Η καταγωγή των ρεμπέτικων

μην κρίνετε ινα μη κριθείτε

Αυτή η παλιά συζήτηση ξεκίνησε από ένα άρθρο που τελικά έμεινε επί της ουσίας ασχολίαστο. Προσωπικά βρίσκω ότι έχει ενδιαφέρον, παρ’ ότι διαφωνώ σε ουσιώδη ζητήματα με τη μεθοδολογία του συντάκτη.

Στην αρχή, όταν είδα ότι το σύστημα ανέσυρε μια συζήτηση περί «Καταγωγής των ρεμπέτικων», κράτησα πολύ μικρό καλάθι. Στα παλιά χρόνια του φόρουμ, τότε που η γνώση για το ρεμπέτικο (τουλάχιστον η ευρέως διαδεδομένη) βρισκόταν ακόμη σε νηπιακό στάδιο, γίνονταν πολλές συζητήσεις με τέτοια μεγαλεπήβολα ερωτήματα που φυσικά δεν μπορούσαν να απαντηθούν. Περίμενα να δω για άλλη μια φορά κάτι παρόμοιο. Κι όμως, προχωρώντας στην ανάγνωση του άρθρου βρίσκω ότι απέχει από αυτό το αδέξιο ψηλάφισμα στα σκοτάδια. Θεωρώ ότι ο τρόπος που ο Σαββόπουλος κατατέμνει το ερώτημα σε επιμέρους υποερωτήματα έχει ενδιαφέρον και μπορεί να οδηγήσει κάπου, αν και τελικά δεν οδήγησε.

Το άρθρο δε δίνει απαντήσεις, ή πάντως σίγουρα δε δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις. Αλλά ορισμένα καλοτοποθετημένα ερωτήματα είναι σίγουρα κάτι το αξιόλογο.

Θα μπορούσαμε να δούμε μήπως τώρα πια, με αρκετή χρονική απόσταση από την παλιά συζήτηση, βγει κάποιο ζουμί από όσους το (ξανα)διαβάσουν και θελήσουν να τοποθετηθούν.

Τί να σχολιαστεί από αυτό το άρθρο, Περικλή μου; Τη βασική ιδιότητα του συγγραφέα την ήξεραν πολύ καλά, όπως φάνηκε, τα ενημερωμένα και παλαιά μέλη του φόρουμ: αναμάσημα ήδη καταγεγραμμένων συμπερασμάτων, με ειδίκευση στις πικάντικες σάλτσες ώστε να υποβοηθηθεί η πέψη. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του άρθρου πάντως επισημάνθηκε:

Το μόνο που αξίζει να γίνει επιπλέον, είναι να φορμαριστούν κάπως τα επιμέρους δίστιχα (ο συγγραφέας έκανε, μεταξύ άλλων λαθών, και το λάθος να θεωρήσει αυτοτελές τραγούδι κάθε ηχογράφημα που μάζεψε) και να γίνει μια έρευνα (π.χ.) στον Φωριέλ, να δούμε πόσα απ’ αυτά είναι καταγεγραμμένα και απ’ αυτόν. Όπως και η Ελένη πολύ σωστά επισήμανε, τα τραγούδια που επέλεξε να παρουσιάσει ο συγγραφέας δεν «δημιουργήθηκαν» από τους μάγκες, κουτσαβάκια, μόρτες κλπ. κλπ. αλλά προϋπήρχαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, στο άυλο data base του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, από το οποίο και αντλήθηκαν. Φυσικά, κάποια υπέστησαν κάποιες μετατροπές, προσαρμογές κλπ. ακριβώς όπως γινόταν και στα δημοτικά τραγούδια, είτε βοσκός ήταν ο δημιουργός τους, είτε φυλακόβιος. Γνωστά πράγματα……

(εκ των υστέρων προσθήκη)

