Κώστας Βλησίδης: Τα «βλάμικα» και «ρεμπέτικα» τραγούδια της λογιοσύνης

Τα «βλάμικα» και «ρεμπέτικα» τραγούδια της λογιοσύνης (1883-1932)

Κώστα Βλησίδη

Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, περιθωριοποιημένες ή λιγότερο περιθωριοποιημένες ομάδες λαϊκής ή και υπο-λαϊκής καταγωγής και προελεύσεως έκαναν αισθητή την παρουσία τους στη νεοελληνική δημόσια σφαίρα. Στη διαδρομή του χρόνου, «βρακάδες», «μόρτες», «αντάμηδες», «κουτσαβάκηδες», «μάγκες», «βλάμηδες», «ρεμπέτες», είναι μερικές από τις προσωνυμίες με τις οποίες αυτοπροσδιορίσθηκαν ή ετεροπροσδιορίστηκαν αυτοί οι φορείς μίας στάσης ζωής και συμπεριφοράς που παρεξέκλινε (ήδη και ενδυματολογικά) από τη συμβατική κοινωνία της εποχής, ζώντας στα κράσπεδα της τρέχουσας ζωής και επιβιώνοντας, εν τινι μέτρω, με παραβατικές ή οιονεί παραβατικές πρακτικές.
Τα μέλη αυτών των κατά κάποιο τρόπο υποπολιτισμικών και υποκοινωνικών συνομαδώσεων, ως παρακολούθημα της ιδιαίτερης ζωής που ακολουθούσαν, είχαν ως φαίνεται και τα δικά τους τραγούδια και τις δικές τους πολιτισμικές πρακτικές. Το κύριο χαρακτηριστικό των τραγουδιών αυτών ήταν το μάγκικο ύφος, το αργκοτικό λεξιλόγιο, ενώ οι θεματικές τους αναφέρονταν κυρίως σε έρωτες και βίαιες πρακτικές.
Φαίνεται πως τα χαρακτηριστικά αυτά, όσο και να ξένιζαν, ασκούσαν ταυτόχρονα και μία γοητεία προς την κυρίαρχη κουλτούρα και τους εκπροσώπους του γραμματισμού της εποχής. Έτσι, διαχρονικά, αρκετοί εκπρόσωποι της λογιοσύνης, των γραμμάτων και των τεχνών, επιχείρησαν, χάριν παιδιάς ως επί το πλείστον, να «σκαρώσουν» ποιήματα και στιχουργήματα στο ρεμπετομάγκικο και κουτσαβάκικο ύφος, θέτοντάς τους την ετικέτα των «βλάμικων» τραγουδιών.

Ο πρώτος που έχουμε υπόψη μας να το επιχείρησε αυτό ήταν ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος (1850-1889), ο σπουδαίος αυτός λόγιος και δημοσιογράφος, ο δημιουργός του Ραμπαγά. Το στιχούργημά του τιτλοφορείται «Ο βλάμης της Μανιώς», και περί αυτού μαθαίνουμε για πρώτη φορά στα 1883, σε μονόφυλλο για τη θεατρική παράσταση του θιάσου Σοφοκλής του Δ. Βερύκιου στις 9/10/1883 στην Κων/πολη: «Μέρος Β΄: Ο βλάμης της Μανιώς. Άσμα ψαλλησόμενον παρά του κυρίου Κ. Πέρβελη». Η παράσταση αφορούσε το έργο Η εκπεσούσα γυνή του Giacometti. (βλ. Χρυσόθεμις Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Κωνσταντινουπολίτικα θεατρικά προγράμματα 1876-1900, Ε.Λ.Ι.Α. 1999: 26). (Πηγή: ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ 1891)

Στη συνέχεια το τραγούδι θα συμπεριληφθεί στην ανθολογία του Δ. Κοκκινάκη, Πανελλήνιος Ανθολογία, ήτοι Απάνθισμα των εκλεκτοτέρων ελληνικών ποιημάτων, τυπογραφείον Α. Ζ. Διαλησμά 1899: σελ. 212-13.

Ο βλάμης της Μανιώς

Από την ώρα που η Μανιώ, μού ’πε χάνομαι για σένα!
με τραβά με το στανιό, μώχει μάγια καμωμένα
Ψι! Ψι! Ψι! εδώ η μια, ψι! ψι! ψι! εδώ η άλλη
τό ’μαθαν και τα παιδιά, και μου λεν μικροί μεγάλοι:
-Είνε αυτός ο μορφονιός –ο βλάμης της Μανιώς

Η Μανιώ ένα κακό, έχει μόνον η καημένη
αγαπά τον αστακό, και για το χορό πεθαίνει
Με τ’ αμάξι μοναχοί, σαν τραβούμε στα Πατήσια
ξεκαρδίζετ’ η φτωχή, γιατ’ ακούει να λέν περίσσια:
-Είνε αυτός ο μορφονιός –ο βλάμης της Μανιώς

Εκρατούσε το βαρύ, κ’ είχε σπίτι στα Χαυτεία
ξεπεσμένη στου Ψυρρή, είναι τώρα στην Πλατεία
όταν παίρνω τη δροσιά, στο μικρό της παραθύρι
κράζει η τραμπουκαριά, σαν τσιγκρίζει το ποτήρι:
-Είνε αυτός ο μορφονιός –ο βλάμης της Μανιώς

Με κρασί σαντορινιό, στήνομε κ’ οι τρεις μπαλέτο
γω, η γάτα κ’ η Μανιώ, το σκυλί φυσά κορνέτο
στην αρχή, στο πατιρντί, οι γειτόνοι τα ξενίζουν
μα σαν φεύγω το πρωί, τους ακούς και μουρμουρίζουν:
-Είνε αυτός ο μορφονιός –ο βλάμης της Μανιώς

Εις τους μπάλους που πολύ, κάθε χρόνο φιγουράρω
που πετώ σαν το πουλί, και σαν κέφαλος σαλτάρω
όταν φθάνω στου κανκάν, το περίφημο το πάσσο
κρυφολέν όσες κοιτάν, των κανιών μου το κουμπάσο:
-Είνε αυτός ο μορφονιός –ο βλάμης της Μανιώς

Στο γύρισμα του αιώνα, και συγκεκριμένα στα 1904 (περιοδικό Νουμάς, τχ. 106, 25/7/1904) θα δει το φως της δημοσιότητας ένα «κουτσαβάκικο» ποίημα, κατά τον χαρακτηρισμό του ίδιου του ποιητή του, Μιλτιάδη Μαλακάση, με τον τίτλο «Ιφ». Το «ιφ» (ή και «ιχ» σε κάποιες περιπτώσεις) υπήρξε ένα κουτσαβάκικο επιφώνημα που συνήθιζαν οι μάγκες της εποχής να ενσωματώνουν στον λόγο τους προς έκφραση ή και επίταση της όλης εικόνας εαυτού που επεδείκνυαν. Το ποίημα ήταν αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Πάλλη, «αρχιερέα» του δημοτικισμού της εποχής.

Έλα να φύγουμε μαζί
μωρή μαργκόλφω κοπελιά
και μη με βάλεις σε μπελιά
να ζη η μανούλα σου να ζη
έλα να φύγουμε μαζί

Τι μούρθε νάρθω να σταθώ
στο παραθύρι σου καρσί
περσότερο κι από κρασί
το πρόσωπό σου το ξαθό
με κάνει φως μου και μεθώ

Περνούν οι νύχτες του χειμώ
κ’ οι κοντινές του Γιαλινού
κι όπως μου σήκωσες το νου
κ’ είμαι σα νάμαι για χαμό
στιγμή δε βρίσκω αναπαμό

Με τη ρεπούμπλα μου στραβά
και το ζωνάρι απολυτό
ξεμολοϊμένος περβατώ
μ’ όποιος με βλέπ’ αλλού τραβά
γιατί μπλατσάζω παλαβά

Ιφ, κι α δεν κάμεις ράι ναρθής
απόψε βράδυ στο στενό
μα το Σταβρό που προσκυνώ
ταχιά δε θα ξημερωθής
και θα χαθώ, μα θα χαθής

Ε, ρε Μιστόκλη φουκαρά
και πρώτε μ’ αδερφοποιτέ
το πίστεβες αυτό ποτέ
να δης εμέ τον ταγλαρά
να μη σταλίζω σε χλωρά;

Δο μου τη δίκοπη, μωρέ
και τη φουντούκω τη διπλή
κι α δε τη στρώσω σα γαλί
κι α δε στην κάμω με πουρέ
να μη με λένε Γιαρερέ

Το ποίημα αυτό του Μαλακάση προξένησε πολύ μεγάλη εντύπωση, και ιδίως βέβαια σε αυτόν που το αφιέρωνε, στον Α. Πάλλη. Λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του ποιήματος, στις 12/8/1904, ο Πάλλης θα στείλει γράμμα στον Μαλακάση (βλ. Μ. Μαλακάση, «Αλέξαντρος Πάλλης», Νέα Εστία, τχ. 328, 15/8/1940: σελ. 981-2), όπου του σημείωνε εντυπωσιασμένος: «Αυτό το Ιφ είναι μεγάλο δώρο. Είναι αριστούργημα […] Μα οι στίχοι σου με έπεισαν και κάτι άλλο: πως όσοι φωνάζουν πως δεν ξέρω ρωμέικα, λένε την αλήθεια. Όχι μοναχά, γιατί μου είναι αδύνατο να γράψω με τόση ζωή όσο γράφεις του λόγου σου, μα γιατί και πολλά που λες δεν τα ξέρω […] Έτσι θα σε παρακαλέσω να μου ξηγήσεις όσα δεν καταλαβαίνω και δεν ξέρω». Πράγματι, ο Μαλακάσης του εξήγησε σε γράμμα του στη συνέχεια κάποιες «άγνωστες» λέξεις, αλλά δυστυχώς το λεξιλογικού ενδιαφέροντος αυτό γράμμα λανθάνει ή πάντως εμείς δεν το εντοπίσαμε.
Πολύ γρήγορα, στις 29/8/1904, στο τχ. 111 του Νουμά, θα δημοσιευόταν η ποιητική όσο και παιχνιδιάρικη «απάντηση» του Πάλλη, με τίτλο «Μαργκόλφω»:

Έτσι, κυρ Μήτρο, μ’ απονιά
τραβήξου –μη με τυραγνάς
μάτια μαθέ έχει η γειτονιά
και θα με πνίξει η αβανιά
άμα σε δουν που τριγυρνάς

Αν έχω τα μαλλιά ασταχιά
ροδιά αν την όψη σαν αβγή
τον κότσο κόβω εγώ ταχιά
σέρνω στα μάγουλα νυχιά
μα τ’ όνομά μου δε θα βγει

Κι’ αλί μου! Τι θα πει η γιριά
να θε μας νιώσει στο στενό;
φύγε! Τι μα την Παναγιά
δεν την πικραίνω τη γιαγιά
για Μήτρο, Γιώργο, ή Στυλιανό…

Μα άκου ένα λόγο…Να! Εκειπά
τρέχα ως την άγια Φωτεινή
για το Διονύση τον παπά…
και στου Μιστόκλη, αν αγαπά,
πες του κουμπάρος να γενεί

Πριν όχι! Αγάπες μη μιλάς…
μα Μήτραινα όμως σα με πουν,
την όρεξή σου να φυλάς,
και σαν που φαίνεσαι α φελάς,
σου δείχνω γω πώς αγαπούν

Και αυτό το ποίημα συνέβαλε στη γενικότερη εντύπωση που δημιούργησε το είδος αυτό της «μαγκίστικης» στιχουργικής παιδιάς. Έτσι, μπήκε στον «χορό» και ένας τρίτος, ο ψευδώνυμος «Κάιν», ο οποίος ξεκίνησε από τις 24/10/1904 (και συνέχισε μέχρι τις 20/3/1905), πάλι από τις στήλες του Νουμά, να δημοσιεύει τα δικά του «Τραγούδια του βλάμη», όπως γενικά τα τιτλοφόρησε. Παρακάτω σταχυολογούμε και παρουσιάζουμε κάποια από αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα στιχουργήματα:

Με γκρίζο καπέλλο, φαρδί παντελόνι
πουκάμισο σκούρο, γκραβάτα κορδόνι
και μαύρο σακκάκι που δε μου κουμπώνει
γυρίζω τους δρόμους, αγάπες ζητώντας
μοδίστρες και δούλες τρελλά κυνηγώντας
εγώ δα ο Μιστόκλης, ο Ντίνος, ο Νώντας
………

Για σένανε, κερά μου, χτες βράδι πέρασα
με φίλους μεθυσμένους, που εγώ τους κέρασα
τόσα τραγούδια είπα, για το χατίρι σου
μα εσύ, σκληρή, δε βγήκες, στο παραθύρι σου

Μωρ’ είσαι πεισματάρα, σαν τις αράπισσες
αφού πιωμένο μ’ είδες, και δε μ’ αγάπησες
και καλοντυμένο μ’ είδες, μα με περιφρόνησες
τίγρισσες μωρ’ όλες είστε, τίγρισσες και φόνισσες

Για λυπήσου με λιγάκι, μη μου δείχνεσαι άπονη
Πόρτ Αρθούρ είν’ η καρδιά μου, πούκαψαν οι Γιάπωνοι
ξέρεις που είμαι και βλαμάκι, και δεν ξέρω ψέματα
για στην πόρτα θα κατέβης, για θα μπω στα γαίματα
………

Μπιμπέρω μου, σου ορκίζουμαι, στο δίκοπο μαχαίρι μου
πως σαν ξεχειμωνιάσουμε, θε να σε κάμω ταίρι μου
αχ πίστεψε στα λόγια μου, και πάψε τα ναζάκια σου
δε με κοιτάς πώς γένηκα, να πίνω τα φαρμάκια σου;
θα είσαι σωστή βασίλισσα, στην αγκαλιά μου –έννοια σου
με τα χρυσά στολίδια σου, και με τα διαμαντένια σου
………

Τι μούχεις σηκωμένο το φουστανάκι σου;
τι μου χτυπάς με πείσμα το τακουνάκι σου;
εγώ θε να σε πάρω, -το είπα του κύρη σου
και προίκα δε γυρεύω, για το χατίρι σου
κι αν άλλον άντρα πάρης, μια που σε γύρεψα
πριχού καλοστεριώσης, κιόλας σε χήρεψα
………

Σύρε να πης του κύρη σου, πως δε σ’ αποχωρίζουμαι
γιατ’ είμαι λεβεντόπαιδο, και στο κρασί γνωρίζουμαι
να πης και στα ξαδέρφια σου, που με κατηγορήσανε
πως όσοι με πειράξανε -να ξέρης- δε χρονίσανε
κ’ οι θειές σου που νομίζουνε, πως άλλου θα σε δώσουνε
τρίχα σγουρή πιτύχανε, και δε θα την ισιώσουνε…
…………

Ανάθεμα τους άτιμους, που λεν κακό για μένανε
που λεν πως τάχω μ’ άλληνε, και παίζω με τα σένανε
για δόσμου την αγάπη σου, πιτσούνα μου, μανάρι μου
και για καβγάδες άφοβα, θα σέρνω το ζουνάρι μου
ώσπου για το χατίρι σου, μανάρι μου, πιτσούνα μου
στη φυλακή στα σίγουρα, να ξαναβρώ τη γούνα μου
………

Στα γαίματα με βάζουνε, φαρμακεμένα χείλια
που γι’ άλλονε σου τάζουνε, λαγούς με πετραχήλια
σε μένα δεν ταιριάζουνε, των ψεύτηδων τα λόγια
που με τα λόγια φκιάνουνε, κι ανώγια και κατώγια
γι’ αυτό, ψωμί σπιτήσιο μου, τινάζω μια μπουκάλα
κ’ έτσι σου τάζω στέφανα, και του πουλιού το γάλα
………….

Τα τραγούδια αυτά, που με τη σειρά τους προξένησαν επίσης μεγάλη εντύπωση, εκδόθηκαν και σε βιβλίο το 1907 (κάνοντας μάλιστα 3 εκδόσεις έως το 1920), αναγγελθέντα αρμοδίως από το περιοδικό στις 30/12/1907: «Τα τραγούδια του βλάμη τα πεταχτά, τα νόστιμα, τα γλεντζέδικα, τα γιομάτα ομορφιά και χάρη, που τυπωθήκανε πρόπερσι στο “Νουμά”, βγήκανε τώρα και σε όμορφο βιβλιαράκι, με χαρτί πλούσιο και με τύπωμα διαλεχτό και πουλιούνται στα γραφεία του “Νουμά” μια δραχμή. Ποιος είναι ο Βλάμης, δεν μπορούμε να σας το πούμε, αφού κι ο ίδιος θέλει να κρύβεται». Η επιτυχία τους, όμως, κατέκτησε και την απέναντι μικρασιατική όχθη, καθώς η περίφημη σατιρική εφημερίδα της Σμύρνης Κόπανος τα αναδημοσίευσε σε συνέχειες από τον Οκτώβριο του 1912 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1913. Είναι μάλιστα πιθανό, δεδομένης της μεγάλης δημοφιλίας του Κόπανου, να διαβάστηκαν πολύ και να άσκησαν κάποια επιρροή στους συντελεστές του «σμυρναίικου/πολίτικου» αστικολαϊκού τραγουδιού.

