Η γυναίκα στο ρεμπέτικο

Κωστάκι (με γιώτα και εσύ, «ουδέτερος»), ανέφερα κάτι σχετικό με το θέμα επειδή λες ότι δεν είναι ιστορικό ή ρεπορταζικό στοιχείο η τραγιάσκα. Είναι, παρέθεσα τα στοιχεία και επομένως δεν ισχύει αυτό που λές, ότι περιστασιακά συνέθεσε το στίχο ο Μάρκος. Είχε λόγο συγκεκριμένο.

Φυσικά, με τίποτα δεν ενοχλήθηκα επειδή ανέφερες κάτι για τον Μάρκο και δεν το εξέλαβα ως έντομο επικαθήμενο. Καλά να είμαστε!

Πολύ ενδιαφέρουσα τροπή παίρνει η συζήτησή μας, αν και γίνεται πίσω από πληκτρολόγια…
Γενικά, έχω την εντύπωση πως όπως και η ιστορία της ανθρωπότητας έτσι και η ιστορία του “φεμινιστικού” κινήματος κινείται με δειλά βηματάκια, με πολλά πισωγυρίσματα, με ένα βήμα εμπρός και δυο βήματα πίσω.
Έτσι κι αλλιώς, Θέλει πολλή δουλειά “για να γυρίσει ο ήλιος” σε πολλούς τομείς και κυρίως στη νοοτροπία του μέσου ανθρώπου.
Ένα παράδειγμα (μια και συζητάμε για τον έρωτα και τη θέση της γυναίκας στο ρεμπέτικο) είναι η αντιμετώπιση της παράνομης σχέσης, όπως αυτή καταγράφεται στο λαϊκό τραγούδι.
1935, “Τον άντρα σου κι εμένα” : ολιγαρκής ο ερωτευμένος, αποδέχεται άβουλα τη δεύτερη θέση στην καρδιά της αγαπημένης του.
1936, “Πώς το βάσταξε η καρδιά σου” και 1946, “Η ξελογιασμένη”: η κοινωνική κατακραυγή απέναντι στην παράνομη σχέση και η καταδίκη της δεδομένη, περιθώρια αντίδρασης ανύπαρκτα.
1950, “Μας ζηλεύουνε”: μια κάποια διεκδίκηση προσωπικής ευτυχίας ξεκινά, έστω με αναζήτηση της αιτίας της κοινωνικής κατακραυγής, που αποδίδεται στη ζήλια.
Για να φτάσουμε στα ερωτικά του Άκη Πάνου, αργότερα βέβαια, π.χ. στην “Παράνομη αγάπη”, όπου ξεπερνιούνται τα στενά όρια της κοινωνικής ηθικής και αρχίζει η διεκδίκηση της προσωπικής ευτυχίας.

Και το πώς αντιμετωπίζεται η χήρα γυναίκα είναι ενδεικτικό ενός πλέγματος αντιλήψεων και παραγόντων ακόμα και οικονομικών.
΄Ετσι, παλιότερα, το δημοτικό τραγούδι αποτυπώνοντας την εποχή, περιγράφει την καθαίρεση, τον υποβιβασμό της ως προς την κοινωνική της θέση, μετά την απώλεια του συζύγου, εκφράζοντας τη λύπηση προς το πρόσωπό της ή έναν αδιόρατο σεβασμό προς αυτήν.
Στο λαϊκό τραγούδι γίνεται αντικείμενο πόθου για τους άντρες και φθόνου για τις γυναίκες αρχικά, συνοδεύεται από επίθετα (: αλανιάρα, παιχνιδιάρα, μοντέρνα κ.λπ.) για να φτάσουμε στη δεκαετία του 1950, όπου η γυναίκα με τα μαύρα ρούχα , ενδεικτικά του κλίματος της εποχής (εμφύλιου, διώξεων, φυλακίσεων, αναγκαστικού ξενιτεμού κ.λπ.) αποκτά - δικαιολογημένα - και πάλι το σεβασμό της κοινωνίας και την αξιοπρέπειά της.

