Μήπως κανένας από σας μπορεί να μου δόση τα λόγια ενός 2 τραγούδια που τραγουδούν οι αδελφοί Μιλάνοι τα φόρτωσα από το “ρεμπέτικο-sealab”. Δυστυχώς, δεν έχω τίτλους.
Το πρώτο αρχίζει : « Aσε με να καζαντίσω, άσε με στο πόνο μου…Ήσουνα που ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα, και τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις βριζολικια »
Το δεύτερο : “Έρημος και μονος στους δρόμους γυρίζω…” (κάτι τέτοιο, χασάπικο σε ρε μινόρε).
Μήπως κανείς σας γνωρίζει για το τραγούδι “Ο Αμερικάνος” συνθέτη τραγουδιστή, και που μπορώ να βρω τους στίχους;
Στο κιθαρα.Vu δεν υπάρχει η δεν το βρίσκω
Ο Διονύσης Μανιάτης στο βιβλίο του “Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου” αναφέρει ως στιχουργό και συνθέτη του “Αμερικάνου” τον Ιάκωβο Μοντανάρη, τραγουδίστρια τη Στέλλα Βογιατζή, έτος κυκλοφορίας το 1935, αρ. δίσκου Β-21823, απ. μήτρας 101602, από την Parlophone Ελλάδος.
Αναζητώ του στίχους του τραγουδιού του Μάρκου “Με μια μονάχα σου ματιά”.
Πρόκειται για γρήγορο χασάπικο. Η μουσική του χρησιμοποιήθηκε αργότερα (γύρω στο '60) από τον Μάρκο στο τραγούδι με τον Μπιθικώτση που αναφέρεται στο μπουζούκι που πήγε στις Κάννες και χόρεψαν όλες οι παριζιάνες.
“Παίξε μπουζούκι μου γλυκά τις όμορφες πενιές σου,
να μάθει ο κόσμος κι ο ντουνιάς τις τόσες ομορφιές σου…” κλπ, αν θυμάμαι καλά…
“Όνομα αλιευτικού συγκροτήματος, το οποίο αποτελείται από ένα καΐκι που σέρνει από πίσω του 5-6 βάρκες· αυτές φέρνουν στο πίσω μέρος από μια μεγάλη λάμπα η οποία ανάβει με υγραέριο ή ασετυλίνη και δίνει πολύ δυνατό φως με το οποίο προσελκύονται τα ψάρια.”
Μήπως κανείς σας γνωρίζει για το τραγούδι?
Το μεγάλο καΐκι με πολυμελές πλήρωμα έχει απάνω του όλα τα εργαλεία, δίχτυα, βίτζια, ρομπότ κλπ. Πίσω του σέρνει τη βάρκα του λαμπαδόρου. Πρόκειται για μια βάρκα με κουπιά, με μοναδικό “αξεσουάρ” μία πολύ ισχυρή λάμπα υγραερίου στην πλώρη.
Τα ρομπότ είναι μικρές πλευστικές συσκευές, κάτι σαν μικρές σχεδίες, που απάνω τους έχουν μία λάμπα και μία μπουκάλα υγραερίου.
Το ψάρεμα γίνεται ως εξής:
Τα βράδια με λιγοστό φεγγάρι (ή τις ώρες που το φεγγάρι έχει πέσει) το καΐκι φουντάρει, σε συγκεκριμένα σημεία και μακριά το ένα από τ’ άλλο, μερικά ρομπότ, σταθερά δεμένα με μία άγκυρα.
Αφήσουν το ρομπότ να ψαρέψει μερικκές ώρες, δηλαδή να μαζευτούν γύρω του τα ψάρια (κυρίως αφρόψαρα και κατά δεύτερο λόγο ψάρια απ’ τα μεσόνερα). Υστερα πλησιάζουν ένα-ένα τα ρομπότ και στέλνουν το λαμπαδόρο να μαζέψει τη λάμπα, ενώ το καϊκι καλάρι κυκλικά γύρω της τα δίχτυα του. Ο ρόλος του λαμπαδόρου είναι να μαζέψει το ρομπότ και να το αντικαταστήσει για τα λίγα λεπτά που χρειάζεται με τη δική του λάμπα, ώστε να μη σκορπιστούν τα ψάρια. Μόλις πάρει τη λάμπα ο λαμπαδόρος, ο κλοιός σφίγγει και τα ψάρια ξεκινούν το μοιραίο τους δρόμο προς το στομάχι μας (παλιότερα χρησιμοποιούσαν δύο καΐκια για το “κύκλωμα” των ψαριών, ψάρευαν δηλαδή ζευγάρι το μεγάλο καϊκι κι άλλο ένα λίγο μικρότερο).
