Γιοβάν Τσαούς

Έχεις δίκιο, αυτή η εξαίρεση κι εμένα μου είχε κινήσει την περιέργεια. Αλλά δε νομίζω πως έχει να κάνει με το θέμα μας. Πρόκειται για το γνωστό και κλασικό ρήμα μπαφιάζω (=μπουχτίζω), που είναι άσχετο από τον (νεότερο, όσο ξέρω) μπάφο.

Θα μου πεις: μα θα έλεγε κανείς «μπήκα να φουμάρω μέχρι να μπουχτίσω»; αυτό το ρήμα έχει αρνητική σημασία, δε σημαίνει κάτι ευχάριστο. Όντως, κάτι άλλο πρέπει να εννοεί. Πάντως έχουμε και το «θα πιω μέχρι να πήξω» (στη «Φωνή του αργιλέ»), όπου πάλι ένα ρήμα με αρνητική σημασία είναι φανερό ότι χρησιμοποιείται θετικά. Και σήμερα ακούει κανείς «πάμε να γίνουμε χάλια» ή άλλες παρόμοιες εκφράσεις, αρνητικές γενικά αλλά θετικές εν προκειμένω, σε σχέση με μεθύσια και μαστούρες. Και το ίδιο συμβαίνει και σ’ άλλες γλώσσες, π.χ. στα αγγλικά μπορεί κάποιος να πει «I’m all fucked up» και να εννοεί πόσο χαίρεται που έχει μεθύσει/μαστουρώσει τόσο πολύ.

Μ’ όλα τα παραπάνω, εξακολουθώ να μην έχω βρει πειστική εξήγηση για τον συγκεκριμένο στίχο. Αλλά δε θεωρώ ότι για να βγει νόημα πρέπει να ανατρέξουμε στον μπάφο, λέξη άγνωστη (ή πάντως αμάρτυρη) εκείνα τα χρόνια, και εντελώς άσχετη από το σημερινό ρήμα μπαφιάζω. Άλλωστε ο μπάφος είναι τσιγάρο, αυτός ναργιλέ ήπιε.


Και κάτι τεχνικό:

Μπάμπη, δε χρειάζεται να παραθέτεις ολόκληρο μήνυμα όταν απαντάς μόνο σε μία φράση. Με τον ίδιο τρόπο που υπογράμμισες εδώ το σημείο που σ’ ενδιέφερε, μπορείς -πιο απλά- να σβήσεις τα υπόλοιπα και να μείνει μόνο αυτό.

Π.

Το “μπαφιάζω” δεν βγαίνει από τον “μπάφο”. Σύμφωνα με την ετυμολογία βγαίνει από το “μπαφ” της δυνατής εκπνοής. Επίσης υποστηρίζεται ότι ο “μπάφος” προέρχεται από το μπαφιάζω και όχι το αντίθετο.
https://el.wiktionary.org/wiki/μπαφιάζω

https://www.youtube.com/watch?v=UF0udJM5_ec

Τον πρώτο και καλύτερο συνάντησα το Στράτο το Στράτο τον Παγιουμτζή που λέγαμε Τεμπέλη και
φύτευε το χόρτο του σε ξέφραγο αμπέλι

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 09:31 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 09:20 —

Εγώ ξέρω ότι από όταν λέμε, «πάμε να μπαφιάσουμε» εννοούμε πάμε να μαστουρώσουμε, να πιούμε χασίς και όλα τα παρελκόμενα του.

Μα εκεί είναι χόρτο! Δεν είναι αργκό του χώρου, είναι απλή κυριολεξία.

Πάντως αναγνωρίζω ότι, σε συνδυασμό και με τη μαρτυρία που αναφέρθηκε πιο πάνω από τον Δημήτρη (Δημόπουλος - Φέρμας #75) μπορεί κανείς ν’ αρχίσει να είναι λιγότερο απόλυτος ως προς τη μη ύπαρξη του όρου τότε.

