ΔΙΣΤΙΧΑ vs ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

ευχαριστώ κύριε Νίκο.

Είχα όμως την εντύπωση οτι πονεί το κεφαλάκι και όχι το κοκκαλάκι
και επίσης
οτι έχασε την μανδύλα (;:wink: της και όχι τον μανδύα του. Τρέχα γύρευε…:019:

Αναρωτιέμαι αν γνωρίζει κανείς άλλες παραλλαγές…Θα ψάξω για άλλες ηχογραφήσεις μήπως εντοπίσω διαφορετικούς στίχους.
Ευχαριστώ

Σωστά, κεφαλάκι είναι. Αλλά και πάλι, πονοκέφαλο δεν φέρνει ο σεβντάς, πόνο στην καρδιά και φούντωμα στα στήθια φέρνει. Και ναι, μανδύα ή μαντήλα έχασε (εγώ ακούω μαντία, χωρίς λ). Το μπέρδεψα με τον άλλο στίχο, “(κυρ λογαγέ, μας έσπασες τον αργιλέ), τον έσπασ’ η μανδύα σου απ’ την απροσεξία σου”. Φυσικά, και το χάσιμο αντικειμένου δεν συνδέεται νοηματικά με κανέναν από τους άλλους στίχους.

Δες μανάκι με Νταλγκά και με Βιδάλη.

Για τον μανδύα υπάρχουν και τα εξής δίστιχα:

Κυρ λοχαγέ κυρ λοχαγέ / μας έσπασες το ναργιλέ,
τον σπας με τη μαντύα σου / απ’ την απροσεξία σου
.

Το δεύτερο στέκει μόνο ως συνέχεια του πρώτου. Επομένως αν κάποιος δεν πει το πρώτο αλλά θυμηθεί ότι υπάρχει κι ένα δίστιχο με μαντύα / απροσεξία, μπορεί ίσως να το διασκευάσει σε έχασα τη μαντύα μου / απ’ την απροσεξία μου.

Λέω τώρα… Όχι πως έχει καμιά σημασία πώς προέκυψε το συγκεκριμένο δίστιχο, απλώς επισημαίνω ότι η μαντύα συνδέεται συνειρμικά με μπάτσους, χασισοποσία, δίωξη της χασισοποσίας, και όλη γενικά τη θεματική του τεκέ.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 16:39 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 16:37 —

Γεια σου και πάλι Νίκο! Πιάσε κόκκινο!

Άλλη φορά να συνεννοούμαστε ποιος από τους δύο θα μιλήσει -έτσι κι αλλιώς τις ίδιες σκέψεις κάνουμε.

Χριστός Ανέστη.

Να και απο την αποψη του Νικολα Παπαζογλου

//youtu.be/fqcfve43fu0

Σύμφωνα με μια οπτική, όλοι οι στίχοι είναι για όλες τις μουσικές, εφόσον ταιριάζουν οι συλλαβές. Δηλαδή κάθε δίστιχο του τύπου «τατά τατά τατά τατά Χ 2» (οκτασύλλαβο τροχαϊκό) μπορεί κανείς να το κολλήσει στο «Μανάκι μου».

Επί παραδείγματι, ορισμένα από τα δίστιχα που λέει η Παπαγκίκα στο «Μανάκι μου» ο Βιδάλης τα τραγούδησε σε άλλο σκοπό (αυτόν όπου στην Κύπρο τραγουδάνε το «Στείλε με μάνα στο νερό»). Το Μανάκι της Παπαγκίκα και το Μανάκι του Βιδάλη δεν είναι παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού, με λίγο διαφορετική μελωδία και με λίγο διαφορετικούς στίχους: είναι δύο διαφορετικές συρραφές από σκόρπια δίστιχα, κάποια εκ των οποίων συμπίπτουν, σε δύο ανεξάρτητους σκοπούς. Στην πλάκα του γραμμοφώνου έπρεπε για προφανείς λόγους να δηλώσουν κάποιον τίτλο τραγουδιού, και εφόσον και στις δύο ηχογραφήσεις το πρώτο δίστιχο είναι «Μανάκι μου μανάκι μου / πονεί το κεφαλάκι μου» ο τίτλος που διάλεξαν είναι και για τις δύο «Μανάκι μου». Συνεπώς πρόκειται για απλή συνωνυμία.