Τα στιχουργήματα αυτά του «Κάιν» προκάλεσαν ταυτοτική σύγχυση ακόμα και στον ίδιο τον Πάλλη, ο οποίος γράφοντας στον Μαλακάση στις 11/12/1904 (βλ. Νέα Εστία, τχ. 384, 1/6/1943) του αναφέρει: «Α δεν είσαι συ ο Κάϊν, τότε θα πει πως έχουμε δυο Μαλακάσηδες, που σα δύσκολο. Εσύ είσαι ο Κάϊν. Ωραία, γεια σου! Καλά είπα πως την καρδιά σου την έχει ο ελληνικός λαός». Αντίστοιχη όμως ακριβώς σύγχυση προκάλεσαν τα «βλάμικα» του «Κάιν» και στον Μαλακάση, καθώς και αυτός με τη σειρά του πίστεψε ότι αυτουργός των ήταν ο Πάλλης! Σε κείμενό του στον Νουμά (τχ. 566, 30/5/1915) θα σχολιάσει: «Το Ιφ έκαμε τον Πάλλη να απαθανατήση την ποιητική του με ένα εξαίσιο σε στίχους ανταπόκριμα. Διέγραψε κατόπι κύκλο ολόκληρο με τα τραγούδια του Βλάμη, ποιήματα σχετικά που δημοσιεύτηκαν στο “Νουμά”, πολύ καλά ίσως αλλά περιττά, κατά τη γνώμη μου. Το είδος αυτό δε δέχεται πολλαπλασιασμό. Είναι πολύ μια φιλολογία να έχη δυο τέτοια…».
Για το «Ιφ» του Μαλακάση θα γράψει ο γνωστός κριτικός Ανδρέας Καραντώνης (Ποιητικά: κριτικά κείμενα, Νικόδημος 1977: σελ. 139), συγχέοντας και ο ίδιος Μαλακάση με «Κάιν» (η υπογράμμιση δική μας): «Ακόμα, αυτή ή ιδιότητα, -το πιο προσωπικό του ταλέντο- τον δείχνει, σε κάποια του από τα χαρακτηριστικά και τα πιο ζωντανά τραγούδια, να εμφανίζεται σαν κουτσαβάκης με ψηλό καπέλλο, μα έτσι που να μην μας αφήνει να αποφασίσουμε ποιος είναι ο πιο αυθεντικός άνθρωπος μέσα του, ο κουτσαβάκης ή ο κοσμικός κύριος, ποιος απ’ τους δυο παρωδεί, μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, τον άλλο. Αυτός ο Γιαρερές, είναι ο ποιητής Μαλακάσης; Όχι βέβαια, δεν είναι. Όμως, ο Μαλακάσης, είναι αυτός που παίζει στα δέκα δάχτυλά του, το Γιαρερέ. Τον πλάθει και τον παίζει χορευτικά, και μάς τον επιβάλλει και μας κάνει να τον θυμόμαστε για πάντα. Ξεκινώντας ο μάγος στιχοπλέχτης από την άκρα αυτή “μικροαστική λαϊκότητα” των κουτσαβάκηδων που με τόση μανία κυνηγούσε ο Φον Κολοκοτρώνης, αλλά μην πέφτοντας ποτέ στη χυδαιότητα, γιατί ήταν ποιητής, και μάλιστα “ποιητής με μονόκλ”, έγραψε κάμποσα παρόμοιας τέχνης και διάθεσης σπιθηριστά λυρικοτράγουδα που κυμαίνονται ανάμεσα στους λαϊκούς χορούς και τις καντρίλλιες ή τα “Βάλς του Δουνάβεως”».
Για τις ανάλογες παιγνιώδεις επιδόσεις του Πάλλη, ο Τ. Σιωμόπουλος [«Αλ. Πάλλης (1851-1935), κριτική μελέτη» (Ηπειρωτική Εστία τχ. 36, Απρίλιος 1955: σελ. 381)] θα γράψει: «Ένα τραγούδι μαγγίστικο του Ψυρή, που μιλάει για το φιλί της αλανιάρας, πρέπει να εκφράζη την ψυχή του Ψυρή και της Πλάκας. Από την έκφραση αυτής της ψυχής εξαρτάται και η αισθητική δικαίωση του ποιήματος. Κι αυτό το κατόρθωσε ο Πάλλης, που κατοικούσε στην ομιχλώδη Αγγλία, μες στη Λίβερπουλ, καλύτερα κι από τον πιο βέρο Γκάγκαρο!». Για τον Πάλλη, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος («Ζωή και τέχνη του Α. Πάλλη», Ηπειρωτική Εστία τχ. 36, Απρίλιος 1955: σελ. 386) θα εκτιμήσει ότι «μερικά από τα τραγούδια του θυμίζουν τα σύγχρονα λαϊκά τραγούδια, θα τολμούσα να ξεστομίσω τη βέβηλη λέξη “ρεμπέτικα”. Ο Πάλλης ξέρει την τέχνη να είναι αρρενωπός και στην έκφρασή του, καθώς είταν και στη ζωή του· και λακωνικός και επιγραμματικός·»

Για να ξαναγυρίσουμε τώρα στα «κουτσαβακίστικα» ποιητικά τεκταινόμενα στα 1905, και πάλι από τον Νουμά (10/4/1905), στον «χορό» θα παρεισφρήσει -άπαξ όμως αυτός- κι ένας άλλος ονομαστός λόγιος, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, με το ψευδώνυμο «Πάνος Καλόθεος». Θα αφιερώσει στον Μαλακάση μερικές στροφές, με τίτλο «Σπάσ’ τα»:

Κάτσε καλά, ρε βλάμη ποιητή
κι’ ας τα τα κουτσαβάκικα, γιατί
τ’ αφτί μας δεν ιδρώνει…σε τ’ εμάς;
τι γίνεται τ’ αδρέφι ο Παλαμάς;
εσύ, ρε, κουτσαβάκι: Πούθεν πού;
κι’ από το Βλαχογιάννη τι χαμπού;

Ποιος όμως τελικά κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο «Κάιν», που τόση εντύπωση αλλά και τόση σύγχυση προκάλεσε σε Πάλλη και Μαλακάση; Το μυστήριο παρέμενε για πολύ καιρό αξεδιάλυτο, και έπρεπε να περάσουν 40 χρόνια για να διαλευκανθεί η ταυτότητά του από τον ίδιο του τον γιο. Στο περιοδικό Νέα Εστία (τχ. 389, 15/5/1943) θα γίνει εν τέλει η αποκάλυψη: «Επειδή μπορεί ο συνεργάτης κ. Ξύδης να θέλη να μάθη ποιανού ψευδώνυμο είτανε το “Κάϊν”, που ο Πάλλης το είχε πιστέψει για του Μαλακάση, σας παρακαλώ να κάμετε γνωστά τα εξής: Με την υπογραφή “Κάϊν” πρωτοφανήκανε στο περιοδικό “Ο Νουμάς” τα “Τραγούδια του Βλάμη”, που αργότερα βγήκανε τρεις φορές ανώνυμα σε βιβλιαράκι. Αυτά τα Τραγούδια τα έχει γραμμένα ο πατέρας μου Αλέξ. Πανταζής, ο ίδιος που έγραφε πολλά χρόνια, από το 1903, στο “Νουμά” με τα ψευδώνυμα “Κώστας Γαζίας”, “Ακροπολίτης” και άλλα».
Δέκα πέντε χρόνια μετά, ο Β. Ηλιάδης θα αφιερώσει ιδιαίτερο άρθρο στον Πανταζή, χαρακτηρίζοντάς τον, μάλιστα, «πρόδρομο των ρεμπέτικων»! («Ο άγνωστος πρόδρομος των ρεμπέτικων κι’ ένας ανώτατος κρατικός λειτουργός», Το Βήμα, 16/3/1958): «Ήταν μια εποχή που το αίσθημα εσέρνετο με πάθος και τρυφερότητα στις γειτονιές. Οι παλληκαράδες και οι “γκόμενές” τους αποτελούσαν τους πρωταγωνιστάς ερωτικών ειδυλλίων που κατάληγαν σε αιματηρά δράματα πολλές φορές. […] Αυτή η ατμόσφαιρα είχεν εμπνεύσει σε μερικούς γνωστούς ποιητάς ποιήματα με ύφος κάπως μόρτικο, όπως το λέγαν τότε, ή ρεμπέτικο όπως το λένε σήμερα. […] Τα πρώτα αυτά μάγκικα τραγούδια ο λαός τα αποδέχθηκε με συμπάθεια. Αυτή όμως η συμπάθεια μεταβλήθηκε σε ενθουσιασμό όταν το 1907 εκυκλοφόρησε ένα μικρό ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι […] η Ακρόπολις του Γαβριηλίδη και το Άστυ του Κακλαμάνου εξεσπάθωσαν σε μακρόστηλες εγκωμιαστικές κριτικές για τα τραγούδια της φυλλάδας αυτής χαρακτηρίζοντας τον ανώνυμο ποιητή τους ως τον πρόδρομο της πραγματικής ρεμπέτικης ποιήσεως. Ποίος ήταν ο ποιητής των τραγουδιών αυτών; […] Ήταν ο Αλέκος Πανταζής. Ένας καλλιεργημένος άνθρωπος της Πόλης κι’ ένας από τους φανατικούς δημοτικιστάς. […] Τα τραγούδια του ήταν ένα φωτεινό πέρασμα του ποιητή, το μοναδικό που η ακτινοβολία τους δεν έσβησε εντούτοις ολότελα. Και μολονότι ο ποιητής τους που ζη ακόμη λησμονημένος εγέρασε, αυτά διατηρούν ακόμη την νεανικήν ανθηρότητα και την ρεμπετιά τους».

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, για να συναντήσουμε έναν ονομαστό επίσης ποιητή, τον Σωτήρη Σκίπη (Τρόπαια στην τρικυμία, ποιήματα 1904-1909), που θα τιτλοφορήσει ένα ποίημά του «Ο κουτσαβάκης»:

Στης Πλάκας το στενό σοκκάκι
νύχτα δε στάθηκες ποτές;
από λαρύγγι κουτσαβάκη
ν’ ακούσεις πώς κυλά ο αμανές

Ιχ πώς το ντέρτι του ξεσπάζει
και το γιαγκίνι του σκορπά…
για τη Σταμάτα έχει μαράζι
που έναν ιππέαν αγαπά

Άιντε και μούκοψες το νήμα
της ανθισμένης μου ζωής
άπιστη, απ’ το Θεό το κρίμα
μια μέρα ναν το βρεις

Σκληρή που μούκανες κουρέλια
τη μαυρισμένη μου καρδιά
ώχου και νάχε η Γης κιρκέλια
ναν την ασήκωνα ψηλά!

