Ετυμολογίες

Συχνά πυκνά ακούμε στα ρεμπέτικα τραγούδια προσφωνήσεις όπως μάγκας,μόρτης,ντερβίσης,αλανιάρης/άρα κτλ.

Χώρια το τι σημαίνουν σήμερα,που είναι συνήθως συμπαθείς χαρακτηρισμοί πάνω στο γλέντι, έχει σημασία να δούμε πως ξεκίνησαν αυτοί ο ορισμοί και πως εξελίχτηκαν.

Με αρκετή επιφύλαξη το ετυμολογικό ψάξιμο έχει τα εξής επικρατέστερα αποτελέσματα:

Μόρτης:

Η βουβωνική πανώλη χαρακτηρίζεται από μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας που κάποιες φορές έφταναν και το 60-80% του πληθυσμού. Όσοι όμως επιβίωναν μετά την προσβολή της νόσου, αποκτούσαν ανοσία για διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών.Το 1854, τα Γαλλικά στρατεύματα Κατοχής, έφεραν τη χολέρα στην Αθήνα, που άδειασε από τη μιά στιγμή στην άλλη. Στου Ψυρρή έμειναν μόνο οι “κουτσαβάκηδες” όπως τους λέγανε, λόγω του ότι ήσαν και πάμπτωχοι. Ανέλαβαν λοιπόν (γιά πενταροδεκάρες) να θάβουν τους νεκρούς, και γι αυτό τους είπαν “μόρτηδες”, από το γαλλικό “mort” που σημαίνει πεθαμένος.Τους αποκαλούσαν και «επιχειρηματίες του θανατικού» και φημίζονταν για τον κυνισμό και το πλιάτσικο που έκαναν στα πτώματα. Μάλιστα, όταν σε κάποια πόλη οι ντόπιοι μόρτηδες δεν επαρκούσαν, γινόταν μεταφορά μόρτηδων από άλλες πόλεις.
Από τότε η λέξη εκφράζει αυτόν που “δεν φοβάται τον θάνατο” για να θυμίζει το ανδραγάθημα αυτών των τύπων, όχι όμως στην μάχη αλλά σε άλλα πεδία, όπως η περισυλογή πτωμάτων. Σήμερα βεβαίως σημαίνει τον άφοβο,ανεξαρτήτως πεδίου.

Αργότερα τους είπαν και “τραμπούκους”, από τα πούρα Αβάνας μάρκας “TRAMBUKO” που τους προσέφεραν οι πολιτικοί, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.

Λεξικό: μόρτης: άνθρωπος του δρόμου, αυτός που ζει με ύποπτους ή ανέντιμους τρόπους. Συνώνυμα: αλήτης, αλάνι, χαμίνι, μάγκας. Ετυμολογία: ιταλ. (becca)morti “τυμβωρύχος”-“νεκροθάφτης”, με παράλειψη του ά’ συνθετικού. becca-becco=σκαπτικό εργαλείο, λατ. beccus+morto “νεκρός”, λατ. mors=θάνατος.

Μάγκας:

Μάγκες ή μαγκίες είναι τα τάγματα αρματωλών και κλεφτών πριν την επανάσταση. Μαγκιώρος είναι ο “κάπος” ενός τέτοιου τάγματος. Μετά την Επανάσταση, οι “μαγκίες” είναι οι μικρές συμμορίες που λιμαίνονται τα λιμάνια, στην ημιπαρανομία. Τα μέλη τους λέγονται “μάγκες”.

Στου Ψυρρή, λόγω αστικού περιβάλλοντος, τους λένε όλους “κουτσαβάκηδες”, και τους θεωρούν… γραφικούς και συμπαθείς!

