ΔΙΣΤΙΧΑ vs ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Θα το πήγαινα ακόμη πιο πέρα:

Ο Χαλεπιανός μανές ΔΕΝ έχει δικούς του στίχους. Είναι σκοπός για τους στίχους του καθενός. Το ίδιο συμβαίνει με τη συντριπτική πλειοψηφία του ρεπερτορίου στις περιοχές που αναφέρει ο Νίκος στο επόμενο μήνυμα από αυτό του Ρε-.

Θα το πω λίγο έντονα, και μπορεί να ακουστεί ότι κοντράρει την πραγματικότητα όποιου έχει ακούσει κρητικά ή νησιώτικα ή μικρασιάτικα, αλλά το πιστεύω και θα προσπαθήσω να το τεκμηριώσω:
Κανένα κρητικό συρτό, καμία κοντυλιά, κανένα ταμπαχανιώτικο, δεν έχει δικούς του στίχους. Το «Ανάθεμα τον αίτιο», τα «Παιδιά της γειτονιάς σου», η «Γιωργίτσα», το «Χορέψετε χορέψετε», δεν έχουν δικούς τους στίχους. Το ίδιο και εκατοντάδες άλλα γνωστά «τραγούδια», και μεταξύ αυτών και τα μουρμούρικα ρεμπέτικα. Αν θεωρούμε ότι τραγούδι = συγκεκριμένοι στίχοι + συγκεκριμένη μουσική, τότε αυτά δεν είναι τραγούδια.Είναι απλώς σκοποί.

Έχετε παρατηρήσει ότι αν ανοίξουμε οποιαδήποτε συλλογή δημοτικών τραγουδιών, φιλολογικά προσανατολισμένη, θα συναντήσουμε ποιήματα που ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν τα έχουμε ακούσει τραγουδισμένα; Θα βρούμε ακριτικά, παραλογές, κλέφτικα, τραγούδια της αγάπης, τραγούδια της ξενιτιάς. Δε θα βρούμε σχεδόν κανένα από τα τραγούδια που, συνήθως με το χαρακτηρισμό «παραδοσιακά», ακούμε σε δίσκους και συναυλίες ή πιο ανεπίσημες λάιβ καταστάσεις. (Με λιγοστές εξαιρέσεις: στη Θεσσαλία και τη Ρούμελη τα κλέφτικα «δουλεύονται». Το «Κάστρο της Ωριάς» είναι ακριτικό και τραγουδιοέται σήμερα ακόμη σε πολλά νησιά. Αλλά το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, που φημίζεται -όχι άδικα- ως το κατεξοχήν αριστούργημα της δημοτικής μας παράδοσης, πόσοι το έχουμε ακούσει ως τραγούδι; Το Γιοφύρι της Άρτας; Την κουμπάρα του έγινε Νύφη; Το θάνατο του Διγενή; Την αρπαγή της γυναίκας του Διγενή;)

Κι από την άλλη, τα τραγούδια που ακούγονται ως τραγούδια είναι πάντοτε τοπικά: ηπειρώτικα, ποντιακά, κρητικά, μικρασιάτικα. Κάτι που δε συμβαίνει με τα τραγούδια των ως άνω συλλογών.

Γιατί αυτά τα τραγούδια τα ξέρουμε κυρίως ως ποιήματα τυπωμένα σε βιβλία, και γιατί τα άλλα που ξέρουμε ότι είναι αληθινά τραγούδια δεν τα βρίσκουμε στις έντυπες συλλογές; Γιατί αυτά που τραγουδιούνται έχουν πατρίδα και αυτά που τυπώνονται είναι πανελλήνια;

Το δημοτικό τραγούδι έχει δύο βασικούς κλάδους. Το πολύστιχο και το δίστιχο. Το πολύστιχο είναι συνήθως αφηγηματικό. Το λέει ένας, ο οποίος λειτουργεί περίπου όπως οι αρχαίοι ραψωδοί: «Καθήστε τώρα να σας πω το τραγούδι για το θάνατο του Διγενή…» Και οι άλλοι ακούνε, με ενδιαφέρον όχι τόσο για τη μουσική ή την ωραία φωνή του τραγουδιστή, αλλά για να δουν τι έγινε. Αυτά τα τραγούδια έχουν ένα λίγο-πολύ σταθερό κείμενο (πέρα από τις προσωπικές μικροπαρεμβάσεις του κάθε τραγουδιστή, που δεν είναι ποτέ πολύ ριζικές) και μία συγκεκριμένη μελωδία. Αυτά σε κάθε τοπική παράδοση. Στο δίπλα χωριό είναι πιθανόν να λένε το τραγούδι με άλλη μελωδία και με διαφορετική παραλλαγή των στίχων, αλλά για το κάθε χωριό ή την κάθε περιοχή αυτά τα τραγούδια έχουν σχετικά σταθερή μορφή. Κάποια έχουν περάσει και στο χορευτικό ρεπερτόριο, ή σ’ αυτό των οργάνων, ή και στα δύο. Αλλά κυρίως η θέση τους είναι σε στιγμές που θα κάτσουμε όλοι γύρω γύρω να ακούσουμε ιστορίες. Δηλαδή σε στιγμές που δεν έχουν θέση στη σημερινή μας ζωή.

Από την άλλη πλευρά έχουμε το δίστιχο. Το δίστιχο είναι ένα σύντομο ολοκληρωμένο και αυτοτελές κειμενάκι, που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να διηγηθεί ιστορίες αλλά μάλλον να εκφράσει συναισθήματα ή να διατυπώσει φιλοσοφικούς αφορισμούς. Π.χ.:

Τα βάσανά μου χαίρομαι, τις πίκρες μου γλεντίζω,
κι όπως τον εύρω τον καιρό ετσά τον αρμενίζω,
τελεία και παύλα.

Αυτό είναι ένα ολοκληρωμένο σύντομο στιχούργημα.

Τραγούδι όμως δεν είναι.
Τα δίστιχα τραγουδιούνται με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι τα πολύστιχα. Υπάρχουν οι σκοποί, που είναι μελωδίες για το τραγούδημα των δίστιχων. Κανένας σκοπός δεν έχει δικά του λόγια και κανένα δίστιχο δεν έχει δικό του σκοπό. Αν στο χωριό μου τραγουδάμε 10 σκοπούς, τότε πάνω σ’ ένα γλέντι θα διαλέξω έναν από αυτούς για να πω το παραπάνω δίστιχο. Κάποιος θα μου απαντήσει, μ’ ένα δίστιχο που με παρηγορεί, π.χ.

Καρδιά απαρηγόρητη, παρηγορήσου ατή σου,
κι άλλες καρδιές το πάθανε, δεν είσαι μοναχή σου,

ή μ’ ένα που υπερθεματίζει, π.χ.