Την ίδια εποχή παρουσιάζει και ο Κώστας Βάρναλης μία οιονεί μαγκίτικη ποιητική του σύνθεση. Τον Ιανουάριο του 1908 (περιοδικό Ηγησώ, τχ. 9) θα δημοσιεύσει το ποίημά του, με τίτλο «Ρωμαίικο»:

Τη νύχτα το νταϊλίκι μου το διαλαλεί η κουμπούρα
και τ’ αμαξιού το καμουτσί το ντέρτι κελαϊδάει
Τραγούδια που ξεθύμαναν στων δρόμων τα κανάλια
βραχνά σου λέει η παρέα μου σε παράταιρη κιθάρα
και συ κολλάς στην αγκαλιά της μάνας σου σα φίδι.
Κακός δεν είμαι: η αγάπη σου με χάλασε. Η δουλειά μου
έρρεψε κ’ η κατάντια μου χνώτο έγινε ταβέρνας.
Στο σπίτι μας μαύρα φτερά τον ήλιο αποσκεπάζουν
και μήνες δεν ακούστηκε λόγος μου στο τραπέζι
κ’ η μάνα μου όλο ξορκισμούς για την κακιά ώρα κάνει
που η απονιά σου στο αίμα μου μπόλιασε τη χολή μου
Αν ήξερα, ωιμέ, γράμματα, θερμό ένα ραβασάκι
θα σ’ έκαμνε να μπιστευτής σε τέτοιο παλικάρι

Ανάλογης φυής και πνοής ποίημα θα γράψει και 20 χρόνια αργότερα (περιοδικό Μπουκέτο, τχ. 156, 7/4/1927), με τίτλο «Καλός πολίτης». Από αυτό σταχυολογούμε κάποιες στροφές ενδεικτικά, προκειμένου να αναδειχθεί το ύφος που το διέπει:

Κάποτε τράβηξα το λάζο
(το συλλογιέμαι και στενάζω)
να μαχαιρώσω το Τζανή
τον άντρα της Κωνσταντινιάς
μα σκόνταψα σ’ ένα σκαμνί
κ’ έτσι δεν έγινα φονιάς

Για να της πάρω τον αέρα
από θυμό μαζί και γούστο
έδειρα τη Μαριώ μια μέρα
γιατ’ έφκιασε καινούργιο μπούστο
την έδειρα φορές πολλές
για να φοβάται, καθώς λες

Κάποτες ήρθε μες στα λούσα
τις πούδρες και τις μυρωδιές
στη γειτονιά μια κωλοσούσα
(τι ντόρος όλες τις βραδιές!)
πριν μας χαλάσ’ η Αφροδίτη
φωτιά της έβανα στο σπίτι

Για το όλο πολιτισμικό πλαίσιο δημιουργίας των λόγιας επίνευσης «κουτσαβάκικων» ποιημάτων των αρχών του 20ού αιώνα, όπου εντάσσει και τα «ρεμπετοειδή» ποιήματα του Βάρναλη, θα κάνει λόγο ο μαρξιστής κριτικός λογοτεχνίας Μ.Μ. Παπαϊωάννου σε άρθρο του στον Ρίζο της Δευτέρας (17/12/1984) με τον εύγλωττο τίτλο «Τα ρεμπέτικα του Βάρναλη»: «Σε κείνα τα χρόνια η ρεμπέτικη ή βλάμικη παραφιλολογία ήταν της μόδας. Ένας Αλέξανδρος Πανταζής […] δημοσίευε στο Νουμά […] ποιήματα βλάμικα, ηθογραφικά. Δεν ήταν γνήσια ρεμπέτικα, αλλά μιμήσεις τραγουδιών που συνθέταν άνθρωποι της ξεχωριστής κάστας των ρεμπέτηδων. Αυτός ο κόσμος, φαίνεται, πως με το ύφος και το ήθος του που αποτυπώνονταν στα τραγούδια του, έθελγε και ποιητές καθιερωμένους σαν το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Αλέξανδρο Πάλλη. Ένα ποίημα του Μαλακάση […] άρεσε πολύ. Στον Αλέξανδρο Πάλλη άναψε μεράκια. […] Αυτές οι στιχουργημένες ηθογραφίες γράφονται το 1904 και συνεχίζουν την παράδοση, που έρχεται από το 19ο αιώνα, όταν άνθιζε ο κουτσαβακισμός. Έχει γράψει και ο Λαπαθιώτης ρεμπέτικα και μάλιστα βαριά. […] Από τα ρεμπέτικα τραγούδια ο Βάρναλης πήρε μόνο το ύφος και τη γλώσσα, ορισμένες λέξεις, όχι όμως και το ήθος. Το δικό του δεν ήταν καθόλου ηθογραφικό. […] Στη σειρά αυτή των ρεμπετοειδών ανήκει και το αριστούργημά του ο “Καλός πολίτης”».

Μπαίνοντας στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, εντοπίζουμε άκρως ενδιαφέρουσες όσο και πρωτοφανείς καταγραφές, τέτοιες που προωθούν και το σημερινό επίπεδο της ρεμπετολογικής έρευνας. Ο λόγος είναι για την περίφημη σατιρική εβδομαδιαία εφημερίδα της Σμύρνης Κόπανος (ιδρύθηκε το 1908) του Γ. Αναστασιάδη, και για τα διασωθέντα από τη Μικρασιατική Καταστροφή φύλλα των ετών 1911-1912-1913.

Ένα πρώτο, επιγραφόμενο «ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΣΤΙΚΟ», στιχούργημα, γραμμένο από τον ψευδώνυμο «ΒΑΓΓΕΛΑΚΗ», συναντάμε στις 30/1/1911 (το συγκεκριμένο στιχούργημα ανθολογήθηκε από τον Δ. Νικορέτζο στην τρίτομη εργασία του: Κόπανος –ο Ρωμηός της Σμύρνης: το έπος της σατιρικής εφημερίδας του Γ.Ι. Αναστασιάδη, εκδ. ΕΝΤΟΣ, 2000, Β΄ τόμος: σελ. 24):

Παιδί είμ’ εγώ της πυρκαγιάς
κι η γειτονιά το ξέρει
όσοι τα βάναν με τα με
τραβήξαν όλοι χέρι

Μα τι τα θες, τι να στα πω
καλέ, που μ’ έχεις κάμει
τρίο καρό να φαίνομαι
στον κάθε ψευτοαντάμη

Να! Μα τη Βαγγελίστρα μου
αγάπησέ με λίγο
ή πάλι αρχίζω σε κορμιά
κουμπότρυπες ν’ ανοίγω

Το ίδιο στιχούργημα θα αντιγράψει (με μικρές παραλλαγές) τέσσερα χρόνια αργότερα (Άνω κάτω, εφημερίς χιουμοριστική γελοιογραφημένη, εκδιδομένη κατά Κυριακήν, 15/6/1915) ο ψευδώνυμος «ΙΦ». Παρατηρούμε ότι στην τρίτη στροφή ο «ψευτοαντάμης» έχει γίνει «ψευτοβλάμης», ενώ η τέταρτη στροφή είναι σχεδόν τελείως διαφορετική τώρα:

Να! Μα τη Βαγγελίστρα μου
που είναι στο Παλάτι
θ’ ανοίγω όλο κουμπότρυπες
και θα μου λεν σπολλάτη

Ένα δεύτερο επιγραφόμενο «ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΣΤΙΚΟ» στιχούργημα συναντάμε στον Κόπανο στις 6/2/1911, υπογραφόμενο από τον ψευδώνυμο «ΠΕΡΙΔΡΟΜΟ»:

Αντά! Βρε συ κορίτσι μας
πού τώβρες τόσο νάζι!
χτυπάς το τακουνάκι σου
κι η γης ούλη τραντάζει

Αντά! Ποια μάνα σ’ έκανε
καλέ, τόσο αιμοβόρα
όλους μας σαν καπανταής
Να μας προσβλήνεις τώρα;

Ξέρεις που μπαίνουμε εύκολα
στα γαίματα καλέ;
άσε λοιπός το νάζι σου
πες και πού δουλέ;

Στις 3/6/1912, πάλι στον Κόπανο, ο ψευδώνυμος «ΦΟΥΡΝΑΡΟΠΑΙΔΟ» θα δημοσιεύσει ένα στιχούργημα «ΒΛΑΜΙΚΟ», όπως το τιτλοφορεί (βλ. και Νικορέτζος, ο.π. σελ. 87):

Ξέρεις, μωρή, πως σ’ αγαπώ;
-αχ ντέρτι αφιλότιμο!-
να, μα τον Άη Θεράπη,
το λέω δίχως να ντραπώ:
είμαι παιδί φιλότιμο
και τίμιο στην αγάπη

Κι α δεν τ’ αποφασίσεις πια
να πάψης τις κατεργαριές
να μ’ αγαπήσης, Ρήνη,
στο διάβολο η ανθρωπιά!
βεράνι απ’ τις μαχαιριές
το στήθος σου θα γίνη!

Σειρά τώρα έχει ο ψευδώνυμος «ΧΟΡ-ΧΟΡ ΑΓΑΣ». Σημειώνουμε τον υπαινιγμό που εμπεριέχει το ψευδώνυμο του συντάκτη, συνδηλώνοντας την περίφημη αρμενική οπερέτα Λεπλεμπιτζής Χορ-Χορ Αγάς, ένα αστικολαϊκό δημιούργημα που έκανε θραύση στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1880. Παρατηρούμε επιπλέον ότι -παρά τον καινοφανή τίτλο, που βάζει στο «κάδρο» και το ρεμπέτικο- από άποψη περιεχομένου το στιχούργημα ακολουθεί την «πεπατημένη» των προηγηθέντων «βλάμικων» τραγουδιών. Ιδού το στιχούργημα, που θα δημοσιεύσει στις 17/6/1912, χαρακτηρίζοντάς το «ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΣΤΙΚΟ», υπό τον τίτλο «Ο αράθυμος» (βλ. και Νικορέτζο, ο.π., σελ. 87)

Είδα ένα στην πόρτα σου, με κόκκινο ζωνάρι
τ’ έχει με σένα δε μου λες, να δώση και να πάρη;
μωρ’ δε σου τώπα πως αν θες νάχωμε πάντ’ ομόνοια
τα νταλαβέρια να κοπούν, μ’ αυτά τα φιλιντρόνια;

Ξέρεις πως είμ’ αράθυμος… τ’ άτιμο φυσικό μου
ξέρεις· απάνω στο θυμό, βρίζω και το…Χριστό μου
γι’ αυτό πως τα ’μπλεξ’ άσκημα, δος του να καταλάβη
κι αν θέλη να σου κουνιστή, πρώτα να μεταλάβη!

