Μαρία Ξανθάκη

Αυτές τις μέρες πέθανε η Μαρία Ξανθάκη η οποία ήταν η τραγουδίστρια του συγκροτήματος των αδελφών Ξανθάκη από τη Σίφνο. Τα αδέλφια ήταν ο Αντώνης (+1998), βιολί, ο Γιώργης (πέθανε πριν μερικούς μήνες), λαούτο, και η Μαρία στο τραγούδι.
Τα αδέλφια Ξανθάκη ήταν εγγόνια του εκ των πρώτων, ίσως, βιολιτζήδων της Σίφνου των αρχών του εικοστού αιώνα, Νικολού Αντιλαβή και ανίψια του επίσης βιολιτζή Γιάννη Αντιλαβή. Μεγάλωσαν στη Σίφνο αλλά έφυγαν στην Αθήνα κάπου τη δεκαετία του 60. Ηχογράφησαν δίσκους 45 στροφών με παραδοσιακά Σιφνέικα και έπαιξαν στο ραδιόφωνο σε εκπομπές παραδοσιακής μουσικής. Στις ηχογραφήσεις αυτές κράτησαν, από άποψη, το παραδοσιακό Σιφνέικο παίξιμο.
Είχαν απήχηση και σε γειτονικά νησιά όπως στη Μήλο, Κίμωλο, Φολέγανδρο και Σίκινο.
Μερικά δείγματα:
Θεραπιανός, από ραδιοφωνική εκπομπή το 1981.

Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική (ηχογράφηση δεκαετίας 1970). Υπάρχει ηχογράφηση της δεκαετίας του 30 με τη Ρ. Αμπατζή στο τραγούδι και στο βιολί το Σέμση.

Όρνιθα. Ο σκοπός είναι γνωστός σε μερικά νησιά των Κυκλάδων ως “Κρητικός” και τα στιχάκια βρίσκονται και αλλού (π.χ. Νάξο)

Στη Μήλο και την Κίμωλο. Σκοπός από Μήλο-Κίμωλο. Η ηχογράφηση είναι από τη δεκαετία του 70. Το ηχογράφησε πρόσφατα και ο Οικονομίδης στο “Πέρασμα από την Κίμωλο”

Φαίνεται ότι το Μαρώ έκανε και μερικές ηχογραφήσεις με στεριανά εκτός συγκροτήματος. Εδώ το Πάνω σε μικρή ραχούλα.

Άμε στην ώρα την καλή, Μαρώ.

Τι ωραίες ηχογραφήσεις!! Εξίσου βέρες σιφναίικες με άλλες που έχω ακούσει, αλλά πολύ πιο καθαρές σε σχέση με όσες τραγουδούν άντρες (που προφανώς ζορίζονται πολύ με τους τόνους).

Παρόλο που κάτι δεν πάει καλά με το balance της ηχογράφησης, κατά τη γνώμη μου ειδικά εδώ η μακαρίτισσα βγάζει υπέροχη φωνή.

Να ζείτε να τη θυμάστε.

(Και μια ελάσσων λεπτομέρεια που εκτιμώ: επιτέλους να και κάποιος που όταν θέλει να πει «πέθανε» λέει «πέθανε».)

Εεεε, πάει και το Μαρώ… Καλά περνάγαμε και με τους Ξανθάκηδες, και στο Σταυρί και στον Αρτεμώνα και στο Τρουλάκι… Ο Κουτσουνάς, κρατάει ακόμα, Γιάννη;

Εμ, εδώ σε θέλω. Πόσες φορές έχω φάει τα μούτρα μου! Αλλά το ύφος αυτό απαιτεί: “Τραγούδα αψηλά και φόρτωνε* χαμηλά”.

Είχαμε κανονίσει Νίκο Π., να πάμε φέτος το καλοκαίρι στην ταβέρνα που έχουνε ο Κουτσουνάς στο Βαθύ να μας παίξει αλλά δεν τα καταφέραμε. Ελπίζω φέτος.

*το γάδαρο ή το μουλάρι π.χ.

Καλά να 'ναι ο άνθρωπος!

τί δυνατές εκτελέσεις! λοιπόν, το “μη με στέλνεις μάνα” μου θύμισε περισσότερο την ηχογράφηση με τις τσαμπούνες από την μύκονο, παρά την εκτέλεση του σέμση. τελικά ποιό ήταν πρώτο;

Του Σέμση, πιστεύω.

