Γενική, και χρήσιμη παρατήρηση: Κάποια πράγματα αποσαφηνίζονται όταν αποσαφηνίζονται σωστά οι ορισμοί και οι όροι που χρησιμοποιούνται όταν αναφερόμαστε σ’ αυτά.
Πρώτον. Το ρεμπέτικο είναι αστικό Λαϊκό (μεγάλο Λου) τραγούδι. Ο ακριβής ορισμός του ρεμπέτικου είναι ένα θέμα που έχουμε κάνει κομφετί εδώ χάμω, κάνε μια αναζήτηση σε παλιότερες κουβέντες να το διαπιστώσεις ιδίοις όμμασι. Ξεκινάει κάπου το 1932 ως πειραιώτικο, και “εμπλουτίζεται” σε ρεμπέτικα πριμοσεκόντα/καντάδα, περίπου από το 1937 περίπου κι έπειτα.
Δεύτερον. Ο όρος λαϊκό (μικρό λου) τραγούδι περιγράφει το Λαϊκό (πάλι, μεγάλο Λου) τραγούδι όπως αυτό διαμορφώθηκε κάπου μετά το… ‘50. Σ’ αυτό το σημείο κάπου φαίνεται να επικρατεί σύγχυση και διαφωνία. Ο ίδιος ο όρος “λαϊκό” (μικρό λου) είναι ατυχής, και προκαλεί από μόνος του σύγχυση, μα τί να κάνουμε, καθιερώθηκε για τα καλά εδώ και δεκαετίες. Ε, και το… “άτομο” παρέμεινε “άτομο” στο όνομα, ακόμη και μετά την διάσπασή του… τί να κάνουμε.
Έχοντας κάνει πολλές συζητήσεις γι’ αυτό, ειδικά με τον Νικολαΐδη, και ψάχνοντας από δω κι από κει, καταλλήγω στο ότι η βασικότερη αιτία, η πηγή του… “κακού” (!) αν θες, στην πορεία από το “ρεμπέτικο” στο “λαϊκό”, ή αλλιώς στην “μετάλλαξη του ύφους του αστικού Λαϊκού τραγουδιού που παρατηρήθηκε την δεκαετία του '50”, υπήρξαν οι αυξημένες ανάγκες των δισκογραφικών εταιρειών, οι οποίες απαιτούσαν λεπτότερο καταμερισμό στην δισκογραφική παραγωγή. Έτσι, έχουμε μια σειρά από συνέπειες, όπως διαχωρισμό του ρόλου συνθέτη-στιχουργού-μπουζουξή (πράγμα αδιανόητο για την κλασική εποχή της ρεμπέτικης δισκογραφίας, 1932-1940), την εμφάνιση δεξιοτεχνών μπουζουξήδων-υπαλλήλων των εταιρειών οι οποίοι τοποθετούνται απ’ αυτές σε ενορχηστρώσεις παρακάμπτοντας τον συνθέτη, και η προβολή και η ανάδειξη του ερμηνευτή, εις βάρος του συνθέτη (πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων, πχ, Τσιτσάνης). Εδώ ας σημειώσουμε και σαν μια “ειδική τομή”, την είσοδο του Καζαντζίδη στην δισκογραφία του Παπαϊωάννου, το 1952.
Από κει και πέρα μπορώ να αναφερθώ σε δυο τρια πραγματάκια που μου έρχονται στο νου, που πηγάζουν απ’ το παραπάνω, μα παρά τον συσχετισμό τους με τα παραπάνω μα και μεταξύ τους, έχουν μια σχετική διακριτότητα:
-
Ο εκφυλισμός που ήρθε με το αγκάλιασμα και ανώτερων λαϊκών στρωμάτων, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και όπως επηρεάζει αυτό την δισκογραφία, την δημιουργία γενικά, την νυχτερινή λαϊκή διασκέδαση κ.λπ.
-
Η ασυνέχεια στην δισκογραφική δημιουργία του Τσιτσάνη, σε σχέση με τους κύριους ερμηνευτές του, κάπου στα 1953.
-
Ο εκτοπισμός από την δισκογραφία και τα πάλκα, στα μέσα της δεκαετίας του '50 μιας σειράς από παλιούς ρεμπέτες (Μάρκος, Χατζηχρήστος, Παγιουμτζής κ.ά.)
-
Ο καταλυτικός ρόλος των πειραματισμών νέων συνθετών. Ο εμπορικότατος Μητσάκης με τα σουξέ του και τους νεωτερισμούς του, ο Χιώτης με τους ξενικούς ρυθμούς, το νέο μπουζούκι και τεχνοτροπία παιξίματος κλπ, πράγματα που μέχρι τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του '50 εκδηλώνονται πολύ έντονα.
-
Η απουσία του “σμυρναίικου πόλου” από το 1937 κι έπειτα, ο οποίος δεν πρόλαβε να κάνει αισθητή την απουσία του προπολεμικά. Στην καλύτερη περίπτωση εκφράζονται ως οριεντάλ τραγούδια του Τσιτσάνη ή κανένα Μινόρε της Αυγής (αρχές δεκαετίας '50), και στην πιο χυδαία τους μορφή, αργότερα, ως τουρκογύφτικα τσιφτετέλια, ινδικά και πάει λέγοντας…
Κλείνοντας, δεν μπορώ παρά να κραυγάξω για ακόμη μια φορά,
Ούτε το ρεμπέτικο, ούτε το πρώιμο ρεμπέτικο, ούτε το νωπό ρεμπέτικο, ούτε το μπαγιάτικο ρεμπέτικο, μα ούτε και το παστό ρεμπέτικο με σκορδαλιά, δεν ήταν τραγούδι του περιθωρίου. Το ρεμπέτικο ήταν μια γνήσια λαϊκή δημιουργία, δημιουργία μιας ολάκερης κοινωνικής τάξης, που αναφέρονταν στη ζωή, από τα μέσα, μιας ολάκερης κοινωνικής τάξης, και που εξέφραζε μια ολάκερη κοινωνική τάξη. Μέσα και γύρω απ’ αυτήν την… κοινωνική τάξη, υπήρχαν και “περιθωριακοί” τύποι, άρα μέσα από κει έβρισκαν έκφραση και αυτοί. Μάγκικα τραγούδια του τεκέ, της φυλακής και των νταήδων μαχαιροβγαλτών υπήρχαν από τον 19ο αιώνα, αλλά αυτά δεν αποτελούσαν την ολότητα του αστικού λαϊκού τραγουδιού της εποχής (ή πρώιμου ρεμπέτικου όπως το λεει ο Πέπε).
Αυτά τα ξέρουμε περισσότερο γιατί “πουλάνε” περισσότερο.
Πριν βγάλετε συμπεράσματα περί περιθωρίου, αναρωτηθείτε ποιά ήταν η “νόρμα” του εργάτη, του βιοπαλαιστή μετά το '22. Άραγε, το ότι κάποιος πρόσφυγας ή πειραιώτης ζούσε σε παράγκα στο Κερατσίνι, ήταν ρακένδυτος, ίσως και να την έπινε κιόλας στη ζούλα που και που (επειδή τα ναρκωτικά ήταν είναι και θα είναι πάντα όργανο ιδεολογικής καταστολής και κοινωνικού ευνουχισμού από την άρχουσα τάξη στο παρόν κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, και άρα πανταχού παρόντα), τον καθιστά… περιθωριακό;