Τα παλαιά μου βάσανα περάσανε και πάνε,
τα τωρινά γινήκανε θεριά για να με φάνε
,

κ.ο.κ. Ή μπορεί να βγάλει ένα εκείνη τη στιγμή. Ή μπορεί κανείς να μην απαντήσει, οπότε θα ξαναπώ εγώ ένα άλλο δίστιχο, της στιγμής ή προϋπάρχον. Αν τελικά η έμμετρη αυτή συζήτηση δεν τραβήξει, μπορεί εγώ ή κάποιος άλλος τελικά να ρίξει ένα άσχετο δίστιχο, μπας και το καινούργιο θέμα ξεσηκώσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αν πάλι υπάρξει ενδιαφέρον, η ανταλλαγή δίστιχων μπορεί να τραβήξει πάρα πολλή ώρα στον ίδιο σκοπό.
Κάποιος ρίχνει κάποια στιγμή ένα δίστιχο που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Αποφασίζω να το συγκρατήσω. Στο επόμενο γλέντι, όταν η έμμετρη συζήτηση έρθει σε σχετικό θέμα, το τραγουδώ σε όποιον άλλο σκοπό παίζεται εκείνη την ώρα. Το ακούει κι ένας ξενοχωριανός, του αρέσει, το συγκρατεί κι αυτός, και όταν γυρίσει στο χωριό του με την πρώτη ευκαιρία το ρίχνει σ’ ένα δικό τους γλέντι, με δικό τους σκοπό (τους δικούς μας δεν τους συγκράτησε, γιατί εκείνος είναι φέρ’ ειπείν Ηπειρώτης κι εμείς Κρητικοί και οι σκοποί μας του φαίνονται παράξενοι και ότι δε μαθαίνονται. Αλλά και αν μπορέσει να τον συγκρατήσει, δε θα τραγουδήσει σ’ ένα κρητικό σκοπό στο γλέντι του χωριού του γιατί πώς θα ανταποκριθούν οι άλλοι Ηπειρώτες, που δεν τον ξέρουν, και τι διάλογος θα γίνει;)

Ορισμένα τέτοια δίστιχα συνδέονται τόσο άμεσα με το τι συμβαίνει τη στιγμή όπου τραγουδήθηκαν, ώστε δεν έχει νόημα να τα επαναλάβουμε άλλη στιγμή σε άλλο γλέντι. Άλλα πάλι ξεφεύγουν από τα όρια της στενής, κυριολεκτικής και άμεσης επικοινωνίας και εκφράζουν μια γενικότερη αλήθεια που δε στέκει μόνο σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτά είναι που μένουν.

Αυτή η παράδοση γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε κυρίως στο Αιγαίο. Συνδέεται άμεσα με την ομοιοκαταληξία, που αποτελεί ευρωπαϊκή επιρροή και φυσικά πρωτομπήκε στην ελληνική στιχουργική στα μέρη που είχαν φραγκοκρατία ή ενετοκρατία. Έφτασε και στα στεριανά μέρη, αλλά χωρίς ποτέ να αποκτήσει τόση διάδοση. Αντίθετα, στα νησιά και τα μικρασιατικά παράλια και ιδίως στα αστικά κέντρα έφτασε σε σημείο να περιορίσει και σχεδόν να εκτοπίσει την παλιότερη παράδοση του πολύστιχου τραγουδιού.
Τα πολύστιχα από την πλευρά τους, είναι δύσκολα τραγούδια: είναι μακροσκελή, απαιτούν μνήμη από τον τραγουδιστή, υπομονή από τον ακροατή, χρόνο από το δίσκο, είναι βαρετά για τους οργανοπαίχτες που πρέπει να παίξουν 500 φορές την ίδια στροφή. Όπου δεν εγκαταλείφθηκαν συνολικά ως είδος, περιορίστηκαν σε λίγους πρώτους στίχους (π.χ. πάντα ήθελα να μάθω τι στο διάβολο γίνεται στου Παπαλάμπρου την αυλή, αλλά κανείς ποτέ δεν εδέησε να μου το αποκαλύψει) ή υποχώρησαν πλην ολίγων που ήταν εξαρχής πιο σύντομα και πιο εύπεπτα.

Την παράδοση του δίστιχου τη συνέχισαν και οι ρεμπέτες. Στην ουσία τα πιο παλιά ρεμπέτικα δεν είναι ένα καινούργιο για την εποχή τους είδος τραγουδιού. Άνθρωποι που είχαν ζωντανή από το χωριό τους τη συνήθεια να εκφράζονται μ’ αυτό τον τρόπο, συνέχισαν και στην πόλη, όπου είχαν έρθει ως εργάτες ή πρόσφυγες ή λούμπεν, να εκφράζουν τους καινούργιους καημούς με τον παλιό τρόπο, ανταλλάσσοντας δίστιχα:

[i]Να πεθάνεις, να πεθάνεις,
με τα νάζια που μου κάνεις.

Δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω,[/i]
και στο μάτι σου θα μπαίνω.

Έρχεται κάποια στιγμή που ο άνθρωπος από την Τάδε Γκράμμοφον λέει: Κυρία Παπαγκίκα, κυρία Εσκενάζι, κύριε Κατσαρέ, κυρία Αιμ. Χατζηδάκη, κύριε Φουσταλιεράκη, κύριε Βαμβακάρη (αν τον έλεγε κανείς κύριο εκείνα τα χρόνια), ελάτε να ηχογραφήσουμε εκείνο τον ωραίο σκοπό που λέγατε τις προάλλες.
Ο άλλος σκέφτεται: Ναι, ωραία, να τον ηχογραφήσουμε το σκοπό, αλλά έλα που θέλει και λόγια; Ποια να βάλω τώρα;
Μπαίνει σ’ ένα στούντιο όπου όχι απλώς οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές από αυτές όπου λειτουργούσε η φυσική μουσική (αυτό το ‘χουμε ξανασυζητήσει και σ’ άλλο θέμα), και κομπλάρει όσο θα κομπλάριζε και για να παίξει ένα στάνταρ τραγούδι, αλλά επιπλέον λείπει η ομήγυρις που θα ανέπτυσσε το διάλογο. Καλείται να κάνει ένα διάλογο μόνος του. Εκεί, καθένας ανταποκρίθηκε με όποιο τρόπο τον φώτισε ο θεός εκείνη τη στιγμή. Άλλος διάλεξε δύο δίστιχα που να βγάζουν έναν ειρμό μεταξύ τους και να στέκουν πια ως ένα νεο-πολύστιχο τραγούδι, π.χ.:
[i]
Η ξενιτιά το χαίρεται το μοσκολούλουδό μου,
εγώ ήμουνα που το 'στειλα με θέλημα δικό μου.