Το ίδιο στιχούργημα θα αναδημοσιευτεί στον Κόπανο των Αθηνών στις 26/4/1923, αυτή τη φορά με τίτλο «ΜΟΡΤΙΚΟ» και με συντάκτη τον «ΜΟΡΤΗ»…

Στις 8/7/1912 εντοπίζεται υπό την ετικέτα «ΜΟΥΡΜΟΥΡΙΣΜΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» το ποιημάτιο «Ο παραπονιάρης» του συντάκτη με τα αρχικά «Ο.Σ.» (βλ. και Νικορέτζος, ο.π. σελ. 89-90). Να επισημάνουμε επεξηγηματικά, σε αυτό το σημείο, όσον αφορά την προσωνυμία «μουρμουρισμένα», ότι «οι Νταήδες ή Μουρμουρισμένοι της Σμύρνης αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία Ρωμιών παλληκαράδων, με καρδιά που “το έλεγε”» (Χρ. Σολομωνίδης, Σμυρναϊκά σημειώματα, 1966, σελ. 125). Αλλά ας περάσουμε στο στιχούργημα:

Μωρ’ δε μου λες βρε άπιστη
αυτό μου το χρωστούσες
στ’ αδρέφια μου μωρέ να πης
ότι δε μ’ αγαπούσες;

Τα κέφια σου όλα τάκανα
-Έχεις λαμικιορλούκι;
για σε προχτές δε μάλωσα
και πήγα στο κουλούκι;

Μα έννοια σου βρε άπιστη
και δε θ’ αργήσει η ώρα
να βάλεις να με κυνηγά
η τσάτσα σου Θοδώρα

Και τότε ούτε κλάματα
ούτε φωνές δε θέλω
να, μα τον άγιο Λάζαρο,
γιατί δεν υποφέρω

Έναν μήνα αργότερα, στις 12/8/1912, εντοπίζουμε και πάλι στιχούργημα του συντάκτη υπό τα αρχικά Ο.Σ., με τίτλο «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ», όρο που για πρώτη φορά εμφανίζεται σε έντυπο όπου γης, κάτι που ενδιαφέρει απολύτως τη ρεμπετολογία, καθώς αλλάζει άρδην τα έως τώρα δεδομένα και συνιστά ρεμπετολογική είδηση πρώτης γραμμής! Το εν λόγω «ρεμπέτικο» στιχούργημα δεν ανθολογήθηκε στο τρίτομο έργο του Νικορέτζου και εντοπίστηκε στα ψηφιοποιημένα φύλλα του Κόπανου, που απόκεινται στο Ε.Λ.Ι.Α. Ας δούμε το στιχούργημα:

Μια προξενειά της κόρης σου
σούστειλα απ’ τα πέρσι
και συ καλέ φοβήθηκες
μην τύχη και ξεπέση

Πως είμαι δουλευτάδικο
παιδί, καλά γνωρίζεις
και ξέρεις η πολλή δουλειά
ποσώς δε με φοβίζει!!!

Μ’ αν θέλεις να βεβαιωθής
καλλίτερα ακόμα
έλα στα σύκα να με δης
πώς φτιάνω «μακαρόνια»

Τώρα που στάπα όλ’ αυτά
έλα με την ευχή σου
δώσε μου τη Θοδώρα σου
και κάνε με παιδί σου

Αν όμως και μου τ’ αρνηθής
αυτό που σου ζητάω
τότε -στο λέγω φανερά…-
νύχτα θα σου την πάρω

Το εύρημα αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς ανατρέπει όσα γνωρίζαμε έως τώρα για την πρώτη έντυπη εμφάνιση του όρου. Μέχρι σήμερα εθεωρείτο ότι ο όρος «ρεμπέτικα τραγούδια» πρωτοαπαντούσε στο σατιρικό έντυπο του Καΐρου Σφιγξ το 1917. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πάνος Σαββόπουλος (Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα…και άλλα, εκδ. Οδός Πανός 2006: σελ. 20), αντλώντας εκείνο το εύρημα από το αρχείο του Σπύρου Παπαϊωάννου, είχε δημοσιοποιήσει τότε την εν λόγω πληροφορία. Ωστόσο, όπως θα διαπιστώσουμε και παρακάτω, το συγκεκριμένο στιχούργημα του 1917 ήταν απλώς -και κατά πολύ- ετεροχρονισμένη αναδημοσίευση από τον σμυρναίικο Κόπανο του 1913!
Έτσι τίθεται εν αμφιβόλω και το κατά πόσον ο όρος «ρεμπέτικο» πρωτοαπαντά σε ετικέτες δίσκων γραμμοφώνου, όπως η «Απονιά» [ORFEON RECORD (1912;)], ή εάν ήδη προϋπήρχε εν χρήσει (έστω και μερική) ο όρος «ρεμπέτικο»/«ρεμπέτικα τραγούδια» στη δημόσια σφαίρα, οπότε από εκεί το πιθανότερο να τον αλίευσαν οι δισκογραφικές εταιρίες και να τον έθεσαν ως χαρακτηριστικό τραγουδιών σε κάποιες ετικέτες δίσκων. Πολύ ενδιαφέρον μάλιστα θα είχε εάν τυχόν εξακριβωνόταν πότε συγκεκριμένα δισκογραφήθηκε η «Απονιά», που θεωρείται ότι κυκλοφόρησε μάλλον περί το 1912 και όπου αναγράφεται για πρώτη φορά σε ετικέτα ο όρος «ρεμπέτικο»… Ας υπομνήσουμε στο σημείο αυτό ότι και ο όρος «ρεμπέτα» έχει σμυρναίικη την καταγωγή, καθώς για πρώτη (αλλά και πολλοστή) φορά τον χρησιμοποιεί το 1871 ο Μηνάς Χαμουδόπουλος στο μυθιστόρημά του Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται (Διήγημα πρωτότυπον, Σμύρνη, τυπ. Σμύρνης, 1871).

Συνεχίζοντας το οδοιπορικό μας στον Κόπανο της Σμύρνης, θα συναντήσουμε στις 9/9/1912 τον γνωστό μας ψευδώνυμο «ΧΟΡ-ΧΟΡ ΑΓΑ» να παρουσιάζει (υπό την ετικέτα «ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΣΤΙΚΑ») το στιχούργημα «Τραγούδια της ταβέρνας» (βλ. και Νικορέτζος, ο.π., σελ. 92)

Ούφ! Σα σε πίνω, άτιμο, σβουν ούλα τα μεράκια
κι ούλες του κόσμου τσ’ έχθρητες, ξεχνώ και τα φαρμάκια
ακούω χίλιες μουσικές να παίζουνε στ’ αυτιά μου
τα βιλαέτια του ντουνιά θαρρώ πως είν’ δικά μου
Και δε στιμάρω τον παρά· τρώγω ότ’ έχω μονομιάς
ούλες δικές μου τσ’ όμορφες θαρρώ τση γειτονιάς
και στην ταβέρνα ο πιο νταής πως είμ’ εγώ θαρρώ
μονάχα ένα τ’ άσκημο, π’ αρχίζω να…παραντουρώ!!

Το επόμενο χαρακτηρισμένο και τιτλοφορημένο «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ» του «ΧΟΡ-ΧΟΡ ΑΓΑ» θα το συναντήσουμε στις 23/12/1912 (βλ. και Νικορέτζος, ο.π., σελ. 98):

Όλα που μούπες τάκοψα, κι έτσι, μα το Χριστό
από καιρό δεν έβαλα στο στόμα μου πιοτό
μα συ ακόμα πείσματα μού κάνεις και γινάτια
και δυο βραδυές που πέρασα δεν ήβγες, για τα μάτια
Όλα καλά, μα σε χαλά αυτό το φυσικό σου
έλα μωρή, παράτα πια το πείσμα, στο Θεό σου!
αφού κι αυτοί στον πόλεμο είπαν πως θα τ’ αφήσουνε
κι ώρα την ώρα, άκουσα, μωρή, πως θ’ αγαπήσουνε

Το ίδιο στιχούργημα θα αναδημοσιευτεί και στον Κόπανο των Αθηνών στις 3/6/1923, υπό τον τίτλο «ΜΟΡΤΙΚΑ» αυτή τη φορά και από τον ψευδώνυμο «ΜΟΡΤΗ». Το γεγονός αυτό ενδεικνύει ότι στην πρόσληψη του συντάκτη οι όροι «ρεμπέτικο» και «μόρτικο» ήταν αμοιβαία εναλλασσόμενοι και σημασιολογικά ομόλογοι.