Λεξικό: μάγκας, ετυμολογία: “όμαδα άτακτων πολεμιστών επί Τουρκοκρατίας”, λατ. mango=μεταπράτης ή σωματέμπορας


Κουτσαβάκης:

Σύμφωνα με μια άποψη η λέξη “κουτσαβάκης” μπορεί να προέρχεται απο το: κουτσά-βαίνω=βαδίζω σαν κουτσός ή σαν τον κάβουρα, λοξά, με ζιγκ-ζαγκ ή από τη ζάλη του ή για να παρακολουθήσει τη θέση του σερνάμενου ζωναριού.

Σύμφωνα με μια άλλη άποψη,όταν ο Μπαϊρακτάρης (ο αστυνόμος) έπιανε τους μάγκες και τους μικροαπατεώνες του Ψυρρή,τους έκοβε το ένα μανίκι το οποίο το είχαν και κρεμότανε και τις ύτες των παπουτσιών…έτσι ήταν κατά κάποιο τρόπο “κουτσοί” (Βέβαια οι διώξεις δεν γινόντουσαν κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων του 1896,επειδή οι κλεψιές είχαν μειωθεί λόγω μεγάλης συμφωνίας μεταξύ κράτους και “κουτσαβάκηδων”,ο Μπαϊρακτάρης τους χρειαζόταν νομίζω τότε,ήθελε να αλλάξει το έγκλημα “από μέσα”)

Νταής:

Κατ’ αρχήν, στη Σμύρνη, οι Νταήδες είχαν τρεις διαβαθμίσεις. Τους υπερήφανους και σοφούς Νταήδες, του Ψευτονταήδες δεύτερης κατηγορίας που είναι μαχαιροβγάλτες και κουμπουροφόροι, και τους “κουτσαβάκηδες”, που ήταν κάτι σα θρασύδειλοι τσαμπουκάδες της πεντάρας.

Αντίθετα με το κουτσαβάκης, η λέξη νταής έχει αρκούντως ετυμολογηθεί: dayi (το ψηφίο y εδώ δεν προφέρεται) σημαίνει στα Τουρκικά θείος αλλά και αδελφός της μητέρας. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν η σημασία επεκτείνεται ώστε να περιλάβει και τον «προστάτη», τον «υπερασπιστή» του ανυπεράσπιστου (στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες) θηλυκού. Από αυτή τη σημασία ξεκίνησε και η λέξη kabadayi (το b προφέρεται ως πι) που σημαίνει «μεγάλος αδελφός» αρχικά και κατʼ επέκτασιν αυτό που στη δική μας γλώσσα υιοθετήσαμε ως Νταής (kaba μόνο του σημαίνει αγενής, άξεστος, τραχύς, χοντροκομμένος). Καπανταήδες ονομάζονται και σήμερα οι «αρχηγοί» τοπικών συμμοριών που ελέγχουν μία συνοικία αλλά και φροντίζουν για την απονομή «δικαίου» κατά την δική τους φυσικά άποψη.

Ο Νταβατζής πάλι (με d, όχι t, davaci) είναι ο ενάγων, ο μηνυτής σε μία αντιδικία. Στη γλώσσα μας σημαίνει τον «προστάτη» εκδιδόμενης γυναίκας, που φυσικά καρπούται και το χρηματικό προϊόν της έκδοσης.

Ρεμπέτης:

Η αίσθηση που μας δίνεται με τη λέξη αυτή είναι του ανθρώπου που τρυγυρίζει. Υπάρχει ακόμα το “αγύρτης”, “αλάνι”, “μόρτης”, “τραμπούκος”, και άλλα πολλά.

“Ρεμπέτης” όμως είναι (τότε) κάτι εντελώς διαφορετικό, ο ρεμπέτης είναι συνήθως αστός, που ξενυχτάει και γλεντάει ίσως με τους μάγκες, αλλά δεν παύει να είναι από καλή οικογένεια. Είναι δηλαδή ο “μποέμ”.

Κατά μια γνώμη, τον όρο “ρεμπέτης” τον υιοθέτησαν οι ίδιοι οι μάγκες όταν άρχισαν να διαδίδονται τα τραγούδια τους, γιά να… αναβαθμιστούν στα μάτια της “καλής κοινωνίας”.

