Δικτατορία, λογοκρισία και Τέχνη

Σε μια χθεσινη ( 21 Απριλιου) εκπομπη του Τσιμα ο Σαββοπουλος ελεγε πως ο κοσμος μπορει να μην ειχε ελευθερια εκφρασης αλλα ειχε μεσα του τη σπιθα της ελπιδας.Αυτη η σπιθα αναβε περισσοτερο απο καθε τι γινονταν γυρο ειτε αυτο ηταν μια εξεγερση ειτε το ακουσμα μιας κιθαρας ή μπουζουκιου.Θυμαμαι τον πατερα μου να λεει για τις μαζωξεις τις γειτονιας στα σπιτια με τηλεοραση οταν αυτη προβαλε συναυλιες του Θοδωρακη σε Σερβικα καναλια.
Ελευθερια εκφρασης δεν υπηρχε ουτε τοτε ουτε τωρα για μενα.Τωρα επιπλεον δεν υπαρχει και η σπιθα που λεει ο Σαββοπουλος και το χειροτερο ειναι πως σχεδον κανεις δεν εχει ορεξη να την αναψει.
Οσο για τα νεα παιδια…θα χαιρομουν περισσοτερο αν αυτα που πιστευουν θα τα πιστευουν και επομενα 30 χρονια.Οι νεοι παντα ηταν αυτοι που ξυπνουσαν πρωτοι.Ειναι ομως θλιβερη η σημερινη εικονα των “νεων του πολυτεχνειου”.

Πρέπει να ήταν το '73. Είχε προηγηθεί η “κυβέρνηση” Μαρκεζίνη, η “αμνηστία” και η κατάληψη της Νομικής που δημιούργησε μια επαναστατικότητα.

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου - δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία - έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους.

Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι’ αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. `Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

28η Μαρτιου του 1969

Εδώ η φωνή του:

Χασκίλ, αν βέβαια θες, μου εξηγείς γιατί αυτό το " “σεμνά” " στο προηγούμενο κείμενο;

Με τι ακριβώς διαφωνείς;
Με την τόλμη του Σεφέρη να καταγγείλει δημόσια, και από το μέσο αυτό, τη δικτατορία ;
Ή, με το ανέβασμα αυτού του κειμένου ;

Το κείμενο - καταγγελία αυτό σε μένα τουλάχιστον ήταν γνωστό,
δεν το είχα όμως και με τη φωνή του Σεφέρη, όπως υπάρχει στο προηγούμενο post και δεν ξέρω και ποιον να ευχαριστήσω ακριβώς γι’ αυτό:
Το Γιάννη ή μήπως το Νίκο Πολίτη που ίσως το συμπλήρωσε ;

Δεν συμπλήρωσα τίποτα εγώ, μόνο στην αλλαγή των αρχικά λατινικών στοιχείων του τίτλου παρενέβην, αφού ο Γιάννης είχε δηλώσει ότι δεν έχει ελληνικό πληκτρολόγιο.

Ελένη: Ο.Κ., Νίκο μου, όπως και να έχει, να είσαι καλά.
Με τα γκρίκλις όλοι μας κουραζόμαστε, καλό είναι και γι’ αυτό το λόγο να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα μας.

ΕΚΔΗΛΩΣΗ
Η ζωή στις φυλακές και τις εξορίες
Τετάρτη 29 Απριλίου, 7.30 μμ
αιθ. κτηρίου Διοίκησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

[ul]
[li]Γ. Φαρσακίδης: Η τέχνη στα στρατόπεδα της χούντας[/li][li]Γ. Χατζής : “Ο Καραγκιόζης δικτάτορας!”[/li][li]“Τα τραγούδια του αγώνα” με το “Δικηγόρων σχήμα” και γνωστούς καλλιτέχνες[/li][li]ΕΚΘΕΣΗ με καλλιτεχνήματα- χειροτεχνήματα πολιτικών κρατουμένων[/li][/ul]ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΥΛΑΚΙΣΘΕΝΤΩΝ- ΕΞΟΡΙΣΘΕΝΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΩΝ 1967- 74
Τοπική επιτροπή Θεσσαλονίκης

[LEFT]
Συγνώμη για την ανακοίνωση της τελευταίας στιγμής, αλλά και εγώ αργά χθες το βράδυ ενημερώθηκα. Νομίζω όμως, ότι αξίζει τον κόπο όσοι Θεσσαλονικείς θέλουν και μπορούν, να παρευρεθούν στην εκδήλωση.[/LEFT]

Επίκαιρο, λόγω μνήμης του Πολυτεχνείου.

Το πολιτιστικό έγκλημα της Χούντας.

Πώς από την πνευματική άνοιξη της δεκαετίας του '60 περάσαμε στη φαιδρά αισθητική της Χούντας.

Ενδιαφέρον το θέμα της εκπομπής που παρέθεσε η Ελένη για τις επιπτώσεις που είχε η επταετία της χούντας στην αισθητική στον ελλαδικό χώρο. Παρόλα αυτά θα ήθελα να θέσω ένα προβληματισμό:Ο ελλαδικός χώρος πέρασε μεγαλύτερη περίοδο καταστολής στο πνεύμα και στον πολιτισμό από αυτόν της επταετίας που ξεκινάει σχεδόν από την δικτατορία του Μεταξά,συνεχίζει στον β’ παγκόσμιο, εμφύλιο και στις κυβερνήσεις μετά από την περίοδο του εμφυλίου. Μεγάλη περίοδο με τραγικά γεγονότα που είχαν επιπτώσεις και στον πολιτισμό του τόπου. Με όλα αυτά θέλω να πω ότι η Χούντα ήταν το κερασάκι στην τούρτα που είχε φτιαχτεί από δεκαετίες πριν και ότι θα ήταν σημαντική μια έρευνα σε αυτή την κατεύθυνση.

