Η μη ελληνικότητα (;) του ρεμπέτικου

Μα δεν το είπα ως συντονιστής. Ως συζητητής το είπα.

Με έναν τέτοιο συλλογισμό:

είναι φυσικό να καταλήγουμε σε αυθαίρετο συμπέρασμα:

Κανείς δεν απαξίωσε την κλασική μουσική.
Πώς θα ήταν δυνατόν, άλλωστε;

Σε τι συμπεράσματα καταλήγουμε ως προς την αρθρογραφία γύρω από το λαϊκό μας τραγούδι:

  1. Η διαμάχη γύρω από το ρεμπέτικο ξεκινούσε από τη διαδικασία επεξεργασίας, αναζήτησης και προσδιορισμού μιας ενιαίας ελληνικής εθνικής ταυτότητας.

  2. Στο μικροσκόπιο λοιπόν μπήκαν έννοιες όπως “λαός”, “ελληνικότητα” και “ρεμπέτικο”.
    Σε ποιο μέρος του λαού απευθυνόταν το ρεμπέτικο;
    Στον “υγιή” και “αγνό” λαό ή στα λούμπεν και μολυσμένα στοιχεία;

Εκφράζει το “πνεύμα της φυλής”, ανθρώπινες ιδιότητες (μεράκια, έρωτα, καϋμούς) που μιλούν στην καρδιά, με αυθορμητισμό και ευθύτητα, γεμάτα αλήθειες και πάθος, τα ήθη και τα έθιμα της ελληνικής ψυχής, την ελληνική ευαισθησία,

ή καταπτωτικές καταστάσεις, μοιρολατρική αποδοχή κατεστημένου, μαστούρωμα, πρωτόγονα ένστικτα, αισχρά πάθη;

Έχουν πιο έντονο το διονυσιακό στοιχείο, λοξοκοιτάζουν κατά Ανατολή μεριά (όπου Ανατολή= ανηθικότητα και σεξουαλικότητα) ή “ανήκουν εις την Δύσιν”, άρα διακατέχονται από το Λόγο και όχι από το Πάθος (μόνο);

Γι’ αυτό και σχεδόν όλες οι αναφορές σ’ αυτό το μουσικό είδος και η κριτική που ασκήθηκε δεν πραγματώθηκε με καθαρά μουσικά κριτήρια, αλλά με ιδεολογήματα που αφορούσαν τα θέματα αυτά.

Νομίζω ότι και η λεγόμενη “ελληνικότητα” ήταν μια διαμάχη και μια προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ Λόγου (Δύσης) και Πάθους (Ανατολής).

Ο συγκερασμός αυτών των δυο (όσον αφορά τη γενικότερη αποδοχή και αποτελεσματικότητα, επομένως) πραγματώθηκε στην πράξη, για πρώτη φορά, με τον “Επιτάφιο” της Θεοδωρακικής εκδοχής (φυσικά).

Συγνώμη που ανασταίνω τη συζήτηση για να προσθέσω κάποια στοιχεία για τα βιβλία του Μαλιάρα από τηνιστοσελίδα των εκδόσεων Παπαγρηγορίου Νάκας, που φαντάζομαι είναι από τον ίδιο το συγγραφέα ή από το περιβάλλον του.

Για τη συλλογή δοκιμίων “Ελληνική μουσική και Ευρώπη”:

Η ελληνική μουσική πρέπει να μελετηθεί όσο είναι δυνατόν πιο συνολικά, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα κρυφά “κόκκινα νήματα” που την διατρέχουν, ξεπερνώντας τις εποχές και τους υφολογικούς ή αισθητικούς διαχωρισμούς, και χωρίς τις διαχωριστικές γραμμές και προκαταλήψεις που η παράδοση της επιστημονικής έρευνας, αλλά και άλλοι, εξωεπιστημονικοί παράγοντες, επιβάλλουν εδώ και πολλά χρόνια.
Ακόμα, μεθοδολογικά σωστό είναι, η μελέτη να γίνει σε συνδυασμό με το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, παρακολουθώντας δηλαδή την ιστορική εξέλιξη της μουσικής μέσα από εκείνη του Ελληνικού πολιτισμού, αλλά και του Ελληνισμού γενικότερα, τόσο μέσα στις πολλές διαφορετικές συγχρονίες όσο και στη διάρκεια της διαχρονίας του.
Με τον τρόπο αυτό, χωρίς πολύ κόπο θα μπορέσουν να ανοίξουν οι ορίζοντες υπό τους οποίους πολύ συχνά εξετάζουμε την Ελληνική έντεχνη μουσική, είτε ως περιθωριακή και ετερόφωτη προσπάθεια ένταξης σε ένα δήθεν ξένο δυτικοευρωπαϊκό γίγνεσθαι, είτε ως ένα πολιτισμό ο οποίος εχθρεύεται τη Δύση και οφείλει την ύπαρξή του σχεδόν αποκλειστικά στις επαφές και τις επιδράσεις με τους Πέρσες, του Άραβες και τους Τούρκους! Θα μπορέσουν έτσι να αναδειχθούν οι σχέσεις, οι επαφές, οι επιδράσεις και οι αλληλεπιδράσεις του Ελληνικού μουσικού πολιτισμού με τον υψηλό ευρωπαϊκό μουσικό πολιτισμό, ξεκινώντας ακόμα από τη Βυζαντινή εποχή, διαμέσου της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και μέχρι τις μέρες μας.

Για το βιβλίο του για τον Καλομοίρη (από κείμενο του Aπόστολου Kώστιου και πάλι στην ιστοσελίδα του εκδότη ):

O Nίκος Mαλιάρας είχε ήδη δείξει με το πρώτο του βιβλίο, (Tο Eλληνικό δημοτικό τραγούδι στη μουσική τού Mανώλη Kαλομοίρη), με το οποίο εγκαινιάστηκαν οι EΛΛHNIKEΣ MOYΣIKOΛOΓIKEΣ EKΔOΣEIΣ, τις αγαθές αλλά για τούτο όχι λιγότερο ανατρεπτικές προθέσεις του σε ό,τι αφορά τις κατεστημένες ιδέες, τόσο ανθεκτικότερες απέναντι στην επιστημονικά εδραιωμένη αναθεώρηση τους όσο περισσότερο συνδέονται με «εθνικά» ιδεολογήματα.Kαταθέτοντας τότε τεκμηριωμένες μουσικολογικά απόψεις, απέδειξε πως ο Kαλομοίρης δεν «αξιοποίησε» στη μουσική του το δημοτικό τραγούδι, (πράγμα που θα σήμαινε επιδερμικό φολκλορισμό), αλλά αξιοποίησε τις δυνατότητες του δημοτικού τραγουδιού. Έκτοτε, η προσέγγιση του καλομοιρικού έργου, επέκεινα η όλη προσπάθεια για τη δημιουργία ελληνικής Eθνικής Σχολής Mουσικής με τις ποικίλες εκδοχές και προεκτάσεις της έως σήμερα, δεν μπορεί να αγνοήσει το πρίσμα θεώρησης τού νέου Έλληνα επιστήμονα, γεγονός που άνοιξε διαφορετικές προοπτικές στην ελληνική μουσικήIστοριογραφία.

Από το ίδιο κείμενο για το βιβλίο για τα βυζαντινά μουσικά όργανα (δε γνωρίζω αν υπάρχει σχέση Μαλιάρα-Καρπάθιου μια και οι προσεγγίσεις τους στο θέμα είναι κάπως συγγενικές):