Υ.Γ. Στα προάστεια του Πειραιά όπου είχαν καταλήξει οι πρόσφυγες και ο εργατόκοσμος, κουτσαβάκης ήταν σχετικά απαξιωτικός χαρακτηρισμός,ταυτιζόταν με απατεώνα,χασικλή και άλλα,ενω μάγκας ήταν παίνεμα, ανδραγάθημα

Πέρα από την πραγματική ρίζα λοιπόν των λέξεων,με την πάροδο του χρόνου και την καθημερινότητα, το νόημα αλλοιωνοταν ώστε να προσαρμοζεται στις ανάγκες και στον τρόπο ζωής του λαού,ακόμα και των “εκτός κοινωνίας” ομάδων.
Σήμερα π.χ. παρατηρείται η τάση να εξισωθούν όλα σε μία έννοια,μάγκας,αλάνι,μόρτης κτλ

Αυτά τα ολίγον κουραστικά για παράθεση,τυχόν διορθώσεις και παρατηρήσεις καλοδεχούμενες

Βορειοανατολικέ, δεν έχεις παρά να ψάξεις στο γλωσσάρι όσα λήμματα εμφανίζονται με κόκκινο χρώμα στη δημοσίευσή σου. Μετά, έχεις όλο το χρόνο να σχολιάσεις. Θα είχες όμως γλυτώσει, και εμείς μαζί, από αρκετό κόπο.

Μαγκιώρος σημαίνει μείζων (ματζόρε κλίμακα) και κατʼ επέκτασιν μεγάλος, σπουδαίος και δεν ετυμολογείται από την Μάνγκα. Ετυμολογίες του τύπου «κουτσά βαδίζω» ονομάζονται γενικώς παρετυμολογίες και είναι συχνότατες.

Ενδιαφέρουσες οι ερμηνείες σου περί ρεμπετών προερχομένων από καλές οικογένειες. Αν διαβάσεις τον Σαββόπουλο (περί της λέξεως ρεμπέτικο το ανάγνωσμα, και άλλα), αλλά και εδώ

http://www.klika.gr/cms/index.php?option=com_content&task=view&id=298&Itemid=171

θα βρείς άλλα. Η λέξη πάντως δεν έχει ετυμολογηθεί αρκούντως πειστικά. Εγώ τείνω περισσότερο στην ερμηνεία εκ του ρήματος ρέμπομαι (αλλά και ρέμπω) = οκνεύω.

Απλά τα έβαλα όσα ήξερα, κάπως συγκεντρωμένα σε ένα τόπικ.Τι κόπος? Μακάρι να ήταν όλοι οι κόποι σαν και τούτον, το διαδικτυακό…
Ευχαριστώ πάντως, θα το κοιτάξω

Όσο για την ετυμολογία της λέξης “ρεμπέτης” εγώ παράθεσα την λιγότερο προβεβλημένη άποψη, του ότι είτε ήταν όντως καλοστεκούμενοι κοινωνικά οι “ρεμπέτες”, είτε οι μάγκες στη συνέχεια υιοθέτησαν το χαρακτηρισμό επειδή είχαν αναγνωρισιμότητα λόγω της διάδοσης των τραγουδιών τους.
Και τονίζω ότι χρονολογικά οι χαρακτηρισμοί αυτοί αλλάζουν, ή και τοπικά κιόλας.

…ρέμπω-ρέμπομαι=οκνεύω
. Ναι, και κατ’ επέκταση σημαίνει και “ζω μποέμικα”.