Μετά από κάμποσες σκέψεις και κόντρα σκέψεις καταλήγω ότι η πιο πλούσια μελωδία του Σέμση θα μπορούσε εξίσου καλά να είναι μετεξέλιξη της πιο απλής των τσαμπουνιέρηδων όσο και το αντίστροφο, η απλή να είναι προσαρμογή της πιο πλούσιας. Άρα ισοπαλία ως προς αυτό. Αλλά το πνεύμα των στίχων δεν ταιριάζει με την ανώνυμη παραδοσιακή (δημοτική -να το πούμε έτσι για να φανεί πιο έντονα το αταίριαστο) παράδοση.

Εντωμεταξύ, αν δεν είχα δει την παράσταση του Μυστακίδη για τη μετανάστευση, δε θα είχα προσέξει ποτέ τι ακριβώς λέει αυτό το τραγούδι: η κόρη που την μπαρκάρουν πακέτο και τη στέλνουν στον «Αμερικάνο» γαμπρό που ούτε αγαπάει ούτε, μάλλον, γνωρίζει. Οι Νύφες που έδειχνε κι η ταινία.

Ε, αν ήταν παραδοσιακό το τραγούδι θα τα έλεγε κάπως αλλιώς όλα αυτά.

1 «Μου αρέσει»

σ’ ευχαριστώ περικλή, κι εγώ τις ίδιες ακριβώς αμφιβολίες είχα αλλά εμπιστεύομαι την κρίση σου.

Πολύ σωστά. Έχουν συμβεί αρκετά συχνά και τα δύο, είτε ένας λόγϊος / εμπορικός συνθέτης να παίρνει μια «πρωτόγονη» λαϊκή μελωδία και να την παρουσιάζει εμπλουτισμένη με (λαϊκότροπα!) επιπλέον μοτίβα ή, αντίστροφα, ένας λαϊκός ερμηνευτής να «δανείζεται» εμπορική μελωδία και να την απλουστεύει όσο χρειάζεται για να ταιριάξει στα δικά του πρότυπα. Αντίστοιχα, εδώ:

θα παρατηρήσω ότι θεματικές που προέκυψαν από την πρακτική, να «τακτοποιούνται» άγαμοι μετανάστες με νύφες που προτείνονταν μόνο μέσω φωτογραφίας (αφού δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι), παράγουν λαϊκά τραγούδια που πλέον δεν μπορούμε να τα δούμε, στον 20όν αιώνα πια, ως καθεαυτού δημοτικά, στο στίχο τουλάχιστον [ενώ η μουσική θα μπορούσε ακόμα να αντληθεί από παλαιότερα και δοκιμασμένα μελωδικά πρότυπα που έχασαν την σύνδεσή τους με το (παλαιότερο) γεγονός που τα γέννησε και επομένως, προσφέρονταν για “φρέσκια” στιχουργική επένδυση]. Απλούστατα, δηλαδή, στον 20όν αιώνα το παλιό παραδοσιακό (Δημοτικό) τραγούδι φθίνει και βέβαια, γύρω στον 2ο Παγκόσμιο, πεθαίνει οριστικά.

Η αλήθεια είναι ότι δημοτικά τραγούδια για γεγονότα του Β’ Π.Π. υπάρχουν περισσότερα απ’ όσα νόμιζα. Άκουσα πρόσφατα τέτοια τραγούδια, λ.χ., για αρκετά από τα γερμανικά ολοκαυτώματα χωριών (της Καντάνου, της Παραμυθιάς…), επίσης βορειοηπειρώτικα για τον πόθο της ένωσης με την Ελλάδα που ζωντάνεψε στο Αλβανικό, κλπ., ενώ πρακτικά ένα μόνο τέτοιο ήξερα από πριν, το Χίτλερ να μην το καυχηθείς, κι αυτό ριζιτικοφανές με επώνυμο δημιουργό. Αλλά ναι, βασικά όπως τα λέει ο Νίκος είναι.

Ακριβέστερο θα ήταν “Μετά τον 2ο Παγκόσμιο, πεθαίνει οριστικά”. Εντύπωση μου κάνει, και καλό θα ήταν να ακούσουμε και άλλους φίλους, ότι ο Εμφύλιος δεν φαίνεται να σχολιάστηκε από τη “λαϊκή μούσα”. Εγώ τουλάχιστο, μετά το τσάμικο “Να ζήσει ο Ζέρβας μας, ο Ναπολέοντας”, δεν άκουσα μεταγενέστερο δημοτικό τραγούδι.