Ανάθεμά σε ξενιτιά, εσέ και το καλό σου,
που πήρες το παιδάκι μου και το 'κανες δικό σου.[/i]

Άλλος διάλεξε δίστιχα που του άρεσαν, που το καθένα είχε μία ποιητική αρτιότητα και έστεκε ανεξαρτήτως περιστάσεων, αλλά που δεν αποτελούν το ένα απάντηση ή συνέχεια του άλλου, π.χ.:

Της θάλασσας βαστώ κακιά, του βαποριού αμάχη,
που πήρε την αγάπη μου και μ’ άφησε μονάχη
. (δίστιχο της ξενιτιάς, από την πλευρά της κοπέλας που έμεινε πίσω)

Ανάθεμά τη τη στιγμή, ανάθεμα την ώρα
απού σε πρωτογνώρισα σ’ αυτήν εδώ τη χώρα.
(δίστιχο της αγάπης, από την πλευρά του άντρα -αφού υπάρχει και το τσάκισμα μικρούλα μου).

Άλλος άρχισε να λέει ό,τι να 'ναι, ιδίως από τη στιγμή που ο κύριος Τάδε Γκράμμοφων άρχισε να του γνέφει «πες κι άλλα, έχεις άλλο ένα λεπτό»:
[i]
Σου ‘χει λάχει, σου ΄χει λάχει,
να το φας απ’ το σελάχι;

Κάτω στην Αγιά Μαρίνα [/i] [i]
τα 'χω ψήσει με μια φίνα.

Μοου παρήγγειλε τ’ αηδόνι[/i]
με το πετροχελιδόνι.

Όποια επιλογή έκανε ο καθένας, απαθανατίστηκε. Όσες φορές κι αν παίχτηκε η πλάκα, όσο κι αν έγινε αργότερα δίσκος LP ή σιντί ή ΜΡ3, ποτέ πια δεν ξανακούστηκε ο σκοπός με άλλα δίστιχα από εκείνα που έτυχε να διαλέξει εκείνη τη σημαδιακή ημέρα του 1920 ή 1930 ο τραγουδιστής.

Οι πλάκες κυκλοφόρησαν στο εμπόριο, οι δίσκοι παίχτηκαν στο ραδιόφωνο. Τους άκουσαν δύο ειδών άνθρωποι: αφενός οι φυσικοί φορείς της παράδοσης στην οποία ανήκε ο κάθε σκοπός, και αφετέρου όλοι οι υπόλοιποι. Οι πρώτοι τον άκουσαν και είπαν: «Ωραία τον λέει το σκοπό. Ποια στιχάκια έβαλε; Αυτά κι αυτά.» Οι δεύτεροι είπαν: «Ωραίο τραγούδι, δεν το 'χω ξανακούσει. Τι λένε τα λόγια; Αυτά κι αυτά.». Όσοι το άκουγαν σαν καινούργιο τραγούδι, το μάθαιναν έτσι. Οι λίγοι που το ήξεραν από πριν ως σκοπό δεν επηρεάστηκαν, αν και όσο να ‘ναι η διαρκής επανάλψη και η πανελλήνια προβολή όλο και επηρεάζουν κι αυτές. Ανάμεσα σ’ αυτούς που το έμαθαν στην τυποποιημένη του μορφή ήταν και οι επαγγελματίες τραγουδιστές, που συνέβαλαν κι αυτοί στην περαιτέρω διάδοσή του. Έτσι το συνταίριασμα ενός σκοπού με κάποια συγκεκριμένα δίστιχα έφτασε να γίνει εκ των υστέρων τραγούδι.
Αυτό οδήγησε σε μία σειρά παρανοήσεων, όπως ότι ορισμένα τραγούδια λένε ασυναρτησίες. Δε λένε ασυναρτησίες: είναι συρραφή ολοκληρωμένων ανεξάρτητων δίστιχων. Ή, άλλη κλασική παρανόηση: «έτσι πάνε τα λόγια κι όχι αλλιώς, γιατί έχω ακούσει την αυθεντική ηχογράφηση της Παπαγκίκα». Δεν υπάρχει αυθεντική ηχογράφηση της Παπαγκίκα. Η Παπαγκίκα δεν «το έλεγε έτσι». Υπάρχει μόνο μια ηχογράφηση που αποτύπωσε το πώς επέλεξε η Παπαγκίκα να το πει κάποια συγκεκριμένη φορά.

Το «Τζιβαέρι» (ή ορθότερα «Διοσμαράκι») που είναι καλύμνικο, το «Ντάρι ντάρι» (ή ορθότερα «Απεραθίτικη πατινάδα») που είναι ναξιώτικο, το «Σάλα σάλα» που έχει περάσει στη ζωντανή παράδοση πολλών νησιών, σήμερα ακόμη θα ακούσουμε αρκετές φορές τους ντόπιους να τα τραγουδάνε όχι σαν τραγούδια αλλά σα σκοπούς, δηλαδή επιλέγοντας εκείνη τη στιγμή τα στιχάκια που θα βάλουν και καμιά φορά συνθέτοντας και στιχάκια της στιγμής. Με τα κρητικά η διελκυστίνδα ανάμεσα στις δύο αντίρροπες επιδράσεις, της ζωντανής παράδοσης και της δισκογραφίας, δεν έχει ισορροπήσει. Κάποια συρτά λέγονται πάντα με τα ίδια δίστιχα, άλλα με ελεύθερη επιλογή. Στις κοντυλιές συνήθως επικρατεί η ελεύθερη επιλογή. Με τα μικρασιάτικα ή τα μουρμούρικα ρεμπέτικα, που έχουν προ πολλού κλείσει το δημιουργικό τους κύκλο, γενικά επικρατεί η ζωντανή αναπαραγωγή του δίσκου, πράγμα εντελώς αφύσικο (είναι σαν να στέκεις ακίνητος μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο για να μοιάζεις στη φωτογραφία σου). Αν και υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις: π.χ. στην Παξιμαδοκλέφτρα και στον Μπουφετζή ακόμη σήμερα θεωρείται ψιλοστάνταρ να εναλλάσσονται ελεύθερα τα δίστιχα.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 02:33 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 02:21 —

Α! Ξέχασα να μιλήσω για το θέμα: Στον γυαλένιο μαστραπά, άμα του βάλεις κόκκινο κρασί φαίνεται κόκκινος, άμα του βάλεις άσπρο φαίνεται «άσπρος» (δηλαδή κίτρινος). Νομίζω ότι το δίστιχο σημαίνει «είσαι άστατη, είσαι σαν το χαμαιλέοντα».

Πώς και δε σχολίασε κανείς ότι αυτό το δίστιχο το λέει κι ο Παπαϊωάννου στο «Πώς θα περάσει η βραδιά»;

Καλά, ρε Περικλή, μέσα από το δικό μου μυαλό πέρασες;:019:

Όχι βέβαια, αλλά για μία ακόμα φορά φάνηκε ότι έχουμε ακριβώς τα ίδια εργαλεία ανάλυσης.

