Κρασοπίνω - Τούντας: Σατιρικό ή ύμνος στο κρασί;

Εγώ το τραγούδι το βλέπω για χαρακτηριστική περιγραφή του τύπου του μπεκρή, αν βέβαια εξαιρέσεις το φούσκωμα των ποσοτήτων. Ακριβώς: Όπως και με τους χασικλήδες, ας πούμε τώρα κάτι και για τους μπεκρήδες. Δεν εξυμνεί όμως τους μπεκρήδες το κομμάτι, ούτε τους χασικλήδες αντίστοιχα κομμάτια. Απλά παρουσιάζουν τη δική τους οπτική των πραγμάτων

Πάντως Περικλή, πράγματι νομίζω ότι μόνο ο Τούντας χρησιμοποιεί, και μάλιστα συχνά, αυτήν την ακολουθία με επιπλέον κουπλέ που πράγματι, εισάγει σε κάτι διαφορετικό, πριν έρθει το ρεφρέν να ολοκληρώσει.

“Τα κορόιδα που δεν ξέρουν να γλεντήσουνε, θέλουν με τους λουκουμάδες να μεθύσουνε”.
Ψηφίζω σατιρικό. Όχι όμως κοροϊδευτικό. Η σάτιρα δεν “κοροϊδεύει” κατ’ ανάγκη. Σατιρικό με τρόπο που θα μπορούσε να το υιοθετήσει και ο φανατικός μπεκρής που “αφηγείται” τα λόγια, με δόση αυτοσαρκασμού πάντως όπως λέει κι ο Νίκος.
Για το Μάρκο και την αυτοβιογραφία του, αυτό που θυμάμαι είναι οι περιγραφές του των περιπτώσεων όπου ο αργιλές τον είχε “τσιμπήσει”, όπως το λέει, κι όχι είχε χάσει τον έλεγχο αλλά μόνο μπουσουλώντας μπορούσε να περπατήσει κι “εκεί που έπεφτε εκεί έμενε”.
Μια που βρεθήκαμε στην κατηγορία των μεκροτράγουδων, στο παρακάτω (Ο ξενύχτης) από την ερμηνεία του Περπινιάδη, και του βιολιού θα έλεγα μαζί με μουσική και στίχους, προσωπικά αποκομίζω μάλλον μια αίσθηση τραγικότητας, αποξένωσης, ματαιότητας, ίσως και “μπουχτίσματος”.

Επ’ ευκαιρία επίσης της πρόσκαιρης θεματολογίας, διαμαρτύρομαι εντόνως (!!!) για τις επανεκτελέσεις των “παιδιών της γειτονιάς σου”, όπου συχνά διορθώνουν το “κονιακάκι” του τελευταίου στίχου με “τσιγαράκι”. Βρε παιδιά δεν είναι “λογοκριμένο” το τραγούδι, απόλυτο μπεκροτράγουδο είναι: “όλο ούζο, το βαρέθηκα, φέρτε μου ένα κονιακάκι που τ’ ορέχτηκα”! Μπορεί να φανταστεί κανείς πιο “θανατηφόρο” συνδυασμό;

2 «Μου αρέσει»

το Κρασοπίνω πιστεύω είναι ερωτικό τραγούδι και αυτό φαίνεται απο την τροπικότητα σε σχέση με το κείμενο
Ξεκινάει με Χουσεϊνί την αφήγηση του ποτού και του κόσμου και όταν απευθύνεται στη γυναίκα γυρνάει σε σαμπάχ:

4 μισες το βράδυ θέλω για να πιώ
να ρθω να σου πω γκρινιάρα πόσο σ’αγαπώ
και μετά,
μα εγώ όταν πίνω κράσο κούκλα μου χρυσή
δεν φοβούμαι για να σκάσω κλπ

το ρεφραίν “Δεν είν πόλύ” κλπ σε σαμπάχ δίνει μια αίσθηση απελπισίας και άρνησης…προφανώς είναι πολύ…αφου όλος ο κόσμος του το λέει
ο άνθρωπος πίνει για την αγάπη του και έχει γίνει περίγελος

4 «Μου αρέσει»

Εγώ πάλι νομίζω ότι το ερωτικό στοιχείο είναι σχεδόν συνειδητά ξεκάρφωτο. Σε οποιοδήποτε τραγούδι, με οποιοδήποτε θέμα άσχετο από αγάπη, μπορεί κανείς να κολλήσει ένα «αγάπη μου» ή «κούκλα μου» ή απλά ένα δεύτερο πρόσωπο (εσύ). Άλλοτε για τις ανάγκες του μέτρου (δηλαδή από στέρεμα ιδεών), άλλοτε για ξεκάρφωμα, άλλοτε άνευ αποχρώντος λόγου.