Υ.Γ. Δεν ξέρω αν παρανοήθηκαν τα όσα έγραψα στο προηγούμενο μήνυμά μου για τη θέση της γυναίκας σε παλιότερες εποχές.
Να διευκρινίσω πως δεν είμαι απόλυτα σίγουρη πως σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, οι αλλαγές στη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία δεν παραμένουν μόνο τυπικές, ενώ ουσιαστικές αλλαγές δεν έχουν γίνει ακόμα.
Γενικά, θέλει να τρέξει αρκετό νερό στο αυλάκι, για να υποστηρίξουμε πως κέρδισε ουσιαστικά η γυναίκα την ποθητή ισοτιμία της στην κοινωνία.

Είναι γεγονός ότι το γυναικείο κίνημα προωθήθηκε σε περιόδους πολέμου, με την μαζική είσοδο των γυναικών στην παραγωγή, λόγω του ότι οι άνδρες έλειπαν στο μέτωπο ή ήταν θύματα του πολέμου (εξ ου και οι διαφημίσεις ότι το τεχνητό γάλα ήταν καλλίτερο από το θηλασμό, κάτι που ανατρέπεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπου ξαναθυμούνται οι “αρμόδιοι” το “αναντικατάστατον” του μητρικού γάλακτος… γιατί τους περισσεύουν τα εργατικά χέρια των γυναικών…) Η οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών και η απουσία ανδρών “καταπιεστών” (πατέρες, αδέρφια, σύζυγοι…) στα πολεμικά μέτωπα, σε συνδυασμό με τα νέα “ήθη” των προσφύγων και τη γενικότερη ατμόσφαιρα ελευθερίας σε όλη την Ευρώπη, δεν ήταν δυνατό να μην επηρρεάσουν την ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα. Και φυσικά τα τραγούδια των μεγάλων δημιουργών λειτουργούν ως χρονογραφήματα αντικατοπτρίζοντας την εποχή τους.
Όσο για τις χήρες (σε σύγκριση με το “ταμπού” των ανέγκιχτων-παρθένων)πάντα υπήρξαν η φαντασίωση των αρσενικών της εποχής, και έχουν γραφτεί μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια γι αυτές, ιδιαίτερα από τον Τούντα…

Στο προπολεμικό ρεμπέτικο, που σε σημαντικό βαθμό είναι περιγραφικό του κόσμου της μαγκιάς, αφθονούν τα τραγούδια, όπου οι γυναίκες έχουν μια απελευθερωμένη και αντισυμβατική συμπεριφορά. Όχι μόνο το γλεντάνε σε ταβέρνες και τεκέδες οι ηρωίδες κάποιων τραγουδιών, αλλά δεν διστάζουν να ορθώσουν κι ανάστημα στους ζόρικους αρσενικούς.
Μεταπολεμικά, παρότι δεν λείπουν παρόμοια διασκεδαστικά τραγούδια, π.χ η Ντεμπερντέρισσα του Τσιτσάνη, νομίζω ότι καθώς διευρύνεται η κοινωνική αναφορά του ρεμπέτικου,αυτό κατ’ εξοχήν θα εκφράσει τη λαϊκή συνείδηση, το αυστηρό λαϊκό ήθος της εποχής.
Έτσι στη χαρακτηριστικότατη ξελογιασμένη ο Μάρκος με αυστηρότητα και δίχως ίχνος κατανόησης καταδικάζει τη μάνα, που δεν ντράπηκε να είναι ερωτευμένη. Στην προκειμένη περίπτωση ο αυστηρός και άτεγκτος Μάρκος φαίνεται να διερμηνεύει την αγανάκτηση όλης της κοινότητας, όλης της γειτονιάς για την ‘‘παραστρατημένη’’.
Η ελευθεριάζουσα συμπεριφορά κατακρίνεται, έτσι πολλά μελαγχολικά τραγούδια, όπως η παραστρατημένη του Καλδάρα, η πεταλούδα του Μητσάκη, με πίκρα θα αναφέρονται σε γυναίκες που έχουν πάρει τον δρόμο τον κακό, ενώ άλλα, όπως η άπονη μάνα του Ανέστη Αθανασίου θα γραφούν για μάνες, οι οποίες δεν φάνηκαν αντάξιες της ιερής αποστολής τους.
Το αγνό και ηθικό κορίτσι είναι το πρότυπο της εποχής και ο στίχος ‘’ μα έχω προίκα την τιμή, που πιο πολλά αξίζει’’ από το Άσε με, άσε με των Παπαϊωάννου/Μάνεση ενδεικτικός των αξιών της εποχής όσον αφορά τη γυναικεία ηθική.
Σίγουρα υπάρχουν και πολλά τραγούδια, που προβάλλουν διαφορετικά πρότυπα γυναικείας συμπεριφοράς, πάντως έχω την αίσθηση μιας, ας πούμε, συντηρητικοποίησης και μεγαλύτερης ‘’ ηθικής αυστηρότητας’’ του μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού.
Και θα έπρεπε να περιμένουμε τον Άκη Πάνου, για να πει και στο συγκεκριμένο θέμα τα πράγματα με το όνομά τους. ‘’ Όταν κάνει μια γυναίκα τη ζωή της/για τον άντρα θεωρείται προσβολή,/θεωρείται προσβολή να σεργιανίσει/ξένα χείλη να φιλήσει, προσβολή!/Μα ο άντρας ξενυχτάει και γλεντάει/και το δίκιο του το λεν εγωισμό./Βασανίζει εκείνην που τον αγαπάει/και δε δίνει πουθενά λογαριασμό.

