i]Έρχεσαι να κάνομε ένα γλεντάκι;[/i]
    
  •      [i]Κι ένα και δυό... τους λέει. Αυτή είναι η δουλειά μου.[/i]
    


Τόνε βάζουνε σ΄ένα αμαξάκι με το σαντούρι του και τόνε παίρνουνε και τόνε πάνε τον άνθρωπο κι ήτανε ένα μεγάαααλο καζάαααανι πεταμένο εκεί στην Κρομμυδαρού. Εκεί πούναι η Δραπετσώνα, που λένε πως είναι τώρα ναυπηγεία. Κι από τότε λέει, ησιάζανε καράβια εκεί.
Κι ήτανε ένα μεγάααλο καζάνι, πελώριο, απόνα καράβι, τρύπιο κι είχανε ψάθες στρωμένες στη λαμαρίνα απάνω και καθούντουστε γύρω-γύρω.
Και τώρα;… Από πού να φύγει; Τί να κάνει ο άνθρωπος μοναχός του Θα τόνε σκοτώνανε εκειδά.

  •      [i]Βρε καλόπαιδο... (του λέει ένας πούμοιαζε γι΄αρχηγός. Γιά κουμάντος να πούμε). Βρε καλόπαιδο,,, Σε βλέπω και μου μελαγχόλησες...[/i]
    


Σιγά-σιγά του τάλεγε. Βαριά-βαριά… Σβραχνά… Κουτσαβακίστικα.

  •      [i]Όχι. Κάνεις λάθος... Γιατί να μελαγχολήσω;... Τί έγινε; λέει.[/i]
    
  •      [i]Α μπράβο... Εδώ είναι το ξενοδοχείο των αστέρων.[/i]
    
  •      [i]Τί λες;... (του λέει). Και πού είναι;[/i]
    
  •      [i]Ε... Να... Κάνε έτσι... Και τι θα δεις;... Τ΄άαααααστρα... Το ξενοδοχείο των αστέεεερων... Έχεις δίκηο όμως να μην κάνεις κέφι, γιατί είσαι νηστικός και χαρμάνης... Έλα... Τράβα μιά να οσφρανθείς ν΄ανασαλέψουν τα τζιέρια σου...[/i]
    


Κι είχανε το τσιγάρο και του δίνανε και το παίρνανε γύρω –γύρω και καπνίζανε κι ύστερα βάζανε αργιλέ ένα μπουκάλι και τούχανε λέει από πάνω ένα μεγάλο κρομμύδι, κι σκαμένο το κρομμύδι από μέσα και τόχανε λουλά καμωμένο γιά να μη το πετάνε να μη τσι πιάνουνε ύστερα με το κρεμμύδι. Να μη τους τόνε βρίσκουνε το λουλά.
Το ξεκουφώσανε μπροστά του το κρομμύδι. Τους παρακολουθούσε.
Σκαμμένο από μέσα κι απ΄όξω τα τσόφλια. Και το βάλανε απάνω απ΄το μπουκάλι και του βάλανε κι απ΄το πλάι ένα καλάμι και τραβούσανε από κει. Απ΄το κρεμμύδι, άλλο καλάμι πήγαινε μέσα στο νερό.

Ηκόντεψε μας είπε να πνιγεί, γιατί δεν ήθελε να το κατεβάζει κάτω να το πιεί κι ηξεφύσαε. Και άστα… Ούτε το διάολο να δεις, ούτε το σταυρό σου να κάνεις… Ξέρεις τί τραβούσανε οι παιχνιδιατόροι μ΄αυτά; Άστα…

Κι όλο ρωτούσε – μας λέει – ο ένας τον άλλονε:
«Αντιλήβηκες τί-πο-ταααα; Ανθίστηκεεες;… Ήρθε μπόχααα;… Κι όλο νόμιζα πως λέγανε γιά μένα. Και νάαααα, με πήγε μέχρι να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα στο καζανένιο το ξενοδοχείο των αστέρων.
Όλο εκεί πού τους έπαιζα, ενώ δεν ήταν στο σκοπό, αυτοί λέγανε: «Ντούχου… ντούχου… ντούχου… ντούχου…»
Κι ύστερα μου λέει ο αρχηγός:

  •      [i]Άμα λέμε «ντούχου... ντούχου... ντούχου...» εσύ να κάνεις μόοοοοοκο αδρεφάαααααακι...[/i]
    
  •      [i]Καλά... του λέω. Αλλά δεν είναι μέσα στο σκοπό. Γι αυτό τα μπερδεύω... Καλά... Κατάλαβα. Θα κομπανιάρω και λέγετε όσα «ντούχου... ντούχου...» θέλετε. Να με συμπαθάς... Αλλά πάλι είναι δύσκολο, γιατί εκεί που παίζω καλά κι ωραία αρχινάτε το «ντούχου... ντούχου» και τα χάνω. Τί να κάνω;[/i]
    
  •      [i]Να κάνεις μόοοοοκο. Μιά φορά... με το τέμπο του σκοπού δε τό πάααμε;...Τί πα΄να πει στη μέση του τραγουδιούουου... Τότες μας έρχεται ο βήχαααααας...[/i]
    


Ώωωωρεεεεε… μας λέει. Τότε κατάλαβα πως το «ντούχου… ντούχου…» το κάνουνε μαζί με το βήχα γιά να τόνε σκεπάζουνε. Να τόνε κρύβουνε. Να μην τους παίρνουνε χαμπάρι πως πίνουνε χασίσι, γιατί όσο καπνίζουνε βήχουνε. Και «ντούχου… ντούχου…» και «ντούχου… ντούχου…». Ξημέρωσε εκειδά… η πιό μεγάλη νύχτα της ζωής μου ήτανε. Είπα πως δε θα ξημέρωνε ποτέ.
Όμως, δε με πειράξανε… Το πρωί έφυγα.