Άλλο ανάλογο παράδειγμα:
α) «Καλογεράκι» με τον Κ. Δούσα
β) «Ντουντού» με τον Χ. Πιπεράκη, ο ίδιος σκοπός με άλλα δίστιχα.
γ) Ο ίδιος σκοπός με τον Νταλγκά, με κάποιους στίχους κοινούς με το καθένα από τα δύο προηγούμενα, και με τον ευρηματικό τίτλο «Καλογεράκι - Ντουντού»! Θαυμάζουμε παράλληλα και το βιντεάκι.
δ) «Ντουντού», κάποια από τα ίδια δίστιχα αλλά σε άλλο σκοπό. Πολύ μεταγενέστερη εκτέλεση, «αναβιωτική», αλλά που πιστεύω ότι δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη. Βίκυ Μοσχολιού.

[Εκ μεταφοράς από άλλη συζήτηση:]

Η παράδοση των μαντινάδων της Δωδεκανήσου, της Κρήτης, των κοτσακιών της Νάξου, των ποιητικών της Σίφνου, των τσιαττιστών της Κύπρου, και όπως αλλιώς λέγονται σε δεκάδες νησιά, δεν είναι υποπερίπτωση. Είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, και είναι σαφώς ζωντανό και εξελισσόμενο.

Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε το ερώτημα κατά πόσο ανήκει στο δημοτικό τραγούδι, δηλαδή κατά πόσο ανήκε ακόμη και την εποχή που η παράδοση του πολύστιχου τραγουδιού ήταν κι αυτή ζωντανή και εξελισσόμενη. Αλλά γιατί να το αμφισβητήσουμε; Είναι πιθανόν ο Αποστολίδης (ή μάλλον αυτοί τους οποίους υπαινίσσεται ο Αποστολίδης) να εννοεί/ούν όντως το πολύστιχο. Συνήθως όσοι αναφέρονται στο δημοτικό τραγούδι ως ποιητικό είδος εννοούν το πολύστιχο, διότι αυτό καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του όγκου των κλασικών έντυπων συλλογών και αυτό έχει δώσει πολυμελετημένα αριστουργήματα σαν το Γεφύρι της Άρτας. Ωστόσο ακόμη και οι κλασικές συλλογές έχουν συνήθως και μια ενότητα με δίστιχα.

Προσωπικά θεωρώ αυτονόητο ότι πρόκειται για δύο κλάδους της ίδιας ευρύτερης παράδοσης. Και παρά την πλήρη επίγνωση του πόσο επικίνδυνα είναι τα «αυτονόητα», βρίσκω υπερβολή να αμφισβητούμε και να επανεξετάζουμε τα πάντα.

Κατά σύμπτωση αγόρασα και πρωτοξεφύλλισα αυτές τις μέρες τη συλλογή του Πάσσωφ, που η πρώτη της έκδοση έγινε το 1860 και στηρίχτηκε κυρίως (:wink: σε παλιότερες έντυπες συλλογές. Με έκπληξη ανακάλυψα στην ενότητα “Δίστιχα”, ανάμεσα σε εκατοντάδες εφήμερα δίστιχα, και αρκετά που εξακολουθούν να λέγονται και σήμερα στα νησιά (ή γνωστά από προπολεμικές ηχογραφήσεις, ή και τα δύο ταυτόχρονα). Δε θα φορτώσω το μήνυμα με παραδείγματα, αρκούμαι στο γνωστό και ταπεινότατο «Έλα, έλα σαν σε λέγω / μη με τυραγνείς και κλαίγω». Δεν είναι αριστούργημα, δεν είναι της Άρτας το γιοφύρι, κι όμως έχει επιζήσει μίνιμουμ 153 χρόνια!