Για πρώτη φορά, χάρις στην μελέτη του Nίκου Mαλιάρα, η Bυζαντινή μουσικολογία ως επιστημολογική έννοια διευρύνεται με βάση αντικειμενικά δεδομένα, η ελληνική Mουσικολογία αποκτά θετική γνώση τού instrumentarium της βυζαντινής εποχής, βασισμένη στην ιστορική και συστηματική θεώρηση, δηλαδή, την παρακολούθηση των μορφολογικών-λειτουργικών μεταβολών σε σχέση με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. Kαι επειδή οι μεταβολές αυτές συσχετίζονται καιμε αλληλοεπιδράσεις που προέρχονται τόσο από τον αραβικο/ισλαμικό όσο και από τον δυτικοευρωπαϊκό/χριστιανικό κόσμο, στο μέτρο και στο βαθμό που αυτές διαπιστώνονται από τον ερευνητή, τα συμπεράσματα της έρευνάς του δεν είναι μόνο αποκαλυπτικά αλλά και πάλι ανατρεπτικά κατεστημένων ιδεών αφού αποδεικνύει αφενός ότι «πολλά από τα δυτικοευρωπαϊκά όργανα έχουν βυζαντινή προέλευση και όχι απαραίτητα αραβική, όπως συχνά υποστηρίζεται»? η «δυτική» επιστήμη, και όχι μόνο η Mουσικολογία, έχει την τάση να αρνείται τις επιδράσεις τις προερχόμενες από έναν γειτονικό κόσμο, ο οποίος ανέπτυξε υψηλό πολιτισμό προτού η Δύση εισέλθει στην εποχή της δικής της Aναγέννησης― αφετέρου ότι «πολλά από τα όργανα τού νεοελληνικού λαϊκού/παραδοσιακού πολιτισμού, για τα οποία οι μελετητές θεωρούσαν ότι έχουν αραβοπερσική προέλευση, υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν ήδη στο Bυζάντιο».

Αυτά νομίζω φωτίζουν κάπως τις αντιλήψεις του συγγραφέα ευρύτερα για το θέμα ελληνική μουσική, από την κοσμική βυζαντινή, παραδοσιακή μέχρι την εθνική σχολή και τη σύγχρονη μουσική παραγωγή.

μάλιστα, δηλαδή αν η επιστημονική έρευνα ή η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τα εθνικά ιδεώδη, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα και την επιστήμη…

Το πρώτο παράθεμα του emc προέρχεται από την περιγραφή που δίνει ο εκδοτικός οίκος στο βιβλίο του Ν. Μαλλιάρα “ Ελληνική Μουσική και Ευρώπη, Διαδρομές στον Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισμό”, που δεν το έχω και βέβαια δεν το έχω διαβάσει. Λείπει όμως η πρώτη από τις συνολικά τρεις παραγράφους, η οποία έχει ως εξής:

Τα κείμενα που συγκεντρώνονται στο βιβλίο αυτό συντάχθηκαν σε διαφορετικά χρονικά σημεία και με διαφορετικές αφορμές. Σκιαγραφούν όμως τις βασικές προϋποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε και εξελίχθηκε ολόκληρη η επιστημονική σταδιοδρομία του συγγραφέα, ο οποίος πιστεύει ότι οι έλληνες μουσικολόγοι είναι οι πρώτοι που πρέπει να εντρυφήσουν, να μελετήσουν και να κατανοήσουν την ελληνική μουσική σε όλες τις απόψεις της, έτσι ώστε να την τοποθετήσουν στη σωστή της θέση μέσα στο διεθνές περιβάλλον. “

Τα άλλα δύο παραθέματα προέρχονται από ένα μικρό (2 ½ σελίδων) πρόλογο στο ογκώδες ( 623 σελίδες) βιβλίο του συγγραφέα “Βυζαντινά Μουσικά Όργανα, Αθήνα 2007”, τον οποίον υπογράφει όχι ο ίδιος ο συγγραφέας αλλά, ο κ. Απόστολος Κώστιος, ομότιμος καθηγητής μουσικολογίας, που είναι και ο επιστημονικός υπεύθυνος της έκδοσης. Το βιβλίο πραγματεύεται μέρος μόνο των βυζαντινών μουσικών οργάνων (πολύχορδα, στρατιωτιικά, πολύαυλο όργανο), επειδή όπως σημειώνει ο συγγραφέας τα λαουτοειδή, οι αυλοί / ζουρνάδες και τα τοξωτά θα περιληφθούν σε έναν δεύτερο τόμο, που όμως ακόμα δεν έχει αναγγελθεί.

Το βιβλίο το έχω διαβάσει, αποκομίζοντας θετικές εντυπώσεις και δεν θυμάμαι να μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να ταυτίσει τα όργανα αυτά με τα ελληνικά εθνικά ιδεώδη. Γενικά, θα έλεγα ότι όταν πρόκειται για ένα τόσο μεγάλο και περιεκτικό έργο, οι οποιεσδήποτε απόψεις σχετικές με τον συγγραφέα καλό θα ήταν να μην γίνονται, πριν κάποιος ενημερωθεί για τις θέσεις που προβάλλει το βιβλίο ή τα βιβλία.