Ο «ΧΟΡ-ΧΟΡ ΑΓΑΣ» θα εξακολουθήσει να συνθέτει τα «ρεμπέτικα τραγούδια» του και τον επόμενο χρόνο, και είναι στις 17/2/1913 που δημοσιεύει το στιχούργημα (υπό την ετικέτα «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ»), για το οποίο κάναμε λόγο προηγουμένως ότι αναδημοσιεύτηκε το 1917 στο περιοδικό Σφιγξ του Καΐρου:

Δεν ήθελα, κοκόνα μου που λες, να σε τρομάξω
μα έπειτα, σα σ’ άφησα, πήγα για να τσοι σάξω
τσ’ άτιμοι που γυρέψανε μπρος μου να σε τσατίσουνε
Μα τρέξαν και με πιάσανε…έπρεπε να μ’ αφήσουνε
και τότες…ξέρεις τ’ είμ’ εγώ: ήθελε μονομιάς
να γίν’ εκεί ο καφενές για σένα…ζαρχανάς!

Μία εβδομάδα μετά (23/2/1913) θα ακολουθήσει «Το ραβασάκι», υπό την ετικέτα «ΑΠΟ ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» (βλ. και Νικορέτζος, ο.π., σελ. 116):

Μου τάπες χθες και πλήγωσες, πουλί μου, τα τζιγέρια μου
τι να σου κάνω, μωρή συ, πούναι κοντά τα χέρια μου;
κάνε ακόμα υπομονή, παράβλεπε σε ούλα
και σα βαρύνει μια φορά, η δόλια μου σακούλα
μ’ έναν παπά σε μια βραδιά, θα γίνω νοικοκύρης σου
κι ας πάνε να φωνάζουνε, η μάνα σου κι ο κύρης σου
Ξέχασα…για τα χτεσινά, η μάνα σου αν λάχει
από καμμιά γειτόνισσα, σύμπτωση και τα μάθει
να μη σαστίσεις: σα σου πει, πούπιασα το ποδάρι σου
εσύ να πεις, κοκκόνα μου, πως ήμουν ο …τσαγκάρης σου

Το ίδιο στιχούργημα θα αναδημοσιευτεί και στον Κόπανο των Αθηνών στις 5/2/1923, με την ετικέτα όμως τώρα «ΜΟΡΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» και με συντάκτη τον «ΜΟΡΤΗ», καταδεικνύοντας και πάλι τη σημασιολογική συνάφεια των όρων «ρεμπέτικα» και «μόρτικα» τραγούδια…

Δύο μήνες μετά (28/4/1913) σειρά έχει νέος συντάκτης, ο ψευδώνυμος «ΑΣΙΚΗΣ», με το στιχούργημα «Μπελαλής», (βλ. και Νικορέτζος, ο.π. σελ. 116):

Γέρνω στραβά στο φρύδι –το φέσι μου
περνώ πάλι την κάμα –στη μέση μου

Και βγαίνω στα σοκάκια –τη νύχτα αργά
για ν’ ανταμώσω εσένα –και για καβγά

Αλλοί ποιος σε πειράξει –κανάρι μου!
κι αλλοί ποιος σε πατήσει –ζωνάρι μου!

Περνώντας στη δεκαετία του 1920, συναντάμε και πάλι στον Κόπανο, αλλά των Αθηνών αυτή τη φορά (η αθηναϊκή του καριέρα διήρκεσε από τις 25/12/1922-14/12/1924), το στιχούργημα του ψευδώνυμου «ΣΜΥΡΝΙΟΥ», «Ο ρεμπέτης πρόσφυγας» (25/3/1923):

Εγώ ’μαι της μαμής ο γυιός
με λένε Καραγιάννη
κι η μάνα μου με γέννησε
στου Φασουλά τ’ αλάνι

Γράμματα εγώ δεν έμαθα
τέχνη καμιά δεν κάνω
μα βγάζω, ρε, τη ζήση μου
και με το παραπάνω

Πέντε χρόνια αργότερα (Μ. Καλλοναίου, Μαγδαληνές, Αθήνα 1928: σελ. 45) συναντάμε το ποίημα με τίτλο «Βλάμικο»:

Σε ’δα στη βρύση του χωριού
σ’ ενός τρελού πανηγυριού –τη ζάλη
κι όλο τον κόσμο ελησμόνησα
για τα δικά σου πλάνα, φόνισσα –τα κάλλη

Νάβρω του πόνου το βοτάνι
σε νεραϊδόκτιστο λιμάνι –τράβα βαρκάρη!
και στην απόμερη ταβέρνα
με το κρασί της λήθης κέρνα –ταβερνιάρη!

Τι κι αν τ’ αμίλητο νερό
ήπια με τον αυγερινό –και το φεγγάρι;
λυώνουν κερί τα νιάτα μου
ως που ναρθεί στη στράτα μου –ο χάρος να με πάρει!

Επόμενος σταθμός μας είναι η δεκαετία του 1930, η κατεξοχήν δεκαετία του κλασικού ρεμπέτικου τραγουδιού. Στις 14/2/1932, θα δημοσιευτεί στο εξαιρετικό λαϊκό περιοδικό Μπουκέτο ένα αξιομνημόνευτο χασικλίδικο τραγούδι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εντεταγμένο στη νουβέλα που δημοσίευε τότε σε συνέχειες, το Τάμα της Ανθούλας. Με την ευκαιρία επισημαίνουμε ότι ο Λαπαθιώτης είχε εκ του σύνεγγυς εμπειρία του τότε περιθωριακού και περιθωριοποιημένου κόσμου, καθώς συχνά πυκνά επισκεπτόταν τα σχετικά αθηναϊκά και πειραϊκά στέκια:

Κάτω στου Μήτσου το ντεκέ, κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν μάτσο τουμπεκί, πέντ’ έξι - οκτώ λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια-
βρήκαν και ντερβισόπαιδα, φουμάραν αργιλέδες·
το Μήτσουλα, το Στριμινέα, το Γιάννη τον Τσαρμπάρα,
το Γκελεμέ, το Μεντρεσέ κι άλλους εφτά νομάτοι·
ήντουστε κι έξι βλάμηδες και παίζανε μπαρμπούτι.
Βρήκαν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Βέκια το μανιταρτζή, το Θια τον Αλεκάκια,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο·
βρήκανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που ’κανε πέντε στην Παλιά και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται και λέει «ιφ, τ’ αδρεφάκι!..»
βρήκαν και το καλόπαιδο, το Γιαγλαντή το Μάνθο,
μαστουρωμένο νε, ναν τους βαράει μπαγλαμαδάκι…
Με ζούλα μας τη φέρανε, μια Κυριακή, μια μέρα:
σουρτά, κλεφτά, με μπαμπεσά, μας πέσαν από πλάι,
τσιμπήσαν πρώτα το Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλιες,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα!
πήρανε μάτσο τουμπεκί, πεντ’ έξι - οκτώ λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια·
πήραν και τους ντερβίσηδες και στο πλεχτό τους πάνε·
πήραν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο·
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που ‘κανε πέντε στην Παλιά και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται και λέει «ιφ, τ’ αδρεφάκι!..»
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια…
κι ο Λιάκος αναστέναζε κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
-Λιάκο μ’ τι έχεις και θλίβεσαι, τ’ έχεις κι αναστενάζεις;
-Δε σκάζω κι αν με πιάσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μόνο που με τσιμπήσανε -κι ακόμα είμαι χαρμάνι…

Την ίδια χρονιά, και από το ίδιο περιοδικό (Μπουκέτο), θα δημοσιευτεί σειρά «βλάμικων» στιχουργημάτων από τον ψευδώνυμο «Αγγελή». Τα στιχουργήματα τιτλοφορούνταν γενικώς πότε ως «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΒΛΑΜΗ», πότε ως «ΒΛΑΜΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΙΚΙΚΑ», πότε ως «ΒΛΑΜΙΚΑ ΚΙ ΑΝΤΑΜΙΚΑ», και πότε ως «ΒΛΑΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ». Ανθολογούμε στη συνέχεια κάποια από αυτά, προκειμένου να δοθεί μια εικόνα της εν λόγω ποιητικής συγκομιδής:

«Περί βούτηγμα» (11/9/1932)

Κι αν έφταιξα, για σένα ξεφτελίστηκα
για να σου γίνω, σκύλα, πιο γκαλάντης
κι ακόμα για τα σένα φυλακίστηκα
για να φανώ στα μάτια σου μπερμπάντης

Και τώρα επειδής τάχα γουστάρησες
το γείτονά σου με το δαχτυλίδι
νομίζεις πως μαζί μου λικιντάρησες
μαύρο και κολοβό σε τρώει φίδι!

Εχτός κι αν είναι κόλπο και μυρίζεσαι
πως θα του το βουτήξης, βρε τσαχπίνα
για να το μετατρέψουμε –ανθίζεσαι;
στο καπελειό του Βάγγου, σε ρετσίνα…

«Ανωμαλίες» (25/9/1932)

Τ’ ανώμαλα τα γούστα σου άσε, ρε μυστηρία
και μάκρυνε τη φούστα σου πριν γίνει φασαρία!
να μου γυρνάς, παράτησε, με σάνταλα, ρε Φρύνη
και το ποδάρι κράτησε στο τίμιο σκαρπίνι

Άφησε τις επίσκεψες και κάτι μούπες σούπα
που στόπαν και το πίστεψες, πως δε σου πάει η σκούπα…
γύρισε στο λημέρι σου και ξέχασε τη ρούμπα
κι έλα να βρης το ταίρι σου στην τιμημένη Τρούμπα

«Πιστοποιητικό» (9/10/1932)

Είμαι λεβέντης και νταής, είμαι η τρομάρα του Ψυρρή
ο γιος του Βάγγου του μπεκρή, και της Παγώνας της μαμής
στριφτό μουστάκι σαν κλωστή, μπουφάτα και σγουρά μαλλιά
και λίγο κάτου από τ’ αυτί, στριμμένη κρεατοελιά
Φαρδύ ζουνάρι στην κοιλιά, ζακέ ξακούμπωτο ριγέ
και πέφτει μονοκοντυλιά, το παντελόνι το τζογέ
μπράτσα ανοιχτά καμπυλωτά, περπάτημα καμπουρωτό
φρύδια και χείλια σουρωτά, λοξά τις γκόμενες κοιτώ!
Στο στόμα γόπα κολλητή, φωνή ματζόρε πα σε ρε
γαρούφαλο ανοιχτό στ’ αυτί, βαρντάτε και περνάω ρέ!