Πριν λίγο καιρό είχε γίνει μιά συζητησούλα γιά το βιβλίο του κ. Σκαμπαρδώνη γιά το Μάρκο και είχαν εκφραστεί κάποιες απόψεις ενάντια στη μυθιστοριοποίηση ανθρώπων του ρεμπέτικου.
Έχοντας διαλέξει μιά φυσιογνωμία που βρίσκεται στο απυρόβλητο (από το αρχείο του Ηλ. Πετρόπουλου), όπου εικονίζεται κάποιος που ο Πετρόπουλος λέει πως ήταν νταβατζής, έκανα μιά μικρή άσκηση λόγου που βρίσκεται δημοσιευμένη σε ένα από τα blogs μου. Σκέφτηκα, με όλες τις καλές διαθέσεις, να τη μεταφέρω και εδώ:

Θ… ο νταβατζής

Μού΄χει σφηνώσει η φάτσα σου στο κεφάλι… Εκείνο το χαζογέλιο στο στόμα σου, καθώς βλέπεις τα καραγκιοζλίκια του Μπάτη. Είσαι πολύ νέος. Πόσο νά΄σαι; Ανάμεσα στα 25 και 26; Μαγκάκι. Κάθεσαι εκεί σταυροπόδι, μισός στον ήλιο, μες τη ζέστα που κάθεται σα βαρύ, υγρό σύννεφο πάνω απ΄τον Περαία. Περνάς την ώρα σου, έτσι; Δε βιάζεσαι, γιατί να βιαστείς; Νιάτα έχεις, «αθάνατος» είσαι, νταλκάδες πολλούς δεν έχεις στο κεφάλι. Άλλες «δουλεύουν» γιά πάρτη σου. Η Νίτσα, η Κούλα, η Φωφώ. Γυναικάκια μιά σταλιά, τροφαντά και τσαχπίνικα, που τα βρήκες στις φτωχογειτονιές Δυό απ΄τα νησιά και μιά προσφυγούλα. «Ξένο» κρέας, μεγαλύτερη η περιέργεια γιά τους πελάτες.