Α.

Βλαδίμηρε, αν ως «καταστολή στο πνεύμα και τον πολιτισμό» εννοείς τη λογοκρισία, ειδικά για την 7ετία το ντοκιμαντέρ φέρνει στην επιφάνεια και μια άλλη παράμετρο: την καθιέρωση της ασχήμιας ως ιδανικού. Δε γνωρίζω αν κάτι ανάλογο συνέβη και στις άλλες περιόδους που αναφέρεις.

Β.

Συγγνώμη, το καταλάβατε το ντοκιμαντέρ; Εμένα με δυσκόλεψε. Χωρίς να είμαι δεινός ιστοριοδίφης, δε θεωρώ τον εαυτό μου και εντελώς αστοιχείωτο. Και όμως, το ντοκιμαντέρ έχει τόσο πολλές αναφορές σε πράγματα που θεωρεί γνωστά και δεν τα αναφέρει ευθέως, που όμως εμένα δε μου ήταν γνωστά, ώστε πολλά σημεία του τα έχασα. Δεν ξέρω αν είναι θέμα γενιάς, αλλά μένω με την εντύπωση ότι απευθύνεται σε μια μικρή ελίτ πραγματικά ψαγμένων τηλεθεατών.

Εκτός από την λογοκρισία που θεωρείται δεδομένη για πολλές δεκαετίες στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν και άλλα πράγματα που φαίνεται ότι η ασχήμια παίρνει τα πάνω της από πολύ ποιο πριν. Όπως η αισθητική του καθεστώς του Μεταξά με τις εξίσου κιτς φιέστες του, με τις εθνικιστικές μαθητικές παρελάσεις και τις στρατιωτικού τύπου γυμναστικές επιδείξεις. Η μακρά πολεμική περίοδο που ήρθε ύστερα είχε αντίκτυπο και στην αισθητική του κόσμου. Οι τέχνες και γενικώς το πνεύμα καθηλώθηκε υπό τον φόβο των όπλων και τις ιδεολογίας εκατέρωθεν. Ένα σημαντικό προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας (εκατέρωθεν!!) σφαγιάστηκε, φυλακίστηκε και στην καλύτερη εάν είχε τα μέσα διέφυγε από την χώρα (βλέπε Ξενάκης).
Όσο αφορά την πολεοδομία θα αναφέρω ότι ειδικότερα με τις κυβερνήσεις Καραμανλή του πρεσβύτερου η Αθήνα διαμορφώθηκε σε μια χαβούζα πολεοδομικά με πολύ κόσμο που συνέρρεε σε αυτή με προτροπή του ιδίου. Η Ελλάδα έπρεπε να είχε μια μεγάλη πρωτεύουσα που θα είχε τα πάντα, έτσι η παραμερισμένη επαρχία ‘‘ανέβηκε ή κατέβηκε’’ στην Αθήνα .Έτσι η χούντα απλά έκανε τα μερεμέτια στην πρωτεύουσα και ασχολήθηκε όπως λέει και το ντοκιμαντέρ με την επαρχία.
Τέλος να σημειώσω ότι η χούντα είχε και την τηλεόραση που ήταν ένα ισχυρό όπλο για την διαφήμιση του καθεστώς. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε πολύ οπτικό υλικό από την κιτς αισθητική της, κάτι που πριν δεν υπήρχε.
Με όλα αυτά δεν θέλω να υποβαθμίσω τον ρόλο της χούντας στον τομέα της αισθητικής απλά να προσθέσω και την διαδρομή που υπήρχε για να φτάσει η χούντα να κάνει ότι κάνει. Δυστυχώς η Ελλάδα έχασε πολύ έδαφος στην αισθητική και στις τέχνες για σχεδόν 50 χρόνια.

Το ντοκυμαντέρ δείχνει τι επέφερε στην κοινωνία η Χούντα.
Με την κατάλυση εκείνης της ανάπηρης δημοκρατίας από τη Χούντα, δέχτηκε η ελληνική κοινωνία ένα πλήγμα και ποιοτικό: ανακόπηκε ο ενθουσιώδης φιλελευθερισμός, η πολιτιστική αναγέννηση και εισέβαλε στη ζωή η υπερβολή, η κακογουστιά και … η τηλεόραση.
Θα σταθώ σ’ αυτό το σημείο από το ντοκυμαντέρ.
Η τηλεόραση, με την ποδοσφαιρίλα, με τις ολυμπιάδες τραγουδιού, με τις 12άδες πιάτων που έσπαγαν στα κέντρα όπου “διασκέδαζαν” όσοι παραχωρούσαν μονοκατοικίες με αντιπαροχή και προβάλλονταν ως παράδειγμα για μίμηση κ.λπ.