Ως προς το συμπίλημα: Τι θα πει συμπίλημα; Πρόκειται για καθαρά δισκογραφική έννοια. Στη ζωντανή πράξη, πώς θα μπορούσε ένα δίστιχο να στέκει μόνο του χωρίς άλλα, σχετικά ή άσχετα; Θα πρέπει να αρχίσουν τα όργανα το σκοπό, να τραγουδήσει κάποιος το δίστιχο, και μετά να γίνει φινάλε. Αναλόγως του σκοπού, αυτό θα μπορούσε να έχει διάρκεια από 10 δευτερόλεπτα μέχρι βία 3-4 λεπτά. Και μετά άλλο κομμάτι του ενός διστίχου, κ.ο.κ… Ποιος διάστροφος λαϊκός πολιτισμός θα επινοούσε ποτέ μία τέτοια πρακτική; (Εξαιρώ την περίπτωση του αμανέ που είναι όντως ένα αυτοτελές κομμάτι του ενός διστίχου -και πάλι όχι υποχρεωτικά αυτοτελές).
Από τη στιγμή που υπάρχουν δίστιχα, είναι αναπόφευκτο ότι θα πρέπει να τραγουδιούνται πολλά μαζί. Το συμπίλημα (ή μάλλον η συρραφή) δεν είναι κάτι έξτρα, ένας άλλος τρόπος πέραν του στάνταρ για να γίνουν τα δίστιχα τραγούδι, είναι ο προφανής και μοναδικός τρόπος.

Και δε νομίζω ότι αποτελεί μικρασιάτικη ιδιαιτερότητα. Υπάρχει σε ολόκληρο το Αιγαίο, στην Κύπρο, στα Επτάνησα, στους Ποντίους, και σε μικρότερο έως περιθωριακό βαθμό στην ηπειρωτική Ελλάδα επειδή εκεί ούτως ή άλλως το δίστιχο έχει μικρότερη επίδοση (και αντίστοιχα το πολύστιχο μικρότερη υποχώρηση). Και υπάρχει ακόμη στους Κατωιταλιώτες, στα ρεμπέτικα, και σε παραδόσεις λαών που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τους Έλληνες, όπως στη Βερακρούς του Μεξικού (το La Bamba είναι σκοπός όπου ο καθένας λέει τη μαντινάδα του, είτε έτοιμη είτε αυτοσχέδια, με τσακίσματα ακριβώς όπως Ελλάντα, και με θέματα από το τι ωραίος που είναι ο χορός μέχρι ερωτικά, πειραχτικά κλπ., χωρίς προδιαγεγραμμένη διάρκεια και σειρά.)

Άρα λοιπόν η συρραφή είναι σύμφυτο στοιχείο των διστίχων, και τα δίστιχα αρκετά παλιά υπόθεση. Πόσο παλιά; Εγώ λέω, όσο ο κόσμος. Οι αρχαίοι είχαν σκόλια, είχαν και το επίγραμμα. Δείγματα λόγου σε μορφή σύντομου αυτοτελούς έμμετρου κειμένου με αυστηρές μορφολογικές προδιαγραφές υπήρχαν ανέκαθεν, ακόμα και οι παροιμίες. Υπάρχουν και σε άσχετους λαούς. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι από την αρχαιότητα μέχρι το 1860 του Πάσσωφ τα επιγραμματικά αυτά στιχουργήματα έπαψαν να τραγουδιόνται και λέγονταν μόνο μιλητά ή γραπτά. Και εάν δεχτούμε ότι τραγουδιούνταν δεν υπάρχει όχι λόγος αλλά τρόπος να υποθέσουμε ότι λέγονταν αλλιώς παρά σε συρραφή.

Καλά, φυσικά ξέρουμε ότι η μαντινάδα (ομοιοκατάληκτο δίστιχο 15σύλλαβο ιαμβικό) και γενικώς τα ομοιοκατάληκτα δίστιχα έχουν την αρχή τους στον καιρό που οι Έλληνες πρωτοέμαθαν από τους Δυτικούς την ομοιοκαταληξία, δηλ. στην ενετοκρατούμενη Κρήτη.