Α, και κάτι άλλο, με το οποίο το εισαγωγικό άρθρο δεν ασχολήθηκε: Χρειάζεται και μουσικολογική έρευνα, ώστε να ταξινομηθούν κάπως οι βασικές μελωδικές γραμμές. Δεν υπάρχει, νομίζω, καμμία αμφιβολία ότι και οι μελωδίες των επιμέρους ηχογραφημάτων, από την ίδια βάση δεδομένων προέκυψαν. Ενδιαφέρον όμως θα είχε να ψαχτεί (π.χ.), γιατί άραγε ούτε ένα, μα ούτε ένα από τα εκατοντάδες ηχογραφημένα κομμάτια (με μίαν εξαίρεση, την προσευχή του μάγκα που όμως δεν είναι «χορεύσιμο» το τέμπο της) δεν άντλησε από τσάμικο (όχι βέβαια πως δεν ήταν αναμενόμενη η προτίμηση σε εννεάσημα και τετράσημα…).

2 «Μου αρέσει»

Πάντως, τα πρώτα που – επιβεβαιωμένα – χαρακτηρίζονται ως «ρεμπέτικα» τραγούδια δεν ήταν ούτε τα «μάγκικα» ούτε τα «κουτσαβάκικα» ούτε τα «μόρτικα», όπως λέει ο Σαββόπουλος.
Ήταν τραγούδια ελαφρού ύφους, γλεντζέδικα και μποέμικα και ανάγονται στο 1910 περίπου και εξής.
Δηλαδή, η «Απονιά», το «Τικ-τακ» ακόμα και το φέρον ως τίτλο «Ρεμπέτικο» του Fomeen [του οποίου αγνοείται η τύχη προς το παρόν τουλάχιστον, αλλά μια υποψία παίρνουμε από την πληροφορία ότι πρόκειται για φοξ-τροτ] είναι ακριβώς αστικολαϊκά τραγούδια ελαφρά, μποέμικα.
Μέχρι το 1930 / 1931, φαίνεται ότι σ’ αυτό ακριβώς συγκλίνει ο όρος «ρεμπέτικο» τραγούδι, μια και πέρα από τις αναγραφές στις ετικέτες των δίσκων, συμφωνεί και η μαρτυρία του Edmund Innes ο οποίος το 1930 μιλώντας για «ρεμπέτικα» αναφέρεται σε «ελαφρά τραγούδια ανθρώπων χαμηλής κοινωνικής τάξης», «γεννημένα στα καφέ των χαμηλών κοινωνικών τάξεων» κ.λπ.
Παρατηρούμε εδώ ότι εννοιολογικά ο χαρακτηρισμός ως «ρεμπέτικων» αυτών των τραγουδιών είναι σε απόλυτη συνάφεια με τους όρους «ρεμπέτα», «ρεμπέτας»/ «ρεμπέτης» από τα οποία προέρχεται και που εκεί στις αρχές του 20ου αιώνα σήμαινε το φυγόπονο, τον μποέμη, το γλεντζέ κ.λπ.
«Μάγκικα» αδέσποτα, χωρίς νοηματική συνάφεια μεταξύ τους, καταγράφονται από το τέλος του 19ου αιώνα, με μορφή διστίχων - τα οποία άρχισαν να δισκογραφούνται από το 1931 [«Τα δίστιχα του μάγκα»] και μετά. Πάντως, ως προς τη μουσική τους θυμίζουν Ανατολή, υπερτερούν τα σαντουροβιόλια.