Και σκέφτομαι ότι αρκετά πια χρόνια μετά από το ‘67, δεν χρειάζεται ένα καθεστώς να ασκήσει σωματική βία ή όπως έλεγε και ο Ουμπέρτο Έκο…μόνο οι ηλίθιοι πια κάνουν πραξικοπήματα με τανκς, όταν υπάρχει τηλεόραση… που μάς βομβαρδίζει καθημερινά με εικόνες lifestyle, με ψεύτικες ανάγκες, με διασκέδαση στις μεγάλες πίστες της παραλιακής και στα στάδια, με τους σύγχρονους αστέρες του πενταγράμμου και τις “επιτυχίες” τους, αν σταθούμε σ’ αυτό ειδικά το σημείο, για να μην ξεφεύγουμε και από τη θεματολογία του φόρουμ.

Ιδού ένα παράδειγμα πληροφορίας που θεωρείται δεδομένη ενώ (για μένα) δεν ήταν:

Το ντοκιμαντέρ αναφέρει, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, ότι η τηλεόραση στην Ελλάδα ήταν περίπου συνομήλικη της Χούντας. Ανοίγω τη Βικιπαίδεια (λήμμα ΥΕΝΕΔ) και πληροφορούμαι ότι, πράγματι, ο μεν σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων, η ΥΕΝΕΔ, πρωτολειτούργησε περίπου ένα χρόνο πριν την 21η Απριλίου, η δε ΕΡΤ λίγους μήνες νωρίτερα. Την ακριβή χρονολογία ιδρύσεως της ΕΡΤ δεν μπόρεσα να τη βρω.

Δε θα με πείραζε να το λέγανε ευθέως μέσα στην εκπομπή. Μια πρόταση είναι, δέκα δευτερόλεπτα. Γιατί θεωρείται ότι το ξέραμε; Και μάλιστα το 1997, χωρίς Βικιπαίδεια;

Υ.Γ. Τώρα την κάλυψα την απορία μου. Ας μην εκτρέψουμε τη συζήτηση προς αυτή τη λεπτομέρεια. Απλώς ήθελα να επισημάνω το κάπως δυσνόητο ορισμένων σημείων.

ξέρει κάποιος γιατί η λογοκρισία στο ρεμπέτικο την περίοδο του Μεταξά ξεκινά ένα χρόνο μετά, δηλαδη το 1937?

Δεν ήταν απο τα πρωτα πραγματα που έκανε η δικτατορία, είχε κι άλλα πραγματα να ασχοληθεί. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση εδώ:

Δες και εδώ:

Εγώ θεωρώ ότι, απεναντίας, λόγω της σημασίας τους, από τα πρώτα πράγματα με τα οποία ασχολήθηκε ο Μεταξάς ήταν ο έλεγχος των δίσκων γραμμοφώνου.

Στις 31 Αυγούστου 1936 δημοσιεύεται ο Αναγκαστικός Νόμος 45 («Περί συστάσεως Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού»): στον έλεγχο του υφυπουργείου αυτού υπάγονται, μεταξύ άλλων, και οι δίσκοι γραμμοφώνου, «ίνα αύται ευρίσκωνται εντός του πλαισίου των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών». Στο εκτελεστικό του παραπάνω νόμου Βασιλικό Διάταγμα, που ακολούθησε στις 12 Μαρτίου 1937, θα καθοριστεί λεπτομερέστερα ότι η εποπτεία των δίσκων γραμμοφώνου υπάγεται στο «Γραφείον Εποπτείας του Εσωτερικού Τύπου». Αυτά από πλευράς του νέου κανονιστικού πλαισίου που δημιούργησε αποκλειστικά ο Μεταξάς. Επισημαίνω μάλιστα την ειδική μνεία που γίνεται στην απολογιστική έκδοση της 4ης Αυγούστου αριθ. 6 («Το πρώτον έτος του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού 1936-1937»), όπου διαβάζουμε ότι «με τον οργανούμενον έλεγχον των δίσκων του γραμμοφώνου και των ραδιοφωνικών εκπομπων, ολοκληρούται ο κύκλος του εξυγιαντικού έργου που ανέλαβε υπό τον υφυπουργόν κ. Θ. Νικολούδην το υφυπουργείον Τύπου και Τουρισμού προς εξύψωσιν όχι μόνον του εντύπου λόγου, αλλά και πάσης πνευματικής εκφάνσεως και πλαισίωσίν των εντός των αρχών του Νέου Κράτους».

Όμως, και καθώς η όλη θέσμιση του παραπάνω ελεγκτικού πλέγματος απαιτούσε τον γραφειοκρατικό χρόνο της για να πάρει μπροστά, ο Μεταξάς είχε ήδη έτοιμο προς χρήση και κατάχρηση ένα κανονιστικό πλαίσιο που επικαλούνταν τα περί χρηστών ηθών και τα περί ασέμνων. Σε επίπεδο μάλιστα αστυνομικών διατάξεων, η προμεταξική 162/1931 Διάταξη («Περί απαγορεύσεως της χρησιμοποιήσεως εις δημοσίους τόπους πλακών φωνογράφων διακωμωδουσών ή σατυριζουσών την θρησκείαν»), έμελλε να αποτελέσει βολικό προηγούμενο. Σε αυτήν θα «πατήσει» το μεταξικό καθεστώς, συμπληρώνοντάς την καταλλήλως, ώστε να φτάσει στη διατύπωση του «Επαφίεται ημίν το δικαίωμα, όπως διʼ αποφάσεων ημών απαγορεύομεν την χρησιμοποίησιν πλακών φωνογράφου, ών το περιεχόμενον κρίνεται παρʼ ημίν ως άσεμνον και προσβάλλει γενικώς τα χρηστά ήθη».
Να επισημάνω εδώ και την περίπτωση της «Βαρβάρας» του Τούντα, για την οποία ήδη από τον Αύγουστο του 1936 (και ήδη στην Πάτρα!) κάνει την εμφάνισή της η αστυνομική διάταξη 15/1936 («Περί απαγορεύσεως χρησιμοποιήσεως φωνογραφικών πλακών περιεχουσών άσεμνα άσματα»), σύμφωνα με την οποία «Απαγορεύομεν την καθʼ άπασαν την δικαιοδοσίαν ημών διακατοχήν, πώλησιν και χρησιμοποίησιν της υπό τον τίτλον “η Βαρβάρα στη Γλυφάδα” φωνογραφικής πλακός περιεχούσης άσμα ασέμνου περιεχομένου προσβάλλοντος την δημοσίαν αιδώ και τα χρηστά ήθη».