«Περί χαρτομαντεία» (31/7/1932)

Πήγα στη χαρτομάντισσα, άκου ρε πού κατάντησα!
για να μου πη τι σκεύεσαι, και ποιόνε σακκουλεύεσαι…
εφτά σπαθί το σπίτι σου, θαρρώ σε τρώει η μύτη σου
γιατ’ είπε –και δε ντρέπεσαι!, κρυφά κάποιον πως δέχεσαι
είπε πως ανταμώνεσαι, μ΄ ένα ψηλό κουπάτονε
και πως γλυκολιγώνεσαι, -αν είναι ο Βάγγος κλαύτονε!
στεφάνι λέει-την πίστη σου!, μ’ αυτόν μέσα στο σπίτι σου
τ’ ορκίζομαι στη φιλία σου, πως θαν’ για την κηδεία σου!
πόρτα ψηλή, ρε γκόμενα, πως θάμπω, λέει, μ’ ορίζεται
και κατά τα φαινόμενα, πάλι Τσυγγρός μυρίζεται

Συμπερασματικά

Κάπου εδώ τερματίζεται η διαχρονική συγκομιδή μας από «βλάμικα»/ «κουτσαβακίστικα»/«ρεμπέτικα» στιχουργήματα ποιητών, δημοσιογράφων και λοιπών λογίων, φορέων του γραμματισμού, οι οποίοι επιδόθηκαν σε αυτό το είδος της παιδιάς, αντλώντας έμπνευση από τη γοητεία που ασκούσε πάνω τους ο κόσμος του «περιθωρίου» και των λαϊκών ή και υπο-λαϊκών στρωμάτων.

Εξετάζοντας εκ του σύνεγγυς το ποιητικό αυτό εράνισμα των λόγιων επιδόσεων, όπως αυτές εκτυλίχθηκαν στη διαχρονική τους ανέλιξη, παρατηρούμε να αναδύονται και να αναδεικνύονται έκτυπα κάποια χαρακτηριστικά ύφους και ήθους, μορφής και περιεχομένου. Από άποψη περιεχομένου, οι προτιμώμενες θεματικές εστιάζουν κυρίως σε ζητήματα ερωτικά καθώς και σε βίαιες πρακτικές. Από άποψη μορφής και ύφους, η λεκτική έκφραση είναι περιεκτική, λιτή και κοφτή, ενώ αντλώντας στοιχεία από το αργκοτικό λεξιλόγιο και ύφος οξύνει τις εκφραστικές λεπίδες ακόμη περισσότερο. Αξίζει εδώ να επισημανθεί και η περικοπή των λέξεων δίκην μάγκικης εκφραστικής, κάτι που το συναντάμε πολύ πολύ αργότερα σε κάποιες περιπτώσεις δισκογραφημένων λαϊκών τραγουδιών (π.χ. «εφτά νομά/σ’ ένα δωμά»).
Ιδιαίτερη μνεία θεωρούμε ότι αξίζει στον Αλέξανδρο Πανταζή («Κάιν»), καθώς κρίνουμε εύλογη από αρκετές απόψεις την προσηγορία που του αποδόθηκε, ως «πρόδρομου» των ρεμπέτικων: το ύφος, οι θεματικές, καθώς και η όλη επεξεργασία του υλικού των στιχουργημάτων αυτών, πράγματι ενδεικνύει πολλές ομοιότητες με τις ανάλογες διεργασίες ποιητικής διαχείρισης που έμελλε να ακολουθήσουν οι συντελεστές των ρεμπέτικων τραγουδιών της δισκογραφίας.

Αποκαλυπτικός όμως υπήρξε για μας ο εντοπισμός όλων των προπαρατεθέντων ποιηματίων στη διάσημη σατιρική εφημερίδα της Σμύρνης, τον Κόπανο (των ετών 1911-1912- 1913, που διέσωσε η κόρη του Αναστασιάδη από τις φλόγες της Μικρασιατικής Καταστροφής). Ήδη και από τις «ετικέτες» τους εξεταζόμενα («ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΣΤΙΚΑ», «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ», «ΜΟΥΡΜΟΥΡΙΣΜΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ»), τα στιχουργήματα αυτά καθίστανται, οπωσδήποτε, κατά τη γνώμη μας, συσχετιστέα -από ιστορική, πραγματολογική και υφολογική άποψη- με τα αστικολαϊκά/ρεμπέτικα τραγούδια που ξεκινούσαν την ίδια εποχή να δισκογραφούνται. Πόσο μάλλον, που ο χαρακτηρισμός «ρεμπέτικο» σε στιχούργημα του 1912 ενδεχομένως να αποτελεί κρίσιμο κλειδί όσον αφορά τη βαθύτερη κατανόηση της «διαντίδρασης» και αμοιβαίου επηρεασμού λόγιων και λαϊκών πολιτισμικών μορφωμάτων. Δεδομένου ότι -υπό τα έως πριν δεδομένα- είχε πιθανολογηθεί πως ο όρος «ρεμπέτικο», όπως τέθηκε για πρώτη φορά σε ετικέτα δίσκου γραμμοφώνου περί το 1912, υπήρξε εν κενώ επινόηση των δισκογραφικών εταιριών, τώρα, υπό το φως των νέων δεδομένων, ευλόγως υποστηρίξιμο μοιάζει το αντίθετο, δηλ. ότι οι εταιρίες το πιθανότερο είναι να δανείστηκαν τον όρο από τη δημόσια σφαίρα (της Σμύρνης οπωσδήποτε) όπου βρισκόταν σε μερική ή γενικότερη χρήση.

Όσον αφορά μάλιστα τα τέσσερα στιχουργήματα των ετών 1912-13 στον Κόπανο, που τέθηκαν υπό την ετικέτα του όρου «ρεμπέτικο»/«ρεμπέτικα τραγούδια», αποτελούν μια πρώτης τάξεως βάση για να εξετάσουμε από πιο κοντά τα πράγματα. Να διαπιστώσουμε δηλαδή ότι από άποψη θεματικής και περιεχομένου τα ποιήματα αυτά αναφέρονταν στις ερωτικές και αισθηματικές σχέσεις, ενώ από την άποψη της μορφικής τους επεξεργασίας πρυτάνευε η λιτότητα, η ευθυβολία και η λαϊκή εκφραστική στο έπακρο. Εάν μάλιστα συγκριθούν αυτά τα στιχουργήματα με τους στίχους δισκογραφημένων τραγουδιών που στην ετικέτα τους αναγράφεται ο όρος «ρεμπέτικο», διαπιστώνεται -αφήνοντας κατά μέρος τη μουσική μορφολογία, δηλ. συγκρίνοντας αποκλειστικά στίχους με στίχους αντιστοίχως- ότι σε συντριπτικό ποσοστό τα ως «ρεμπέτικα» ετικετοποιηθέντα τραγούδια της δισκογραφίας έχουν αντίστοιχο περιεχόμενο και θεματικές με τα ορφανά μουσικής ποιήματα του Κόπανου. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε τα ρεμπέτικα τραγούδια της δισκογραφίας χαρακτηρίστηκαν τέτοια -στην αρχή τους τουλάχιστον και κατά διαστήματα κατόπιν- όχι από το είδος του μουσικού ιδιώματος που «έντυνε» τους στίχους (εάν δηλ. θα ήταν ελαφρά, σμυρναίικου/Πολίτικου ύφους με σαντουρόβιολα ή με μπουζουκομπαγλαμάδες) αλλά από το περιεχόμενο των στίχων, οι οποίοι κυρίως αναφέρονταν στα αισθηματικά ζητήματα και στις βίαιες «ρηματικές» πρακτικές.

Τέλος, η ποιητική συγκομιδή του 1932, με προεξάρχουσα βέβαια τη χασικλίδικη ποιητική επίδοση του Λαπαθιώτη, καταδεικνύει την παράλληλη εν τινι μέτρω συνύπαρξη πολιτισμικών μορφωμάτων, τόσο λόγιας όσο και λαϊκότερης καταγωγής και προελεύσεως. Άλλωστε, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι και κατά τη διαχρονική διαδρομή του δισκογραφημένου ρεμπέτικου τραγουδιού, ο ρόλος σημαινόντων εκπροσώπων του γραμματισμού δεν υπήρξε καθόλου αμελητέος. Πότε από θέσεις ευθύνης των δισκογραφικών εταιρειών, πότε ως στιχουργοί, πότε ως απλώς «συμπαθούντες» προς το είδος, εκπρόσωποι της λογιοσύνης και του γραμματισμού έδωσαν σημαντικό «παρών», συνδιαμορφώνοντας σε κάποιο βαθμό το λαϊκό πολιτισμικό μόρφωμα που ονομάστηκε «ρεμπέτικο».