Τα λιμάνια, οι φυλακές, οι τεκέδες και τα καταγώγια δεν είναι η μοναδική επιρροή του ρεμπέτικου, όπως υποστηρίζει ο Π.Σ. ούτε η θεματολογία των τραγουδιών περιστρέφεται σ’ αυτούς τους χώρους μόνο.
Υπήρξε και ώσμωση με την Πολίτικη και Σμυρνέικη αστικολαϊκή μουσική, με Ανατολή και Δύση γενικότερα,
όσο για τη θεματολογία, δεν περιορίστηκε σε ουσίες /φυλακές /παραβατικότητα / μαγκιά, αλλά μίλησε και για τα πάθη του έρωτα, για την ανέχεια, για τη μετανάστευση, κατέγραψε επίσης την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής, όπως την αντιλαμβανόταν ο εκάστοτε λαϊκός δημιουργός.
Γι’ αυτό και η μεγάλη απήχηση του είδους, γι’ αυτό και η δισκογράφηση, γι’ αυτό άλλωστε και η επιβίωσή του μέχρι σήμερα.

1 «Μου αρέσει»

Επειδή ρώτησα για το συγκεκριμένο τραγούδι, να πω ότι δεν έχει βρεθεί ο δίσκος.

Εντάξει, νομίζω ότι ο Σαββόπουλος αναφέρεται ξεκάθαρα στην καταγωγή των τραγουδιών που σήμερα λέμε ρεμπέτικα. Το ότι τότε χαρακτηρίστηκαν ρεμπέτικα κάποια άλλα τραγούδια δείχνει απλώς ότι ο όρος εσήμαινε άλλο πράγμα.

Το γεγονός ότι ούτε σήμερα μπορεί να διατυπωθεί ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός του τι ονομάζουμε ρεμπέτικο είναι ένα γνωστό πρόβλημα, υπάρχει σχετική βιβλιογραφία, έχει χιλιοσυζητηθεί εδώ, και δεν το παραβλέπει ούτε ο Σαββόπουλος. Είναι όμως αρκετά λογικό ότι δεν θα αναστείλουμε κάθε αναζήτηση σχετικά με τα ρεμπέτικα για μόνο τον λόγο ότι ο «ειδολογικός όρος» είναι φλου, και αυτό δείχνει να σκέφτεται κι ο Σαββόπουλος. Μέχρι εδώ, δε διαφωνώ με το άρθρο. Πιο κάτω όμως…:

Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο θέμα:

Ασφαλώς και υπήρχαν κι άλλα θέματα, π.χ. ο έρωτας. Είναι όμως πολύ πιο εύκολο να μιλήσεις για τα χασισοϋποκοσμικά, που είναι τα SOS ρεμπέτικα. Ένας ερωτικός ρεμπέτικος στίχος, καθαρά ερωτικός όμως (όχι π.χ. για έρωτα + φτωχολογιά, έρωτα + έγκλημα, έρωτα + μπουζούκι), πώς τεκμηριώνεις ότι είναι ρεμπέτικος;

Έχει και παλιότερα. Για παράδειγμα, ο «Ντερβίσης» και το «Μες στου Συγγρού τη φυλακή» της Παπαγκίκα είναι μέσα δεκαετίας '20. (Το αν υπάρχει ή όχι συνοχή στους στίχους είναι θέμα επιλογής. Γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για συρραφή αυτόνομων διστίχων.)

1 «Μου αρέσει»

Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρη πως το γνώριζε, Περικλή, καθώς αγνοούσε και την ετυμολογία της λέξης.

Επίσης, δεν καταλαβαίνω το παρακάτω:

Δηλαδή, ΄στο “Ώρες με θρέφει ο λουλάς” βάζουμε εύκολα τη σφραγίδα “εδώ ρεμπέτικο” και στο “Χαράματα η ώρα τρεις” αμφιταλαντευόμαστε;
Με ποια ακριβώς λογική;

1 «Μου αρέσει»

Δεν μπορώ να την υπερασπιστώ τη «λογική» που λες, Ελένη. Αλλά δεν έχεις παρατηρήσει να υπάρχει; Όχι βέβαια με τραγούδια του Βαμβακάρη, που έχει ο ίδιος ξεκάθαρη «σφραγίδα». Το ρεφρέν ότι τα ρεμπέτικα μιλούν κυρίως/αποκλειστικά για παρανομία και περιθώριο ή ότι γεννήθηκαν στον τεκέ και τη φυλακή δεν είναι του Σαββόπουλου, είναι διαδεδομένο.