Μέγιστε Νίκο (μου επιτρέπεις, ελπίζω να σε αποκαλώ έτσι) εδώ θα διαφωνήσω. Και εξηγούμαι: η ελληνική, είναι η πλουσιώτερη γλώσσα στον κόσμο, με 90 εκατομμύρια λέξεις και παράγωγα. Με τέτοιο πλούτο, είναι πολύ εύκολο, όπως καταλαβαίνεις, να ετυμολογήσουμε οποιαδήποτε λέξη, να βρούμε ρίζα ελληνική.Παράδειγμα: έξω από την Ουάσιγκτον (DC) κυλάει ένας ποταμός που οι (ντόπιοι) Ινδιάνοι αποκαλούν Πότομακ. Για τους Ελληνοκεντρικούς/ Ελληνοφρενείς είναι απόδειξη της ανακάλυψης της Αμερικής από Έλληνες!
(Πότομακ=ποταμός). Οι Τούρκοι φτάσαν σε σημείο να ισχυριστούν ότι ο Αγαμέμνων είναι Τούρκος, διότι το όνομα του σημαίνει στα τουρκικά “Άρχοντας των βουνών”!(αγά… κάτι ). Θέλω να πω, γιατί πολύ το κούρασα, ποιος ήξερε- τότε - το ρ. ρέμπομαι; Ίσως κάποιοι κλασικιστές που θεωρούσαν τους ρεμπέτες, μίασμα. Όμως ακόμα κι αν αυτοί, είχαν ονομάσει τους ρεμπέτες έτσι, αδυνατώ να πιστέψω ότι οι ρεμπέτες θα υιοθετούσαν τη “ρετσέτα” που τους κόλλησαν οι “Λιμοκοντόροι” της πλατείας Συντάγματος. Από την άλλη, η τούρκικη έκφραση “ρεμπέτ ασκέρ” ήταν πολύ γνωστή τότε-όπως είναι και σήμερα…

Για να δούμε λοιπόν, Δημήτρη, γιατί θα διαφωνήσεις; εγώ πάντως δεν βλέπω διαφωνία:

Πραγματικά, διάβασα πριν λίγο καιρό κάποιες περίεργες θεωρίες, όπου τεχνοκράτες αμερικάνικων (νομίζω) πανεπιστημίων απεφάνθησαν ότι όσο περισσότερους τύπους λέξεων έχει μία γλώσσα, τόσο πλουσιότερη είναι. Φυσικά τα Ελληνικά, όπου διατηρούμε πτώσεις και άρθρα, θα χρειαστούν π.χ. για τη λέξη αδελφός 5 συν 5 πτώσεις συν το άρθρο (ο, του, τω, τον, Ώ, οι κλπ.), σύνολο 19. Ο Εγγλέζος, με τα brother, brothers, the, of, Oh καθάρισε. Αλλά δεν βλέπω να εκφράζεται με λιγότερη σαφήνεια και ομορφιά γλώσσας ο Έλλιοτ ή και ο Σαίξπηρ, με μόνο πέντε τύπους στη διάθεσή τους, από έναν Έλληνα συγγραφέα με τους 19. Άλλο οι τύποι των λέξεων και άλλο οι ρίζες τους.

Γέλασα βέβαια με το ποτάμι (ποταμάκι καλύτερα, για να δικαιολογήσουμε και το κ) και τον Αγαμέμνονα, είχα γελάσει δεκαετίες πριν και με έναν αμόρφωτο Αρμένη που έβγαζε το Σαίξπηρ Αρμενικής καταγωγής, αφού σακεσπίρο είναι, λέει, το γαϊδούρι στη γλώσσα αυτή, αλλά δεν νομίζω η δική μας γλώσσα να περιέχει περισσότερες ρίζες από όσες η Αγγλική ή όποια άλλη. Άσε που δεν ξέρω και τη μεθοδολογία που ακολούθησαν οι σοφοί αυτοί, αν π.χ. ένα «νόμο περί αποζημιώσεως αιχμαλώτων παγκοσμίου πολέμου» τον μετράνε με έξη λέξεις, ενώ το αντίστοιχο γερμανικό Weltkriegsgefangenenentschädigungsgesetz το μετράνε ως μία λεξούλα μόνο.

