Καινούριο βιβλίο για το Ρεμπέτικο

«Μούσα πολύτροπος», λέγεται το καινούριο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει ο Ηλίας Βολιώτης – Καπετανάκης από το «Μετρονόμο».

Στις 568 σελίδες κάνει μια μελωδική και κοινωνική διαδρομή από το δημοτικό στο ρεμπέτικο.
Αρχίζει από τα χρόνια της επανάστασης του ΄21. Παρέχονται πολλές πληροφορίες για δράση λαϊκών κομπανιών στα χρόνια του ΄21.

Απoσπάσματα από γραπτές πηγές (εφημερίδες, ιστορικά, περιοδικά κλπ., τα οποία ψάχνοντάς τα ανακαλύπτεις θησαυρούς , όπως φαίνεται) πληροφορούν:

Ότι διασκεύαζονταν βαυαρικά εμβατήρια με ελληνικούς στίχους, επηρεασμένα από το «Θούριο» του Ρήγα Φεραίου, με απήχηση κυρίως στον κύκλο των ευκατάστατων και μορφωμένων

Αλλού:“19/8/1888, από μία βόλταν από Κηφισίας εις Χαλάνδριον βλέπωμεν…τα πολλά οινοπαντοπωλεία… μετά πάθους δʼ αρκετού, ηχηρώς και δια μεταλλεικής φωνής άδοντες τα γνωστά αρχαϊκά άσματα εν συνοδεία του γνωστού μπουζουκιού, ή του γλυκοήχου αυλού”.

Δυο χρόνια αργότερα στο ίδιο έντυπο περιγράφεται ένα γεύμα προς τιμήν του ταγματάρχη του πυροβολικού και υποψήφιου βουλευτή Αχαΐας-Ηλείας, Γ. Κρεστενίτη. Σεπτέμβριος του 1890, προεκλογική ατμόσφαιρα και: «…εφʼ όλης δε νυκτός το χωρίον ήτο ανάστατον εκ των ασμάτων και των μουσικών οργάνων, τα οποία χαρμοσύνως αντελάλουν…»

Αξιοποιείται και μια μαρτυρία από τα «Απομνημονεύματα του Κασομούλη», που και εμένα είχε εντυπωσιάσει και είναι πληροφορίες για τη δράση των λαϊκών κομπανιών στα χρόνια του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα του ΄21, συγκεκριμένα εικόνες από γλέντι του Πάσχα του 1822:
«…αποφασίσαμεν να “συμφωνήσωμεν” τα λαλούμενα οπού ήξευρεν να παίξη ο καθείς εξ ημών και να δοξάσωμεν τον Θεό με ταις ποτήραις. Ο Γούλας έπαιξε το σιαρκί, ο Τόλιος το ριμπάμπι, ο Διαμαντής όλα -πλην έπαιξε το βιολί τότες- και εγώ το μπουζούκι».

Η φράση αυτή: «να συμφωνήσωμεν τα λαλούμενα» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η παλιότερη αναφορά για το κούρδισμα της λαϊκής ορχήστρας.

Πιστεύω πως έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

1: Τέτοιο εμβατήριο είναι το “Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά” που έπαιζε και ρόλο “εθνικού ύμνου” πριν γραφτεί ο επίσημος.

2: Ναι, αλλά είναι πασίγνωστη.

Πάντως το βιβλίο θα το πάρω. Καμμιά ένδειξη πότε θα είναι έτοιμο;

Κι ο Έλλην ξεσπαθώνει, ξεσπαθώνει !
Δεν μου φαίνεται για πολύ παλιό… Ψάχνω να βρω ένα δίσκο που έχω, με πολεμικά εμβατήρια που έχει και σημειώσεις, αλλά ατύχησα… Μα πού τα έχω ανακατεμένα όλα;
Δεν παίρνω όρκο. Αλλά, και στιχουργικά και μουσικά, κάπου αλλού με παραπέμπει…

Για την ιστορία:
Η παράδοση λέει, πως ο Άρης Βελουχιώτης με τα παλληκάρια του, έμπαιναν σε κάθε χωριό τραγουδώντας το εμβατήριο “Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά”.

ΝΕΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ :
Τελικά το ανακάλυψα ! Tο γνωστό εμβατήριο “Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά” βασίζεται στο ποίημα “Ο Κλέφτης” του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (“ο κλέφτης ξεσπαθώνει”).
Καθώς, μόλις βρήκα για τη μετέπειτα διασκευή του σαν “Μαύρη είν’ η νύκτα στα βουνά” από τον Ανδρέα Ζάιλλερ (1830 ή 1834-1903) συνθέτης και επιθεωρητής των στρατιωτικών μουσικών και είχε διετελέσει διευθυντής της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών και της Φιλαρμονικής Πειραιώς.
Ήταν όμως αντί για “Εθνικός Ύμνος”; Πώς προκύπτει ;

Το ποίημα “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” του Διονύσιου Σολωμού, μελοποιήθηκε το 1828 από τον Νικόλαο Μάντζαρο και ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου.
Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (1837 -1839- 1844) και είχε διαδοθεί “σαν θούριος”. Ο Μάντζαρος το 1861 επανεξέτασε για 5η φορά το έργο, αυτή τη φορά σε ρυθμό εμβατηρίου κατά παραγγελία του υπουργού Στρατιωτικών.
Από το 1865, επί βασιλείας Γεώργιου Α΄ καθιερώθηκε ως “επίσημον εθνικόν άσμα”.

