Μήπως γνωρίζει κανείς; - Απόψε με εγκατέλειψες

(ΒΑΣΛΑΚ)

“Απόψε με εγκατέλειψες
πως βάσταξε η καρδιά σου
και μεσ’ τη νύχτα χάνονται
αργα τα βήματα σου”
Το άκουσα από τη Μαριώ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΚΕΣ

(Κώστας Βλησίδης)

Εκπληκτικό τραγούδι του Στέλιου Χρυσίνη, του 1950 με Ρένα Στάμου, Νίκο Βούλγαρη και Βασίλη Τσιτσάνη.Ανευρίσκεται και στην τελευταία φουρνιά CD του Κουνάδη: Στ. Χρυσίνης ΙΙ.

(Νίκη Αποστολάκου [Niki])

Den ixera pou na to grapsw… Ti kseroume gia ton Kwsta Nouro? Akousa na tragoydaei to Manwli kai mou arese…

(Λευτέρης Κοφίδης)

Νίκη,

Λίγα πράγματα θυμάμαι για το Νούρο. Ας συμπληρώσει κανείς που το 'χει ψάξει περισσότερο. Λοιπόν, το “Νούρος” ήταν ψευδώνυμο. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Μασέλος. Γεννήθηκε στη Σμύρνη κι ήρθε ως πρόσφυγας στην Αθήνα. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές σμυρναίικων και ρεμπέτικων σμυρναίικου ύφους τραγουδιών. Θα τον κατέτασα στην ίδια ομάδα με τους Β. Σωφρονίου και Α. Διαμαντίδη (Νταλγκά). Αν δεν τον μπερδεύω με τον τελευταίο, θυμάμαι ότι είχα ακούσει πως έμαθε να τραγουδάει μόνος του, παρακολουθώντας τους ερμηνευτές μανέδων στα κέντρα της Σμύρνης. ʼλλο ένα τεράστιο ταλέντο δηλαδή. Συμφωνώ ότι η ερμηνεία του στο “Μανώλη το χασίκλα” είναι φοβερή. Αν δεν κάνω λάθος πρέπει να έχει πει κι εκείνο το τρομερό κομμάτι “Ο μυλωνάς”, μαζί με τη Ρόζα. Αυτά τα λίγα.

Από το (ανέκδοτο ακόμα) βιβλίο “ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ” (ΘΕΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ-ΚΩΣΤΑΣ ΦΕΡΡΗΣ)

Κώστας Μασσέλος, ή Νούρος

Γεννήθηκε στο Νταραγάτσι της Σμύρνης το 1892. Ο πατέρας του κατάγονταν από τα Κύθηρα κι η μητέρα του από τη Σύρα. Δύο μόλις χρονών χάνει τη μητέρα του και τον μεγαλώνει η γειτόνισσα καντηλανάφτισσα του νεκροταφείου της περιοχής. Από παιδάκι ψέλνει αξιοθαύμαστα. Μετά το Δημοτικό βγαίνει στη βιοπάλη και δουλεύει εργάτης σε διάφορα εργοστάσια, έως ότου πάει στο ʼγιον Όρος στη Μονή Βατοπεδίου για να μονάσει. Δεν αντέχει όμως κι επιστρέφει στη Σμύρνη για να γίνει τραγουδιστής όπως τον παρότρυναν πάντα οι φίλοι του. Με την πρώτη του εμφάνιση σε κέντρο καταπλήσσει και συγκινεί τους πάντες γύρω του. Πολύ σύντομα η φήμη του ξεπερνά τις γειτονιές και ξαπλώνεται σ’ όλη τη Μικρά Ασία όπου υπήρχε Ελληνισμός. Ήταν το αηδόνι που τους μάγευε, "Το αηδόνι της Σμύρνης”.
Όταν η Τουρκία μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και επειδή κλείναν τα κέντρα της Σμύρνης, αποφάσισε να πάει στην Θεσσαλονίκη όπου και βρίσκει αμέσως δουλειά στο “Λούνα Πάρκ” και στου “Θανάση του Κατσαρού”. Το 1918 μετά την ανακωχή επιστρέφει στη Σμύρνη και δουλεύει με τον Δραγάτση (Ογδοντάκη). Η Καταστροφή του 22 τον βρίσκει να τραγουδάει στην Τερψιθέα. Οι θαυμαστές του του βγάζουν Γαλλικό διαβατήριο κι έτσι φεύγει για Μυτιλήνη, Θεσσαλονίκη, και τέλος Πειραιά στο Πασαλιμάνι.