Δε μου ‘ρχεται πρόχειρο παράδειγμα τραγουδιού που ενώ το θεωρώ ρεμπέτικο δεν το θεωρούν άλλοι, αλλά έχω πολλά αντίστροφα παραδείγματα: η Παπαγκίκα, ο Νταλγκάς, ο Κατσαρός, είπαν μερικά «SOS ρεμπέτικα», με χασίσια και μαχαίρια μέσα, και έκτοτε σχεδόν όλο τους το ρεπερτόριο φιγουράρει σε συλλογές παλιών ρεμπέτικων ή σε προγράμματα κομπανιών, δεν πα’ να 'ναι ταγκό, μπάλοι, καλαματιανά, αμανέδες.

Ας ξαναθυμηθούμε πρώτα αυτό:

και ας αναρωτηθούμε (εγώ προσωπικά δεν το ξέρω) αν τελικά «συμπληρώθηκε πλήρως» και εκδόθηκε η αναμενόμενη, τότε, σχετική δημοσίευση του συγγραφέα. Ποιος ξέρει, μπορεί εμείς να ψάχνουμε για απαντήσεις και η σωστή και τεκμηριωμένη απάντηση να βρίσκεται ήδη σε ράφια κάποιων βιβλιοπωλείων, να την αγοράσεις.

Όπως όμως και να ΄χει το πράγμα, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα

δεν είχε απασχολήσει τον Σ. στο εναρκτήριο της συζήτησης άρθρο, αφού και τα δύο τραγούδια είναι μεταγενέστερα, της «επώνυμης» πλέον δημιουργίας, ενώ εκείνος μιλάει για τα ανώνυμα συμπιλήματα παραβατικών ή στα όρια της παραβατικότητας ατόμων του τότε περιθωρίου της κοινωνίας. Όπως άπειρες φορές έχει γραφτεί και ξαναγραφτεί εδώ στο φόρουμ μας, το ερώτημα του τί ακριβώς είναι, και τί ακριβώς δεν είναι ρεμπέτικο, δεν έχει ικανοποιητικά απαντηθεί μέχρι σήμερα και φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να αναμένεται, για το άμεσο μέλλον τουλάχιστο….

1 «Μου αρέσει»

“Το γεγονός ότι ούτε σήμερα μπορεί να διατυπωθεί ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός του τι ονομάζουμε ρεμπέτικο είναι ένα γνωστό πρόβλημα, υπάρχει σχετική βιβλιογραφία, έχει χιλιοσυζητηθεί εδώ, και δεν το παραβλέπει ούτε ο Σαββόπουλος.”

“Το ότι τότε χαρακτηρίστηκαν ρεμπέτικα κάποια άλλα τραγούδια δείχνει απλώς ότι ο όρος εσήμαινε άλλο πράγμα.”

Δηλαδή γίνεται προσπάθεια να δοθεί ένας ορισμός σε έναν όρο που άλλο σημαίνει στην πραγματικότητα και αλλιώς τον έχουμε προσλάβει εμείς σήμερα.
Στην ουσία αυτό που διαφαίνεται από τις τοποθετήσεις και της Ελένης και του Νίκου και του Περικλή, είναι ότι ο Ρεμπέτης μάλλον ήταν ο ελαφρός γλεντζές της εποχής, παρά ο βαρύς μάγκας με τα μαχαίρια και τα ζωνάρια. Μήπως ο ρεμπέτης σαν όρος να ήταν πιο κοντά στον Χρηστάκη (Κανάρα κτλ.) και στο κοινό του, παρά στον Μάρκο;

Δεν είναι θέμα πραγματικότητας ή μή, σωστού ή λάθους. Άλλο φαίνεται να σήμαινε τότε, και δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι τι, και άλλο σημαίνει σήμερα. Σήμερα η σωστή σημασία είναι αυτή που καταλαβαίνει ο καθένας (αυτός είναι ο ορισμός του γλωσσικά σωστού).