Στη συνέχεια, στις 14 Απριλίου 1937 θα εκδοθεί η 12/1937 αστυνομική διάταξη, βάσει της οποίας ανακοινώνεται στις 14 Ιουλίου 1937 η απαγόρευση με αστυνομική απόφαση «των κάτωθι φωνογραφικών πλακών ως περιεχουσών άσεμνα και ακατάλληλα διά το κοινόν άσματα: 1) “Απόστολος” (Κυριακού), 2) “Το δικαστήριον” (Μαυρέα), 3) “Υπομονητικός” (Μαυρέα), 4) “Της χήρας το καρπούζι” (Στελάκη), 5) “Πέσε πρώτη” (Στελάκη), 6) “Βαρβάρα”, 7) “Μεσολογγίτης στην Αβησσυνία”, 8) “Εορτολόγιον” και 9) “Ξήγα Θύμιο”».

Έτσι λοιπόν έκανε τη δουλειά του ο Μεταξάς με τους δίσκους γραμμοφώνου, έως ότου στις 29 Νοεμβρίου 1937 αναγγελθεί πλέον η γενικευμένη λογοκρισία όσων δίσκων περιέχουν «άσεμνα άσματα ή φράσεις θιγούσας την θρησκείαν ή αντικειμένας εις την κοινήν ευπρέπειαν ως και αναχρονιστικά άσματα (αμανέδες)». Ταυτόχρονα απαγορεύτηκε η κατασκευή/πώληση νέων «τοιούτων» δίσκων «άνευ προηγουμένης εγκρίσεως της αρμοδίας υπηρεσίας ελέγχου του Υφυπουργείου Τύπου».

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι δεν άργησε καθόλου να ασχοληθεί ο Μεταξάς με τους δίσκους γραμμοφώνου, αλλά από την αρχή προχώρησε στα βήματα που έκρινε σκόπιμα, ανάλογα με τις εκτιμήσεις «επικινδυνότητας» των επίμαχων ασμάτων αλλά και σε συνάρτηση με τους ρυθμούς της γραφειοκρατικής μηχανής.

Ξέρω ότι έχει περάσει καιρός απο την τελευταία φορά που κάποιος έγραψε στη συγκεκριμένη εννότητα,αλλά επειδή οι μουσικές μου γνώσεις είναι λίγες στο συγκεκριμένο βίντεο https://www.youtube.com/watch?v=FpqtVAp924k κάπου στο 28.20, αναφέρονται στα ‘‘μπεμόλια’’…αυτό που δε μπορώ να καταλάβω τη διαφορά στο σημείο που παίζει ο Δημητριανάκης…Παραθέτω εδώ την απορία μου λόγο που το θέμα αφορά τη λογοκρισία…

Αν ακούσεις προσεκτικά, θα διαπιστώσεις διαφορά στις δύο μελωδίες. Αν και οι δύο καταγράφονταν
σε πεντάγραμμο, η μία θα είχε κάποιο σημείο αλλοίωσης (δίεση ή ύφεση) που η άλλη δεν το είχε. Λίγο νωρίτερα, ο Φέρρης αναφέρεται στα “μπεμόλια” του Τσιτσάνη. Είχε κάνει μία εκπομπή για και με τον Τσιτσάνη το 1975 και τον είχα παρακαλέσει να μου εξηγήσει κάποια πράγματα σχετικά με τα μπεμόλια. Θα παραθέσω ολόκληρη την απάντησή του (έχει ήδη δημοσιευτεί στην “Κλίκα” πολλά χρόνια πριν, αλλά είναι δυσεύρετη αφού υπάρχει πρόβλημα με την πρόσβαση σε αυτό το χώρο) και θα συμπληρώσω με δύο ηχητικά αποσπάσματα από την εκπομπή αυτή αργότερα, αν τα καταφέρω. Προς το παρόν, η επιστολή του Κ. Φέρρη προς εμένα:

[i]Quote

Νίκο,[/i]
Μόλις τώρα επιστρέφω στο Δίκτυο, ύστερα 1,5 μήνα περίπου αναγκαστικής απουσίας, κι ύστερα από αναβάθμηση του υπολογιστή, και απολύμανση από τους ιούς που μας καταστρέψανε… Βρήκα… 1.406 μηνύματα, και θα μου πάρει ίσως μιά βδομάδα γιά να τα διαγράψω. Στάθηκα όμως στο δικό σου, κι είναι η πρώτη απάντηση σε παλιά μηνύματα που στέλνω. Σου απαντάω λοιπόν κάπως εκτεταμένα, γιατί είναι ίσως η ευκαιρία να διηγηθώ μιάν από τις σημαντικές στιγμές της δικής μου ρεμπετολογικής έρευνας.

