Η οικονομική κρίση στη στιχουργική του λαϊκού τραγουδιού.

Η οικονομική κρίση, ειδικά όμως η φτώχια και τα παρεπόμενά της, είναι συχνό θέμα στη στιχουργική του λαϊκού μας τραγουδιού.
Παρατηρείται όμως μια κλιμάκωση, μια δραματοποίηση της φτώχιας αλλά και της θλίψης που γεννά η ανέχεια.
Έτσι, προπολεμικά, η θλίψη που γεννά η φτώχια είναι επιφανειακή και τα τραγούδια τα σχετικά σχεδόν κεφάτα, όπου η φτώχια δεν βιώνεται ως ντροπή, αλλά διαφαίνεται σε μερικές περιπτώσεις και μια ταξική περηφάνια:

[π.χ. «Φτώχια μαζί με την τιμή», Τούντα, 1933
«Κι αν είμαι φτωχαδάκι», 1939, Μάρκος
«Όσοι έχουνε πολλά λεφτά», 1936, Μάρκος
«Τότε που ταʼχα τα λεφτά», 1938, Μάρκος κ.λπ.]

Μεταπολεμικά, η θλίψη αυτή μεταβάλλεται σε απελπισία και μαυρίλα.
Η φτώχια εισπράττεται σαν βαθιά ταπείνωση της ανθρώπινης ύπαρξης, σαν μια αδικία, ενώ συχνές είναι οι αναφορές στην κοινωνία, η οποία και ενοχοποιείται, όπως και στα παρεπόμενα της φτώχιας: την ανέχεια, την ανεργία, τη μετανάστευση, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τις αδικίες, τις φιλικές και συναισθηματικές σχέσεις που επηρεάζονται αρνητικά κ.λπ.

Μπορούμε να αναφέρουμε έναν ατέλειωτο κατάλογο από σχετικά τραγούδια.
Προσωπικά, από όλο αυτό τον πλούτο, ξεχώρισα τα παρακάτω, γιατί οι στίχοι τους είναι σπαρακτικοί, φωτογραφικοί και τραγικά επίκαιροι, σημερινοί.

«Φτωχέ διαβάτη», του Τσιτσάνη, με την Μπέλλου και τον Τσιτσάνη,1952.

Η κοινωνία βαριά στενάζει,
σκληρά n φτώχεια τnνε σπαράζει.
Τι θ’ απογίνει μ’ αυτό το χάλι,
αυτός ο δρόμος πού θα μας βγάλει;

Η δυστυχία μάς κουρελιάζει,
απ’ τις πληγές μας το αίμα στάζει.
Τι μαύρα χρόνια καταραμένα,
τα νιάτα φεύγουν, πάνε χαμένα.

Φτωχέ διαβάτη με τον καημό σου,
εγώ τον ξέρω το σπαραγμό σου.
Δεν είσαι μόνος στην οικουμένη,
υπάρχουν κι άλλοι βασανισμένοι.

«Καταραμένη φτώχια», Λελάκης – Χατζηχρήστος, με τους Σταμούλη – Χατζηχρήστο, 1946.

Δεν με φοβίσαν κύματα
χιόνια κι ανεμοβρόχια
όσο με φόβισες εσύ
κατηραμένη φτώχια.

Απ’ τα φτωχά μου όνειρα
ένα σωστό δεν βγαίνει
όλα τα σκόρπισες εσύ
φτώχια κατηραμένη.

Στον έρωτα και στη ζωή
όπου και να με νιώσεις
φτώχια δεν πέρασε στιγμή
χωρίς να με πληγώσεις.

«Της φτώχιας τα κουρέλια», Τσιτσάνης, με τους Στέλλα Χασκίλ, Βασ. Τσιτσάνης, 1954.

Φτώχια που με κουρέλιασες
με νύχια ματωμένα,
μες στα πολλά σου θύματα
γράψε ακόμα ένα.

Φτώχια κι αν έχεις θύματα,
κρύβεις ψυχές μ’ αισθήματα.

Φτωχολογιά στον πόνο σου
ποτέ σου δεν δειλιάζεις.
Και τα κουρέλια που φορείς,
με γέλιο τα σκεπάζεις.

Φτώχια κι αν έχεις θύματα,
κρύβεις ψυχές μ’ αισθήματα.

