Λουκουμάδες (Κρασοπίνω)

Μία μικρή απορία: Στο "Κρασοπίνω¨ του Τούντα αναφέρεται: “Τα κορόιδα που δεν ξέρουν να μεθύσουνε, θενε με τις λουκουμάδες να γλεντήσουνε”. Πρόκειται για κυριολεξία ή υπάρχει κάποια άλλη σημασία;

Αν, Πέτρο μου, καταφέρεις να γλεντήσεις και μεθύσεις με λουκουμάδες, αντί μεζέδες και ούζο ή κρασί, έχεις έτοιμη την απάντηση! :laughing:
(δεν θα σου το συνιστούσα πάντως, και βεβαίως ούτε κι εσύ θα το προσπαθούσες…}

2 «Μου αρέσει»

Μόνο εγώ μπορώ να το καταφέρω, γιατί είμαι γλυκατζού !!

1 «Μου αρέσει»

Μου φαίνεται κάπως περίεργη η επιλογή του συγκεκριμένου εδέσματος. Αφενός γιατί δεν φαίνεται να εξυπηρετεί ιδιαίτερα στην ομοιοκαταληξία ή το μέτρο και αφετέρου γιατί δεν φαντάζομαι ότι αποτελούσε “στάνταρ” παροχή στις ταβέρνες/ κουτουκια/ καφενεία της εποχής…

1 «Μου αρέσει»

Μα φυσικά και δεν έβρισκες λουκουμάδες στις ταβέρνες και τα κουτούκια, ούτε και στα καφενεία της εποχής. Υπήρχαν όμως αμέτρητα λουκουματζίδικα, που μόνο λουκουμάδες προσέφεραν και τίποτε άλλο, σε ολόκληρο το κέντρο Αθήνας / Πειραιά και παντού στην Ελλάδα. Ήταν μάλιστα πολύ συνηθισμένο για αστούς κυρίως, μετά τον κινηματογράφο ή το θέατρο να πηγαίνουν για λουκουμάδες αργά το βράδυ. Χωρίς αλκοόλ. Μάλιστα, κάποια λουκουματζίδικα διανυκτέρευαν «μέχρι πρωΐας».
Σε αντίθεση λοιπόν με σένα, Πέτρο, εγώ νομίζω ότι καλύτερο έδεσμα για να κοροϊδέψει ο στιχουργός "τα κορόϊδα» που τους αρέσει να τρώνε λουκουμάδες αργά το βράδυ, αντί για μεζεδάκια με ούζο ή κρασί και γλέντι, δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Μάλιστα, μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό η ευρηματικότατη λαϊκή ρήση με πορδές, δεν βάφονται αβγά, στην οποία βλέπω κάποιες παράλληλες με τη μέθη και τους λουκουμάδες.
Τώρα για το θέμα του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, η θέση των λουκουμάδων στο στίχο είναι τέτοια που δεν νομίζω να τίθεται θέμα…. Την υποχρέωση για ομοιοκαταληξία καλύπτει επαρκέστατα το δίδυμο να γλεντήσουνε - να μεθύσουνε, το δε μέτρο τηρείται υποδειγματικά στο συγκεκριμένο δίστιχο.

2 «Μου αρέσει»

Ευχαριστώ Νίκο,δεν το γνώριζα. Είσαι ζωντανή εγκυκλοπαίδεια!

1 «Μου αρέσει»

Απλά, είμαι ζωντανός ακόμα, άρα έχω ζήσει και σε εποχές που οι νεώτεροι δεν γνώρισαν.:smile:

2 «Μου αρέσει»

Απογευματινό γλυκό, ήταν οι περιβόητοι λουκουμάδες και σ`εμάς (Σαλονίκη)
τα λουκουματζίδικα είχαν την έδρα τους στην Πλατεία Αριστοτέλους…
Λέγαμε, θυμάμαι, “πάμε στην Αριστοτέλους να φάμε λουκουμάδες” !!
Το τραγούδι αυτό, νομίζω πως αρέσει περισσότερο σε άντρες, μια κι εμένα
προσωπικά, δεν μου κάνει κλικ, το βρίσκω ψιλοαδιάφορο (γούστα)…
Ο στιχουργός αναφέρεται μάλλον στα λεγόμενα βουτυρόπαιδα (φλώρους),
που δεν ξέρουν ακόμα ακόμα και να ρεγουλάρουν το ποτό…
Ή αυτούς, που στεγνοί όντες, περιμένουν να φτιάξουν κεφάλι…
Κι εδώ κουμπώνει η λαϊκή ρήση του Νικόλα, “με πορδές αυγά δεν βάφονται”
που την έλεγε και η μακαρίτισσα η μάνα μου κι εγώ μετέπειτα…

1 «Μου αρέσει»

Μάλλον στους δεύτερους, θα ΄λεγα εγώ, οι οποίοι βεβαίως και αυτοί στα βουτυρόπαιδα κατατάσσονται. Αυτό γιατί στα λουκουματζίδικα, και να ζητήσεις αλκοόλ δεν θα έχουν να σου σερβίρουν άρα, περιττεύει ο έλεγχος και το ρεγουλάρισμα.

1 «Μου αρέσει»

Στην γνωστή αφίσα μπαρ ο Μάρκος όμως κάτω κάτω γράφει ‘γλυκά διάφορα’.Μπορεί μέσα σε αυτά να υπήρχαν και λουκουμάδες για τις υπογλυκαιμίες.Ποιός ξέρει?