Νομίζω πάντως ότι κακώς εκτραπήκαμε στα γλωσσικά-σημασιολογικά κλπ. του «ρεμπέτη» / «ρεμπέτικου». Πιθανότατα η Ελένη να έχει δίκιο ότι ο Σαββόπουλος δεν τα έχει υπόψη του, αλλά και να τα είχε, τι θα άλλαζε ως προς το θέμα του άρθρου;

Κι όμως Περικλή, ενώ καταλαβαίνω την λογική με την οποία λες ότι:
“Δεν είναι θέμα πραγματικότητας ή μή, σωστού ή λάθους.”
Η προσπάθεια που γίνεται να εμφανιστεί το “Ρεμπέτικο” ως ένα σύνολο και με τον τρόπο αυτό να δοθεί ένας ορισμός θα σκοντάφτει πάντα στο “η σωστή σημασία είναι αυτή που καταλαβαίνει ο καθένας (αυτός είναι ο ορισμός του γλωσσικά σωστού).”
Για μένα αν ξεκινάς από λάθος βάση μειώνεις πολύ τις πιθανότητες να καταλήξεις σε σωστό συμπέρασμα.
Να ξεκαθαρίσω εδώ ότι για μένα το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι ο καθένας μπορεί να δώσει ότι χαρακτηριστικό θέλει στο “ρεμπέτικο”, και αναλόγως τα κέφια του ή τα γούστα του να το ανάγει σε κυρίαρχο.
Για παράδειγμα ο φυλακόβιος ότι είναι της φυλακής, ο μάγκας ότι είναι το μάγκικο, ο χασικλής ότι είναι μόνο το χασικλίδικο, ο περιθωριακός ότι ειναι περιθωριακό, ο Πειραιώτης ότι είναι μόνο το πειραιώτικο και πάει λέγοντας.
Και σε αυτό που λέει ο Σαββόπουλος: “Το πρόβλημα της καταγωγής και της εμφάνισης των ρεμπέτικων τραγουδιών είναι θολό και δυσεπίλυτο.” Νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο και μετά τα τελευταία βιβλία που βγήκαν σχετικά με το θέμα, το ερώτημα μπορεί να μην έχει απαντηθεί πλήρως αλλά θεωρώ οτι έχουμε αρκετά στοιχεία στο πως και από που προήλθαν τα “ρεμπέτικα” τραγούδια.

Λουκά, βλέπω από την απάντησή σου ότι δεν εκφράστηκα πολύ σαφώς.

«Αυτό που καταλαβαίνει ο καθένας» δεν εννοούσα «ό,τι καταλαβαίνει πας έκαστος» αλλά ακριβώς το αντίθετο, «αυτό που από κοινού καταλαβαίνουμε όλοι». Αν ζορίσουμε ένα δείγμα ανθρώπων να προσδιορίσουν λεπτομερώς το ρεμπέτικο, μπορεί ο καθένας να πει διαφορετικά πράγματα όπως ακριβώς το περιγράφεις. Αλλά σαν λέξη του εν χρήσει λεξιλογίου, όταν λέμε «παίζω ρεμπέτικα», «ακούω ρεμπέτικα», «ένα μαγαζί με ρεμπέτικα», «ένας τραγουδιστής του ρεμπέτικου», κάποια χοντρά και βασικά τα καταλαβαίνουμε όλοι ίδια. Βέβαια, στα όρια της έννοιας υπάρχουν γκρίζες ζώνες (όπως, συχνά, στα όρια κάθε έννοιας).

1 «Μου αρέσει»

Εδώ χρειάζεται συμπλήρωση: με μπουζούκι, γιατί φυσικά και προηγήθηκαν και άλλα δίστιχα.