Μέσα στης φτώχιας το μπαξέ
είμαι κι εγώ λουλούδι,
που τρέφουμαι με δάκρυα
και με πικρό τραγούδι.

Φτώχια κι αν έχεις θύματα,
κρύβεις ψυχές μ’ αισθήματα.

Φυσικά, πολλά ακόμα μπορούμε να αναφέρουμε.
Από το «Της κοινωνίας η διαφορά» του Τσιτσάνη μέχρι τη «Δραπετσώνα» των Τ. Λειβαδίτη – Θεοδωράκη…

Έτσι κι αλλιώς, παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας…

Μπορεί να πει κανείς πως, λίγο πολύ, όλα τα “κοινωνικώς προβληματισμένα” τραγούδια της ελληνικής προπολεμικής δισκογραφίας πιάνουν το οικονομικό/κοινωνικό κλίμα της εποχής, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την διαύγεια στην περιγραφή της κατάστασης, του προβλήματος, και σπάνια με αισιοδοξία ή με απάντηση.

Για παράδειγμα, ο πρεζάκιας του Γιουβάν Τσαούς μπορεί να μην αναφέρεται στην κρίση καθεαυτή, αλλά μας δίνει μια από τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της κατάστασης, της απόλυτης εξαθλίωσης, της περιθωριοποίησης, της αφομοίωσης.

Δύο χαρακτηριστικά τραγούδια τα οποία αναφέρονται ρητά στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, και τις συνέπειές της για τα λαϊκά στρώματα, μάλιστα ακριβώς την ίδια εποχή, αλλά από διαφορετικές χώρες: Η ΚΡΙΣΗΣ του Ρούκουνα, και το ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΑΔΕΙΑΝΕΣ, του Κατσαρού, ηχογραφημένο στην Αμερική. Το δεύτερο βέβαια δεν είναι λαϊκό, ας είναι όμως.

Η κρίσης (Κ. Ρούκουνας - 1934)

Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση
που κάνανε τον άνθρωπο να μη μπορεί να ζήσει,

Κι όλο τη φτώχεια πολεμά για να τηνε νικήσει
να βγάνει το ψωμάκι του το σπίτι του να ζήσει,

Αλλά κι αυτό αδύνατο για να το κονομήσει
και κάθε μέρα βλαστημά την έρημη την κρίση,

Όλος ο κόσμος τά 'χασε κι όλοι παραμιλούνε
και κάθε μέρα βλαστημούν την κρίση που περνούνε.

Με τις τσέπες αδειανές (Γ. Κατσαρός - 1934)

Τι θα κάνουμε βρε φίλοι στην κατάστασιν αυτήν
που χαμένοι πάμε όλοι εδώ στην Αμερικήν,

Όπου φτώχεια έχει πέσει και δεν βρίσκουμε δουλειά
και τα έξοδα δε βγαίνουν και τραβούμε συμφορά,

Με τα μούτρα κρεμασμένα με τις τσέπες αδειανές
περπατούμε μες στους δρόμους μα με σκέψες συλλογές,

Πως θυμάμαι τις ημέρες πού 'χαμε τα τάληρα
που ετρώγαμε μπριζόλες μα τώρα τρώμε λάχανα,

Που πηγαίναμε στους γάμους και φωνάζαμε ταξί
τώρα πάμε με τα πόδια έξω εις την εξοχή,

Με τα μούτρα κρεμασμένα με τις τσέπες αδειανές
περπατούμε μες στους δρόμους Χούβερ τι μας έκανες!

Μηπως το σωστο ειναι ¨η κρισις¨ και οχι¨ η κρισης¨,ρε παιδια!
Αυτη η δημοτικη, ανευ ορων, με εχει λολανει.

Ελένη: Πράγματι, ή “κρίσις” στην καθαρεύουσα πρέπει να πούμε ή “κρίση” στη δημοτική. :slight_smile:

…αλλά και άνευ τόνων!
Υ.Γ.: Χωρίς παρεξήγηση και καλοπροαίρετα πάντα…

Σωστα-σωστα, ενεκα ¨τεχνικα προβληματα¨ομως…

Αληθεια, εχουν τα πληκτρολογια υπογεγραμμενη, δασεια κ.λ.π.;

Όχι, έχουν όμως τον απλό τόνο!!! Εκτός κι αν μόνο με το πολυτονικό σύστημα εκφράζεσαι καλά.