Γενικώς θα επαναλάβω: προς τι να αμφισβητούμε τα προφανή; Όλο το Αιγαίο αδιακόπως συνθέτει, ανασυνθέτει, συρράπτει και τραγουδάει δίστιχα. Νίκο, ίσως δεν έχεις πάει να το δεις. Συμβαίνει κατά κόρον, πίστεψέ με. (Και ασφαλώς όχι μόνο στην «ιδιόρρυθμη» Κάρπαθο.)

Ωραία, θα δεχτούμε λοιπόν ότι τα δίστιχα είναι κλάδος των δημοτικών τραγουδιών. Οπότε και οι τεχνικές με τις οποίες φτιάχνονται και χρησιμοποιούνται, πρέπει να εξετάζονται μαζί με αυτά, άρα χωριστά από τα πολύστιχα. Ένα ερώτημα που αμέσως προκύπτει είναι, ο κλάδος αυτός είναι “ισότιμος” με τον άλλον, τον “πολύστιχο”; Η σχετική απάντηση μπορεί να χρειαστεί χρόνια για να διαμορφωθεί, και δεν νομίζω ότι είναι τόσο σημαντικό αυτό ώστε να ασχοληθούμε περισσότερο. Άλλο ερώτημα: είναι η ομοιοκαταληξία υποχρεωτική; Θα κυττάξω στον Φοριέλ, όπου υπάρχουν άφθονα και είναι ίσως και τα παλαιότερα καταγεγραμμένα. Παρεμπιπτόντως, Περικλή, πιθανότατα τα περισσότερα δίστιχα του Πάσοφ (δεν τον έχω διαβάσει) να είναι παρμένα από τον Φοριέλ, όπου υπάρχουν εντυπωσιακά πολλά.

Αν όλα ανεξαιρέτως είναι ομοιοκατάληκτα, τότε μάλλον θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το δίστιχο ως σύλληψη είναι νεώτερο είδος, μάλιστα ίσως να προέκυψε και από αυτή καθαυτή την ανάγκη για ομοιοκαταληξία, η οποία αυτόματα μετατρέπει τους “χύδην” στίχους σε δίστιχα, σε ζευγάρια ούτως ειπείν. Και μάλιστα, γιατί να μην δημιουργηθεί και ένα μεγάλο, πολύστιχο τραγούδι, με συγκροτημένη “υπόθεση”, εξ αρχής ομοιοκατάληκτο; όμως,

Παράδειγμα όπου ένα τραγούδι μοιάζει κανονικό, αλλά ωραιότατα μπορεί να είναι και συμπίλημα (τη λογοτεχνική του ποιότητα ας μην τη σχολιάσουμε):

Εφτά βδομάδες έκανα, πουλί μ’, να σου μιλήσω,
γιατί ΄τανε σαρακοστή, να μη σε κριματίσω.

Τα ματάκια σου θυμούμαι κι όλη νύχτα δεν κοιμούμαι

Όμορφη που ΄ναι η λαμπρή κι όμορφα που γλεντούνε,
σαν έρχεται το νιότριτο, ίδιοι αετοί πετούνε.

Έλα να ΄σαι, να ΄μαι, να ΄σαι, να σου στρώνω να κοιμάσαι.

Πουλί μου την πρωτομαγιά, να βγείς να σιργιανίσεις,
κόψε και ρόδα του Μαγιού, να ροδοκοκκινήσεις.

Να ΄μουνα στη γή καρφίτσα και στο μάγουλό σ’ ελίτσα.

Να ΄μουνα στη γή χαλίκι και στ’ αφτί σου σκουλαρίκι.

Κάθε δίστιχο στέκει και από μόνο του και η νοηματική σύνδεση μεταξύ των τριών διστίχων (όλα τα άλλα είναι βεβαίως παραγέμισμα) σχεδόν με το ζόρι προκύπτει. Εμάς, πάντως, η Δόμνα Σαμίου μας το είχε διδάξει ως κανονικό τραγούδι. Και είναι και (ουσιαστικά) Αιγαίο (Μελί Ερυθραίας).

Ο Φοριέλ στο β’ τόμο έχει καταγράψει αρκετά δίστιχα.
Όλα ομοιοκαταληκτούν και πράγματι είναι τα παλαιότερα καταγεγραμμένα.
Κοιτάζοντας κάποια από αυτά, διαβλέπω και προσπάθεια συγκρότησης πολύστιχου τραγουδιού με σκόρπια δίστιχα που έχουν συγγενική θεματολογία.