Θεωρώ τον εαυτό μου υπερήφανο, που αποκάλυψε γιά πρώτη φορά την ιστορία με τα μπεμόλια, που προκάλεσε όχι μόνο έκρηξη, αλλά και αναθεώρηση γιά πράγματα που πιστεύαμε ως τότε. Η ιστορία έγινε ως εξής: Το 1975, ανέλαβα με άλλους τέσσερις συναδέλφους, να “στήσουμε” (δηλαδή να κάνομε μιά σειρά εκπομπές ειδικού τύπου ντοκυμαντέρ, πειραματιζόμενοι γιά να ορίσουμε το στύλ και τη δομή) της εκπομπής “Παρασκήνιο”. Ας σημειώσω εδώ πως σ’ ένα χρόνο μέσα το καταφέραμε, κι αυτό είναι το στυλ που κρατάει αυτή η εκπομπή ως σήμερα.

Ύστερα από δυό-τρεις εκπομπές που έφτιαξα (“Λυρική Σκηνή”, “Νίκος Ξυλούρης” κ.λ.) μου δόθηκε παραγγελία να κάνω κάτι γιά την απονομή του Χρυσού Δίσκου στον Βασίλη Τσιτσάνη, κι αυτό γιατί τον ήξερα από παλιά και μπορούσα να μιλάω μαζί του ανοιχτά. Πήγαμε φυσικά στην απονομή με κάμερα, πετύχαμε μιάν εντυπωσιακή σκηνή με όλους τους “Μεγάλους” (Θεοδωράκη, Λοϊζο, Μαρκόπουλο, κ.λ. κ.λ. κ.λ.) που σχολιάζανε την “κατάντια του Ελληνικού τραγουδιού”, κι ο Θεοδωράκης μάλιστα ειρωνεότανε το “Υπάρχωωωωωω” και τον Καζαντζίδη, κι όλο μιλούσανε γιά λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά, κι όλο τρώγανε, τρώγανε, τρώγανε, τρώγανε τα μεζεδάκια του μπουφέ. Αυτή η σκηνή μου έφερε έναν τεράστιο τίτλο “ΜΠΡΑΒΟ ΦΕΡΡΗ !!!” ΄πούβαλε η Μαρία Παπαδοπούλου στα Νέα.

Φυσικά δε μπορούσα ν’ αρκεστώ σ’ αυτά, και δώσαμε ραντεβού στο σπίτι του Τσιτσάνη, τ’ απόγευμα, γιά να γυρίσουμε την κύρια συνέντευξη. Πρέπει να σημειώσω πως ηχολήπτης στο συνεργείο ήταν ο -νεοφώτιστος τότε ρεμπετόφιλος- Γιώργος Παπαδάκης. Και πως συνεργάτης μου - δημοσιογράφος, ήταν ο Δημήτρης Γκιώνης της Ελευθεροτυπίας.

Πριν αρχίσει η συνέντευξη, μας είπε πως αυτός ο “Χρυσός Δίσκος” (ήταν τα ποτ-πουρί σε LP με εξώφυλλο το κομπολόϊ, από τα παλιά διπλά 45άρια, Μπιθικώτσης κ.λ.) είναι… χάρτινος! Επιστρέφοντας σπίτι του από τη δεξίωση, είχε πάει ο αθεόφοβος σε φίλο του χρυσοχόο, που ένγαλε τη διάγνωση πως ο δίσκος δεν είναι συμπαγής χρυσός, αλλά… απλώς επιχρυσωμένο χαρτόνι, και πως γι αυτό οι εταιρίες εξαπατούν! Αυτό με φούντωσε, κι αποφάσισα να τον… στριμώξω στη συνέντευξη, στη σκοτεινή περίοδο του Μεταξά, και της υποκατάστασης του Βαμβακάρη (όπως νομίζαμε ως τότε) από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Έτσι άφησα τον Γκιώνη να ολοκληρώσει τις δικές του ερωτήσεις ("Πως γράψατε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” κ.λ. κ.λ.), και πήρα τη σειρά μου στο θέμα “Μεταξάς και Λογοκρισία” (ας μην ξεχνάμε πως είμαστε μόλις ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας, και δίνομε μεγάλες μάχες γιά την κατάργηση της λογοκρισίας).

Απέναντί μου, on camera, ο Τσιτσάνης βρέθηκε αμήχανος. Καταλάβαινε πολύ καλά που το πήγαινα, απ’ την άλλη δεν ήθελε να με κακοκαρδίσει γιατί ήτανε της μόδας να είσαι αριστερός, κι άρχισε να λέει (αμήχανα) κάτι γιά το ότι "κοίτα να δεις, η λογοκρισία πάντα υπήρχε. και ο καλλιθτέχνης δε μπορεί να επηρεάζεται απ’ αυτό, αλλά να κάνει το έργο του, προσαρμοζόμενος (δεν είναι η λέξη που χρησιμοποίησε) στις επιταγές της κοινωνίας. Εκεί πάνω, STOP, Ο οπερατέρ, Θοδωρής Μαργκάς, μας σταματάει, γιατί τέλειωσε το φιλμ και πάει να φέρει καινούργιο “σασσί” (κασέτα το λένε σήμερα). Χαλαρώνουμε. “Να σβύσω τα φώτα;” με ρωτάει ο ηλεκτρολόγος. “Όχι μωρέ, θα ξαρανρχίσουμε αμέσως”! Κατεβαίνουν οι τόνοι, Και με ρωτάει ο Τσιτσάνης: “Γράφομε τώρα;” Από ένστικτό, γυρνάω να δω τον Παπαδάκη, και βλέπω τη μπομπίνα του Νάγκρα να γυρνάει. Ο Γιώργος με κοιτάει με νόημα, “Όχι, Βασίλη, του λέω ακαριαία, διάλειμμα”. Κι αρχίζει:

“Κοίτα να δεις…” Στο μεταξύ ο Μαργκάς έχει φορτώσει τη μηχανή με φιλμ, με κοιτάει πονηρά, του κλείνω το μάτι, κι αυτός πατάει το κουμπί!
“Κοίτα να δεις… Λέμε λογοκρισία και λογογρισία, αλλά η λογοκρισία του Μεταξά χρειαζότανε, κι έκανε καλό!” ΜΠΟΜΠΑ!ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ! “Δηλαδή;”
“Να σου πω. Ο Μεταξάς είχε βάλει στη λογοκρισία έναν πολύ σοβαρό κύριο, τον κύριο Ψαρούδα!”
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Ιωάννης Ψαρούδας, εξαιρετικός μουσικολόγος της εποχής, κλασσική παιδεία, στην ομάδα Ζαλοκώστα (Ξημερώνει αυγή δροσάτη…) γιά την κάθαρση του Ελληνικού πολιτισμού από ξενίφερτα στοιχεία -ή κάπως έτσι- κ.λ. κ.λ. Πατέρας της κας Ιωάννας Ψαρούδα-Μπενάκη.

"Αυτός ο Ψαρούδας λοιπόν, μας απαγόρευε τα μπεμόλια. κι εγώ βοηθούσα τους συναδέφους μου να διορθώνουν τα τραγούδια τους γιά να περνάνε τη λογοκρισία"!
“Τι είναι τα μπεμόλια, Βασίλη;”
“Άκου να δεις:” Και πιάνει το μπουζούκι του. "Όταν του Μάρκου του κόψαν τον τίτλο “Αλανιάρα”, δεν είχε πρόβλημα, γιατί την έκανε “Παιχνιδιάρα”. Όμως του Μάρκου τούρχονταν "Κάθε βράδυ θα ΣΕΕΕΕ, θα ΣΕΕΕΕΕ… περιμένω", και τσίριζε αστό το ΣΕΕΕΕ…, που ήτανε μισό τόνο πάνω απ’ αυτό που ξέρομε. "Αυτό το ΣΕΕΕΕ…, είναι μπεμόλι. Γι αυτό κι εγώ τον βοήθησα το Μάρκο, και του διόρθωσα αυτό το ΣΕΕΕΕ… κι έτσι πέρασα το τραγούδι από τη λογοκρισία του Ψαρούδα."

Η ταραχή όλου του συνεργείου ήταν τέτοια, που κοντέψαμε να προδωθούμε. Το πήρε όμως χαμπάρι ο Γκιώνης, κι ήρθε να μου ψιθυρίσει: “Αυτό ποτυ κάνεις είναι απαράδεκτο! Είναι δημοσιογραφικά αντιδεοντολογικό!” Στα μουλωχτά και μ’ ένα δολοφονικό βλέμμα, του ψιθύρισα: “Άντε χάσου από μπροστά μου και μη μου το χαλάσεις, γιατί θα σε σφάξω!” Και συνέχισα, δήθεν αδιάφορα: “Δηλαδή, θες να πεις Βασίλη, πως ο Ψαρούδας ήθελε να κάνει το τραγούδι μας Δυτικότροπο, ή “Ευρωπαϊκό” όπως λέγατε τότε;” Χαμογέλασε πονηρά, και είπε: “Πιό Ελληνικό λέω εγώ…” Και συμπληρώνει εξομολογητικά: "Κοίτα να δεις… Ο Μεταξάς, ήταν Κεφαλλονίτης. Κι εγώ τότε έγραψα ΚΑΤΙ ΚΑΝΤΑΔΕΣ… ΚΑΤΙ ΚΑΝΤΑΔΕΣ…" Είναι η φράση που σώζεται στην ταινία μου, ειπωμένη από τον Νίκο Καλογερόπουλο.

Η συνέχεια ήρθε μόνη της. Πήγαμε και στα Τρίκαλα, και τραβήξαμε τον Κίτσο στο Ουζερί, να κυκλοφορεί μούργος και γυρνώντας τις πλάτες στην κάμερα, ενώ οι πελάτες σχολιάζανε πόσο μεγάλος μουσικός είναι και πόσο πικραμένος με τον αρεδφό του. Πήραμε και συνέντευξη από την αδερφή του, που προκάλεσε σύγκρουση στην οικογένεια, γιατί ο Βασίλης τους είχε απαγορεύσει να μιλάνε στην τηλεόραση με απειλή να τους κόψει το επίδομα. Όλα αυτά είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ, και ΑΠΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΡΙ.

Στο μοντάζ, ο Γκιώνης διαφώνησε με τη χρήση του μέρους της “συνέντευξης” που γυρίστηκε εν αγνοία του, αλλά στο τέλιος εντυπωσιάστηκε από την όλη εκπομπή και το δέχτηκε. Βγαίνει η εκπομπή στον αέρα, και… ΜΠΑΜ ΗΚΟΥΣΘΗ ΣΤΥΟΝ ΑΕΡΑ! Ήμουνα τυχερός που η Μαρία Παπαδοπούλου με συμπαθούσε και αντιπαθούσε αυτούς που προβάλλονται με αριστερές θέσεις ενώ είναι συντηρητικοί, κι έγραψε ΠΡΩΤΗ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ την πιό διθυραμβική κριτική που μου γράψανε ποτέ.