Σχόλιο

Η Αγγελίτσα Παπάζογλου, σαφώς ειρωνεύεται. Αφενός ήταν γυναίκα και οι γυναίκες βρίσκουν πως κάτι τέτοια είναι σάχλες (και δίκηο έχουν!) κι αφετέρου τη διέκρινε αυτό το αίσθημα της πολιτιστικής ανωτερότητας που είχαν οι Μικρασιάτες.

Το μυαλό πάει στην αγαπημένη φιγούρα του Μπάτη. Κάπως έτσι θά΄ταν κι αυτός. Ο Μπάτης όμως ήταν έξυπνος. Όχι ξύπνιος (κι αυτό ήταν), αλλά έξυπνος!

Τί θέλω, τελοσπάντων, να πω μ΄όλ΄αυτά;
Άνθρωποι υπάρχουν λογιών-λογιών. Αυτό που ονομάζουμε «ρεμπέτικο» δεν ήταν αυτό. Έτσι ήταν ένα μέρος του κοινού του. Όμως, αυτό προβάλλεται. Είτε με κομπολόγια που ζυγίζουν πέντε κιλά, είτε με τα καπέλλα πάνω στο πάλκο, τη μιά ή την άλλη υπερβολή που αμαυρώνουν κάτι που ήταν πολύ ζεστό, πολύ της καρδιάς, ποιητικό, αγαπησιάρικο και μεστό. Ακόμα και ο Μάρκος που, δηλωμένα, τραβιότανε με τέτοιους, πέρασε μέσα απ΄τη ζεστή φλέβα του όλον αυτό το βόρβορο και έβγαλε διαμάντια.

Άλλο τα κουτσαβάκια της πλάκας κι άλλο οι πραγματικοί μάγκες.
Άλλο οι πραγματικοί νταήδες κι άλλο τα κακέκτυπα που μαχαίρωναν γιά ψύλλου πήδημα.

«Τ΄άρματα τα κουλαντρίζει το χέρι, και το χέρι το κουμαντάρει το μυαλό», λέγανε οι παλιοί νταήδες της Πόλης.

ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΤΗ ΧΑΡΗ ΝΑ ΣΙΧΑΘΕΙΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΗ ΦΟΡΤΏΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΦΑΣΟΥΛΟΜΑΓΚΙΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΡΑΣ…

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 21:10 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:19 —

Ξέχασα ότι υπάρχουν διαμαρτυρίες όταν δημοσιεύονται κείμενα στα Αγγλικά. Ζητώ συγνώμη.

Μου αρεσει ο τροπος που παραθετεις τις ιστοριουλες,απ’την αλλη μου δινεις ενα παραπανω ερεθισμα να διαβασω το βιβλιο της Αγγελας.

Τελος παντων εγω πιστευω οτι το ρεμπετικο ξεπηδησε μεσα απο το περιθωριο,οτι ειναι αρρηκτα συνδεδεμενο και με τα κουτσαβακια,και με τα μαχαιρωματα και με τις ουσιες και με τους μαγκες,την αδικια,την αγαπη,τη φιλια…ο,τι υπηρξε(και υπαρχει)μεσα στην κοινωνια.Οι στιχοι του τα λενε ολα.

Δεν τιθεται θεμα καμιας ντροπης και καμιας αποθαρρυνσης(μιλωντας προσωπικα),Με τιμαει που ακουω ρεμπετικο και δεν εχει να κανει σε καμια περιπτωση με την ελληνικοτητα του κλπ στολιδια.Για εμενα ενας ειναι ο βασικος λογος…οτι ειναι μια απο τις πιο αληθινες,αυθεντικες μουσικες που βγηκαν ποτε,τα συναισθηματα που μου γενναει ακουγοντας…δεν υπαρχουν αλλου(για εμενα).

ΥΓ-Κ αυτο δε σημαινει οτι ακουω μονο ρεμπετικα,απλα σε αυτα και τα ηπειρωτικα κυριως…νιωθω!!!

όταν κατι το αγαπάς(ότι και άν είναι αυτό)δεν ντρέπεσαι γι αυτό για κανένα λόγο.άν ντρέπεσαι για τα αισθήματά σου και για τη συγκίνηση που αισθάνεσαι για ότι αγαπάς τότε αρνείσαι τον εαυτό σου,δεν τον σέβεσαι…και κανείς δεν θα σεβαστεί ούτε εσένα ούτε τις επιλογές σου.όλοι περάσαμε απο αμφισβήτηση αισθημάτων και επιλογών,αλλά απο μια ηλικία και μετά(αλλίμονο άν δεν συμβεί αυτό)καταλαβαίνεις πως τίποτε δεν εχει μεγαλύτερη αξία για να πορευτείς όμορφα στη ζωή απο το να υποστηρίζεςι ο,τι το μυαλό και η καρδιά σου πιστεύει και αγαπά.χαίρομαι που αντιλαμβάνομαι νέα παιδιά που το πήρανε χαμπάρι αυτό νωρίς,έτσι ώστε να μην σπαταλίσουνε χρόνο και ενέργεια σε λάθος πράγματα(κατι που πολλοί μεγαλύτεροι έχουνε ήδη κανει).