Πραγματικά! Ανεκτίμητους θησαυρούς… Κάνω επιμελώς αυτή τη δουλειά για αρκετά χρόνια! Λατρεύω αυτή την ενασχόληση…

Για το βιβλίο Βολιώτη : Το περιμένω κι εγώ με πολύ ενδιαφέρον.

Κι άλλο ένα μικρό :

Πολύ σύντομα αναμένεται η κυκλοφορία.
Αλλά για όσους ενδιαφέρονται:

«Μετρονόμος»: 210/970.39.32 - 6974/93.08.38

με e-mail: metro-no@otenet.gr

Τελικά το διάβασε κανείς; Υπάρχει καμιά γνώμη;

Μήπως έχει γραφτεί κάτι σε άλλο σημείο του φόρουμ που δεν μπόρεσα να βρω;

(Παρεμπιπτόντως: λέγεται Βολιότης, και η σπάνια αυτή ορθογραφία, αν τηρηθεί σωστά, διευκολύνει την αναζήτηση.)

Αν και έχω χρόνια που το διάβασα, θυμάμαι ότι η ανάγνωση κύλησε αρκετά ομαλά και με ενδιαφέρον. Είναι φανερό ότι έχει γίνει εμπεριστατωμένη έρευνα, το βιβλίο είναι πλούσιο σε ιστορικό υλικό και πληροφορία, αλλά νομίζω ότι σε αρκετά σημεία παρασύρεται, γίνεται εριστικός, απόλυτος και «κράζει» πολύ κόσμο (ασχέτως του αν τελικά έχει δίκιο). Μερικά (σε σχετικά ήπιο τόνο) παραδείγματα που είχα σημειώσει:

«[…] οι Ελληναράδες πασχίζουν να αποδείξουν με ετυμολογικούς ακροβατισμούς, μάλλον με ανοησίες, ότι η προέλευση του ονόματος αποδεικνύει ότι το μπουζούκι είναι το αρχαιότερο έγχορδο του ελληνικού χώρου, που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Απολαύστε: Πρόθεση εν + επίθετο βυζός + ουσιαστικό ηχείον = εν-βυζο-ηχείο=εμβουζούχιον=εμπουζούκιον=μπουζούκι. […] Πολύ απλά στα τούρκικα μποζούκ σημαίνει το χαλασμένο!»

«Στον θρύλο των «παράνομων», των «ληστών» και των φυλακισμένων βαφτίζεται μεταγενέστερα συμβατικά, λανθασμένα, η λαϊκή μουσική των πόλεων. Λέμε μέχρι σήμερα: «Ρεμπέτες» και «ρεμπέτικα». Είναι εσφαλμένο ότι η ονομασία προέρχεται από την ανύπαρκτη, άλλωστε, τουρκική λέξη ρεμπέτ, η οποία, υποτίθεται, σημαίνει τον ατίθασο, τον ανυπότακτο, τον εκτός νόμου! Στην σπουδή και στο μένος τους να επινοήσουν, οι μεν πολέμιοι, …βαρβαρική ιθαγένεια στο αστικό λαϊκό τραγούδι, οι δε ανιστόρητοι όψιμοι λάτρεις, εκ του ασφαλούς αντιστασιακή χροιά, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ανοίξουν ένα τουρκικό λεξικό για να διαπιστώσουν μια ακόμα οικτρή πλάνη. Θεωρούν βολικότερο να πλάθουν λέξεις για λογαριασμό άλλων λαών. […] Απώτατος πρόγονος του όρου είναι το αρχαίο ρήμα ρέμβομαι και ρέμβω=στρέφομαι ολόγυρα, περιφέρομαι ασκόπως, περιπλανώμαι.»

Θα προσθέσω, επίσης, ότι πλατειάζει πολύ:
θα μπορούσε το εν λόγω βιβλίο να εκτεινόταν στο 1/3 του τελικού όγκου του.

Επίσης, ο συγγραφέας γίνεται ιδιαίτερα εμπαθής απέναντι σε αρκετά πρόσωπα, χωρίς να διατηρεί έστω και ένα ίχνος αντικειμενικότητας.

Ρώτησα επειδή το βρήκα και το διαβάζω αυτές τις μέρες.

Στην αρχή είχα ξενερώσει πολύ:

-άμετρη εμπάθεια, εκφρασμένη με ένα σωρό υπερθετικούς και -ουσιαστικά- κραυγές
-απεραντολογία (στις πρώτες 100-τόσες σελίδες ακόμη δεν έχουμε φτάσει στο ρεμπέτικο)
-μανία να καλυφθούν μέχρις εσχάτης λεπτομερείας θέματα που μπορεί να άπτονται του ρεμπέτικου αλλά δε βρίσκονται στο κέντρο της θεματολογίας του βιβλίου (οικονομική ιστορία της Ελλάδας, οπερέτα, καραγκιόζης κι ένα σωρό άλλα)

Ωστόσο, όσο προχωρώ συμβιβάζομαι με τις ιδιαιτερότητες του συγγραφέα και, χωρίς να κλωτσάω (τόσο), αφήνομαι να με πάει όπου θέλει για να δω τι έχει να μας πει τελικά.

Είναι, μ’ εναν ιδιαίτερο τρόπο, ωραία γραμμένο. Εξαιρώ τα όντως εκτενή κραξίματα, το υπόλοιπο όμως διαβάζεται ευχάριστα και πραγματικά σε βυθίζει στο εκάστοτε επιμέρους θέμα σαν σε ταξίδι.

Εντάσσεται στη μακρά σειρά προεπιστημονικών βιβλίων για το ρεμπέτικο: συγγραφείς εντελώς άμοιροι μεθοδολογίας αλλά οπλισμένοι με ακούραστο μεράκι, το οποίο τελικά σου μεταδίδουν.