Ναι, αλλά εδώ είμαστε ρεμπέτικο φόρουμ, όχι τηλεοπτικό αφιέρωμα στο ρεμπέτικο ούτε δισκογραφική εταιρεία με σκοπό το κέρδος, ως εκ τούτου οφείλουμε να είμαστε αντικειμενικοί: μέρος του ρεπερτορίου του ρεμπέτικου αναφέρεται και σε ουσίες, φυσικά.
[Να έχουμε υπόψη μας όμως ότι μέχρι σχεδόν το 1936 ήταν ελεύθερη, άρα και νόμιμη η χασισοκαλλιέργεια στη χώρα μας.
Να μην ξεχνάμε, επίσης, ότι 30 δημιουργοί του «ελαφρού» τραγουδιού (στοιχεία Π. Κουνάδη) έγραψαν τραγούδια για τις ουσίες …εξυμνώντας τες μάλιστα, ενώ στα ρεμπέτικα, έναν προβληματισμό για τη χρήση και τις συνέπειες, τον βρίσκεις.
Ότι γράφτηκε ακόμα και οπερέτα με θέμα το χασίς, τραγούδια που το εξυμνούν σε ρυθμό …τανγκό, ότι ασχολήθηκε ακόμα και η επιθεώρηση με τις ουσίες.
Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με τον Κουνάδη και πάλι, είναι παγκόσμια πρωτοτυπία να υπάρχει τόσος αριθμός τραγουδιών και σε τέτοια ποικιλία ρυθμών που να εξυμνεί ουσίες! Η χώρα μας, δηλαδή, έχει την πρωτοπορία σ’ αυτό].

Το τι ακριβώς είναι «ρεμπέτικο» και τι «λαϊκό» δύσκολο να απαντηθεί, θα συμφωνήσω και εγώ φυσικά, με τους υπόλοιπους.

Λουκά, σαφώς και όχι.
Οι έννοιες «ρεμπέτης», «ρεμπέτικο» έχουν μια ρευστότητα, όπως και αρκετές ακόμα, στο πέρασμα των χρόνων.

Έτσι, μπορεί να ξεκίνησε αρχικά ο όρος χαρακτηρίζοντας ελαφρά, μποέμικα, τραγουδάκια στην εξέλιξή του όμως μεταλλάχτηκε σταδιακά.

Από το 1923/1924 και έως σχεδόν μια δεκαετία μετά, την πρωτοκαθεδρία στη μουσική ζωή του τόπου μας παίρνουν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, και ο όρος «ρεμπέτικο» μοιάζει ξεχασμένος.

Σταθμό αποτέλεσε το 1931 με το μπουζούκι στη δισκογραφία, αν και όχι τόσο με τα «Δίστιχα του μάγκα», όσο με «Το Μινόρε του τεκέ» του Χαλικιά, στην Αμερική. Ακολούθησε ο Περιστέρης που «ανακάλυψε» το Μάρκο, για να ακολουθήσει η «Πειραιώτικη σχολή».

Ο όρος «ρεμπέτικο» τώρα επανακάμπτει, χαρακτηρίζοντας αυτή τη φορά άλλη δυναμική συντελεστών και κοινού, με άλλα βιώματα κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ.

Έτσι ώστε σήμερα πια, όταν ακούμε «ρεμπέτικο» ο νους των περισσότερων να πηγαίνει στο συγκεκριμένο ηχόχρωμα της «Πειραιώτικης σχολής», με την ποικίλη θεματολογία και το οποίο, ακριβώς λόγω και αυτής της ποικίλης θεματολογίας του, απευθυνόταν σε ένα κοινό που ολοένα και διευρυνόταν, αποκτώντας μια δυναμική στην οποία οφείλει και την επιβίωσή του και την αγάπη προς αυτό Ελλήνων και ξένων.