Τη Νίτσα τη βρήκες καθώς άπλωνε τη μπουγάδα. Περνούσες από κει και σου γυάλισε. «Τώρα θα σε φτιάξω», σκέφτηκες. «Έλα δω, ρε πιτσιρικά. Δως μου λίγο το καθρεφτάκι σου…». «Τί να το κάνεις, ρε κύριος; Είναι δικό μου το καθρεφτάκι». «Έλα δω ρε, δε θα στο φάω, να…», έβαλες το χέρι στη ****τσεπη. «Τσάκα αυτό το παστέλι. Δικό σου. Να στο δανειστώ θέλω μόνο, δε θα στο πάρω». Ο πιτσιρικάς άρπαξε το παστέλι και τό΄χωσε όλο στο στόμα του, μη τυχόν και μετανιώσεις. «Δε θα μου το φας το καθρεφτάκι, θα με κυνηγάει η αδρεφή μου». «Όχι ρε, θ΄ανέβω εκεί και θα στο ξαναδώσω σε λίγο…».
Σκαρφάλωσες στην απέναντι ψευτοταράτσα που έζεε απ΄τις κουτσουλιές των περιστεριών. Να, η μύγα. Γύρισες το καθρεφτάκι προς τον ήλιο κι έφερες το φωτεινό στίγμα πάνω στ΄απλωμένα ρούχα της μικρής. Το κουνάς πέρα-δώθε. Δε παίρνει πρέφα. Το φέρνεις πάνω της, στο τσίτι που φοράει. Το πας στο λαιμό της, το κατεβάζεις στα στήθια της και τα χαϊδεύεις με φως. Το πας πιό κάτω, στην κοιλιά της. Κλείνεις τα μάτια κι απ΄το φάρυγγά σου βγαίνει ένα ευχαριστημένο «μμμ…». Με μιά απότομη κίνηση το φέρνεις στα μάτια της και την τυφλώνεις. Σηκώνει τ΄αδύνατό της μπράτσο, να προφυλαχτεί απ΄τη λάμψη. Κοιτάζει ολόγυρα. Αρχίζεις να την παίζεις κι εκείνη εκνευρίζεται. «Έλα, κόφτε το παιχνίδι κι αφείστε με να κάμω τη δουλιά μου», φωνάζει στο κενό. Σηκώνεσαι όρθιος, τεντώνεις το σώμα σου, βάζεις τα χέρια στη μέση. «Γειά σου, μορφονιά», της πετάς. Τα υπόλοιπα γίναν γρήγορα. Σε βλέπει, χαμογελάει, κατεβαίνεις, πας κοντά της κι αρχινάς το πίτσι-πίτσι. Το βράδυ βγήκατε βολτίτσα. Εύκολη ήταν. Χαζό. Δε πήρε παραπάνω από μήνα να την ψήσεις. Λογάκια, υποσχέσεις, αισθηματάκι, «γιά λίγο καιρό μόνο, έτσι, να μαζέψουμε μερικά ψιλά για τις ανάγκες μας, γιά να πάμε παραπέρα…» Πάει αυτή. Η Νίτσα…

Η Κούλα ήταν σκληρό καρύδι. Σε τυράνισε. Δε τσίμπαγε σε τέτοια. Σε γούσταρε, αλλά δεν… Έβαλες τα δυνατά σου, τίποτα. Ώσπου, ένα δειλινό, σε μιά απόμερη γωνιά, της έβαλες τον κόφτη στο λαιμό και της σφύριξες στ΄αυτί: «κοίτα, εγώ σου ξηγιέμαι καλά. Αν θες αλλιώτικα, σ΄έφαγα. Θα σε κάνω φέτες κι ας με κλείσουν μέσα!» Λύγισε. Φοβήθηκε. Τα μάτια της υγράθηκαν. Ε, καί; Η ντουντού Τασώ την πήρε με τα σορόπια. «Δες, τι καλά που σου στέκεται στη μέση. Δαχτυλίδι η μεσούλα σου…αχχχ, νιάτα… Πάρτο, δικό σου είναι. Κοίτα, μόνο γιά 3-4 φορές. Μου έφυγε μιά Μυτιληνιά και μ΄άφησε ρέστη. Ώσπου νάβρω μιά άλλη… μόνο γιά 3-4 φορές. Κανείς δε θα μάθει τίποτα. Στα μουλωχτά. Πάρε κι αυτό». Της έχωσε ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα στην παλάμη. Εσύ στεκόσουν στο πλάι κι έσκαγες χαμόγελα. Πάει κι αυτή…

Η Φωφώ… Η Φωφώ ήταν το λουλούδι σου, το σπλάχνο. Στον Παράδεισο σε πήγαινε σα σε κρατούσε στην αγκαλιά της. Από το Μπουνάρμπασι σου έλεγε πως ήταν, ή κάτι τέτοιο…Είχε ένα ελαττωματάκι αλλά, πάει στο διάολο. Κάτι πάθαινε στα καλά καθούμενα, σφιγγόταν κι άρχιζε να τρέμει. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα. «Θα ηπεράσει», σού΄λεγε, «μην ανησυχείς, δε φταις εσύ. Είναι από τότε…» Ήταν εντάξει το Φωφάκι και ζουμπουρλούδικο. Προστασία χρειαζόταν, προστασία της έδωσες και με το παραπάνω.Ορφανή ήτανε, βολική περίπτωση. Μιά μάνα που πρωί-βράδυ ξενόπλενε κι ένα σκαταδρεφάκι μαραμένο, δε μετρούσε. Ήταν και κάποιος άλλος που την τριγύριζε, ένας μισή μερίδα. Έφαγε μερικές σβουρηχτές, έκανε στη μπάντα.