(πάντως, στο τραγούδι του Παπαϊωάννου (με την Μπέλλου, 1950) η φράση με τον γυαλένιο μαστραπά δεν υπάρχει. Άρα, μάλλον στο πάλκο προστέθηκε, όπως και το “σταυρέ μαλαματένιε μου” ή, οι επιπλέον στίχοι της Παξιμαδοκλέφτρας)

Συμφωνώ σε πολύ μεγάλο βαθμό με όλα αυτά από μια πρώτη ανάγνωση. Όσο για τον παπαϊωάννου, μάλλον δεν το λέει (στην πρώτη εκτέλεση τουλάχιστον).

Σε κάποιο λάιβ το λέει.

Γιατί “προστέθηκε στο πάλκο” και όχι “αφαιρέθηκε από το δίσκο”; Μέχρι εκείνη την εποχή (σε ορισμένες μουσικές και μέχρι πιο πρόσφατα) ο δίσκος είτε προσπαθούσε να αποτυπώσει το τραγούδι είτε παρεξέκλινε. Η λογική πως ό,τι λέει ο δίσκος αυτό είναι το τραγούδι, και ότι το λάιβ παίξιμο προσπαθεί να αποτυπώσει το δίσκο ή αποκλίνει, προέρχεται από άλλα είδη μουσικής. Π.χ. οι Μπητλς έκαναν στο στούντιο πράγματα που δε θα μπορούσαν να γίνουν σ’ ένα λάιβ, και η δισκογραφημένη εκτέλεση όπου π.χ.ο ίδιος μουσικός παίζει δύο όργανα είναι η αυθεντική. Στο λαϊκό τραγούδι όχι.
Για τα μουρμούρικα όπως η Παξιμαδοκλέφτρα είμαι πεπεισμένος ότι κανείς ποτέ δεν προσέθεσε δίστιχα. Ο αριθμός και η σειρά των δίστιχων ήταν εξ αρχής ανοιχτά. Δεν υπάρχει στάνταρ και απόκλιση. Ίσα ίσα, όταν επαναλαμβάνουμε λέξη λέξη, νότα νότα, μια εκτέλεση που ο αρχικός καλλιτέχνης (με βάση το σκεπτικό που ανέπτυξα, αν το δεχτούμε) δεν την επαναλάμβανε ποτέ ίδια, αυτό είναι απόκλιση.
Γνήσιες εκτελέσεις ρεμπέτικων, αποδεσμευμένες από την επανάληψη του δίσκου, παίζει κατά τη γνώμη μου ο Γιώργης Παπάζογλου. Το 'χετε δει αυτό; Εδώ ο σκοπός της Παξιμαδοκλέφτρας ξαφνικά γίνεται τσάκισμα άλλου σκοπού με εντελώς άλλα -και φαινμενικώς ασυνάρτητα- δίστιχα. Για το πόσο σχετική είναι η σχέση στίχου και σκοπού συγκρίνετε το παραπάνω τραγούδι με:
-τον Μανώλη το Χασικλή του Δούσα
-τον γνωστό Μανώλη Χασικλή
-το «Μωρό μου», επίσης του Δούσα (δεν το βρίσκω στο ίντερνετ)
-τον «βαρύ ρεθεμνιώτικο» σκοπό (ταμπαχανιώτικο της Κρήτης).

Αν ξεχάσουμε πότε ηχογραφήθηκε το καθένα και δεχτούμε ότι όλα είναι παλιότερα από τις ηχογραφήσεις τους και περίπου σύγχρονα μεταξύ τους (τέλη 19ου-αρχές 20ού), είναι αδύνατον να πει κανείς «αυτός ο στίχος ανήκει σ’ εκείνο το τραγούδι, αυτό το γύρισμα ανήκει σ’ εκείνο το σκοπό».

Δεν μπορώ να το ξέρω, οπότε εγώ δέχομαι την προηγηθείσα χρονικά εκτέλεση ως πρότυπη.

Πρέπει να βρισκόμασταν ακόμη στην εποχή όπου η δισκογραφική δεν έπαιρνε το οικονομικό ρίσκο να βγάλει ένα τραγούδι αν δεν ήταν ήδη σουξέ. Επομένως κάθε ηχογράφηση συνιστά αυτόματα δεύτερη εκτέλεση.

Είχα κατά νου το live που σίγουρα είναι μεταγενέστερο του δίσκου, για το συγκεκριμένο τραγούδι. Πριν το δίσκο δεν ξέρουμε πώς το έλεγε!!! Μαρτυρία δεν υπάρχει, οπότε πρότυπο=δίσκος.

Φυσικά και δεν ξέρουμε. Όμως, έχουμε κανένα λόγο να υποθέσουμε ότι το έλεγε όπως το δισκογράφησε;

Υπάρχουν παράλληλες μαρτυρίες που δείχνουν ότι το τραγούδι με σταθερή απαρασάλευτη μορφή δεν είναι κάτι που υπήρχε πάντα. Ο Βαμβακάρης άρχισε κάποια στιγμή να βγάζει τραγούδια όπου η σειρά των δίστιχων δεν μπορούσε να αλλάξει, γιατί η υπόθεση παρουσίαζε μία συνέχεια. Ο Παπαϊωάννου έβγαλε κυρίως τέτοια τραγούδια. Ο Τσιτσάνης, νομίζω, μόνο τέτοια. Για τους πιο παλιούς αυτό δεν υπήρχε. Τον καιρό του Παπαϊωάννου η παράδοση του ρευστού τραγουδιού ήταν ακόμη ζωντανή.

Αν σήμερα εγώ παίζω κάθε βράδυ σ’ ένα μαγαζί και το Χ τραγούδι το λέω κάθε φορά ίδιο, αυτό δεν αρκεί για να θεωρήσω ότι το ίδιο έκανε και πριν 60 ή 80 χρόνια ένας μουσικός που δε μεγάλωσε με δίσκους και βιβλία αλλά με την προφορική παράδοση.

εξαιρετική παρομοίωση, όπως και όλο το άρθρο!
“το μωρό μου” του δούσα υπάρχει στο σήλαμπς (http://rebetiko.sealabs.net/home.php).

Πολύ ενδιαφέρον θέμα.

Βεβαίως, όταν αναφερόμαστε στην ανώνυμη δημιουργία - από όπου άντλησε υλικό, αρχικά, και το λαϊκό μας τραγούδι - δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ούτε το συγκεκριμένο στιίχο ούτε τη συγκεκριμένη μελωδία.
Υπήρξαν, από τη μια, ευκολομνημόνευτες μελωδίες, «κοντυλιές», και από την άλλη, στιχάκια παραδοσιακά, ελληνικά ή μεταφρασμένα από ξένα ή και αυτοσχέδια, με τις παραλλαγές τους, τα οποία έντυσαν τις μελωδίες αυτές.

Όσον αφορά στα δίστιχα και στη σχέση τους με τα πολύστιχα.
Από τις μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας, τα παλιότερα χρόνια απαγγέλονταν και αργότερα σιγοτραγουδούνταν ολόκληρα τα τραγούδια της παράδοσης, ακόμα και τα πολύστιχα, ακόμα και αυτά της λόγιας παράδοσης (Ερωτόκριτος, Βοσκοπούλα, Θυσία του Αβραάμ, Έπος Διγενή Ακρίτα κ.λπ.).