2 «Μου αρέσει»

Τα “γλυκά διάφορα” που αναφέρει η αφίσα δεν περιλαμβάνει τους λουκουμάδες.Εκτός αν είχε τους γνωστούς λουκουμάδες τεράστιους με την πασπαλισμένη χοντρή ζάχαρη ,κι όχι μέλι.Αυτού του είδους τα μαγαζιά πρόσφεραν στεγνό μπακλαβα,(χωρίς πολλά σορόπια),σάμαλι,τουλούμπες, λουκούμια ,κ.λ.π.Τα μαγαζιά που έφτιαχναν λουκουμάδες , (τα γνωστά λουκουματζίδικα),ήταν μαγαζιά που έκαναν ΜΟΝΟ λουκουμάδες με εγκαταστάσεις,(κουζίνα),επικεντρωμένη στην παραγωγή ζεστών λουκουμάδων και μόνο,αναψυκτικών,και τούρκικου καφέ.

3 «Μου αρέσει»

Ο Νίκος Νικολάου έχει απόλυτο δίκιο. Όπως και παραπάνω (#5) αναφέρθηκε, οι λουκουμάδες παρασκευάζονταν και προσφέρονταν μόνο σε ειδικά επί τούτου μαγαζιά και πουθενά αλλού. Ούτε στο ψυγείο μπαίνουν, ούτε εύκολα μεταφέρονται, πρέπει να καταναλώνονται ει δυνατόν μόλις βγούν απ’ το (τεράστιο) καζάνι με το λάδι, γιατί πανιάζουν γρήγορα και χάνουν το κριτσανιστό τους (*kıtır kıtır που θα έλεγαν και οι Μικρασιάτες). Και θα ήταν εντελώς αδύνατο να κρατάει ο Μάρκος στο ντουλάπι (ψυγείο σίγουρα δεν θα είχε) κανα δυό μερίδες λουκουμάδες για την υπογλυκαιμία (ήξερε αυτός και από τους τεκέδες, με λουκούμια αντιμετωπίζεται αυτή :wink:….). Η έκφραση «Θέ΄ νε με τους λουκουμάδες να μεθύσουνε» δημιουργήθηκε ακριβώς πάνω στην ίδια φιλοσοφία που γέννησε και την ρήση «Με πορδές, δεν βάφονται αυγά!».

1 «Μου αρέσει»

Τα ντόνατς δηλαδή, έτσι; Τα κουλουρόσχημα.
Έχω την εντύπωση ότι δεν πρέπει να υπήρχε τέτοιο πράγμα πολύ παλιά στην Ελλάδα, αλλά ότι ήρθε εισαγόμενο και απλώς το ονόμασαν λουκουμά λόγω μιας πολύ γενικής ομοιότητας με τον καθαυτό λουκουμά, που τρώγεται φρεσκοτηγανισμένος με μέλι ή σιρόπι.

Τα ντόνατς (doughnuts = «ζυμοκάρυδα») τα έφερε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ΄50 ένας επιχειρηματίας, που είχε αναλάβει την αντιπροσωπεία του αμερικάνικου εργοστασίου που έφτιαχνε το σχετικό μηχάνημα αυτόματης παραγωγής και τηγανίσματός τους, περιλαμβανομένου και του σχετικού αναποδογυρίσματος, για να τηγανιστεί και η άλλη πλευρά. Άνοιξε στην Πανεπιστημίου μαγαζί και ο κόσμος έκανε ουρά, όχι μόνο για να αγοράσει το προϊόν αλλά και για να θαυμάσει το μηχάνημα. Το έτοιμο προϊόν (αλλά και το μαγαζί) το ονόμασε ΝΑΚΥ (Νόστιμο Αγνό Καθαρό Υγεινό) αλλά το όνομα δεν έπιασε.

(προς Pepe: και οι παραδοσιακοί λουκουμάδες, κουλουρόσχημοι είναι και θυμάμαι με πόση τέχνη ο «ψήστης» τους, πριν πετάξει τη μπάλα στο λάδι, χρησιμοποιώντας αντίχειρα και πρώτο δάχτυλο σχημάτιζε την «τρύπα» στο ζυμάρι)

Ο βασιλιάς αυτού του τύπου των γλυκών,ήταν αναμφίβολα η τουλούμπα.Σοροπάτη,πολύ γλυκειά,και κρατάει μέρες εκτός ψυγείου.

Αφύ υπάρχει πενιά στραγάλι, θα έπρεπε να υπάρχει και πενιά λουκουμάς: Στρόγγυλη και γλυκειά.

2 «Μου αρέσει»

Ναι, αλλά και τρύπια…

2 «Μου αρέσει»

Σε παραδοσιακό καφενείο χωριού, που είχα αποκτήσει φιλίες με τον μπάρμπα που το κράταγε (θεός σχωρέσ’ τον), κάποια στιγμή προσθέσανε και τους λουκουμάδες στο ρεπερτόριο. Μάλλον χωρίς τρύπα, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας. Μου λέει λοιπόν μια μέρα ο καφετζής, έλα να σου δείξω πώς τους κάνουμε. Εδώ το λάδι το 'χω αφήσει να κάψει [τόση] ώρα. Παίρνω το κουταλάκι, το βουτάω στο νερό -πρόσεξε, είναι σημαντικό αυτό- και πιάνω μια κουταλιά ζύμη. Να είναι τόση, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Τη ρίχνω στο λάδι έτσι…
-Και τη ζύμη πώς την κάνεις;
-Τη ζύμη; Α, τη ζύμη την κάνει η γυναίκα!

Τους άλλους εννοώ προφανώς! Ως γνωστόν, αν η πενα παίζει πάνω στην τρύπα χαλάει ο ήχος.