Κι έτσι, τις έκανες τρεις. Δεν είναι κι άσχημα. Το πουγγί άρχισε να γεμίζει. Οι Κυριακές όμως ήταν γιά τη Φωφώ. Φτιαχνόταν το Φωφάκι, στολιζόταν και σε περίμενε σα τον άγγελο. Την πήγαινες εκεί, στου Μελέτη κοντά στη θάλασσα. Ουζάκι, σαρδελίτσα στα κάρβουνα, δε ζήταγε πολλά. Κι όλο σε κοιτούσε στα μάτια. ΄Οταν κρύωνε την έπαιρνες αγκαλιά κι εκείνη κούρνιαζε και γουργούριζε σα περιστέρι. Ήταν εντάξει το Φωφάκι. Ότι και να της ζητούσες θα τό΄κανε. Σίγουρη.
Όταν έφτασε η στιγμή να της το ρίξεις, την πήγες στη Ραφήνα. Το συνδύασες με το που σού΄χε ΄κονομήσει κάποιος φίλος φίνο μαυράκι. Ήταν πολύ χαρούμενη κείνο το βράδυ. Έστριψες ένα τσιγαρλίκι. «Τί το θέλουμε αυτό; Κι έτσι καλά δεν είμαστε;», σου ψιθύρισε τρυφερά. Καααλά… Την έπιασε το μαυράκι. Όταν της τό΄ριξες, έγινε άσπρη σα το πανί. Ζάλη, κούρνιασμα, τρυφεράδες, πέταξαν μακριά. Μαζεύτηκε κι έκλεισε σαν όστρακο. Εσύ όμως τα κουμαντάρεις αυτά. Το δίπλωσες από δώ, το τύλιξες από κει, το κατάπιε. Όταν γυρίζατε με τον Πανάγο που σας είχε φέρει, δεν έβγαζε «κιχ». Κράταγε μονάχα το κομένο σου δάχτυλο και τα χέρια της τρέμαν. Τί να γίνει; Η ζωή είναι δύσκολη, έχει απαιτήσεις. Η ζωή δεν είναι περβόλι στρωμένο με λούλουδα…

Έεετσι λοιπόν με τα γκομενάκια. Και τώρα, κάθεσαι ανέμελλος και κάνεις χάζι με τα κόλπα του Μπάτη. Ευχαριστημένος με τον εαυτό σου και πως τά΄χεις βολεμένα. Πιάνει ο Μπάτης το μπαγλαμαδάκι και νταρι-νταντρά, παίζει το δικό σου τραγούδι «Στου Μπεζεστένη την αυλή» του άλλου μόρτη, του Σωτήρη του Γαβαλά. «Έτσι μπράβο, ρε μάγκα», του λες βραχνά και σηκώνεσαι και ρίχνεις και τις βολτίτσες σου.

Κρέμεται το βαρύ σύννεφο της ζέστας πάνω από τον Περαία που βράζει. Τα περιστέρια ολόγυρα χοροπηδάνε, τσιμπολογώντας. Λίγο πιό πέρα, μέσα στα νερά της παραλίας, τα φύκια πανε κι έρχονται με αργές, λικνιστικές κινήσεις. Τί καταλαβαίνουν τα φύκια: Τίποτα δε καταλαβαίνουν… Τί να καταλάβουν δηλαδή; Δε τά΄φτιαξε ο Θεός γιά να καταλαβαίνουν. Γιατί τά΄φτιαξε άραγες; Σάμπως ήξερε κι αυτός; Πάντως, ένα είναι το σίγουρο, ότι δε σκαμπάζουν γρυ. Σάμπως όλ΄αυτά τα κορόιδα στα Λεμονάδικα σκαμπάζουν; Τον κακό τους τον καιρό. Μιά ζωή μες τα λεμόνια… ουστ! Τράβα ΄συ, ρε Θ…, τράβα το δρόμο σου όπως ξέρεις. Ας τους κοροιδόμαγκες και, τράβα στο δρόμο σου. Έτσι και βρίσκαμε πεντέξη γυναικάκια ακόμα, θά΄ταν πρίμα. Ποιός μας έπιανε μετά… Θ’ ανεβοκατέβαινα με κούρσα στα καμπαρέ στην Αθήνα, με απλωμένες τις αρίδες. Μιά σήμερα, άλλη αύριο. Τί λέω; M΄άλλη θα ανέβαινα και μ’ άλλη θα κατέβαινα στον Περαία. ΄Κείνα τ΄αμπέλια της θειάς, που θα μου πάνε… Τι τα θέλει, γριά γυναίκα; Oύτε παιδιά έχει, ούτε σκυλιά. Δώστα, μωρή καρακάξα στ΄ανηψάκι σου που είναι μες τη βράση του… Τι ****ζέστη… Θα πα να ρίξω έναν υπνάκο, νά΄μαι φρέσκος το βραδάκι όταν θα πάω στα κορίτσια να μαζέψω τη σοδειά, να δω πως τα πάνε. Μετά, στο σινάφι, να τα κοπανίσουμε.
Σήμερα είναι Τρίτη, 18 του Αυγούστου του ΄34. Όλα παν μιά χαρά. Ποιός ο λόγος γιά νταλκάδες;