(Μέγιστος, από το Μαγκιώρος, δηλαδή; Μένει όμως να το αποδείξω και, αφού μέχρι σήμερα δεν τα κατάφερα, δεν νομίζω ότι πρέπει να αποκαλούμαι έτσι!!! :019:)

Ναι και ο Μάρκο Πόλο ήταν έλληνας με το επώνυμο Μαρκόπουλος…
Είπαμε, μην φέρουμε και τα παραδείγματα του Λιακόπουλου γιατί θα τρελαθούμε.:112::112:
Παρόλα αυτά η ετυμολογική έρευνα έχει την αξία της για αρκετές λέξεις, έτσι ώστε να αποδοθεί και η αρχική ερμηνεία τους, αλλά και ποια διαδρομή ακολουθήθηκε με την μετεξέλιξη της γλώσσας.

Εγώ δεν είπα, Gogos, ότι δεν έχει αξία η ετυμολογική έρευνα. Κάθε άλλο. Χρειάζεται, και όταν γίνεται με σεβασμό στην επιστημονική δεοντολογία και, κυρίως, χωρίς εθνικιστικές προκαταλήψεις και τους ανάλογους στόχους, είναι απαραίτητο εργαλείο για τη γλωσσολογική, εθνική και γενικότερη έρευνα…

Από αυτή τη διαπίστωση όμως, και μέχρι το σημείο των διάφορων Λιακόπουλων, που πολύ σωστά αναφέρεις, υπάρχει τεράστια απόσταση.
Χρειάζεται μεγάλο θράσος, αλλά και βαθειά άγνοια για να υποστηρίξεις ότι η λέξη ρεμπέτης προήλθε από την προστριβή Ελλήνων μεταναστών μουσικών του μεσοπολέμου με αμερικανούς συναδέλφους τους, οι οποίοι έβλεπαν τους Έλληνες να παίζουν παράξενους ρυθμούς τονισμένους συνήθως σε τονική ρε, και ονόμασαν αυτή τη μουσική Re beat (το ότι οι Αμερικανοί θα έλεγαν D και όχι Re δεν στάθηκε ικανό να σταματήσει τη φόρα κάποιων).

Με παρεξήγησες δεν εννόησα ποτέ ότι έγραψες ότι δεν χρειάζεται η ετυμολογική έρευνα. Η παρατήρηση για το Λιακόπουλο πάει για πιο πάνω κι όχι για σένα. Δεν ανέφερες εσύ το παράδειγμα με τον ποταμό, απλώς το σχολίασες:043:.

Είναι σίγουρο πως η ελληνική γλώσσα περιέχει περισσότερες ρίζες από οποιαδήποτε άλλη. Να φανταστείς πως, η αμέσως πλουσιώτερη γλώσσα μετά την ελληνική, είναι η λατινική με 9 εκατομμύρια τύπους (το 1/10 της ελληνικής) και η οποία, δεν έχει το μειονέκτημα της αγγλικής που έφερες ως παράδειγμα. Έχει δηλ πτώσεις (μία παραπάνω από την ελληνική, την αφαιρετική) και ρηματικές καταλήξεις. Το θέμα, όμως δεν είναι αυτό. Δεν υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες γλώσσες . Το να το ισχυριστούμε αυτό, είναι στην ουσία, ρατσισμός. Οι γλωσσολόγοι λένε το απλό: Από τη στιγμή που μία γλώσσα, καλύπτει τις ανάγκες επικοινωνίας των φορέων της, είναι επαρκής. Από την άλλη όμως, δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι, η ελληνική μάς δίνει μια τεράστια δυνατότητα ακριβολογίας και πρωτοτυπίας μέσα από το πλήθος των συνωνύμων της και έχει μια εκπληκτική δυνατότητα αφομοίωσης ξένων γραμματικών τύπων. Πήραμε το “φρούτο” και το κλίνουμε κανονικά. Κανείς δε σκέφτεται, όταν πάει στο μανάβη πως η λέξη δεν είναι ελληνική. Ούτε όταν φωνάζουμε “κλείσε την πόρτα” το σκεφτόμαστε. Ο Άγγλος, όμως, όταν λέει Hypnosis, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Για να επανέλθω, όμως, γιατί νομίζω πως ξεστράτησε η κουβέντα και πολύ λίγους αφορά, πλέον. Εγώ λέω το εξής: Παρόλο τον πλούτο της ελληνικής, θεωρώ πιθανότερο (προσωπική άποψη εκφράζω), το “ρεμπέτης” να έχει τούρκικη προέλευση παρά (αρχαιο)ελληνική.