Ο Τσιτσάνης έλειπε στη Γερμανία, κι εκεί έμαθε τα μαντάτα. Μου μήνυσε λοιπόν “να κρυφτώ, γιατί όταν έρθει στην Ελλάδα θα με καθαρίσει!!!” Φυσικά και η έκφραση αυτή είναι καθαρά μάγκικη, και δε σημαίνει πως το εννοούσε. Το μήνυμα μου τόπε μιά συνάδελφός μου σκηνοθέτις (μακαρίτισσα τώρα) που ήτανε και περιστασιακή του γκόμενα! Με ξεφώνισε δημοσία στα Εξάρχεια, και της έσουρα τον αναβαλλόμενο. “Ο Τσιτσάνης έχει το δικαίωμα να με καθαρίσει, αλλά εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να τον πιάνεις στο στόμα σου.”

Η συμφιλίωσή μου με τον Τσιτσάνη έγινε 5 χρόνια αργότερα, όταν έκανα μιά τεράστια μουσική εκπομπή (ξεπέταγμα) με 80 τραγουδιστές (από Μπέσυ Αργυράκη μέχρι Μάκη Χριστοδουλόπουλο, κι από Βίκυ Μοσχολιού ίσαμε Γλυκερία κα βάλε). Όταν ήρθε η σειρά του Τσιτσάνη, κατέβηκα στο πλατώ, τραπέζια γεμάτα κομπάρσους, και πλησίασα μιά χαζογκόμενα. ενώ ο βοηθός μου πήγε να έιδοποιήσει τον Τσίλια ναρθεί. Και την ώρα που περνούσε (με την Ελένη Γεράνη και τους άλλους, και το μπουζούκι στο χέρι, βγάζω μιά βροντερή φωνή χωροφύλακα: “Σήκω πάβνω μωρή:” Τρέμοντας η καημένη η τύπισα σηκώθηκε στη θέση της σε στάση προσοχής, κοντοστάθηκε κι ο Τσιτσάνης. “Ποιός είναι ο κύριος που είναι μπροστά σου;” Κόκκαλο η μικρά. “Δεν ξέρω, κύρις Κώστα…” “Αν ήμουνα ο Μουσχουντής, τώρα θα σ’ έχωνα μέσα!” Η κοπελιά δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά ο Βασίλης -νομίζω πως" συγκινήθηκε… “Τι να σε πω, ρε τσόγλανε… Έχε χάρη ποτυ είσαι έξυπνος, κι αγαπάς το τραγούδι μας.”

Με τη μαρτυρία αυτή, κατέρρευσε ο μύθος πως “ο Μεταξάς απαγόρευσε το μπουζούκι”, αλλά αποκαλύφθηκε (όπως διασταυρώθηκε αργότερα από την Αγγέλα Παπάζογλου) πως τα μεγάλα θύμετα της λογοκρισίας του Μεταξά, ήταν η Σμυρνέϊκη (του Πειραιά) Κομπανία, δηλαδή τα σαντουρόβιολα και οι Βυζαντινοί τρόποι που οι Αθηναίοι ονόμαζαν Τουρκομερίτικους. Γι αυτό και σήμερα, η αντίδρασή μας γιά όσους ψάχνονται στους “Τούρκικους δρόμους και μακάμια” σε σχέση με το ρεμπέτικο, είναι ίσως κάπως υπερβολική. Αυτό οφείλεται στο ότι αυτοί που εντρυφούν σ’ αυτό (π.χ. ο φίλος μας και εξαιρικός Παπαϊωάννου, με τον οποίο λίγο έλειψε… να πλακωθούμε στο παρελθόν) άθελά τους και αναγκαστικά, χρησιμοποιούν τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιόύσαν οι εχθροί μας τότε Ελληναράδες, γιά να πολεμήσουν το τραγηούδι που θεωρούσαν “Τουρεκομερίτικο” και του πρόσφυγες που ονόμαζαν “Τουρκόσπορους”.

Αν νομίζεις πως το σημείωμα αυτό έχει ενδιαφέρον και γιά τους άλλους, κατέβασέ το στο Φόρουμ, γιατί εμένα θα μου πάρει 5-6 μέρες να μπω.

(Κ. Φ. μετά από δική μου παράκληση, Μάρτιος 2005)
Unquote

Ζητώ συγνώμη για το χρόνο όσων είχαν την υπομονή να διαβάσουν όλα τα παραπάνω, αλλά δεν θέλησα να περικόψω την επιστολή, για να μη θεωρηθεί ότι προσπαθώ ίσως να διαστρεβλώσω στοιχεία ή καταστάσεις.

καλά που ξανανέβηκε αυτή η μαρτυρία, την είχα πετύχει σε κάποια αρχαία συζήτηση στο αρχείο του φόρουμ, με κείνους τους αλαμπουρνέζικους χαρακτήρες στις απόστροφους… τώρα επιτέλους διαβάζεται άνετα και είναι προσβάσιμη.

Για τα μπεμόλια, η εξήγηση του Φέρρη στο βίντεο είναι «αυτές οι νότες που δεν είναι σταθερές». Από το περιστατικό που περιγράφει ο ίδιος ο Φέρρης στο παραπάνω κείμενο, δεν προκύπτει ακριβώς το ίδιο, αλλά ούτε και κάτι πάρα πολύ διαφορετικό.