Πάντως, στην ελληνική στιχουργία ομοιοκαταληξία δεν υπήρχε πριν από το 14ο αιώνα.

Μα ναι, αυτό είναι δεδομένο. Το δίστιχο υπάρχει ένεκα της ομοιοκαταληξίας. Τα πρότυπά του είναι έργα σαν τον Ερωτόκριτο. Απλώς εγώ υποθέτω ότι κάτι ανάλογο, ένα είδος τραγουδιστού επιγράμματος, θα υπήρχε και πριν την ομοιοκαταληξία, αφού πρόκειται για μια διαχρονική και υπερτοπική μορφή έκφρασης.

Εξ αρχής ομοιοκατάληκτο δεν ξέρω. Όσα έχω δει είτε διατηρούν κάποιο βαθμό νοηματικής αυτονομίας κάθε δίστιχου, είτε δε μοιάζουν πολύ παραδοσιακά.

Εκ των υστέρων ριμαρισμένα όμως υπάρχουν: στην Κύπρο, πολλές -αν όχι όλες- οι τοπικές παραλλαγές των κλασικών αφηγηματικών τραγουδιών (ακριτικών κλπ.) είναι ομοιοκατάληκτες. Είτε ως αιτία είτε ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, ο σκοπός που τραγουδιούνται έχει κι αυτός δομή δίστιχης στροφής.

Παίζει και η μουσική φυσικά το ρόλο της: η πιο κλασική δομή μελωδιών για πολύστιχα τραγούδια είναι η τριημίστιχη, όπου μια πλήρης μελωδική στροφή αντιστοιχεί σε ενάμιση στίχο (έναν ολόκληρο + το α΄ ημιστίχιο του επόμενου, που στην επόμενη στροφή ξαναλέγεται μαζί με το συμπλήρωμά του). Εκεί, ακόμη κι αν (σπανίως) υπάρχει ομοιοκαταληξία, πάει χαμένη, αφού το τέλος του στίχου δεν συμπίπτει με το τέλος της στροφής.

Ενώ για ομοιοκατάληκτα κείμενα, είτε δίστιχα είτε όχι, υπάρχουν διάφορες μουσικές δομές (με μονόστιχη ή δίστιχη στροφή και με λιγότερα ή περισσότερα επιμέρους τμήματα) που πάντα τονίζουν το τέλος του στίχου. Επιπλέον, σε μερικά Κυκλαδονήσια υπάρχει και η πρακτική, πριν από το τελευταίο (τέταρτο) ημιστίχιο του διστίχου, να επαναλαμβάνεται και το δεύτερο, μη τυχόν και κανενός τού διαφύγει η ομοιοκαταληξία:

(Α) [i]Να 'μουν στη Γιάλη μια βραδιά
/i[i] να 'μουν στη Γιάλη μια βραδιά, στη Χώρα μιαν αυγίτσα,
/i[i] να 'μουν και στα Κατάπολα
/i στη Χώρα μιαν αυγίτσα, που 'χει όμορφα κορίτσια.

Σήμερα, ναι. Στην Κάρπαθο και στην Κάλυμνο υπάρχουν ανομοιοκατάληκτες μαντινάδες, οι λεγόμενες [i]τρικάντουνες /i ή [i]αήτιστες /i, αλλά λέγονται χάριν αστεϊσμού. Δηλαδή με πλήρη επίγνωση ότι παραβιάζουν τον κανόνα.

Το μελιώτικο τραγούδι της Σαμίου είναι ξεκάθαρα συρραφή ανεξάρτητων διστίχων. Όταν λες, Νίκο, ότι η Σαμίου το δίδασκε ως κανονικό τραγούδι, εννοείς ότι ρητά έλεγε «ξέρουμε ότι άλλες φορές γίνονται και συρραφές αλλά εδώ δεν είναι αυτή η περίπτωση»; Ρωτώ, γιατί η Σαμίου έχει αρκετά τραγούδια που εγνωσμένως δεν είναι παρά σκοποί για ελεύθερη συρραφή διστίχων, αλλά που η ίδια τα έλεγε πάντα ίδια. Μήπως αυτή η πρακτική τής ήταν άγνωστη ή απλώς αδιάφορη; Νομίζω ότι γενικώς είχε ένα θέμα με την πιστότητα. Δεν την έχω ακούσει ποτέ να ξεφεύγει έστω και στον ελάχιστο αυτοσχεδιασμό.