Ενδιαφέρον (και δεκτό)! αν και προσωπικά (ίσως γιατί τον έχω ψηλά) θεωρώ πως και εδώ υπάρχει δράμα και αφήγηση.
Βλέπουμε τα γεγονότα: Πίνει πρωί, μεσημέρι,βράδυ, η κοινωνία τον απορρίπτει αλλά ο ίδιος επιμένει πως “δεν είν πολύ” και τα κορόιδα ας φάνε λουκουμάδες.

Βλέπουμε επίσης την αναφορά σε γυναικείο πρόσωπο. Της λέει πως πίνει για να ρθει να της πει πως την αγαπά και οτι δεν φοβάται το κρασί.
Νομίζω πως τελικά αυτό “δεν ειν πολύ” εννοεί οτι δεν είναι πολύ αν θα του επιτρέψει να της πει πως την αγαπά και για αυτό δεν το φοβάται.
Το βρίσκω πολύ συγκινητικο (και θεωρώ πως επιβεβαιώνεται τροπικά) και για αυτό διαφωνώ με την εξήγηση σου που απλά το κάνει αμήχανο.

Kαλησπέρα ,νομίζω οτι με τους, λουκουμάδες, εννοεί τα γλυκά ποτά όπως το λικέρ και άλλα

ηδύποτα ,που θεωρούνται γυναικεία και που βεβαίως δεν μπορούν να συγκριθούν με το

κρασάκι. Με εκτίμηση.

Δεν νομίζω. Η (απίστευτα παραστατική) έκφραση «Θέ ΄νε με τους λουκουμάδες να μεθύσουνε» είναι ταυτόσημη με την (επίσης παραστατικότατη) λαϊκή έκφραση «Με πορδές, δεν βάφονται αυγά!». Θέ ΄νε μπογιά τα αυγά, και αλκοόλ η μέθη.

Συμφωνώ με τον Νικόλα (Πολίτη).Άλλωστε τα ηδύποτα (λικέρ κ.α.) ,αν δεν τα πάρεις σοβαρά,κάνουν εξαιρετικά άσχημο μεθύσι.

Σατυρικό ή όχι, σε κάποια σημεία είναι σίγουρα χιουμοριστικό!

Αγαπημένος μου στίχος είναι ο “Δεν ειν’ πολύ, όχι! δεν ειν’ πολύ”.

Σα να φαντάζομαι κάποια να λέει στον Τούντα πως πίνει πολύ, και να ξεκινάει από εκεί και να γράφει και τους υπόλοιπους στίχους. Προφανώς δεν έχω ιδέα για την ιστορία του τραγουδιού, ούτε καν αν ο Τούντας έπινε πολύ, απλά αυτή είναι η αυθόρμητη αίσθηση που μου δημιουργείται όταν το ακούω.

Επίσης νομίζω κάνει εντύπωση ο συγκεκριμένος στίχος, ίσως και άλλοι από το τραγούδι αυτό, επειδή δεν τους φαντάζεσαι εύκολα σε τραγούδι (μου θυμίζει εδώ τον Ρασούλη, που είχε το ταλέντο να κάνει καθημερινές εκφράσεις στίχους).

Συμφωνώ πως οι στίχοι του Τούντα έχουν γενικά χαρακτηριστικά στοιχεία. Επίσης, τα θέματα από τα οποία εμπνέεται είναι συχνά πολύ πρωτότυπα (Η Μαρίκα η δασκάλα, Γίνομαι άνδρας, Αερόπλανο θα πάρω).

1 «Μου αρέσει»

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα ότι σ’ αυτά και σε τόσα άλλα χαρακτηριστικά τραγούδια οι στίχοι είναι δικοί του.