A post was split to a new topic: Η Νίτσα - Το σώμα μετέωρο

Διάβασα όλη (!!!) τη συζήτηση με σχετική προσοχή.

Η αίσθησή μου είναι, ότι ακόμα κι αν υπήρχε κάποια γυναίκα κάθε φορά που έδινε την αρχική έμπνευση στο τραγούδι - η “τρελή ξανθιά” ή το “μελαχροινό” - κατέληγε να αντιπροσωπεύει ένα σύνολο θηλυκών ιδιοτήτων, που «διέτρεχε» με καταλυτικό τρόπο το αξιακό σύστημα του ρεμπέτη. Ένα φίλτρο που έτεμνε πυκνά τη διάταξη που σχημάτιζαν στο συνειδητό μα και στο ασυνείδητό του οι αρχές και οι επιθυμίες του.

Έτσι, ζούσε αναγκαστικά σαν φαντασίωση, «έξω» από τον έλεγχό του. Που δεν μπορούσε ούτε να το δεχθεί – μια και τον βασάνιζε - μα ούτε και να το απορρίψει. Ο Τσιτσάνης το 'λεγε από πηγαία διορατικότητα «γυναίκα του μπελά»! Γυναίκα ιδιαίτερη για τον καθένα.

Φαντάζομαι ότι αυτό αλληλοτροφοδοτείτο από τις γυναίκες του περίγυρού τους. Τις διαμόρφωνε και αυτές επαναπροσδιόριζαν στην πορεία τις νέες επιθυμίες που προσωποποιούντο στα τραγούδια τους και ούτω καθ’ εξής.

4 αναρτήσεις διαχωρίσθηκαν σε ένα νέο νήμα: Ποιό είναι αυτό το τραγούδι; (Όταν στα κέντρα σε πηγαίνω)

3 αναρτήσεις διαχωρίσθηκαν σε ένα νέο νήμα: Η πρώτη γυναίκα που ηχογράφησε

Δεν είναι βολικό να παραθέσω όλο το σεντόνι, αλλά με καταεντυπωσίασε. Είχα καιρό να νιώσω αυτή την αίσθηση ότι κάτι που δε μου 'χε ποτέ περάσει από το μυαλό, κάτι εντελώς καινούργιο, ανατρεπτικό και διαφωτιστικό, είναι συνάμα τόσο αυτονόητο …όταν μου το πούν.

@Kostas_Ladopoulos, ποιος είσαι; Πού είσαι; Γιατί δε γράφεις πια;

1 «Μου αρέσει»

Έβλεπα πρόσφατα ένα ντοκιμαντέρ (. πιστεύω ότι λεγόταν οι δρόμοι του ρεμπέτικου αν δεν απατωμαι ) στο οποίο έλεγε πως οι ρεμπετισσες ήταν σκληρες γυναίκες ισάξιες με τους άνδρες ικανές να προστατεύουν το ευατο τους ανεξάρτητες και να χορεύουν ζεϊμπέκικο χωρίς καμία κατάκριση και ότι οι σημερινές φεμινίστριες της δύσης δεν πιανουν μια ( και βλέποντας οτι βλέπουμε κάθε μέρα στο διαδίκτυο θα συμφωνήσω)

το ζήτημα δεν είναι να απαιτούμε από τα θύματα να είναι “δυνατά” όντας δεδομένο ότι θα είναι θύματα, αλλά από τους θύτες να μην είναι θύτες.