Έτερον εκάτερον. Μπαφιάζω σημαίνει μπουχτίζω. Αυτό ίσχυε από αρκετές δεκαετίες και δεν άλλαξε ποτέ, και ετυμολογείται όπως λέει ο Λουκάς (από άλλη πηγή όπου διασταύρωσα την ίδια άποψη - το ετυμολογικό του Μπαμπ.). Η ύπαρξη όμως μιας παρόμοιας πλην άσχετης λέξης, του μπάφου, οδήγησε στο λογοπαίγνιο «μπαφιάζω = πίνω μπάφους». Το ότι σε μερικές παρέες ξεχάστηκε ότι πρόκειται για λογοπαίγνιο και θεωρήθηκε σαν κυριολεξία δεν είναι σε καμία περίπτωση γενικό φαινόμενο.

Δυστυχώς ο μπάφος δεν έχει θεωρηθεί μέχρι τώρα λέξη της Κοινής Νεοελληνικής από τους λεξικογράφους, κι έτσι δεν έχουμε μια αξιόπιστη ετυμολογία. Το ότι βγαίνει από το μπαφιάζω, που λέει ο Λουκάς, το είδα στο slang.gr, όπου μπορεί κανείς να διαβάσει πληροφορίες κάθε επιπέδου, από σοβαρότατες μέχρι πανάσχετες.

Πάντως να θυμηθούμε ότι η συζήτηση ξεκίνησε από τον κορτάκια/χορτάκια. Ο μπάφος δεν έχει καμία σχέση. Τον μπάφο τον βγάλαμε στη μέση με την αφορμή του αν το χασικλήδικο λεξιλόγιο έχει μείνει απαράλλακτο από τότε μέχρι τώρα. Λοιπόν, απαράλλακτο δεν έχει μείνει, αυτό είναι βέβαιο, αφού στα ρεμπέτικα ακούμε πολλές λέξεις που σήμερα δε λέγονται (κανείς δε λέει τσίκα, κανείς δεν ονομάζει «τζούρες» τα αποκαΐδια του χρησιμοποιημένου χασισιού, κανείς δε μιλάει για τουμπεκί γιατί δε χρησιμοποιείται έτσι κι αλλιώς) και αντιστρόφως (στα ρεμπέτικα δε λένε «την άκουσα», δε μιλάνε για τζιβάνες, δε λένε «γάρο», δεν αναφέρουν ανάποδες…). Από κει και πέρα, το αν μία συγκεκριμένη λέξη είναι παλιά δεν αποδεικνύει τίποτε για μια άλλη λέξη.

… και πράγματι, εγώ άλλη ερμηνεία βλέπω: να χορτάσω*, ώστε να μπορέσω να ξεχάσω και τις πίκρες.

Ο Μπακογιάννης έκανε πολύν καιρό διευθυντής, στη γερμανική ραδιοφωνία, του τμήματος για τις εκπομπές που απευθύνονταν στους Έλληνες εργάτες της Γερμανίας. Στη γερμανική γλώσσα, εκείνη την εποχή (τέλος των ΄60), η λέξη das Gras (το χόρτο) είχε καταντήσει σχεδόν ταυτόσημη με το χασίς. Φυσικά, ο Μπακογιάννης δεν υπήρξε “ρεμπέτης”. Αλλά, ψύλλους στ’ άχυρα γυρεύουμε…

*εγώ, το ρήμα μπαφιάζω το ξέρω όχι μόνο ως μπουχτίζω, αρνητικά, αλλά και ως “το παράκανα γενικώς, ακόμα και με ευχάριστα πράγματα”.

[QUOTE=pepe;258826]Μα εκεί είναι χόρτο! Δεν είναι αργκό του χώρου, είναι απλή κυριολεξία.