[Δημοσίευση 30/8/2018: περιοδικό συλλογές (μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες και φιλότεχνους), τχ. 410 (Σεπτέμβριος 2019): σελ. 917-926, 932]

2 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρον, και σίγουρα εξαιρετική έρευνα.

Παρατηρώ ένα πράγμα:

Δε γίνεται καθόλου λόγος για τη μετρική. Διαπίστωσα ότι σε αρκετά από αυτά τα ποιήματα, ιδίως μάλιστα τα παλιότερα, οι ποιητές λες και προσπαθούν αλλά δεν καταφέρνουν να μιμηθούν τη μετρική απλότητα του λαϊκού τραγουδιού.

Κατά παράδοση, σε ό,τι μπορεί έστω και διασταλτικά να θεωρηθεί ρεμπέτικο, αλλά εξίσου και στο δημοτικό και σε κάθε είδους λαϊκό τραγούδι, έχουμε όλα κι όλα 4-5 είδη μέτρου, όλα παραλλαγές του ιαμβικού και του τροχαϊκού, χωρίς ποτέ να συνυπάρχουν δύο ή περισσότερα από αυτά στο ίδιο έργο, χωρίς διασκελισμούς ή παιχνίδια με τους τόνους, και με ομοιοκαταληξία πάντοτε του πρώτου με τον δεύτερο στίχο. Τίποτε πιο σύνθετο από αυτά.

Στα περισσότερα από τα «κουτσαβακίστικα» (μ’ άρεσε αυτός ο όρος) που διάβασα, κάτι απ’ όλα αυτά θα παραβιάζεται: ή θα υπάρχουν εναλλαγές πολλών μετρικών σχημάτων, ή η ομοιοκαταληξία θα είναι πιο περίτεχνη, ή θα γίνονται συχνοί διασκελισμοί κλπ. Εξαιρείται μόνο το χασικλήδικο του Λαπαθιώτη, που όχι μόνο αφίσταται αυτής της «έντεχνης», περίτεχνης αισθητικής, αλλά ίσα ίσα είναι ακόμη απλούστερο και από τα πραγματικά ρεμπέτικα, ακολουθώντας τον ανομοιοκατάληκτο 15σύλλαβο ιαμβικό του δημοτικού.

Είτε λοιπόν οι ποιητές αυτοί δεν ήταν τόσο εξοικειωμένοι με τη λαϊκή ποίηση όσο δείχνει η γλώσσα και η θεματολογία τους, είτε ήθελαν συνεδητά να διαχωριστούν από τους λαϊκούς ποιητές.

2 «Μου αρέσει»

Ποίημα επηρεασμένο από το «ιφ» του Μιλτιάδη Μαλακάση, δημοσιευμένο τον Φεβρουάριο του 1908 στην εφημερίδα «Ακρόπολις», με τον τίτλο «Ο Κουτσάαακης». Το υπογράφει ο «Μιστόκλης».

2 «Μου αρέσει»

Τυπογραφικό πρέπει να είναι. Λες να υπονοεί κάποια μάγκικη προφορά που τρώει σύμφωνα και παρατείνει φωνήεντα;

1 «Μου αρέσει»

Νομίζω ότι είναι μάγκικη προφορά όπως λες και εσύ Περικλή.

Αν ήταν όντως μάγκικη προφορά, δεν θα είχε κάτι αντίστοιχο και μες στο ποίημα;

Θα μου πεις, δεν είμαστε μες στο μυαλό του ποιητή…

1 «Μου αρέσει»

σιγά το “ποίημα” ρε παιδιά που θα το αναλύσουμε κιόλας. εμένα μου κάνει για εντελώς αποτυχημένη προσπάθεια μίμησης ή για την ακρίβεια σάτιρας.

3 «Μου αρέσει»

Τυπογραφικό λάθος είναι, συνηθίζονταν τότε (και τώρα)

Ούτε ποτέ κανείς είπε/έγραψε τον κουτσαβάκη «κουτσααακη»

Πάντως, σε όλα τα στιχάκια καλά υποδύεται τον μαγκίτη, αλλά τον προδίδει το «πανΔρεμμένους»…

Πιστεύω ότι το 1908 οι άνθρωποι θα δυσκολεύονταν πολύ να γράψουν «παντρεύω», «άντρας», «Αντρέας», ακόμη κι αν έτσι το πρόφεραν.

Η κάθε γραπτή παράδοση είναι παντοτε συντηρητικότερη από την προφορική. Η κυρίαρχη γραπτή παράδοση τότε ήταν της καθαρεύουσας. Και κατα΄τη σταδιακή μετάβαση από την κυριαρχία της καθαρεύουσας προς την αποδοχή της δημοτικής, τα τελευταία προπύργια που θα έπεφταν θα ήταν οι λιγότερο έντονες διαφορές.

(Για παράδειγμα, πιο εύκολα αποδέχτηκαν οι άνθρωποι να γράφουν το τελικό -ς [που πρόφεραν φυσικά] σε λέξεις όπως οι χαρές, παρά να αλλάξουν το -αι του αρχαίου τύπου αι χαραί, κι έτσι υπήρξε η ενδιάμεση γραφή «ῃ χαραίς». Η πιο καραμπινάτη αλλαγή έγινε αποδεκτή πρώτη, η λιγότερο έντονη αντιστάθηκε κάποιο διάστημα παραπάνω.)

Θέλω να πω: ακόμη και σε καταγραφή ενός μάγκικου ιδιώματος, η γραφή «πανδερμμένος» πιθανόν και να εννοεί προφορά «παντρεμένος».

1 «Μου αρέσει»

Σε κείμενα της ίδιας εποχής βρίσκουμε τέτοιους τύπους ("'αντρας"/ “παντρεμένος”), οπότε θα μπορούσε ο στιχουργός να βάλει άνετα το “παντρεμμένους”

Τί είναι η μπάτσικα, μπορεί να μου πει κανείς;

Μπάτσικα: από την ιταλική λέξη bazzica, που σημαίνει αφενός παιχνίδι με χαρτιά (κάτι σαν το 31) και αφετέρου παιχνίδι του μπιλιάρδου.

Παιδιά της μπάτσικας: παιδιά της πιάτσας,μάγκες, αλάνια.

1 «Μου αρέσει»

«Μπάτσικα» και «παιδιά της μπάτσικας» λείπουν από το Ρεμπέτικο Γλωσσάρι, παρόλο που συναντάμε τη φράση «είμαι παιδί της μπάτσικας» στο τραγούδι «Ο Μήτσουρας» (1929) με τον Νταλγκά:

"Είμαι παιδί της μπάτσικας

και όποιος του βαστάει

κιχ να μου πει, τα δόντια του

στραγάλια θα τα φάει!"

Ούυυυπς!!! Τι γένεται εδώ;

Είναι το ίδιο τετράστιχο με το «μαγκίτικο» στιχούργημα του 1908; Τι έγινε;

Το ρεμπέτικο αντέγραψε αυτή την «εντελώς αποτυχημένη προσπάθεια μίμησης ή για την ακρίβεια σάτιρας»;

μα ούτε ο παπασταθόπουλος έγραφε ρεμπέτικα.
https://rebetiko.sealabs.net/display.php?string=παπασταθοπουλος

Α, τον αγνοούσα τον συνθέτη, οκ… μπορεί να έχει γράψει και άλλου τύπου (όπως και άλλοι συνθέτες) αλλά για το συγκεκριμένο τραγούδι, τι…δεν το κατατάσσουμε στα ρεμπέτικα; Προς τα κει μου φέρνει…

ίσως κάτι σε “ρεμπετοειδές”;

Λοιπόν, ο «Μήτσουρας» έχει «ψωμί» και παρακάτω:

"Οι φυλακές με ξέρουνε

στην Αλεξάντρα η Χάντρα,

γιατ’ είδα την αγάπη μου

να γνέφει άλλον άνδρα"

Εδώ συναντάμε δύο λέξεις που επίσης πρέπει να μπουν στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι:

Αλεξάντρα: λαϊκότερη ονομασία της Αλεξάνδρειας

Χάντρα: συνοικία στην Αλεξάνδρεια, όπου και οι ομώνυμες φυλακές

Στα ρεμπετοειδή πάντως, σίγουρα όχι στα ρεμπέτικα, πρέπει να κατατάξουμε τον «Κουτσαάκη». Σιγά τώρα, ο κάθε «Μιστόκλης» που πάει να βγάλει λίγο ψωμάκι πουλώντας τη “μαγκιά” που ίσως μόνο αυτός γνωρίζει, να θεωρηθεί στιχουργός του ρεμπέτικου… Τώρα, αν κάποιος που έγραψε και ηχογράφησε τραγούδια τον μεσοπόλεμο, με τραγουδιστές που είπαν και σμυρναίικα και πολίτικα και και κάποια ρεμπέτικα, ήταν ρεμπέτης, όπως οι Τούντας, Σαλονικιός κλπ. κλπ. κλπ. είναι άλλο θέμα.

Η συζήτηση περί “ρεμπετοειδούς” αφορούσε τον “Μήτσουρα”

1 «Μου αρέσει»

Ναι, αλλά πρότυπο για το πρώτο τετράστιχο του «Μήτσουρα» στάθηκε ο «Κουτσαάκης». Και ήταν ουσιαστικά πλήρης η αντιγραφή. Η αντικατάσταση του ιφ με κιχ προφανώς έγινε γιατί ο αντιγραφέας (ή ο Νταλγκάς) δεν είχε διαβάσει Μαλακάση.