Οφείλω να ομολογήσω ότι η Σαμίου δεν μας είπε ποτέ “-και τώρα θα μάθουμε και μερικά σκόρπια δίστιχα” ή, ακόμα λιγότερο “-μπορούμε να φτιάξουμε τραγούδι και μαζεύοντας σκόρπια δίστιχα” ή πάλι “- αυτό που θα μάθουμε τώρα είναι παραλογή”. Ναι, δεν τα ήξερε αυτά και της ήταν και αδιάφορα. Να τραγουδάει της άρεσε και να γυρίζει τα χωριά μπας και βρει κάτι που είχε ξεφύγει από τους προηγηθέντες, όπως τον δάσκαλό της. Του οποίου είχε “κορνιζάρει” ορισμένα αποφθέγματα όπως “ποτέ δεν επεμβαίνουμε σε ένα τραγούδι αλλάζοντας λέξεις, στίχους ή μουσικές φράσεις”, που βέβαια ισχύει για την έρευνα και την καταγραφή, ώστε να έχει ο ερευνητής αναλλοίωτη πληροφόρηση. Και η μη χρήση έστω και ελάχιστου αυτοσχεδιασμού, σε αυτή την “απαγόρευση” εντάσσεται.

Το “Εγώ είμαι ενός ψαρά παιδί (ή γιος κλπ)” είναι πολύστιχο ομοιοκατάληκτο με νοηματική σύνδεση μεταξύ των στροφών. Ξέρει κάποιος αν και αυτό προέρχεται από αφηγηματικό τραγούδι; Εδώ σε μια νεώτερη εκτέλεση με τον Πασχαλίδη.

Αμ’ δεν είναι ομοιοκατάληκτο! Πρόσεξέ το καλύτερα:

Εγώ είμ’ ενούς ψαρά παιδί (που με ζηλεύει όποιος με δει) / του ψαρά του κανακάρη (ποια γυναίκα θα με πάρει)
και παίρνω το αρμιδάκι μου (και το καλαμιδάκι μου) / και πάω να ψαρέψω (μαύρα μάτια να μαγέψω)
και με την πρώτη αρμιδιά (βόηθα Χριστέ και Παναγιά) / ρίχνω, πιάνω τρεις σαρδέλες (τρεις πεντάμορφες κοπέλες)
Η μια ήταν απ’ τον Γαλατά (βαστά το νου μου δυνατά) κι η άλλη από την Πόλη (που την αγαπούσαν όλοι)

κλπ.

Είναι 15σύλλαβοι ανομοιοκατάληκτοι στίχοι, που με την παρεμβολή τσακισμάτων ανά ημιστίχιο έχουν γίνει οιονεί ομοιοκατάληκτοι, κατά το:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά (—) κι αρχή καλός μας χρόνος (—)
κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός (—) στη γη να περπατήσει (—)
.

Αν παρατηρήσεις, τα τσακίσματα δεν προσθέτουν τίποτε στην αφήγηση.

Ε, και ο πρώτος στίχος είναι υπέρμετρος. Συμβαίνουν αυτά.

Στη δημοτική ποίηση υπάρχει πάντα ένα μέτρο. Δεν υπάρχουν περιπτώσεις τύπου «2 στίχοι με τάδε συλλαβές και τάδε μέτρο, δύο στίχοι με άλλες συλλαβές και/ή άλλο μέτρο, και πάλι απ’ την αρχή». Όποτε φαίνεται ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, κάποιο λάκο έχει η φάβα.