Εάν διαβάσεις τους στίχους θα καταλάβεις ότι δεν είναι κυριολεξία, λες στον αγύριστο ο Παγιουμτζης να καλλιεργούσε βλίτα και ραδίκια;

Το χασίσι δεν είναι ψάρι. Είναι χόρτο, όσο και το βλίτο, δηλαδή στ’ αλήθεια και όχι μόνο συνθηματικά. Αλλά υπάρχει και η συνθηματική χρήση «χόρτο = φούντα», δηλαδή «χόρτο = από όλα τα χόρτα του κόσμου, ειδικά το χόρτο που βγάζει το χασίσι».

Του πότε είναι αυτό το τραγούδι;

Υπάρχει και το «σε μια στρούγκα σε μια στάνη φύτρωσε ένα βοτάνι», που μιλάει πάλι για χασισόφυτα. Θεωρείται ρεμπέτικο, δεν ξέρω αν είναι παλιό γιατί το 'χω ακούσει μόνο σε νεότερη ψιλοσκυλέ εκτέλεση, αλλά βέβαια δεν εννοεί ότι η λέξη βοτάνι ήταν συνθηματικό για το χασισόχορτο, απλώς λέει βοτάνι και μας αφήνει να μαντέψουμε αν ήταν αρμπαρόριζα, έρωντας ή χασίσι.

Προσοχή μην πειράξεις τις αγκύλες πριν και μετά, και το περιεχόμενό τους.

η Ιστοσελίδα λέει 1980

Ε, τότε δεν έχει αξία. Κακώς το έβαλες στην κουβέντα. Είναι εκτός εποχής.

Σας ζήτω συγγνώμη, την επόμενη φορά θα σας στείλω προσωπικό μήνυμα πριν δημοσιεύσω κάτι .

Δεν χρειάζεται να χανόμαστε. Το μπαφιάζω σαν έννοια έχει την σημασία “παραχόρτασα μέχρι αηδίας” - “μπούχτισα”, απ΄ότι κάνω. Τώρα το πως μπορεί να το χρησιμοποιεί κάποιος δεν σημαίνει ότι αυτή είναι και η καθολική σημασία.
Εν τω μεταξύ άλλο προπολεμικά, άλλο το '54. Έχουν μεσολαβήσει οι αγγλοαμερικάνοι που έχουν περάσει εκφράσεις και λέξεις ατόφιες, και εξελληνισμένες και μεταφράσεις. Οπότε το grass μεταφράστηκε σαν χόρτο. Ειδικά μετα την διακίνηση που κάναν οι σύμμαχοι μετά την κατοχή.

Το είδα, αλλά επειδή μου φάνηκε απίθανο να έφερνες ένα παράδειγμα από το 1980 για την προπολεμική αργκό, σκέφτηκα μήπως ήξερες παλιότερη εκτέλεση.

Από τις εκφράσεις «την ακούω», «ανάποδες» και «γάρο», που ανέφερα πιο πάνω, έκανα μια σκέψη που εξηγεί, πιο λιανά και χειροπιαστά, γιατί το «χόρτο» και ο «χορτάκιας» δε μου κολλάνε για αργκό της υπό εξέταση περιόδου:

Το λεξιλόγιο γύρω από μια παράνομη δραστηριότητα έχει πάντοτε σκοπό να μη γίνεται κατανοητό στους απέξω, από τον φόβο της αστυνομίας και των καρφωτήδων. Τότε, αυτό το πετύχαιναν κυρίως με τη χρήση λέξεων που είναι ούτως ή άλλως ακατανόητες, δηλαδή δεν έχουν άλλη σημασία παρά μόνο αυτήν που ξέρουν οι μυημένοι. Σήμερα, αντίθετα, χρησιμοποιούνται πολύ περισσότερο οι υπαινιγμοί, οι λέξεις του γενικού λεξιλογίου που όμως, μέσα στο συνθηματικό πλαίσιο, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, και οι λέξεις του γενικού λεξιλογίου με κομμένες ή ανεστραμμένες συλλαβές. Σήμερα, π.χ., η πιο συνηθισμένη λέξη για το τσιγάρο με χασίσι είναι απλώς «τσιγάρο». Ακόμη πιο συνηθισμένο είναι το να μην πεις απολύτως τίποτε, π.χ. «να στρίψω ένα;» (ένα τι; ξέρεις :089:). Ο «μπάφος» λέγεται βέβαια, αλλά κυρίως εκτός πλαισίου (δηλαδή πιο συχνά θα ακούσουμε «είδα κάτι τύπους και πίνανε μπάφους», κάτι που δε μας αφορά άμεσα αυτή τη στιγμή, παρά «δώσε μου τον μπάφο να πιω κι εγώ λίγο»). Το «γάρο» είναι πάλι μια κανονική λέξη, με συνθηματική συγκοπή της πρώτης συλλαβής. Ο «φοσμπά» είναι πάλι συνθηματικός ανασυλλαβισμός, ποδανά -που δεν έχω ακούσει να υπήρχαν τότε. Το «σταφ» είναι μια εντελώς ουδέτερη λέξη, που το ελληνικό αντίστοιχό της είναι «πράμα». Το «χασίσι» ή «χασίς» και η «μαριχουάνα», και πάλι, λέγονται σχεδόν αποκλειστικά εκτός πλαισίου. Το ίδιο και το «τσιγαριλίκι» (που το βρίσκουμε σε ρεμπέτικα, αλλά σήμερα το λένε μόνο σε θεωρητικές συζητήσεις).

Οι ρεμπέτες δεν κατέφευγαν σε τέτοιους υπαινιγμούς. Το χασίσι το λένε χασίσι, τον ναργιλέ ναργιλέ, το φουμάρισμα φουμάρισμα, το μαστουρώνω μαστουρώνω. Μόνο το «μαύρο» / «μαυράκι» είναι λέξη που έχει και άλλη, ορθόδοξη σημασία και που ωστόσο να λεγόταν και τότε με συνθηματική σημασία. Εντάξει, λέγανε και για τον ναργιλέ «ο μάπας» και «ο θανάσης», αλλά ποια είναι η συχνότητα αυτών των υπαινικτικών λέξεων έναντι του κυριολεκτικού «(ν)αργιλές»;

Μ’ όλα αυτά υπ’ όψιν, δε μου κολλάει να υποθέσω ότι μια ουδέτερη λέξη όπως «χόρτο» θα πέρναγε στην τότε αργκό με συνθηματική σημασία, όσο κι αν αυτό γίνεται σήμερα. Άλλο ότι το χασισόφυτο είναι όντως χόρτο, και μπορεί να το ανέφεραν έτσι καμιά φορά.

Μιας και το εφερε το θέμα…

//youtu.be/dyr3rVoQoXc

Είναι, νομίζω, αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ο στιχουργός του τραγουδιού του Ζαμπέτα είναι ο Νίκος Μπακογιάννης και όχι ο αδελφός του, Παύλος που ήταν δημοσιογράφος στη γερμανική ραδιοφωνία τότε. Ο ΝΜ, οποίος είναι πιο γνωστός ως ηθοποιός, έγραφε και στίχους για τραγούδια.

Στέλιος: Το σουσάμι ήταν ένας κώδικας. Άλλος έλεγε γιαούρτι:019:[i], άλλος μίλαγε για τον Άη Βασίλη, άλλος έλεγε καλές απόκριες, άλλος έλεγε Ντο Ματζόρε.

[/i]Τραγούδι: …κρύβε λόγια

Πάσο. Αφού το λέει ο Στέλιος και μάλιστα με τόσες ευφάνταστες λεπτομέρειες, δε θα τις έβγαλε απ’ την κοιλιά του. (Παρόλο που βέβαια κι ο Στέλιος είναι ένας άνθρωπος της εποχής του, όχι της εποχής του πατέρα του, αλλά τέλος πάντων, σκοπός δεν είναι να τον αμφισβητήσουμε. Εγώ τα δέχομαι όλα αυτά.)

Αλλά στα τραγούδια δεν έχουν περάσει αυτοί οι κώδικες. Ίσως και επίτηδες, για να παραμείνουν μυστικοί. Ίσως για άλλο λόγο ή και τυχαία.