1 «Μου αρέσει»

Δύο άλλες περιπτώσεις

  1. Το χραμάκι. Καλαματιανό που φτιάχτηκε την περίοδο της κατοχής στην Απείρανθο. Ο στιχουργός είναι γνωστός όπως επίσης και η προέλευση της μουσικής. Αλλά είναι δημοτικό (νησιώτικο). Υπάρχουν και άλλα από την κατοχή και απελευθέρωση στην Απείρανθο.

  2. Γιούπι γιάγια. Τι κι αν η μουσική του προέλευση δεν έχει σχέση με την Ελλάδα; Στην κατοχή, του φορέσανε αντιφασιστικά στιχάκια και διαδόθηκε παντού (πόλεις και χωριά). Σε κάποιες περιοχές ενσωματώθηκε στις τοπικές παραδόσεις. Είναι δημοτικό (πια).

2 «Μου αρέσει»

Υπάρχει και αυτό το τραγούδι που γράφτηκε πάνω σε παλιότερη μελωδία για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη.
“Σηκώνομαι πολλά πρωί”.

Και εδώ μια αναφορά στον Ημεροδρόμο στο ίδιο τραγούδι.

Τα λόγια πάντως τα έχω βρει και με άλλη παραλλαγή.

2 «Μου αρέσει»

Ναι, αυτό ΕΙΝΑΙ δημοτικό. Είναι φτιαγμένο ακριβώς όπως όλα τα «υμνητικά» δημοτικά, με δάνεια από προϋπάρξαντα στιχάκια που δένονται μαζί για να φτιάξουν το τραγούδι του Άρη και μόνο του Άρη. Προστέθηκαν μόνο ελάχιστες καινούργιες λέξεις: Αντάρτικο, Άρης, τραυματισμένος (έναν αιώνα πριν, θα ήταν λαβωμένος), παλιομπουραντάδες, αυτόματο. Δάνεια και η μουσική βεβαίως, όπως γινόταν πάντα.

(είναι ένα μόνο, όμως, θα περίμενα δεκάδες. Σίγουρα «υπόλογο» γι αυτό, είναι και το γενικότερο κλίμα της εποχής….)

Νίκο, είμαι σίγουρος πως υπάρχουν κι άλλα που δεν τα ξέρουμε. Χωρίς βέβαια να αλλάζει αυτό που είπατε εσύ και ο Περικλής ότι το δημοτικό μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο πεθαίνει. Οι λόγοι γι αυτό είναι πολλοί, αν και προσωπικά πιστεύω ότι ο βασικότερος λόγος είναι η κατευθυνόμενη ερήμωση της επαρχίας από την κεντρική εξουσία. Έχουμε την αλλαγή περιβάλλοντος και τρόπου ζωής των ανθρώπων που μπορούσαν να δημιουργήσουν δημοτικό τραγούδι.

Υπάρχουν πολλά αντάρτικα τραγούδια χωρίς συγκεκριμένο (ή τουλάχιστον χωρίς γνωστό) δημιουργό, που διαδόθηκαν στόμα με στόμα, που ωστόσο δεν είναι εύκολο πάντα να πεις αν είναι δημοτικά αντάρτικα ή απλώς αντάρτικα. Ακόμη και ταγματασφαλίτικα υπάρχουν. Υπάρχει μάλιστα τουλάχιστον μία περίπτωση αντάρτικου και ταγματασφαλίτικου με την ίδια μελωδία.

Μια ακόμη δυσκολία κατάταξης είναι και το ότι ένα τραγούδι για τους αντάρτες, αν είναι απλώς γενικόλογα υμνητικό γι’ αυτούς, δεν είναι εύκολο να πεις αν είναι τραγούδι για τον Β’ Πόλεμο (αντίσταση) ή για τον εμφύλιο.

Ένα αντάρτικο τραγούδι ανώνυμου δημιουργού θα δημιουργήθηκε, το πιθανότερο, από αντάρτες. Ένα ταγματασφαλίτικο, αντιστοίχως. Αλλά κι ένα κλέφτικο, πολύ συχνά ήταν αυτοϋμνητικό δημιούργημα των κλεφτών.

Αντάρτικα σκέτα ξέρω αρκετά, άκουγα και τον μακαρίτη τον Τζαβέλα. Ο Ξένος σίγουρα είχε φτιάξει κάμποσα ο ίδιος. Εγώ αναφερόμουνα σε δημοτικά, ειδικά.