[i][Λίγο αργότερα:]

Τώρα άκουσα την εκτέλεση του Πασχαλίδη. Δεν είναι ακριβώς οι ίδιοι στίχοι, αλλά είναι σαφώς το ίδιο τραγούδι.[/i]

Προσθέτουν όμως στην τσέπη ή το καλαθάκι των καλαντιστών [ψη(ι;;)λή μου δεντρολιβανιά), ζαχαροκάντιο, ζυμωτή (κουλούρα), δες κι εμέ το παλληκάρι], αν τις χειριστεί σωστά. Ο στιχουργός, το καθήκον του το έκανε.

Όσο για την ερώτηση του Κουτρουφιού, μπάζει το 15σύλλαβο, αλλά κι εγώ θα συμφωνούσα ότι αρχικά υπήρξαν οι από τον Περικλή έντονα τυπωμένοι στίχοι και οι άλλοι προστέθηκαν αργότερα. Μόνο που η μελωδία που πρόχειρα βρέθηκε, ζητούσε οκτασύλλαβο ημιστίχιο, γιαυτό και συνήθως τραγουδιέται “άχ, και πάω να ψαρέψω”, “γιεμ κι η άλλλη από την Πόλη” κλπ.

Μάλιστα. Ωραία το κάνατε φραγκοδίφραγκα. Πράγματι, χωρίς τα τσακίσματα βγαίνει ένα τυπικό πολύστιχο ανομοιοκατάληκτο που διατηρεί την πληροφορία αν και κάπως απότομα. Ο δε δεκαπεντασύλλαβος αποκαθίσταται αφαιρώντας μια συλλαβούλα από το δεύτερο ημιστίχιο. Βέβαια, υπάρχουν και στιχάκια από το ίδιο τραγούδι, που αν αφαιρέσεις τα τσακίσματα δεν βγαίνει νόημα:
Και τις γειτόνισσες ρωτώ που είνʼ η νέα πʼ αγαπώ, μέσα είναι και κοιμάται και εσένα συλλογάται.
Τέλος πάντων, λεπτομέρειες…

Στη Σίφνο αυτά λέγονται «ξίκωλα» και συνήθως είναι αποτέλεσμα ανικανότητας του στιχουργού. Γενικά, προκαλείται ξενέρωμα στους υπόλοιπους αλλά πολλές φορές επέρχεται ευθυμία. Μερικοί δε, είναι τόσο επιρρεπείς σε «ξίκωλα» που οι υπόλοιποι τους τσιγκλάνε επίτηδες να «ποιήσουν» για το χαβαλέ.

Αυτό είναι γεγονός. Θα μπορούσε κανείς να αντιπαρέλθει αυτή την παρατήρηση λέγοντας «νεότερες προσθήκες» (με άλλα λόγια: απορία ψάλτου βηξ). Κι όμως, νομίζω ότι εν προκειμένω μπορεί να υποστηριχτεί αυτή η άποψη κάπως βάσιμα:

Το τραγούδι είναι αρκετά παλιό. Ίσως όχι αιώνων, αλλά πάντως όχι και χτεσινό. Αυτό υποστηρίζεται από τη διαπίστωση ότι σε διαφορετικές περιοχές τραγουδιέται σε διαφορετικές τοπικές μελωδίες, πάντα όμως διατηρώντας την ίδια χαρακτηριστική στιχουργική δομή. Άρα, πρέπει να είχαν περάσει γενιές ολόκληρες που τραγουδιόταν μ’ αυτά τα λόγια. Όταν λοιπόν κάποιος αποφάσισε να συνεχίσει την ιστορία, ήταν εκ των προτέρων δεσμευμένος (και από τη μουσική) να ακολουθήσει την ίδια στιχουργική δομή. Δε θα ήταν όμως τόσο απλό να βγάλει καινούργιους στίχους που οι μισοί θα ήταν καθαυτού στίχοι και οι άλλοι μισοί τσακίσματα.