Τα δίστιχα προέκυψαν αργότερα ως εξέλιξη στιχουργική από τα παλιότερα πολύστιχα, και είναι αποτέλεσμα και ευμάρειας οικονομικής, και κοινωνικών και άλλων αλλαγών, οι οποίες συμπαρέσυραν και τον τρόπο διασκέδασης στις εύπορες κοινωνίες, π.χ. της Πόλης.

Υπάρχει μια συνέχεια στο τραγούδι, τα δίστιχα δεν είναι ξεκομμένα από τον ιστό της παράδοσης, αποτελούν δάνεια – μοτίβα παλιότερων πολύστιχων τραγουδιών, τα οποία η συλλογική μνήμη είχε διατηρήσει.

Και βέβαια, όπως λέει ο Περικλής, από τη συρραφή δίστιχων προέκυψαν τραγούδια, τακτική που ακολούθησε ο Μπάτης, ο Μάρκος επίσης – κεντήστρα στη συρραφή δίστιχων, με αποτέλεσμα αριστουργήματα από στιχουργικής άποψης τραγούδια (π.χ. «Η αγγελοκαμωμένη») – και άλλοι.
Αλλά και πρακτικά προβλήματα έλυσε η χρήση δίστιχων.
Λυρικά, με πυκνό νόημα, με δυνατές εικόνες, ρυθμό και μελωδία, τα δίστιχα, και κυρίως χωρίς να κουράζουν, αποτέλεσαν το ιδανικό όργανο αφομοίωσης και ενσωμάτωσης και ξένων και παραδοσιακών, ντόπιων, στοιχείων και όσον αφορά στο στίχο και στους μελωδικούς τρόπους.

Όσον αφορά στον κύκλο των ακριτικών, επιβίωσαν έως τις μέρες μας αρκετά απʼ αυτά, κυρίως όσα σχετίζονταν με το Διγενή, αλλά και με άλλους ήρωες, όπως το μικρό Βλαχόπουλο, στην Κρήτη, στην Κύπρο και στον Ποντιακό Ελληνισμό.

Υ.Γ. Μια και αναφέρθηκε το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», του 10ου αιώνα.
Δεν ήταν δυνατό βέβαια να επιβίωνε ως τραγούδι και λόγω μεγάλης έκτασης (80 τόσοι στίχοι), όταν πια εξυπηρετούνταν πρακτικά με δίστιχα, αλλά επιβίωσε ως μοτίβο σε πολλά παραδοσιακά τραγούδια.
Θυμήθηκα το τραγούδι που άκουσα νύφη στη Μεσσηνία:

“…Στο σπίτι το πεθερικό, στη γειτονιά οπού ʽρθες,
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν πρίνος να ριζώσεις,
και σα μηλιά, γλυκομηλιά, ν’ ανθίσεις, να καρπίσεις,
[u]γιους εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα…”
[/u]

Συνειρμικά, με παρέπεμψε στον πρώτο του στίχο:
«Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη» ενώ η παρομοίωση της γυναίκας με μηλιά είναι πολύ συνηθισμένη στο δημοτικό κύκλο.
Επιβίωσε ως μοτίβο ακόμα και αυτό το τραγούδι του 10ου αιώνα !

Να σου πω κάτι συγκλονιστικό Ελένη;

Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού το έχω ακούσει να τραγουδιέται! Όχι σε συναυλία ή δίσκο, αλλά από το περίφημο «στόμα του λαού» (και όμως υπάρχει!! ), σε γαμήλιο γλέντι, στην Κάρπαθο. Λίγο κουτσουρεμένο βέβαια, αλλά πάντως αναγνωρίσιμο. Το γεγονός μού έκανε τόση εντύπωση ώστε έγραψα μια ολόκληρη ιστορία γι’ αυτό, βλ. εδώ αν σε ενδιαφέρει, όπου και μερικά σχόλια που πλησιάζουν πολύ στα δικά σου.

Έχουμε φτάσει λοιπόν στη διαπίστωση ότι οι περισσότεροι σκοποί δεν είναι παντρεμένοι με συγκεκριμένα δίστιχα, και τανάπαλιν.

Για τα πολύστιχα συμβαίνει κάτι ανάλογο: αφενός, σε κάθε στενή τοπική παράδοση (π.χ. όχι Κρητική, αλλά της τάδε περιοχής της Κρήτης) το κάθε πολύστιχο έχει κατά κανόνα τη μελωδία του, αλλά στην ίδια μελωδία μπορεί να υπάρχουν κι άλλα. Αφετέρου, μεταξύ διαφορετικών περιοχών συναντάμε το ίδιο πολύστιχο με διαφορετικές μελωδίες (και συνήθως και με μικροπαραλλαγές στο στίχο που δεν αλλάζουν όμως την ουσία).

Είναι προφανές ότι για να μπορέσει να λειτουργήσει αυτό το σύστημα αλλαξοκωλιάς πρέπει να υπάρχει συμβατότητα. Από σύγχρονα τραγούδια δεν μπορούμε να πάρουμε δύο τυχαία και να τραγουδήσουμε το ένα στο σκοπό του άλλου: το πιθανότερο είναι ότι δε θα ταιριάζουν. Με τα παραδοσιακά δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό που συμβαίνει, αντίθετα, είναι το εξής:
α) Οι στίχοι «γράφονται» πάντοτε σε κάποια συγκεκριμένα ποιητικά μετρικά σχήματα. Ως γνωστόν το πιο κλασικό είναι το 15σύλλαβο ιαμβικό. Δεν είναι το μόνο, υπάρχουν και 15σύλλαβα τροχαϊκά, και 7σύλλαβα, 8σύλλαβα, 13σύλλαβα, αλλά γενικώς τα μετρικά σχήματα είναι λίγα. Και κάθε τραγούδι είναι απ’ αρχής έως τέλους σε ένα σταθερό ποιητικό μέτρο, δεν υπάρχουν αλλαγές όπως στην έντεχνη ποίηση ή στα σύγχρονα τραγούδια.
β) Αντίστοιχα οι μελωδίες είναι φτιαγμένες έτσι ώστε στην καθεμία να χωράνε στίχοι ενός συγκεκριμένου μετρικού συστήματος. Ένα κλασικό παιδικό αστειάκι, με το οποίο συνειδητοποιεί κανείς τι σημαίνει αντιστοιχία μελωδίας - ποιητικού μέτρου, είναι να τραγουδάει τον Εθνικό Ύμνο στο σκοπό της Φραγκοσυριανής. Εφόσον και τα δύο είναι 15σύλλαβα τροχαϊκά, οι στίχοι του ενός χωράνε στη μελωδία του άλλου.
Ο πρακτικός μουσικός ή τραγουδιστής, όσο κι αν δεν κάθεται να μετρήσει συλλαβές, έχει ωστόσο πλήρη συναίσθηση της αντιστοιχίας αυτής. Όχι γιατί ο περιθρύλητος «λαός» έχει καμιά ουρανόπεμπτη σοφία ανεξήγητη στα στραβωμένα μάτια του λόγιου, αλλά απλούστατα γιατί είναι πολύ εξοικειωμένος. Ακόμη και σ’ έναν αμανέ, που η μελωδία δεν έχει συγκεκριμένη διάρκεια και που παρεμβάλλονται ένα σωρό «αμάν» και «γιαρέμ», και που ο στίχος κάνει πολλή ώρα να ολοκληρωθεί, ακόμα κι εκεί λοιπόν αν υπάρχει μία συλλαβή παραπάνω ή παρακάτω ο εξοικειωμένος τραγουδιστής το καταλαβαίνει αμέσως.