Ποιάς εποχής, περίπου, ήταν αυτό το ντοκιμαντέρ, φίλε @Johnkosguit; Ρωτάω γιατί την εποχή που γράφονταν ρεμπέτικα τραγούδια οι γυναίκες όχι, δεν χόρευαν ζεϊμπέκικο. Όσο για το κατά πόσον ήταν εκείνες οι γυναίκες σκληρές και ισάξιες με τους άνδρες, ικανές να προστατεύουν τον εαυτό τους, θα παραπέμψω στα #10, #43 και #45 παραπάνω, σημειώνοντας πάντως ότι, ενώ δεν έχω βρεί μέχρι σήμερα ικανοποιητική απάντηση στις τότε απορίες μου, μάλλον κλίνω προς αυτό που εκφράζει το #45: Η (γυναικεία!) εκδίκηση (της γυναίκας του Εϊτζιρίδη), που παρατίθεται ως wishful thinking, κι ας μη βρήκα ακόμα την κατάλληλη ελληνική έκφραση, χρόνια μετά τη λήξη της δίωρης προθεσμίας επέμβασης σε ήδη δημοσιευμένο μήνυμα, που προέβλεπε η τότε πλατφόρμα του φόρουμ.

1 «Μου αρέσει»

ευσεβής πόθος, ευχολόγιο

1 «Μου αρέσει»

αυτό είναι το ντοκιμαντέρ βέβαια μια διόρθωση τσιφτετέλι ήταν ο χορός απολογουμαι για το λαθος

1 «Μου αρέσει»

Το ΄χω ξαναδεί αυτό το ντοκιμαντέρ, τώρα που το ξανάειδα το θυμήθηκα. Ναι, ήταν μία εποχή που το θέμα «πουλούσε» και βγήκαν αρκετά παρόμοια, στο δρόμο που χάραξε ο Φέρρης και ακολούθησαν αρκετοί.

Πολλά, πράγματι, αφηγήθηκε ο κ. Γιάννης Γαϊτάνος (συγγραφέας των κειμένων, τον ξέρει κανείς; εγώ, όχι) αλλά πάντως δεν βρήκα σε κανένα σημείο να γίνεται λόγος για σκληρές γυναίκες που χορεύουν, είτε ζεϊμπέκικο, είτε τσιφτετέλι, είτε άλλον τι. Κάπου ελέχθηκε κάτι για τσιφτετέλια, χασάπικα και άλλα, χωρίς όμως να υπάρξει τέτοιου είδους σύνδεση.

2 «Μου αρέσει»

η νταίζυ σταυροπούλου πάντως, αναφέρει ότι πριν τον πόλεμο της έμαθε ζεϊμπέκικο ο καρυδάκιας. μάλιστα το χόρευε ως θαμώνας στα μαγαζιά, αυτό βέβαια το λέει για πολύ αργότερα που είχε αποσυρθεί από τους δίσκους. δεν διευκρινίζει αν τα τραγούδια του ανέστου τα χόρευε στις παρέες ή μόνο μεταξύ τους.

1 «Μου αρέσει»

Για τη Νταίζη Σταυροπούλου, όλοι θα αποδέχονταν να σηκωθεί να χορέψει, ακόμα και τότε.

1 «Μου αρέσει»

Το να έχει κερδίσει μια γυναίκα τον σεβασμό όλων σε βαθμό ώστε να κάνει ακόμη και πράγματα που δε θεωρούνται ταιριαστά για γυναίκα, χωρίς αυτό να δημιουργεί προβλήματα, δεν είναι θέμα ρεμπετοσύνης. Σε επίπεδο μεμονωμένων ατόμων, και αστές υπήρξαν, και αριστοκράτισσες ακόμη, που πρώτες έσπασαν διάφορα άβατα σχετικά με τα παντελόνια, το κάπνισμα, την οδήγηση και δεν ξέρω τι άλλο.

Βασικά, δεν είναι καν θέμα φύλου. Μερικοί άνθρωποι έχουν έναν τρόπο που δε σηκώνει αντιρρήσεις ή σχόλια.