Είναι ελάχιστα τα τραγούδια που φωνογραφήθηκαν με τον Τούντα ως συνθέτη, όπου (κατά Μανιάτη) παρατίθεται και το όνομα του στιχουργού: 26 σε σύνολο 394 (περιλαμβάνονται και οι πολλαπλές ηχογραφήσεις, με διαφορετικούς ερμηνευτές / -ριες). Για όλες τις άλλες, πρέπει να υποθέσουμε ότι τους στίχους τους έγραψε ο ίδιος.

5 «Μου αρέσει»

Ωραία στοιχεία βρήκες Νίκο! Ως επί το πλείστον, ο ίδιος έγραφε και τους στίχους. Τι δεν τράβηξε για την Βαρβάρα. Οι στίχοι της τον πήγαν στα δικαστήρια μαζί με τον Στελλάκη και 90 καταστηματάρχες.

Το ότι έγραφε και τους στίχους επιβεβαιώνεται και από το δημοσίευμα της Αλεξάνδρας Λαλαούνη στην “Απογευματινή” τον Οκτώβριο του 1940, λίγες μέρες πριν την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Στο αφιέρωμα για την λαϊκή μουσική της Λαλαούνη, που έχουμε παρουσιάσει και στο παρελθόν σε άλλα νήματα του φόρουμ, γίνεται αναφορά στον Τούντα και στο γεγονός ότι έγραφε μόνος του και την μουσική και τους στίχους.

Μικρό παιδάκι, έφτιαγνε τραγούδια από το νου του, έβαζε και στίχους…

Μια πληροφορία που κλέβουμε από το παραπάνω θέμα, και η οποία είναι άσχετη με το θέμα μας, είναι η αναφορά στον “Τζίμη τον χοντρό”, στην ταβέρνα του οποίου πρέπει να έπαιζε ο Σαλονικιός εκείνο το διάστημα.

Και η συνέχεια του δημοσιεύματος.

Τρεις μέρες μετά η Λαλαούνη συνεχίζει το αφιέρωμα της στην λαϊκή μουσική. Διαβάζουμε μόνο τι έγραψε για τους Παναγιώτη Τούντα και Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό).

3 «Μου αρέσει»

Φώτη, θα ήταν πολύ ωραίο και έχεις και την ικανότητα αλλά και τις γνώσεις να μας παρουσιάσεις το χρονικό της Βαρβάρας μέσα από τις εφημερίδες της εποχής. Πραγματικά θα ήταν ένα πρώτης τάξεως χρονογράφημα!!

2 «Μου αρέσει»

Να υπενθυμίσουμε ότι πολλά τραγούδια με θεματολογία και ύφος στίχων παρόμοιο με το “Κρασοπίνω” βρίσκουμε και στην επιθεώρηση και στο ελαφρό τραγούδι τις προπολεμικές δεκαετίες. Δύο από αυτά που μου αρέσουνε “Εγώ το πίνω και το λέω” και το “Τους μπεκρήδες κι αν δικάσουνε (Με λεν μπεκρή)” (στοιχεία στα βίντεο). Για το δεύτερο υπάρχει και εκτέλεση του 1933 με μπουζούκι (Σπύρος Περιστέρης) (sealabs).
Πάλι το πιώσιμο σχετίζεται με αγάπες. Σατιρικά μου φαίνονται και αυτά.

2 «Μου αρέσει»

τότε να βάλουμε και το μανιφέστο, “το κρασί είναι η ζωή μου” του ασίκη:
μπύρα ουίσκυ και σαμπάνιες / δεν είναι για μας τους μάγκες
μόνο δυο έχουν την χάρη / κοκορέτσι κατοστάρι!

1 «Μου αρέσει»

Έχω μια θάλασσα κρασί στη ζήση μου πιωμένο

σιφνέικο πανκ; μα τί παίξιμο είναι αυτό στο λαούτο (2.25-3.03)!

όι δα και σιφναίικο! Κρητικό.

2 «Μου αρέσει»

έλα ντε, παρασύρθηκα από το γεγονός ότι το ανέβασε ο γιάννης…

Κοίτα να δεις φίλε koutroufi που πριν 3 βδομάδες, ασχολήθηκα στο sealabs με αυτό το τραγούδι, από ένα δημοσίευμα που βρήκα.

http://rebetiko.sealabs.net/viewtopic.php?f=61&t=5429

1 «Μου αρέσει»