Θα αντέτεινε κανείς: Μα ήδη ο Χαλεπιανός μανές, που ήταν η αφορμή αυτής της συζήτησης, έχει στίχους σε δύο ποιητικά μέτρα: 15σύλλαβα και 8σύλλαβα. Όχι! Δεν έχει τίποτε τέτοιο. Όταν λέμε «Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά να κάθομαι να κλαίω / σε κάθε κύμα που περνά τον πόνο μου να λέω», αυτό είναι ένα ολοκληρωμένο δίστιχο. Όταν λέμε «Γυαλένιος είσαι μαστραπάς / κι όποιονε δεις τον αγαπάς» είναι ένα άλλο ολοκληρωμένο δίστιχο. Δεν είναι 4 στίχοι που αλλάζουν μετρικό σχήμα, είναι δύο διαφορετικά στιχουργήματα.

Επίσης, καμιά φορά λέμε ότι στο στίχο παρεμβάλλονται διάφορα τσακίσματα, επαναλήψεις κλπ., για να ταιριάξει στη μουσική. Κι εδώ πρέπει να εκφράζεται κανείς με προσοχή. Θεωρώ ότι τα τσακίσματα δεν ανήκουν στο στίχο αλλά στη μελωδία. Αν δοκιμάσουμε, χάριν πειράματος, να τραγουδήσμουμε το δίστιχο «Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά…» στο σκοπό της Συννεφιασμένης Κυριακής, θα πρέπει όταν φτάσουμε στο «που περνά» να το πούμε δυο φορές. Αν το πούμε στο σκοπό του «Όσοι έχουνε πολλά λεφτά», τότε στο «που περνά» θα πρέπει να προσθέσουμε «βρ’ αμάν αμάν». Δεν αλλάζουμε το στίχο για να χωρέσει, γιατί ο στίχος πάντα ο ίδιος μένει. Απλώς μερικές φορές οι λέξεις που συμπληρώνουν τον μελωδικό χρόνο κολλάνε τόσο με το νόημα, ώστε τις θεωρούμε εσφαλμένα ως μέρος του στίχου.
Μ’ αυτή τη λογική είναι λάθος να γράφουμε τους στίχους όπως τραγουδιούνται, με τα αμάν-αμάν και τις επαναλήψεις. Όταν γράφουμε στίχους, π.χ. σε μια συλλογή καταγραφών, πρέπει να γράφουμε τον καθαρό στίχο. Ο πρακτικός αυτή τη μορφή του στίχου έχει στο νου του.

Το ξεκαθάρισμα αυτών των εννοιών έχει μεγάλη σημασία. Αφενός, μπορεί κανείς να μαθαίνει πολύ περισσότερα τραγούδια, όταν η κάθε επιμέρους πληροφορία κατατάσσεται στη σωστή της θέση στο μυαλό του. Αλλιώς αναγκαζόμαστε να τα απομνημονεύουμε. Αφετέρου, υπάρχει η εξής ενδιαφέρουσα εφαρμογή:
Όταν πετύχουμε ένα τραγούδι που οι στίχοι του δεν ανήκουν σε κανένα από τα 6-7 κλασικά μετρικά σχήματα, έχουμε μία ισχυρή ένδειξη ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει: ή δεν είναι παραδοσιακό αλλά προέρχεται από λόγιο ποιητή, ή δεν είναι ελληνικό αλλά προσαρμογή ξένου.
Ένα παράδειγμα είναι ο Ντόκτορ. Είναι γενικώς γνωστό ότι ο Ντόκτορ είναι κοινό κτήμα Ελλήνων και Τούρκων, αλλά δεν είναι σαφές ποιοι το πήραν από ποιους. Κάποιοι διαγράφουν αυτό το ερώτημα με μια μονοκοντυλιά: «τι σημασία έχει, η μουσική είναι μία, οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε…» Ναι, καλά. Απορία ψάλτου βηξ. Το αν οι λαοί έχουν ή δεν έχουν να χωρίσουν είναι θέμα ιστορικό, πολιτικό, φιλοσοφικό. Εδώ μιλάγαμε για μουσική. Ο Ντόκτορ είναι τούρκικο τραγούδι. Οι Έλληνες πήραν μία έτοιμη μελωδία, που δεν ήταν φτιαγμένη για κανένα από τα υπάρχοντα ποιητικά μέτρα της ελληνικής δημώδους ποίησης, και επειδή τους άρεσε και τους συγκινούσε το έκαναν δικό τους. Αλλά για να το τραγουδήσουν χρειάστηκε να στριμώξουν συλλαβές μέσα στο στίχο μ’ ένα τρόπο που δεν έχει ξαναγίνει. Το αποτέλεσμα είναι ένα τραγούδι που (πρώτον) όλοι του οι στίχοι δεν είναι ακριβώς στο ίδιο καλούπι και (δεύτερον) δεν μπορεί να τραγουδηθεί σε καμία άλλη μελωδία, ούτε να χρησιμοποιηθεί ως μελωδία για κανέναν άλλο στίχο. Εξαιρείται λοιπόν από όλες τις γενικεύσεις που είπαμε στην αρχή αυτής της ανάρτησης.
Όποιος γνωρίζει καλά τούρκικα (εγώ δεν ξέρω καθόλου) και επίσης ξέρει ποιοι κανόνες ισχύουν αντίστοιχα για το τούρκικο δημώδες τραγούδι, μπορεί να μας πληροφορήσει αν ο τούρκικος Ντόκτορ είναι πιο κανονικός (δηλαδή λιγότερο εξαίρεση) μέσα στο σύνολο του τούρκικου τραγουδιού απ’ ό,τι ο ελληνικός. Αυτό θα είναι η 100% απόδειξη. Όσα έγραψα μέχρι τώρα δεν είναι απόδειξη, είναι όμως επιστημονικά βάσιμη ένδειξη.
Αντίστοιχες περιπτώσεις έχουμε στον Τσακιτζή, καθώς και σε σλαβομακεδόνικα τραγούδια που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, βουλγάρικα που υπάρχουν ως προσαρμοσμένα δάνεια στο θρακιώτικο ρεπερτόριο κλπ…

Στο Γιουτιουμπ υπάρχει ένας χρήστης, ο «Ρωμέικος», που έχει κάνει εξαιρετική δουλειά παρουσιάζοντας διάφορα τέτοια ελληνοτουρκικά κομμάτια. Δείτε για παράδειγμα:
Αμάν ντόκτορ
Κόνιαλης
Χαρικλάκι

κ.ά.

