Καταρχήν θέλω να χαιρετίσω το άνοιγμα του θέματος και την μέχρι τώρα εξέλιξη της κουβέντας . Για την κουβέντα δε, θέλω να πω ότι δεν έχω καμία αμφιβολία πως έχει ξαναγίνει στο παρελθόν ή ότι θα επαναληφθεί πολλές φορές στο μέλλον . Το ότι μια κουβέντα επανέρχεται γύρω από ένα θέμα σημαίνει πολύ απλά ότι υπάρχουν σημαντικά πράγματα ακόμη να ειπωθούν ανεξάρτητα αν έχουν επίγνωση αυτών οι συμμετέχοντες . Όταν δε το θέμα τις συζήτησης είναι τέτοιο ώστε να διχάζει τους συζητούντες , τότε είναι και μια ευκαιρία να φανούν και οι όροι της επικοινωνίας αυτού του διχασμού . Διότι είναι νομίζω προφανές πως άνθρωποι με διαφορετικές και αντιμαχόμενες μεταξύ τους κοσμοαντιλήψεις θέλουν να επικοινωνήσουν έστω και αν η αρχική τους πρόθεση είναι να αντιπαρατεθούν και μόνο.
Το φόρουμ λοιπόν αυτό δίνει αν θέλετε την ευκαιρία και την αφορμή σε ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα το έκαναν, να επικοινωνήσουν ακόμη και εκεί που διχάζονται . Η ίδια λειτουργία δεν επιτελείται άραγε όταν άνθρωποι κάθονται σʼ ένα γλέντι και γλεντούν από κοινού και τραγουδούν , συζητούν , αγαπιούνται ή μαλώνουν?
Αυτή είναι και η βαθύτερη πολιτική λειτουργία της μουσικής και της τέχνης γενικότερα , να επιτύχει την επανασύνδεση σε ένα βαθύτερο επίπεδο ακόμη και εκεί που στο επίπεδο του εννοιακού έχει επέλθει ο διχασμός . Καταφέρνει δηλαδή να πετύχει την επανασύνδεση μας στο επίπεδο του αισθητικού .
Αυτή ακριβώς η επανασύνδεση βιώνετε την ώρα που χορεύεις και τραγουδάς και ο διχασμός επανεμφανίζεται όταν κουβεντιάσεις για αυτό , προσπαθήσεις να το ερμηνεύσεις κ.τ.λ . Το πρόβλημα λοιπόν προκύπτει ως πρόβλημα διχασμού ανάμεσα στο βιωματικό επίπεδο και την εκφορά του λόγου , ανάμεσα στο αισθητικό και το εννοιακό . Το φαινόμενο αυτό είναι και συζητήσιμο και ερμηνεύσιμο και έχει να κάνει με τους όρους μέσα από τους οποίους η κάθε εποχή παράγει τέχνη και είναι όροι που αντλούν το περιεχόμενό τους από τους ίδιους όρους που η κάθε κοινωνία παράγει το κάθε της αγαθό .
Αν λοιπόν η μουσική και ειδικά η λαϊκή που εξετάζουμε εδώ έχει ένα ρόλο να παίξει , αυτός είναι να εμποτίσει ξανά τον λόγο και τις έννοιες με το βίωμα και αυτός ο ρόλος είναι καθαρά πολιτικός και πρέπει να εμφανίζεται ως τέτοιος που είναι για να πάρει και χαρακτηριστικά πολιτικού προτάγματος . Γιʼ αυτό λοιπόν επέμεινα και μέχρι τώρα ότι και να κουβεντιάζουμε ακόμη για αποπολιτικοποίηση των συζητήσεων εδώ μέσα είναι κενό νοήματος .
Είδα λοιπόν με προσοχή το βίντεο που κοινοποίησε ο φίλος μας φορλάν και νομίζω ότι έκανε πολύ καλά που μας το γνωστοποίησε καθώς είναι ένα ντοκουμέντο που καταμαρτυρά πολλά πράγματα . Επίσης ένοιωσα και γω λύπη όχι μόνο για τους καλλιτέχνες που εμφανίζονται στο βίντεο αλλά και για τους χιλιάδες που συνέρρεαν στο στάδιο . Το σίγουρο είναι ένα ότι η χούντα επιχειρούσε μέσα από αυτές τις φιέστες να δείξει ότι έχει λαϊκή νομιμοποίηση . Επιχειρούσε να καλύψει την πραξικοπηματική της υπόσταση πίσω από λαϊκούς καλλιτέχνες και να αντλήσει έρεισμα από αυτούς .