1 «Μου αρέσει»

Εγώ πάντως δεν συμφωνώ με αυτό

που γράφει η Ελένη στο #46. Ναι, τα Τικ τακ και Απονιά πήραν το χαρακτηρισμό «ρεμπέτικο» επειδή έτσι αποφάσισε κάποιος «υπηρεσιακός παράγων» δισκογραφικής αλλά, το 1930 που γράφει ο Innes την λεπτομερέστατη έκθεσή του, δεν ισχύει κάτι παρόμοιο. Ναι μεν (σελ. 34) τα asmata laika, or rebetika light popular songs of non – traditional, modern inspiration τα προσδιορίζει ως rather low popular music, σε αντιπαράθεση με τις καντάδες που τις θεωρεί the higher style of popular music, όμως μία πιο εκτεταμένη περιγραφή των REBETIKA (σελ. 69) αναφέρει

Light songs of the low class people, introduced in 1923 by the refugees from Asia Minor. There are old ones of unknown composers and new ones, the best of which are written by Toundas, Vaindirlis, Dragatsis. Our Dalgas also is writing Rebetika, but without any great success up to now.
Και παραδείγματα (“ρεμπέτικων”!):
Last hits: ‘Maritsa I Smyrnia’ (Semsis) - ‘Mangas’ (Baindirlis) -‘Omologies’ (Toundas) - ‘Kouklaki mou’ (Toundas) - 'Pangratiotissa (Toundas) - ‘Passalimaniotissa’ (Toundas) - 'Maritsa Kouklitsa (Toundas).

Θα πρέπει μάλλον, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η (μεμονωμένη! δύο μόνο παραδείγματα!) προσπάθεια κάποιων δισκογραφικών να καθιερώσουν τον όρο Ρεμπέτικον για ελαφρού ύφους αστικά γλεντζέδικα, μποέμικα κομμάτια παιγμένα με ελαφρές “ευρωπαϊκές” ορχήστρες, δεν καθιέρωσε τον όρο με αυτή την σημασία.

Νομίζω, Νίκο, ότι ούτε και εσύ συμφωνείς σ΄αυτό που λέει ο Ιnnes: λίκνο του “ρεμπέτικου” δεν είναι μόνο η Μικρασία.

Αυτά τα παραδείγματα μήπως επιβεβαιώνουν πως εκείνη την εποχή “ρεμπέτικο” = ελαφρό τραγούδι;

Και ένα τρίτο, αυτό του Fomeen, που έχει τον τίτλο: “Ρεμπέτικο”

Δεν υποστηρίζω πως τον καθιερωσε μ’ αυτή τη σημασία.
Απλά, αυτή η σημασία ταιριάζει απόλυτα με ό,τι σήμαιναν εκείνη την εποχή τα “ρεμπέτα” και “ρεμπέτας / ρεμπέτης”.
Τείνω δηλαδή πια πως δεν ήταν μόνο ένα εφέ των δισκογραφικών προς άγραν αγοραστών.

Ε, φυσικά και δεν συμφωνώ! Ο Ιnnes, που πριν πατήσει το πόδι του στην Αθήνα, το μόνο που ήξερε για το Ρεμπέτικο ήταν ότι πρόκειται για ένα τοπικό μουσικό είδος των ιθαγενών της Αθήνας / Ελλάδας που πουλάει δίσκους, έμαθε περισσότερα συνομιλώντας με τους Έλληνες που γνώρισε στην Αθήνα. Ο από πολλές δεκαετίες μακαρίτης και πανάσχετος με τα του ρεμπέτικου πατέρας μου, που ηλικιακά και κοινωνικά θα μπορούσε άνετα να ήταν ένας από τους συνομιλητές του Ιnnes, έλεγε ότι «το μπουζούκι το έφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες απ’ τη Μικρασία». Κάτι ανάλογο θα του είπαν και του Ι. οι «πιο ενημερωμένοι».

