Κι από μένα θερμά συγχαρητήρια.
Θεωρώ πολύ σημαντικό ότι η ημερίδα καταγράφηκε και έχει μείνει στο ΥΤ. Θα είναι σημείο αναφοράς για κάθε απορία, αντίρρηση, συζήτηση, κάποια σημαντική λέξη που τυχόν δεν ακούσαμε, περισσότερο ίσως κι απ’ όσο η πραγματική λάιβ ημερίδα -όπου τα λόγια όπως και να το κάνεις είναι φτερωτά.
Λόγω φορτωμένου προγράμματος χρειάστηκε να φύγω σαν τον κλέφτη την ώρα που έπαιζαν οι μουσικοί, και δεν προλάβα ούτε να χαιρετήσω, μόνο να κάνω ένα νεύμα από μακριά σ’ όσους έπιανε το μάτι μου. Χάρηκα πολύ για όσους συνάντησα, που με άλλους συνομιλούμε τακτικά αλλά δε βλεπόμαστε ποτέ και με άλλους επίσης συνομιλούμε αλλά δεν είχαμε καν γνωριστεί.
Χαιρετισμούς σε όλους.
Ως προς το περιεχόμενο, δυο τρία σημεία που θα ήθελα να σχολιάσω - όχι κατ’ ανάγκην τα σημαντικότερα, απλώς αυτά που «σημείωσα» νοερά εκείνη την ώρα:
-Φοβερά καίριο που από τους τρεις ομιλητές, ως μουσικοί (που είναι σαφώς η κύρια ιδιότητα με την οποία αυτοπροσδιορίζονται) οι δύο είναι πρωτίστως σολίστες και ο τρίτος πρωτίστως συνοδός. Ή το πιάνουμε σφαιρικά το θέμα (τροπική ανάπτυξη μελωδίας + συγχορδιακή ή άλλη συνοδεία) ή αλλιώς, τι;
-Εξαιρετική η εισαγωγική ομιλία του Μπάμπη. Και πολύ σοβαρού επιπέδου ως προς τις ιδέες (την οπτική για πράγματα που όλοι ξέρουμε αλλά ίσως δε μας πέρασε ποτέ η ιδέα να τα δούμε έτσι) και ως προς τη συγκρότηση, αλλά επιπλέον και μια ευχάριστη έκπληξη, αφού τουλάχιστον εγώ δεν την περίμενα - το πολύ πολύ που φανταζόμουν ήταν να προηγηθούν μερικοί χαιρετισμοί και ευχαριστίες ή μια επιγραμματική περιγραφή του όλου ζητήματος. Αντ’ αυτού, πολλά και μεστά.
Συγκεκριμένα, θέλω να υπογραμμίσω τη διάκριση που κάνει ο Μπάμπης μεταξύ του «ρεμπέτη» και του «μπουζουξή». Κάπου την είχε ξαναγράψει κι εδώ. Ακόμη κι αν κάποιοι μπορεί να διαφωνούσαν με τις λέξεις που διάλεξε, επί της ουσίας η διάκριση είναι σημαντική, γιατί πρόκειται για δύο τύπους μουσικών με πολύ διαφορετικούς ρόλους και δεδομένα: ο μεν είναι ένας απ’ όλους, δείγμα αυτού που λέμε λαϊκή (folk) παράδοση, χωρίς διάκριση δημιουργών/πομπών και δεκτών, ο δε άλλος είναι ένας εξατομικευμένος καλλιτέχνης που, από το πόστο που έχει αναλάβει, εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός ακροατηρίου και, χωριστά, τις δικές του αναζητήσεις (καλιτεχνικές ή και επαγγελματικές).
Άλλο:
Ο κύριος Γκούμας είπε μια κουβέντα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση: Γύρω στη δεκαετία '70 (νομίζω) ο πατέρας μου μου έδειξε τους δρόμους, όπως σας τους λέω τώρα, και όπως θα τους είχε προφανώς μάθει κι ο ίδιος από κάποιον παλιότερο. Επί μερικές δεκαετίες, έτσι όπως τα είχα μάθει, δεν είχα κανένα πρόβλημα να συνεννοηθώ με κανέναν άλλο μουσικό, αφού όλοι με την ίδια γλώσσα τα περιγράφαμε. Κάποια στιγμή όμως εμφανίστηκε το πρόβλημα - αυτή η γλώσσα άρχισε να μη μας καλύπτει!
Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι η σύνοψη της προϊστορίας του όλου ζητήματος. Φωτίζεται δε καλύτερα από δύο σχόλια που ακούστηκαν στη συζήτηση: το ένα ήταν ανός από τους ακροατές, που ανέφερε ότι οι παλιοί τζαζίστες έπαιζαν μια μουσική για την οποία δεν ήξεραν να μιλήσουν πολύ αναλυτικά με λόγια. Ήρθε μια γενιά θεωρητικών που την περιέγραψε, και η επόμενη γενιά μουσικών βασίστηκε αφενός στην κληρονομημένη εμπειρία των πρακτικών (ας το πούμε πρόχειρα) μουσικών που είχαν προηγηθεί, αλλά αφετέρου και στη θεωρία που είχε ήδη αρχίσει να διατυπώνεται από άλλους, κι αυτό όχι για να παίξουν τα ίδια αλλά και για να τα πάνε παραπέρα. Το άλλο σχόλιο νομίζω πως ήταν του κυρίου Βούλγαρη: ότι προς το τέλος του '80 πρωτομάθαμε (=πρωτοξαναμάθαμε) τα μακάμια, που τα εισήγαγαν στην τότε ελληνική πραγματικότητα μουσικοί σαν τον Ρος Ντέιλι και τις Δυνάμεις του Αιγαίου. Υποθέτω ότι κάπου τότε θα τοποθετείται και η πρώτη αμφισβήτηση της επάρκειας της ορολογίας, που συνάντησε ο κ. Γκούμας.
Αυτά ως προς την ιστορία του θέματος. Ως προς το παρόν, μάλλον τα πιο καίρια σχόλια ήταν όσα έλεγαν «διαφωνώ με την αντιμετώπιση του συναδέλφου» > αναγνώριση πλουραλισμού. Για το μέλλον, έχουμε καιρό ακόμα, πάντως ας κρατήσουμε ως ενδιαφέρουσα την προτροπή του κυρίου Μυστακίδη «γράφτε βιβλία, να ακουστεί επιτέλους η γνώμη σας, να είναι διαθέσιμη προς συζήτηση». Το αν μπορούμε (και αν θέλουμε)να καταλήξουμε κάποια στιγμή σε μια ενιαία, κοινά παραδεκτή οπτική του ζητήματος της τροπικότητας είναι βέβαια νωρίς να απαντηθεί, αλλά πάντως τέθηκε ως ερώτημα.
Για το επόμενο βήμα αυτής της αναζήτησης, όποιο και όποτε κι αν είναι (άλλη παρόμοια ημερίδα / συνέδριο / βιβλία και άρθρα / οτιδήποτε) θα ήθελα να ρίξω στο τραπέζι κι ένα άλλο ζήτημα, στο οποίο επίσης τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μεγάλη πρόοδος ως προς την επανανακάλυψη παλιών γνώσεων: τα ντουζένια των τρίχορδων, και τις τεχνικές (συμπεριλαμβανομένω κουρδισμάτων) της λαϊκής κιθάρας. Νομίζω ότι έχουν να ρίξουν πολύ φως στην έρευνα της τροπικότητας.
Και κάτι πιο επιμέρους:
Νομίζω πρέπει να ήταν ο κ. Μυστακίδης που τόνισε ότι η συνύπαρξη συγκερασμένων και ασυγκέραστων οργάνων δεν ήταν ποτέ κάτι το περίεργο ή αντικανονικό. Το θεωρώ δεδομένο, αλλά καλό είναι να εξακολουθεί να υπογραμμίζεται μέχρι να εξαλειφθεί κάθε επιφύλαξη ως προς αυτή τη σύμπραξη. Οι επιφυλάξεις αυτές προέκυψαν τον πρώτο καιρό της επανανακάλυψης του ασυγκέραστου και του τροπικού. Ήταν δικαιολογημένες για τα χρόνια που οι ασυγκέραστοι ήταν νεοφώτιστοι, αλλά επιτέλους διαπιστώθηκε κάποια στιγμή πως όσοι δεν ήταν νεοφώτιστοι (από παλιούς ρεμπέτες των 78 στρ. μέχρι σημερινούς δημοτικούς) δεν είχαν κανένα ζήτημα μ’ αυτό, οπότε ήρθε ο καιρός να διδαχτούμε από το παράδειγμά τους. Τα χρόνια που φημολογούνταν ότι κάποιες σχολές βυζαντινής συμβούλευαν τους μαθητές τους «αποφεύγετε να ακούτε κάθε είδος συγκερασμένης μουσικής, για να ξανακουρδιστούν τ’ αφτιά σας» έχουν παρέλθει.
Αυτά προς το παρόν.