Ποιος όμως ήταν από την άλλη μεριά ο ρόλος αυτών των καλλιτεχνών και ποια είναι γενικά η ευθύνη του καλλιτέχνη ?
Καταρχήν να πω ότι δεν συμφωνώ με την άποψη περί ευτούλιδων που εξέφρασε ο φίλος φορλάν . Θα μπορούσε να είναι μια εξήγηση μέσα στο πλήθος των ερμηνειών αλλά προσωπικά νομίζω ότι είναι ανεπαρκής. Όσο λυπηρό και να είναι ως γεγονός δεν είναι ικανό να επισκιάσει την υπόλοιπη προσφορά αρκετών από αυτούς. Επίσης χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για τις συνθήκες που βρέθηκαν εκεί .
Με άλλα κριτήρια θα κρίνουμε κάποιον που ήταν φιλοχουντικός και πήγε με χαρά να βοηθήσει το «έργο» της χούντας , με άλλα κριτήρια θα κρίνουμε κάποιον που ήταν απολίτικος και καριερίστας π.χ και με άλλα αυτόν που δεν βρήκε το σθένος να αντισταθεί ενώ αυτό θα περίμενε και ο ίδιος από τον εαυτό του. Είναι πολύ εύκολο να καταδικάζουμε ανθρώπους για το γεγονός ότι δεν αντιστάθηκαν μια δεδομένη στιγμή αλλά μας είναι απολύτως αδιανόητο να σκεφτούμε πως έφτασαν εκεί .
Σε αυτό το σημείο θέλω και γω να παραθέσω εκείνο το βίντεο όπου ο Μπέρτολτ Μπρέχτ μπροστά στην επιτροπή Μακάρθυ αρνήται ότι υπήρξε μέλος κομουνιστικού κόμματος.
Σαφώς και θαυμάζω αυτούς που αντιστάθηκαν για τα πιστεύω μέχρις εσχάτων και θυσίασαν την ζωή τους για αυτά. Επειδή όμως δεν ξέρω αν σε μια παρόμοια στιγμή θα είχα τα κότσια τους αποφεύγω να απαξιώνω αυτούς που δεν μπόρεσαν να το κάνουν . Κάποιοι από αυτούς μπορεί να το έκαναν ελαφρά την καρδιά , άλλοι να υπέφεραν μια ζωή γιʼ αυτό άλλοι απλά να μετάνιωσαν και να προσπάθησαν να επανορθώσουν και άλλοι απλά να ήταν ευτούληδες. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν ήταν όλοι όλα από αυτά και αυτό που οφείλουμε να κάνουμε εμείς είναι να αφήνουμε ανοιχτές τέτοιες ερμηνείες, να προσπαθούμε να μαθαίνουμε περισσότερα και να κρίνουμε τους ανθρώπους συνολικά από το έργο τους.
Είναι τελείως διαφορετικό να λες ότι ο τάδε (ο Μπρέχτ π.χ) που υπήρξε σπουδαίος , λύγισε και δεν βρήκε το σθένος να αντισταθεί και τελείως διαφορετικό να λες ότι επειδή λύγισε είναι ανυπόληπτος . Σε κάθε άνθρωπο μέσα είναι εγγεγραμμένη κάθε δυνατότητα η χειρότερη και η καλύτερη , συνυπάρχουν ο ήρωας και ο τιποτένιος και γω απλά νομίζω ότι με το ίδιο πάθος που θαυμάζουμε τον ήρωα μπορούμε να συμπονούμε τον τιποτένιο γιατί απλά ο ένας δίνει νόημα στον άλλο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση του πράγματος η οποία δεν έχει συζητηθεί και κατά τη γνώμη μου κρύβει τις ποιο βαθιές πτυχές του ζητήματος. Συζητάμε εδώ «τον ρόλο και την ευθύνη του καλλιτέχνη ως πολιτικό ον» και πολύ σωστά κάνουμε. Αυτό που ξεχνάμε να κάνουμε είναι να πούμε πως αυτού του τύπου η υποστασιοποίηση «Καλλιτέχνης», είναι ιστορική και έχει νόημα μέσα σε συγκεκριμένου τύπου κοινωνίες και όχι σε κάποιες άλλες. Θέλω να πω ότι είμαστε τόσο εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι ο «Καλλιτέχνης» είναι μια εξέχουσα προσωπικότητα σε μια κοινωνία με τέτοιο τρόπο ώστε ακόμη και οι εξουσίες να ζητούν νομιμοποίηση στο πρόσωπό τους και εμείς να τους καταλογίζουμε ευθύνες από τη μεριά των λαϊκών προσταγμάτων και ξεχνάμε να εξετάσουμε αν πραγματικά θέλουμε ο «Καλλιτέχνης» να έχει ένα τέτοιο ρόλο .