Όχι, Ελένη μου! Πώς μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει «ελαφρά τραγούδια» (που τα τραγούδαγαν εκείνη την εποχή η Βέμπο, η Κάκια Μένδρη κλπ. με «ευρωπαϊκή» ορχήστρα) τραγούδια όπως το Κουκλάκι (χιτζάζ με μετάπτωση σε Σαμπά), η Παγκρατιώτισσα (Χιτζάζ), η Πασαλιμανιώτισσα , κομμάτια χαρακτηριστικότατα του σμυρναίικου ύφους, παιγμένα με ανατολικά ασυγκέραστα όργανα και τραγουδισμένα από ανατολίτισσες όπως η Ρόζα ή η Μαρίκα Πολίτισσα, τραγούδια – φορείς του πολίτικου παλατιανού ύφους, όπως αυτό μεταλαμπαδεύτηκε στην Αθήνα από συνθέτες όπως ο Τούντας (που βέβαια έγραψε και δεκάδες ελαφρά!), ο Βαϊνδιρλής , ο Δραγάτσης και τόσοι άλλοι!

Και αυτό, όπως και τα άλλα δύο, ο θεός να τα κάνει ρεμπέτικα, θα συμφωνήσεις φαντάζομαι….
(παραμένουν όμως τραγικά λίγα αυτά τα τρία μόνο παραδείγματα)

Να μην ξεχνάμε όμως ότι Ρεμπέτα στον ύστερο 19ο σήμαινε (Χαμουδόπουλος!) συμμορία «νυκτοκλεπτών» και τίποτα άλλο, κάποιες δεκαετίες αργότερα ο προσδιορισμός Ρεμπέτικο σήμαινε τραγούδια «που μυρίζουν μαχαλά τση Σμύρνης» και ότι ο Μάρκος στα μέσα της δεκαετίας ΄30 ανοίγει «ρωμαντικόν μπαρ» όπου θα παίζει «λαϊκή ρεμπέτικη ορχήστρα». πολύ περισσότερο σήμερα, για να περιγράψεις το τί είναι και το τί δεν είναι ρεμπέτικο χρειάζεσαι μπόλικες σελίδες αλλά, μόλις δημοσιευτεί το πόνημά σου θα αρχίσουν να πέφτουν καταιγιστικά οι ενστάσεις…

Αυτό που αναφέρει η Ελένη για χασικλήδικα κλπ. που δεν ήταν ρεμπέτικα, είναι αλήθεια και δεν είναι πολύ γνωστό. Νομίζω λ.χ. πως έχω δει ένα φυλλάδιο με νότες «το ταγκό του κοκαϊνοπότη» ή κάπως έτσι.

Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι αυτό ήταν μια μόδα, που τη δημιούργησαν οι τραγουδοποιοί όταν, με τα ρεμπέτικα, αντιλήφθηκαν ότι αυτή η θεματολογία πουλάει. Αντίθετα στα ρεμπέτικα, τουλάχιστον στα παλιότερα, τέτοιοι στίχοι ήταν η γνήσια αυθόρμητη έκφραση των ίδιων των χρηστών. Ασφαλώς και στα ρεμπέτικα από κάποια στιγμή και μετά υπήρξε επίσης τέτοια μόδα «φτιαχτών» χασικλήδικων, τουλάχιστον όμως στο ξεκίνημα δεν ήταν έτσι.


Σχετικά με τον χαρακτηρισμό «ελαφρά»:

Νομίζω ότι δεν συνεννοείστε. Αν κατάλαβα καλά την Ελένη, Νίκο, δεν είπε ότι τραγούδια σαν το Κουκλάκι εντάσσονται στην κατηγορία «ελαφρά» αλλά ότι τραγούδια που είναι ελαφρά έπαιρναν (τουλάχιστον εκείνες τις τρεις εντοπισμένες φορές) τον χαρακτηρισμό «ρεμπέτικα».