Εμμμ…Αλλο είναι να ακούς τόν Κολόμβο να σου λέει για την Αμερική,και αλλο τους Ινδιάνους…:089:

https://el.m.wiktionary.org/wiki/χασίς

Ετυμολογία Επεξεργασία < τουρκική haşiş < αραβική حَشِيش hashish (= χόρτο, πόα)

Η λέξη. χασίς σημαίνει χόρτο και προέρχεται από την πολύ παλιά ονομασία της ινδικής κάνναβης
“Hachich el fokkara”

(= χόρτο των φακίρηδων).

ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΚΔ΄, λ. χασίς.

Ένα πανέμορφο τραγούδι κατακρεουργείτε στο όνομα της αδιαφορίας από αυτούς που αδυνατούν να κατανοήσουν τα απλά και τα αυτονόητα.
Καληνύχτα σας και … γλυκόπιοτο το ξυδάκι !!!

Αφιερώνεται στη παρέα.

//youtu.be/H9yhGJ-oKfc

Μικρή παρατήρηση, που δεν αλλάζει την ουσία:

Των φουκαράδων (=φτωχών), όχι των φακίρηδων. Βέβαια πρόκειται για ομόρριζες λέξεις και συγγενείς στην αρχική τους έννοια (και ο φακίρης είναι φτωχός), υπάρχει μάλιστα και ο υπερθετικός «φακίρ-φουκαράς», ο πάμπτωχος.

Αν κατάλαβα καλά, θεωρούμε δεδομένο ότι τη λέξη χασίσι, που οι Έλληνες τη χρησιμοποιούσαν επί γενεές και την είχαν πάρει από τους Τούρκους, που με τη σειρά τους την έλεγαν κι αυτοί επί αιώνες αλλά αρχικά την είχαν δανειστεί από τους Πέρσες, για τους οποίους σημαίνει «χόρτο», ο Γιοβάν Τσαούσης την επαναφέρει στην αρχική της σημασία «χόρτο», γυρνώντας δυο γλώσσες πίσω και μερικούς αιώνες πίσω.

Δεν το βρίσκω πειστικό…

Μπάμπη, το πώς εξελίσσονται οι γλώσσες με τις λέξεις, τις σημασίες, τα δάνεια κλπ. έχει κάποιους κανόνες, που δεν μπορούμε να τους αγνοήσουμε. Για παράδειγμα, υπάρχει η έννοια της ετυμολογικής διαφάνειας: ο Πέρσης ξέρει τη λέξη «χασίς = χόρτο», επομένως, ακόμη κι όταν αναφέρεται στο ναρκωτικό, συνειδητοποιεί ότι η λέξη στην πραγματικότητα σημαίνει χόρτο. Ο Τούρκος, που δανείστηκε τη λέξη με τη συγκεκριμένη σημασία του ναρκωτικού και μόνο, και που δεν ξέρει περσικά, δεν το συνειδητοποιεί αυτό, γιατί η λέξη δεν έχει ετυμολογική διαφάνεια γι’ αυτόν (=δεν του φανερώνει την προέλευσή της, γιατί αυτή πάει πίσω σε μια ξένη γλώσσα). Πόσο μάλλον ο Έλληνας που τη δανείστηκε δεύτερος.

Συνεπώς όλη η ετυμολογική ιστορία που παρέθεσες είναι άσχετη από το θέμα μας.

Το ότι και ο Έλληνας άρχισε κάποια στιγμή να ονομάζει το χασίσι με την ελληνική λέξη χόρτο είναι τελείως ανεξάρτητο από την ετυμολογία της λ. «χασίσι». Σχετίζεται με την απλή πραγματικότητα ότι η χασισιά δεν είναι δέντρο, δεν είναι θάμνος, είναι πόα, δηλαδή χόρτο, πράγμα που έχουν διαπιστώσει και οι Άγγλοι (grass, weed), οι Γάλλοι (herbe) και άλλοι.

Όσο για το ξίδι, ασχολίαστο…