Για αιώνες ανθρώπινης ιστορίας ο «καλλιτέχνης» γινόταν αντιληπτός και αντιλαμβανόταν και ο ίδιος τον εαυτό του ως απλά το μέσο της έκφρασης της δημιουργίας ειδικά στη λαϊκή παράδοση . Για αυτό εξάλλου στο σύνολό της η δημιουργία παρέμενε ανώνυμη . Ο «καλλιτέχνης» απολάμβανε σαφώς και σεβασμού και εκτίμησης αλλά δεν οικειοποιούνταν το έργο με τον τρόπο που το έκανε αργότερα στην αστική συνθήκη . Και μάλιστα με τον ίδιο σεβασμό περιβάλλονταν και ο «καλλιτέχνης» - τεχνίτης π.χ ξυλουργός καθώς δεν είχε και μεγάλο νόημα αυτή η διάκριση.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη η ιδέα της διάκρισης ανάμεσα σε τέχνη και καλή τέχνη είναι ένα νεοτερικό φαινόμενο που απλά εκφράζει την αλλαγή στους όρους παραγωγής . Η καπιταλιστικού τύπου εκβιομηχάνιση , ειδικά με την επικράτηση του φορντικού μοντέλου παραγωγής , έφερε νέες σημασίες και στέρησε από την χειρονακτική εργασία τους όρους της δημιουργικότητας . Στα πλαίσια αυτής της απαξίωσης της χειρονακτικής δημιουργίας για λόγους πρακτικούς και ιδεολογικους που συνυφαίνονται , διακρίνεται και ανατιμάται η «Πνευματική» εργασία με τρόπο μάλιστα ιεραρχημένο προκρίνοντας το «Πνευματικό» ως πρώτιστο και το «υλικό – χειρονακτικό» ως δευτερεύων , δικαιώνοντας έτσι και τις πλατωνικές καταβολές αυτής της ιδέας .
Έτσι λοιπόν η Τέχνη διακρίνεται σε «Καλή Τέχνη» και τεχνική και αναδύεται ο ανθρωπολογικός τύπος του «Καλλιτέχνη» και του «πνευματικού ανθρώπου» γενικότερα . Ανθρωπολογικοί τύποι που εσωκλείουν τα χαρακτηριστικά της εξέχουσας ατομικότητας με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο που μόνο σε κοινωνίες με ταξικό χαρακτήρα , διαστρωματωμένες πυραμιδικά έχουν νόημα .
Αν αρχίσουμε λοιπόν να συζητούμε τον ρόλο του καλλιτέχνη και από αυτή τη σκοπιά , δηλαδή ότι δεν είναι άλλο από ένας τίτλος που θέσμισε μια συγκεκριμένη εποχή ριζικής αναθεμελίωσης του τρόπου παραγωγής θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και πως μέσα από τα χαρακτηριστικά που εμείς θα θέλαμε να έχει θα άρχιζε να περιγράφεται και ένα άλλο είδος διάρθρωσης των κοινωνικών ρόλων και των ανθρώπινων σχέσεων και αυτή η συζήτηση μόνο πολιτική μπορεί να είναι από ανθρώπους εμποτισμένους στη λαϊκή τέχνη κυρίως αλλά και γενικότερα στην τέχνη .