Όχι πολύ συχνά, σχεδόν ο κανόνας ήτανε, αλλά ο υμνούμενος καπετάνιος δεν νομίζω να το έφτιαχνε ο ίδιος, είχε και παλληκάρια…

Περικλή εγώ εννοώ δημοτικά αντάρτικα και όχι τα γνωστά αντάρτικα που ξέρουμε πιθανότερα οι περισσότεροι.
Θυμάμαι ένα απόσπασμα, αλλά δεν θυμάμαι που το έχω διαβάσει. Που ένας αντάρτης λέει ότι “εμείς τραγουδάγαμε δημοτικά και αντάρτικα, αυτά τα τραγούδια, (και εννοούσε τα λαϊκά - ρεμπέτικα), δεν τα ξέραμε. Εδώ στην Αθήνα τα μάθαμε”.
Ο κύριος όγκος των ανταρτών και στον Β΄ παγκόσμιο και στον εμφύλιο ήταν από την επαρχία, και όχι από τις μεγάλες πόλεις.
Αυτό έλαβαν υπ’ όψιν τους οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις και ερήμωσαν την επαρχία.

Αντάρτικο απεραθίτικο. Δεν είναι τυπικά αυτό που λέμε «δημοτικό», αλλά πάντως είναι απολύτως σύμφωνο με το τοπικό στυλ παραδοσιακών σκοπών και τραγουδιών.

Η μελωδία είναι τοπική παραλλαγή ενός σκοπού που απαντά σε πάρα πολλά μέρη, κυρίως αιγαιοπελαγίτικα αλά όχι αποκλειστικά, και που νομίζω ότι τον έχουμε ξανασυζητήσει (Αμπελοκουτσούρα Ικαρίας, Αγέρανος Πάρου, Δετός Χίου και πολλά άλλα). Στον ίδιο σκοπό έχω ακούσει και ταγματασφαλίτικο τραγούδι, με κλαρίνα, σε στουντιακή ηχογράφηση που μάλλον πρέπει να είναι περίπου της εποχής του Εμφυλίου ή κοντά.

Κάπου στο ΥΤ κυκλοφορεί κι ένα άλλο αντάρτικο από τη Νάξο, επίσης τυπικό ναξιώτικο με κοτσάκια. Θυμάμαι τον στίχο «δαφνοστρώσετε τις στράτες / να περάσουν οι αντάρτες» αλλα΄δεν μπορώ να το ξαναβρω.

Παρά ταύτα επιμένω, όσο κι αν αυτά δεν είναι καλά παραδείγματα, ότι μερικές φορές δεν είναι ξεκάθαρα τα όρια:
α) ανάμεσα σε δημοτικό αντάρτικο και απλώς αντάρτικο
β) ανάμεσα σε αντάρτικο του εμφυλίου και σε τραγούδι της Αντίστασης.

Κι η επαρχία δεν άκουγε λαϊκά; Ακόμη και ευρωπαϊκά άκουγε.

Υπάρχει μια εκτενής καταγραφή ενός Λασιθιώτη ριμαδόρου-μαντολινιέρη, που τραγουδάει διάφορες δικές του ρίμες, ως επί το πλείστον σχετικές με τον Δεύτερο Πόλεμο (αλλά και μία για την Αρπαγή της Τασούλας και κάποιες άλλες), σε ηχογράφηση πάρα πολύ κοντά τότε (1950 νομίζω). Οι σκοποί στους οποίους έχει προσαρμόσει τους στίχους του είναι:
-διάφορες λασιθιώτικες κοντυλιές
-ο Ερωτόκριτος
-το Χατζηκυριάκειο!
-ένα άλλο ρεμπέτικο δυσκολογνώριστο, ίσως το Παιχνίδι του Αμερικάνου
-Όσο βαρούν τα σίδερα
-μερικά ελαφρά που δεν τα γνωρίζω
-μερικά που, όσο καταλαβαίνω από τη διασκευή του, πρέπει να ήταν εμβατήρια.

Τα έργα του είναι λαϊκή παράδοση, όχι όμως δημοτική. Πάντως μοιάζει να ήταν «ο ριμαδόρος του χωριού». Και μοιάζει, πάλι, ότι με πλήρη αυυθορμητισμό και χωρίς ίχνος ταξινομικών διακρίσεων, τραγουδάει σε οποιονδήποτε σκοπό τού είναι οικείος.

1 «Μου αρέσει»