Έχω να προσθέσω και το εξής:
Εκτός από τα κάλαντα, έχω υπόψη μου τρία μόνο τραγούδια πανελληνίως σ’ αυτό το ποιητικό μέτρο. Το ένα είναι ο Ψαράς, το άλλο το Ποιος είδε πράσινο δεντρίΜαργελεμένε γεμετζή) και το τρίτο, που δεν το βρίσκω πουθενά στο ΥΤ, «Η αγαπώ μου φώναξε». Και για τα τρία έχω ακούσει κάποια τοπική εκδοχή που να καταλήγει στο ίδιο τέλος: ψάχνω να βρω την αγάπη μου, το δρόμο δεν ηξεύρω, και παίρνω το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι, κλπ., και ρωτώ τις γειτόνισσες κλπ… Προφανώς στο ένα από τα τρία προστέθηκαν κάποιοι έξτρα στίχοι, και ακολούθως ένα μέρος του, από κάπου στη μέση μέχρι και τους έξτρα στίχους, συμφύρθηκε με το καθένα από τα άλλα δύο.

Αυτές πάλι τις μέρες έκανα μια άλλη συμπτωματική ανακάλυψη, όχι ακριβώς ίδια αλλά με κάποιες αναλογίες.

Βρήκα στη «Θυσία του Αβραάμ» του Κορνάρου το δίστιχο:

Ω πολυέλεε Θεέ, δοξάζω τ’ όνομα Σου,
φύλλο δεν πέφτει οκ το δεντρό χωρίς το θέλημά Σου.

Αυτονομημένο και ελαφρώς παραλλαγμένο, το δίστιχο είναι γνωστό απανταχού του Αιγαίου. Συνήθως σήμερα λένε:

Θέ μου μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ’ όνομά Σου,
φύλλο δεν πέφτει απ’ το δεντρί χωρίς το θέλημά Σου
.

Ακούστε το λ.χ. σε μια ηχογράφηση από τη Φολέγανδρο.

Δεν είμαι ο πρώτος που εντοπίζει ότι το δίστιχο της Θυσίας υπάρχει και ως μαντινάδα. Ο Μπ. Δερμιτζάκης πιθανολογεί ότι το δίστιχο προϋπήρχε και το ενσωμάτωσε ο Κορνάρος στο έργο του. Ομολογουμένως έχει αρκετά πειστική επιχειρηματολογία, αν και θα πίστευα μάλλον το αντίστροφο, καθώς είχα την εντύπωση ότι ίσα ίσα στον Κορνάρο, και γενικά στην Κρητική Αναγέννηση, πρωτοβρίσκουμε ελληνικό στίχο με ομοιοκαταληξία, και ότι άρα η μαντινάδα (λαϊκό αυτόνομο ομοιοκατάληκτο 15σύλλαβο ιαμβικό δίστιχο) από εκεί πηγάζει.

Όπως και να 'χει ο σκοπός μου δεν είναι να ανοίξω ένα φιλολογικό πρόβλημα (που άλλωστε είναι πολύ πιθανόν να έχει προ πολλού ανοίξει και ίσως να έχει λυθεί κιόλας χωρίς να το γνωρίζω), αλλά να επισημάνω ότι ένα δίστιχο, γνωστό τουλάχιστον από το 1696 (πρώτη έκδοση της Θυσίας), τραγουδιέται ακόμη.

Άλλο ένα, φυσικά και αυτό ελαφρώς παραλλαγμένο:

Μα η φωτιά είναι φωτιά, μα η φωτιά είναι λάβρα

[i]κι η θάλασσα μου τά ΄κανε τα σωθικά μου μαύρα /i, και

και να ξέβαινεν η λάβρα εκ τα σκότια μου τα μαύρα (Χειρόγραφο Βιέννης, 16ος)

Κάτι δεν μου πάει καλά στο σύνδεσμο αυτό και δεν μου βγαίνει αυτή η ηχογράφηση.

Κι εμένα. Εγώ το ανέβασα, τώρα δα για το μήνυμα, και κάτι έκανα λάθος φαίνεται.

Είναι στο soundcloud. Εμένα μου ανοίγει τη σελίδα της ηχογράφησης, αλλά δεν την παίζει. Λέει «This sound is being processed».


Τώρα μου δουλεύει. Δεν έκανα τίποτε, απλώς μάλλον ήθελε την ώρα του. Για δοκιμάστε και κάνας άλλος να δούμε.

Είναι λάθος το link. Το σωστό είναι αυτό .