Για το πόσες ρίζες περιέχει η κάθε γλώσσα, πρέπει πρώτα να δώ τη σχετική έρευνα (όχι μόνο τα αποτελέσματά της) και τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε. Και βέβαια η Hypnosis δεν έχει αγγλική ρίζα. Όμως, τα 9 ή τα 90 εκατομμύρια τύπων λέξεων, στις ρίζες και μόνο αναφέρονται; Μου φαίνεται δύσκολο να το παραδεχτώ. Και αν ένα συνώνυμο της λέξης χρήμα είναι, π.χ. ο παράς ή η μονέδα ή το μπαγιόκο, από ποια γλώσσα προήλθε η ρίζα του;

Για την προέλευση της λέξης ρεμπέτης, ρώτα κάποιον Τούρκο τι θα πεί Ρεμπέτ ασκέρ. Θα σου απαντήσει «δεν ξέρω».

Εφημερίδα “Εμπρός” 12-11-1908
[b][u]Κουτσαβάκης.[/b][/u]

“Σκριπ”
[b][u]Κουτσαβακισμός στην Αθήνα.[/b][/u]

Ημερομηνία φύλλου για το Σκρίπ, έχουμε; Και παρεμπιπτόντως, στο άρθρο περί “κουτσαβακισμού στην Αθήνα” γίνεται αναφορά και στους “σταυρωτήδες”.

10/1/1898.
Παράλειψή μου που δεν την έβαλα πριν.

Και στους “αντάμηδες” και στους “τραμπούκους”.

Έστω και έξι χρόνια αργότερα, τέτοιες ατάκες δεν είναι καλό να μένουν και να αιωρούνται.

1ον: Η ελληνική γλώσσα έχει ακριβώς τόσες ρίζες όσες και κάθε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. (Εκτός ότι έχουν προστεθεί και μερικές από ξένες δάνειες λέξεις, π.χ. τούρκικες, και έχουν αφαιρεθεί και κάποιες που τυχόν δεν έδωσαν παράγωγα που να χρησιμοποιούνται και σήμερα.)

Άρα, υπάρχει μια σύγχυση ανάμεσα στις ρίζες, τις λέξεις και τους λεκτικούς τύπους.

2ον: Ο εντελώς αστήρικτος μύθος για τα 90 εκατομμύρια από κάτι (άλλος λέει λέξεις, άλλος λέει λεκτικούς τύπους) έχει προ πολλού ανασκευασθεί, αλλά παρά ταύτα παραμένει δημοφιλής. Παραπέμπω εδώ για μία από τις πάμπολλες απλές, κατανοητές εξηγήσεις που έχουν δημοσιευτεί σχετικά με το γιατί ο μύθος είναι ανυπόστατος.

Ξέρω ότι είναι εκτός θεματολογίας (δεύτερη φορά τις τελευταίες μέρες που κάνω άσχετα γλωσσολογικά σχόλια - δε σκοπεύω να το καθιερώσω) αλλά, αν μια άσχετη από τα γλωσσικά σελίδα σαν τη δική μας μπορεί να γίνει, τυχαία, αφορμή να εκτεθεί κάποιος σε τέτοιους μύθους, ας γίνει και αφορμή να διαψευσθούν.

4 «Μου αρέσει»

πολύ καλά κάνεις, γιατί δυστυχώς είμαστε πολύ ευκολόπιστοι σε ό,τι νομίζουμε ότι μας συμφέρει…

1 «Μου αρέσει»