Είναι τοις πάσι γνωστό ότι δεν ανήκω σε εκείνους που προσπαθούν να “αποδείξουν” ότι τραγούδια κοινά σε δύο λαούς (Έλληνες και Τούρκους π.χ.) δημιουργήθηκαν από Έλληνες και οι άλλοι απλά τα αντέγραψαν, αφού βεβαίως η ευφυία τους δεν συγκρίνεται με τη δική μας. Συχνά λοιπόν “καταφεύγω” στην επισήμανση ότι η καταγωγή ενός τραγουδιού από τον έναν ή τον άλλο λαό έχει δευτερεύουσα σημασία και η πεισματική ενασχόληση με την ανίχνευση της γενετικής καταγωγής δεν έχει κανένα νόημα. Όμως στο συγκεκριμένο, δεν είναι μόνο η ολοφάνερη δυσκολία προσαρμογής στίχου και μελωδίας. Ένα ακόμα στοιχείο που μάλλον με σιγουριά παραπέμπει στους Τούρκους για την πατρότητα του κομματιού, είναι η λέξη κλειδί: Ντόκτορ, όχι γιατρός, τραγουδάει ο λαός στο γύρισμα “αμάν ντοκτορ”, αλλά και “… που ‘ν’ αυτός ο ντόκτορ” παρά τις προσπάθειες της (αμερικάνικης κυρίως) δισκογραφίας να αποδοθεί ως “αχ, γιατρέ μου”. Η πιο συνηθισμένη στα Τουρκικά λέξη για το επάγγελμα αυτό, η λέξη doktor (τα συνώνυμα tabip και hekim είναι πολύ λιγότερο σε χρήση και περισσότερο σε ειδικές περιπτώσεις όπως στρατιωτικός γιατρός, έτσι τουλάχιστον λένε τα λεξικά) παραμένει αμετάφραστη στον ελληνικό στίχο, αφού όλοι οι Μικρασιάτες ήξεραν τι σημαίνει.

Επειδή ούτε και εγώ ξέρω Τούρκικα, κρατάω την απορία που εξέφρασε ο Περικλής για ανάλυση με κάποιον Τούρκο φίλο σε πρώτη ευκαιρία, ευχαριστώντας για την επισήμανση

Πάρα πολύ σωστές οι παρατηρήσεις σας Περικλή και Νίκο. Εδώ στην Πόλη συμμετέχω σε μία χορωδία όπου μου ζήτησαν να μεταφράσω στα τούρκικα τους ελληνικούς στίχους κάποιων κοινών ελληνοτουρκικών τραγουδιών. Οταν λοιπόν με τη γυναίκα μου αρχίσαμε να το κάνουμε, διαπιστώσαμε ότι σε πολλά τραγούδια οι τούρκικοι στίχοι ήταν πιο πλήρεις ενώ οι ελληνικοί ήτανε λίγο “περίεργοι”, με την έννοια ότι ήτανε “ραμμένοι” στον τίτλο. Παράδειγμα το “Σάλα σάλα”.

Στα τούρκικα “Sala sana mendilini” σημαίνει “κούνα το μαντήλι σου” το οποίο στα ελληνικά έγινε “Σαλα σάλα μες τη σάλα…”

Υπάρχει όμως και το αντίθετο φαινόμενο, όπου κάποια τούρκικα τραγούδια έχουνε “παράταιρους στίχους” και που τα αντίστοιχα ελληνικά είναι πιο συγκροτημένα.

Εχουμε δηλαδή κάποιες ενδείξεις για το τι έγινε σε κάποια εποχή, ποιος πήρε από ποιον. Παρολ’ αυτά δεν το θεωρώ καθοριστικό για την προέλευση τους, γιατί δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν υπήρχαν και παλαιότερες εκδόσεις αυτών των μελωδιών με διαφορετικούς στίχους.

Υπάρχει όμως, στους ελληνικούς στίχους, και ο στίχος “κούνα μου το, κούνα μου το, το μαντήλι σου, να φιλήσω την εληά σου και τα χείλη σου. Το “μεσ’ στη σάλα τα μιλήσαμε κλπ.” μάλλον το εκλαμβάνω σαν “σεβασμό” στην αναγνωρισιμότητα του “σάλα σάνα” που δεν θα μπορούσε να λείψει, αφού δεν μπορώ να δεχτώ ότι οι Μικρασιάτες Έλληνες που μάλλον έφτιαξαν τους ελληνικούς στίχους δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει η έκφραση στα τουρκικά.

Υπάρχει και μία καθαρά ελληνική (=πλήρως εξελληνισμένη) εκδοχή του Δόκτωρος: η κρητική. Μέσω σπασμένου τηλεφώνου ο σκοπός και κάποιοι στίχοι έφτασαν στην Κρήτη (μάλλον μέσω Ελλήνων και όχι Τουρκκρητικών, απ’ ότι μοιάζει). Το «αμάν ντόκτορ» έγινε απλώς «αμάν αμάν», το σαμπάχ αναίρεσε την ύφεση κι έγινε διατονικό, οι στίχοι άπλωσαν κάποιες συλλαβές και μάζεψαν άλλες και τελικά έφτασαν να γίνουν τροχαϊκοί 15σύλλαβοι, και στο τέλος έμεινε ένας σκοπός για οποιοδήποτε τροχαϊκό 15σύλλαβο δίστιχο, που τραγουδήθηκε στο πλαίσιο των λεγόμενων Ταμπαχανιώτικων.
Εδώ σε καθαρή (νομίζω) κρητική εκδοχή, με τον Νίκο Ξυλούρη. Αν δε γινόταν λόγος για γιατρούς, δεν πιστεύω να αναγνωριζόταν ότι πρόκειται για τον ίδιο σκοπό.
Εδώ πάντρεμα της κρητικής με τη μικρασιάτικη εκδοχή, ταιριασμένο μάλλον επίτηδες για να δείξει την εξέλιξη, με το Λάμπη Ξ. και τον Ψαραντώνη.