Από το γρι-γρι ψαρεύονται όλα τα φτηνά ψάρια που τρώει ο κοσμάκης (γαύρος, σαρδέλα κλπ.).
Το τραγούδι “Του γρι-γρι τα ψαραδάκια” είναι αποκαλυπτικότατο και μάλιστα με διάφορες φοβερές εκτελέσεις. Ανάμεσά του και μία με τον Παπασιδέρη, ο οποίος ως Κουλουριώτης ήταν και “ειδικός” επί του θέματος, γιατί οι Κουλουριώτες είχαν μεγάλη ψαρευτική παράδοση.
Ενα στοιχείο που θα έπρεπε να προσεχτεί είναι το ότι στα γρι-γρι αναφέρεται η πλειοψηφία των τραγουδιών που γράφτηκαν για ψαράδες. Θεωρώ δύο τους βασικούς λόγους:
Πρώτο, αυτό που ανάφερα πιο πάνω, δηλαδή ότι το γρι-γρι ψαρεύει το μεγαλύτερο μέρος από τα ψάρια που τρώει κατά κόρον ο κόσμος.
Δεύτερο, το γρι-γρι έχει μεγάλο πλήρωμα, αφορά δηλαδή πολλούς εργαζόμενους (περισσότερους κι από την τράτα), σε αντίθεση με τα άλλα ψαρέματα που είναι κυρίως “μοναχικά” (τα διχτυάρικα καΐκια μπορούν να δουλέψουν με 2-3 άτομα πλήρωμα, ενώ τα παραγαδιάρικα ακόμη και με έναν).
Σημειωτέον βέβαια ότι μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα καΐκια είχαν πολυμελή πληρώματα, και για λόγους κίνησης (δεν υπήρχαν μηχανές και το ψάρεμα γινόταν με πανί και κουπιά), και λόγω έλλειψης μηχανημάτων έλξης (τα βίτζια, αν υπήρχαν, ήταν πρωτόγονης μορφής, δε αντίθεση με τα σύγχρονα υδραυλικά που έχουν αδειάσει τη θάλασσα, ακόμη κι απ’ τις πέτρες!).
Δεν ξέρω και προτιμώ να μην ξέρω παρά να ψάχνω, να μη βρίσκω και να σκαρφίζομαι οτιδήποτε, όπως π.χ. "από το γρύ, γιατί δεν πρέπει να μιλάς καθόλου, μη φύγουν τα ψάρια.
Το νέο τεύχος του περιοδικού “Λαϊκό τραγούδι” έχει μια αναφορά σ΄αυτό.
Οι στίχοι:
«Γίνομαι άντρας»
Σαν εμένανε τσαχπίνα
Δεν έχει άλλη στην Αθήνα.
Γίνομ΄ άντρας πρώτο πράμα
Με πιστόλι και με κάμα.
Κ΄έχω γκόμενα μια δούλα
Και της τα΄χω πάρει ούλα.
Στον τεκέ όταν θα πάω
Όλους τους στραβοκοιτάω
Και μου λεν καλώς τα΄αδέλφι
Τράβα μια να κάνεις κέφι.
Κι αρχινούνε τα μαγκάκια
Γλέντι με μπαγλαμαδάκια.
Μα ένα βράδυ μ΄ανθιστήκαν
κι όλοι απάνω μου ριχτήκαν
και μ΄αρχίσαν στα σορόπια
με τη γλώσσα τους τη ντόπια.
Και φωνάζαν με λαχτάρα,
αχ! Αγριοκοριτσάρα!.
Τραγούδι του Τούντα, κυκλοφόρησε το ΄33 από την Parlophon, με τα στοιχεία : B 21674-II (101322-2).
Βαρύ ζεϊμπέκικο, το τραγούδησε η Ρόζα και τη συνόδευσαν μάλλον ο Τούντας με μαντόλα και ο Περιστέρης με κιθάρα.
Επανεξεδόθη το ΄96 από την Rounder (Rounder cd 1080).
Τα στοιχεία αυτά είναι από το “Λαϊκό τραγούδι”, τεύχος 19.