Τραγουδάει σε μαγαζιά και καμπαρέ, και το 1926 (πρώιμη μηχανική δισκογραφία) γραμμοφωνεί μια σειρά αμανέδες που αναδεικνύουν όλες τις εκφραστικές και φωνητικές του δυνατότητες. Αυτό ήταν μόνο η αρχή, γιατί συνεχίζει με τραγούδια Μικρασιατών. όπως του Παναγιώτη Τούντα, του Σκαρβέλη, του Μαρίνου, του Ασίκη, του παλιού του φίλου Ογδοντάκη κ.ά. Γύρω στα εκατό γραμμοφωνημένα τραγούδια ίσαμε το 1935, και κάθε νύχτα πάλκο στις γειτονιές του Πειραιά ως το πρωϊ.
Το 1934 (1933;) είναι κι αυτός ανάμεσα στους κορυφαίους ενός Σμυρνέϊκου πάλκου στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά (Δραπετσώνα). Μυθικό σχήμα, όπου εκτός από τον Στελλάκη, τον Κάβουρα, τον Ογδοντάκη και άλλους, συμμετέχει και ο Σπύρος Περιστέρης, που γίνεται την ίδια χρονιά διευθυντής της Οντεόν, και προφανώς τους εγκαταλείπει. Είναι κι αυτό ίσως ένα κλειδί, γιά να καταλάβουμε πως ήρθαν τα μπουζούκια, να καλύψουν την έλλειψη του μαντολίνου πούφυγε μαζί με τον Περιστέρη, να συνυπάρξουν γιά μιά βδομάδα με τους Σμυρνιούς, κι ύστερα να τους αντικαταστήσουν πλήρως. Είναι σίγουρα ή σημαντικότερη ιστορική στιγμή του ρεμπέτικου, που σημαδεύει την αλληλεπίδραση των δύο μεγάλων ποταμιών του τραγουδιού αυτού (Σμυρνέϊκοο-Πειραιώτικο) αλλά και τη μεταβίβαση της “εξουσίας” στους πειραιώτικους μπουζουκομπαγλαμάδες που ακολούθησε.
Το 1937 χάνει τη μονάκριβη κόρη του και φεύγει για τη Σάμο. Ο πόλεμος του 40 τον βρίσκει στην Κοκκινιά σε ηλικία 48 χρονών. Βρίσκει το κουράγιο και στρατεύεται για την “ψυχαγωγία” των στρατιωτών. Το 1943 ξανά στη Σάμο, και στους βομβαρδισμούς περνά με τις βάρκες στο Κουσάντασι, πρόσφυγας και μόνος ξανά στη ζωή του. Κατεβαίνει στην Παλαιστίνη και από εκεί στη Γάζα, όπου αρχίζει να τραγουδάει σε διάφορες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του Στρατού.
Το τέλος του πολέμου το 1945 τον βρίσκει στι Κάϊρο όπου μένει τραγουδώντας. Επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει μεροδούλι μεροφάϊ πάνω στα πάλκα μέχρι τα εβδομήντα του χρόνια, που αποσύρεται κουρασμένος και πικραμένος, μόνος (παρ’ όλους τους δύο του γάμους) και ξεχασμένος από γνωστούς και φίλους. Το “Αηδόνι της Σμύρνης” σωπαίνει γιά πάντα στις 26.5.1972 σε ηλικία ογδόντα χρονών. Είναι περίεργο πως ο Σχορέλης δεν τον θυμήθηκε, στην πρώτη εκείνη προσπάθεια “αναβίωσης” στη δεκαετία του 60. Ο Ηλίας Πετρόπουλος όμως βρέθηκε στο προσκεφάλι του τις τελευταίες στιγμές, όταν ο Νούρος ήταν πιά σε κώμμα.

Μικρό συμπλήρωμα -εμπιστευτικό γιά τους Φορουμιστές:

  1. Στους ΜΕΓΑΛΟΥΣ της ομάδας που αναφέρει ο Λευτέρης, θα προσέθετα τον Κώστα Ρούκουνα.
  2. Κατά τον Πετρόπουλο (προφορικά) ο Νούρος ήταν… gay. Δεν είναι διασταυρωμένο.
  3. Κατά δήλωση του ίδιου του Πετρόπουλου, την ώρα που ο Νούρος ήταν σε κώμα και τον κλαίγανε “κάτι γριές”, εκείνος διέρρηξε το συρτάρι του κομοδίνου, κι “έκλεψε” ένα μάτσο φωτογραφίες, συμβόλαια και άλλα ντοκουμέντα. Υποθέτω πως αυτά πρέπει να βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη.

(Λευτέρης Κοφίδης)

Κώστα έχεις δίκιο, ξέχασα (ασυγχώρητο!) το Ρούκουνα. Για να μην πούμε και τον Παπασιδέρη.

(Μπαγιόκος)

Ακούστε το CD “Ο Δημήτρης Ατραϊδης και ο Κώστας Νούρος τραγουδούν αμανέδες και ρεμπέτικα” και θα καταλάβετε τί έχουμε χάσει! Προσωπικά μ’ έχει συγκλονίσει ο αμανές:

“Αν μ’ αρνηθείς δεν έχει πια
ο κόσμος 'μπιστοσύνη,
ούτε Θεός υπάρχει πια
μήτε δικαιοσύνη.”

Μιλάμε για ερμηνεία που σου σηκώνει την τρίχα! ‘Οποιος θέλει ν’ ακούσει το συγκεκριμένο κομμάτι θα σκεφτώ τρόπο να του το στείλω.

Κώστα Φέρρη, μας άφησες σ’ αγωνία. Πες μας κάτι παραπάνω για το υπό… εκκόλαψη βιβλίο γιατί από τον τίτλο και μόνο φαίνεται πολύ ενδιαφέρον!

Ρωτήστε τον Φραγκίσκο, τόχει διαβάσει…
Εμένα με συγκλονίζει επίσης ο “Σαμπάχ Μανές” του Νούρου. Ας σημειωθεί πως σ’ αυτόν βασίστηκε ο Ξαρχάκος γιά το “Καίγομαι”.

Πρόσκληση γιά να επισκεφθείτε ένα δικτυακό κήπο όπου βρίσκονται ο Νούρος κι ο Ογδοντάκης.

www.elkibra-Nouros.blogspot.com