Η κρητική εκδοχή του Ντόκτορ είναι κατά τη γνώμη μου αυθεντικά ελληνική. Ξεφλουδίζοντάς την βρίσκουμε όλη την ιστορία των πόλεων της Κρήτης: επίδραση του μικρασιάτικου ελληνικού τραγουδιού (ο ίδιος ο σκοπός), της αστικής ελαφράς ποίησης της Κωνσταντινούπολης (15σύλλαβο τροχαϊκό), της αγροτοποιμενικής κρητικής ενδοχώρας (της οποίας το βασικό όργανο, η ασκομαντούρα, σφραγίζει τη μουσική του νησιού με την αισθητική των διατονικών κλιμάκων), άμα θέλετε πάμε και πιο πίσω, στο ενετικό δάνειο της ομοιοκαταληξίας. Και όλα αυτά με όχημα έναν μικρασιάτικο τούρκικο σκοπό.
Δε συμφωνώ ότι δεν έχει σημασία η προέλευση. Έχει κατά τη γνώμη μου την εξής σημασία: ότι άλλο να λέμε γενικά «έχουμε πολλά κοινά με τους τούρκους», που κάποιοι το φτάνουνε μέχρι του ακραίου σημείου «οι Έλληνες και οι Τούρκοι τραγουδούσαν αγκαλιασμένοι τα κοινά τους μεράκια γιατί έτσι έχω διαβάσει στη Λωξάντρα», κι άλλο να έχουμε συγκεκριμένα παραδείγματα δανείων που η πορεία τους μάς είναι γνωστή βήμα-βήμα. Βέβαια κι αυτούς που λένε τα περί αγκαλιάς και τραγουδιών τούς καταλαβαίνω: το κάνουν κλοπροαίρετα, από κόντρα στον εθνικισμό. Αλλά ο εθνικισμός δε νικιέται με το ρομαντισμό, νικιέται με τη γνώση.

Είναι όντως ακραίο Περικλή, “ζούσαμε μαζί” το ακούω πάρα πολύ συχνά. “Γλεντούσαμε μαζί” σχεδόν ποτέ, ούτε από Ελληνες ούτε από Τούρκους.

Για την ιστορία να πω ότι η Λωξάντρα ζούσε απόμονωμένη από όλες τις κοινότητες της Πόλης. Τους Κούρδους τους φοβότανε, τους Τούρκους δεν τους χώνευε, με εξαίρεση αυτούς που γνώριζε αναγκαστικά όπως ο γαλατάς και κάτι άλλοι ψιλοέμποροι. Και η ιστορία της Λωξάνδρας είναι χαρακτηριστική για τους περισσότερους Ρωμιούς της Πόλης που ζούσανε μαζί με όλους, αλλά επι της ουσίας ξεχωριστά, ακόμα και από χριστιανούς άλλων μειονοτήτων, όταν αυτό ήταν δυνατό.

Εδώ συμφωνούμε απόλυτα. Θα ήθελα εδώ να προσθέσω κάτι: ο εθνικισμός, σαν γενεσιουργός αιτία προβλημάτων είναι άγνωστος στους καθημερινούς Τούρκους κι Ελληνες και όχι μόνο. Οποτε έχω πετύχει συζητήσεις (κι έχω πετύχει αρκετές) κι από τις δυό μεριές για τα προβλήματα των δύο λαών, πάντα, ο μοναδικος υπαίτιος είναι οι πολιτικοί ή η πολιτική. Και είναι κάτι που μου κάνει πολύ εντύπωση. Λες και ο “εθνικισμός” ανήκει σε ένα λεξιλόγιο που απευθύνεται σε κάποια άλλη κάστα ανθρώπων και δεν έχει μπορέσει ακόμα να κατεβεί στα καφενεία, στην αγορά.

Κάποιες υποθέσεις…

Για να γυρίσω στα τραγούδια, εαν δεχτούμε ότι γενικά σαν λαοί δεν γλεντούσαμε μαζί, πιστεύω ότι η ανταλλαγή τραγουδιών πρέπει να επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια στο αστικό περιβάλλον, όπου οι μουσικοί αλλά και οι ακροατές διαφορετικών εθνοτήτων είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν πιο εύκολα μεταξύ τους μέσα από τις ταβέρνες ή στα meyhane που γλεντούσε ο κόσμος το βράδυ, και που εκεί όντως μπλεκότανε διαφορετικές εθνότητες.

Ειδικά η ανάπτυξη της Σμύρνης σαν εμπορικό κέντρο πρέπει να έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη ανταλλαγή αυτών των τραγουδιών, γιατί σε σχέση με την Πόλη είχε πιο άμεση γεωγραφική σχέση με γεωργικές και κτηνοτροφικές επαρχίες όπου υπήρχαν Ρωμιοί, ΖεΪμπέκες, Γιουρούκοι και άλλες εθνότητες. Ολοι αυτοί, στη Σμύρνη πήγαιναν να πουλήσουν την πραμάτεια τους ή να κάνουν δουλειές, και έφερναν μαζί και τη μουσική τους, όπου τη διέδιδαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα κέντρα που πήγαιναν να γλεντήσουν μιας και είχαν φρέσκα λεφτά να ξοδέψουν. Και κάποια από τα τραγούδια που άκουγαν είναι σίγουρο ότι τα έφερναν και στο χωριό τους, είτε ήδη τροποποιημένα για τις ανάγκες της κοινότητας είτε για να τροποποιηθούν αργά ή γρήγορα, πάλι για τις ανάγκες της τοπικής κοινότητας, όταν η μελωδία κέρδιζε τις καρδιές των ανθρώπων.

Καλά, το «έτσι λέει η Λωξάντρα» ήταν μια δική μου υπερβολή, δεν το έχω ακούσει. Το ανέφερα ως ακραίο δείγμα απλούστευσης. Αλλά τέτοια χαζά σχόλια βλέπω συχνά στους ίδιους ακριβώς χώρους όπου βλέπω και τα πιο βίαια, έμπλεα εθνικιστικού μίσους και οργής: φόρουμ, σχόλια στο γιουτιούμπ, και παντού όπου ο καθένας πετάει ανώνυμα και ανώδυνα την ατάκα του.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες υποθέσεις. Πολύ ωραία! Νομίζω ότι αυτό το «θέμα» έχει αρχίσει να βγάζει ψωμί!

Διορθώστε με. Στη δισκογραφία το «Σάλα Σάλα» πρωτοεμφανίζεται το 1927 με το Νταλγκά. Εκεί δεν υπάρχει το «Σάλα σάλα μες στη σάλα». Αυτό υπάρχει στο δίσκο του Πάριου το 1982. Μήπως είναι λοιπόν ένα πρόσφατο artifact;

Προ Πάριου υπήρχαν και άλλες εκδοχές με το «κούνα» (εκτός το «κούνα το μαντήλι σου»):

Κούνα μου τα, κούνα μου τα, τα μπρατσάκια σου
να βροντούνε να χτυπούνε τα βραχιολάκια σου.

Κούνα μου τα, κούνα μου τα, δεν σου τα κουνώ
έτσι μου γουστάρει εμένα να σε τυραννώ.

Κούνα μάνα, κούνα μάνα, κούνα το παιδί
γιατί ήσκασε να κλαίει από το πρωί.