Για να ξεκινήσουμε, κυριολεκτικά “μπεμόλια” σημαίνει υφέσεις. Δηλαδή νότες χαμηλωμένες. Ας πούμε ότι αυτός ο όρος, που προέρχεται από τους μουσικά εγγράμματους μουσικούς, όχι από τους ρεμπέτες, στη γλώσσα των ρεμπέτηδων επεκτάθηκε και πήρε τη σημασία «νότες υψωμένες ή χαμηλωμένες».

Ποιες είναι αυτές οι νότες;

α) Οι κλίμακες ορισμένων λαϊκών δρόμων ταυτίζονται με κλίμακες της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής. Αυτοί οι δρόμοι ακούγονται οικείοι σ’ έναν δυτικοθρεμμένο ακροατή. Άλλων όμως δρόμων η κλίμακα διαφέρει από κάποια ευρωπαϊκή κατά μία ή δύο νότες, που είναι ένα ημιτόνιο πιο χαμηλά ή πιο ψηλά απ’ ό,τι στην ευρωπαϊκή κλίμακα. Αυτοί βγάζουν, στο δυτικό αφτί, ένα χρώμα χαρακτηριστικά ανατολίτικο, συνήθως παραπονιάρικο και νοσταλγικό.

Παράδειγμα: το ρε μινόρε, είτε ως δυτική κλίμακα είτε ως λαϊκός δρόμος, αρχίζει «ρε, μι, φα, σολ, λα». Το ρε νιαβέντ όμως έχει δίεση στο σολ: «ρε, μι, φα, σολ#, λα». Ενώ πριν τα διαστήματα ήταν τόνος, ημιτόνιο, τόνος, τόνος, με τη δίεση το σολ απομακρύνεται από το φα σχηματίζοντας τριημιτόνιο και πλησιάζει στο λα σχηματίζοντας ημιτόνιο. Αυτή η σειρά διαστημάτων δίνει το «ανατολίτικο χρώμα» (λέμε τώρα…), και ο Μεταξάς δεν την ήθελε για να μη διαφθείρει τα λεβέντικα ήθη των Ελλήνων με την ανατολίτικη χαύνωση.

Κατά το κείμενο του Φέρρη, το σολ# του νιαβέντ είναι ένα μπεμόλι.

β) Επιπλέον, στους λαϊκούς δρόμους συμβαίνει και κάτι άλλο. Όποια κι αν είναι η κανονική θέση κάθε νότας, ίδια ή διαφορετική απ’ ό,τι σε μια ευρωπαϊκή κλίμακα, σε κάποια σημεία του τραγουδιού ορισμένες νότες μετακινούνται, δηλαδή παίζονται ένα ημιτόνιο πιο ψηλά ή πιο χαμηλά από την κανονική τους θέση, για να πλησιάσουν τη διπλανή τους (την παραπάνω ή την παρακάτω) που, όπως λέμε, έχει την ιδιότητα να έλκει την άλλη νότα προς το μέρος της.

Παράδειγμα: η κλίμακα του Ρε ραστ ξεκινάει «ρε, μι, φα#, σολ, λα, σι…» (ίδια με το ευρωπαϊκό ρε ματζόρε). Όμως το Λα έχει την ιδιότητα να έλκει, μερικές φορές, το Σολ και να το κάνει Σολ#. Μπορείς λοιπόν να έχεις ένα σημείο με πολύ λα και με τις διπλανές νότες να το τριγυρίζουν, καταλήγοντας πάντα σ’ αυτό, και αντί π.χ. για «λά-σι-λά-σολ-λά» να παιχτεί «λά-σι-λά-σολ#-λά». Και πάλι, βγαίνει ένα «ανατολίτικο» χρώμα - είναι από τις λεπτομέρειες που κάνουν το Ραστ να είναι λαϊκός δρόμος κι όχι ένα απλό ματζόρε.

Κατά το βίντεο (λόγια Φέρρη και μουσικό παράδειγμα) αυτές οι έλξεις είναι μπεμόλια: νότες που δεν είναι σταθερές.


Προσωπικά τα μπεμόλια τα είχα καταλάβει μέχρι τώρα με την πρώτη έννοια. Και τις δύο τις ακούμε από τον Φέρρη, που του τις εξήγησε ο Τσιτσάνης. Στην πραγματικότητα μπορεί κάλλιστα να εννοούσαν και τα δύο αδιακρίτως. Για όποιον κατέχει τους λαϊκούς δρόμους από μέσα, είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Για όποιον όμως τους κοιτάει απ’ έξω, μη γνωρίζοντας την εσωτερική λογική που τους διέπει, και τα δύο χτυπάνε ως μη ευρωπαϊκά.

Ο Φέρρης δεν κατάλαβε και πολλά, ούτως ή άλλως.

Στη γλώσσα του Τσιτσάνη, ίσως. Μην το γενικεύουμε όμως, από άλλον “ρεμπέτη” εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω άλλη παρόμοια μαρτυρία.

Όχι πάντα, γιατί υπάρχουν και οι έλξεις, όπως εξηγείς παρακάτω.

Και με την τεχνική βοήθεια του Πεβέν, ακούστε και τις ηχητικές τεκμηριώσεις, αν ακολούθησα σωστά τις οδηγίες του: