ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ: Η ζωή και το έργο του (1921 - 1970)
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη* το 1920** όπου είχε πάει η οικογένειά του που ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στο Ναύπλιο. Εκεί τελείωσε το Δημοτικό σχολείο.
* Κατά τον ρεμπετολόγο Τάσο Σχορέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ κατά τον ποιητή και συγγραφέα Νίκο Ρούτσο στο Ναύπλιο.
** Στα δικά μου κιτάπια σαν ημερομηνία γεννήσεως έχω καταγράψει: 21/3/1921).
Λίγο πριν το 1935 η οικογένειά του ξαναγύρισε στο Ναύπλιο από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί άρχισε να πρωτοεργάζεται, παιδί ακόμη, σαν μουσικός.
Γιος του βαρύμαγκα και καυγατζή Πειραιώτη Διαμαντή Χιώτη και μιας δυναμικής γυναίκας που διατηρούσε στο Ναύπλιο το πιο αριστοκρατικό Μπαρ, με τις πιο όμορφες κοπέλες για σερβιτόρες και με πελάτες της τους πιο παραλήδες και αριστοκράτες της εποχής εκείνης. Ο Μανώλης μεγάλωσε στα χέρια αυτών των κοριτσιών, με τα χάδια, τα φιλιά και τις τρυφερές φροντίδες τους, μέσα στη χλιδή και στα πλούτη της σπάταλης μητέρας του που δεν άφησε ποτέ να του λείψει τίποτα. Με λίγα λόγια, ο Μ. Χιώτης μεγάλωσε σαν αρχοντόπουλο στο Ναύπλιο και διατήρησε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του την αριστοκρατική του εμφάνιση και τον χαρακτήρα του.
Ο πατέρας του Μανώλη, ο Διαμαντής, ήταν ένας πασίγνωστος Ρεμπέτης και μάγκας του Πειραιά, μα ντόμπρος και μπεσαλής άντρας! Και πολύ - πολύ τίμιος και ηθικός άνθρωπος που δεν έκανε ποτέ υποχωρήσεις και συμβιβασμούς στη ζωή του για κανέναν και για τίποτε.
Η καταγωγή του προπάππου του ήταν από τη Χίο, γι’ αυτό και το όνομα Χιώτης.
Ο πατέρας Διαμαντής ήταν «ζόρικος» (όπως τον λέγανε) και δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τη γυναίκα του, γιατί σαν βρισκόταν στο Μπαρ καυγάδιζε και πιανόταν στα χέρια με τους πελάτες της.
Παρ’ όλη την άνεση και την πολυτέλεια των πρώτων χρόνων της ζωής του, ο Μανώλης Χιώτης δεν έγινε ούτε «μαμμόθρεφτο» ούτε κανένας λεπτεπίλεπτος άντρας. Αντίθετα ένας γερός και μεγάλος καλλιτέχνης και άφοβος νταής που τον έτρεμαν όλοι, φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι και μαγαζάτορες!
Ο αξέχαστος Μανώλης ήταν ένα κράμα, ένα χαρμάνι, ας το πούμε, της έξυπνης και δραστήριας μητέρας του και του τίμιου μα καβγατζή και παλικαρά πατέρα του.
Tο πρώτο όργανο που μαθαίνει και παίζει συνέχεια ο Μανωλάκης είναι η …σφυρίχτρα! Μια κοινή σφυρίχτρα σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι χωροφύλακες.
Τη βλέπει κάποια παραμονή Πρωτοχρονιάς στον πάγκο ενός μικροπωλητή στη μεγάλη πλατεία του Ναυπλίου, κι αρχίζει να κλαίει γοερά κι ασταμάτητα για να του την αγοράσουν.
Από τότε σφυρίζει, σφυρίζει μ’ έναν παράξενο τρόπο που νόμιζε κανείς πως σκάρωνε μ αυτήν μελωδίες και μέτρα τραγουδιών που εκείνες τις στιγμές δημιουργούσε. Aρα το πρώτο όργανο του Μανώλη Χιώτη ήταν η σφυρίχτρα που τον είχε γοητέψει και συνεπάρει τόσο.
Σαν ξεπετάγεται ο Μανώλης και γίνεται ένας νέος άντρας τυχαίνει ν’ ακούει κάποιον κιθαρίστα να παίζει και ξετρελαίνεται μ’ αυτό το όργανο. Κι έτσι απαιτητικός καθώς είναι, κολλάει στη μητέρα του: Μάνα, θέλω να μου αγοράσεις μια καλή κιθάρα! Πρόθυμη η μητέρα του τον παίρνει και με το τρένο κατεβαίνουν στην Αθήνα. Πηγαίνουν κι’ οι δυο τους, πιασμένοι χέρι-χέρι στη Στοά του Αρσακείου που βρίσκεται ακόμα το κατάστημα οργάνων του Γαϊτάνου.
- Κύριε Γαϊτάνε, του λέει, θέλω μια καλή κιθάρα για το γιο μου. Ο καταστηματάρχης ξεκρεμάει από τις ντουλάπες του ένα μικρό και πολυτελέστατο κιθαρόνι και το δίνει στο γιο. Μα ο Μανώλης, ο αργότερα μεγάλος αναμορφωτής του λαϊκού μας τραγουδιού, κοιτάζει με περιφρόνηση το μικρό κιθαρόνι και αρνιέται να το δεχτεί.
- Δεν θέλω τέτοια μικρή κιθάρα, λέει. Εγώ θέλω μια μεγάλη κιθάρα σ’ αυτές που παίζουν οι επαγγελματίες. Θέλω να τη διαλέξω μόνος μου. Αυτό το κιθαρόνι δεν μου κάνει!
Τέλος κι από τις πολλές κιθάρες που βλέπει ο Μανώλης, καταλήγει να πει το «ναι» για μια μεγάλη κιθάρα με πολλά στολίδια και με μανίκι από έβενο!
- Μ’ έκαψες παιδί μου, του κάνει η μητέρα του. Η κιθάρα που διάλεξες θα είναι πολύ ακριβή. Πρέπει να πουλήσω το Μπαρ για να σου την αγοράσω!
Στο σημείο αυτό επεμβαίνει ο γέρο-Γαϊτάνος:
- Μα αγοράκι μου, του λέει, είναι πολύ μεγάλη. Και τα δάχτυλά σου πολύ μικρά γι’ αυτήν, δεν θα μπορείς να την παίζεις.
- Μα και τα δάχτυλά μου θα μεγαλώσουν Κύριε! Αυτή η μεγάλη κιθάρα μου κάνει. Μονάχα μ’ αυτήν θα μπορώ να παίζω.
Τέλος, ο Μανωλάκης καταφέρνει να γίνει το δικό του. Η μητέρα του κουβαρντού και σπάταλη του αγοράζει τη μεγάλη και ακριβή κιθάρα που ζητάει.
Κατά μία άποψη (σημ.: του Ν. Ρούτσου), ο Μανώλης Χιώτης στρώνεται στη μελέτη και γρήγορα, χωρίς να πάει σε δάσκαλο, μαθαίνει μόνος του και γίνεται μεγάλος βιρτουόζος κιθαρίστας!
Κατά μία άλλη άποψη (σημ.: του Τάσου Σχορέλη) από πολύ μικρός πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού και ουτιού από ένα μεγάλο Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο, τον Γιώργο Λώλο.
(Και αργότερα βέβαια, στην Αθήνα, από τον βιρτουόζο Στεφανάκη Σπιτάμπελο).
Οι καλύτεροι και μεγαλύτεροι επαγγελματίες βιρτουόζοι της Αθήνας που τον ακούνε αργότερα, όχι μόνο τον παραδέχονται σαν μεγάλο δεξιοτέχνη της κιθάρας, μα σκάνε και από τη ζήλια τους. Μα και ο ίδιος ο Μανώλης Χιώτης ζηλεύει κάποτε κάποιον επαγγελματία κιθαρίστα στο Ναύπλιο, όχι γιατί παίζει καλύτερα απ’ αυτόν, μα επειδή εκείνος είχε συνθέσει ένα δικό του τραγούδι και το είχε «χτυπήσει» μάλιστα σε δίσκο.
Κι από τότε ο μέλλοντας μεγάλος συνθέτης μας πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά, θέλοντας να βρίσκει μελωδίες δικές του, να τους βάζει λόγια και να φτιάχνει δικά του πρωτότυπα τραγούδια! Ώσπου σε λίγο παρουσιάζει το πρώτο του τραγούδι με μουσική και στίχους δικά του! Και που, φυσικά, ο τίτλος του ήταν «Η Κιθάρα».
Η μουσική του τραγουδιού αυτού ήτανε βέβαια πολύ καλή και πρωτότυπη. Μα οι στίχοι του κακότεχνοι και κάπως αφελείς. Όμως ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΙ για την πορεία του στο λαϊκό στερέωμα. Δεν έγινε ποτέ δίσκος.
Ακούστε τους και σεις:
Σαν αγγίζω τα τέλια,
Βάζει ο Γέρος μου τα γέλια,
Και μου λέει «Ακαμάτη»,
Μάθε τέχνη κι’ άστη κι’ άστη!
Κιθάρα, κιθαρούλα μου
Μαγεύεις την καρδούλα μου!
Μα που θα πας, θα μεγαλώσω,
Δόξα μεγάλη θα σου δώσω!
Και η προς τα πάνω του Μανώλη Χιώτη συνεχίζεται αποδείχνοντας στον κόσμο πως ο μικρόσωμος αυτός νέος είναι μεγάλο ταλέντο ως εκτελεστής και συνθέτης.
Το 1936 έρχεται στην Αθήνα. Την πρώτη του ολιγοήμερη εμφάνισή του την έκανε στα «Παγώνια» (στη Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου γωνία) πλάϊ στον Στράτο Παγιουμτζή.
Μετά από εμφανίσεις που διαρκούσαν λίγες μέρες (με Γιώργο Δερέμπεη ή Σωφέρ, κλπ) εμφανίστηκε σαν επαγγελματίας στο «Δάσος», στο τέλος του 1936, πλάϊ στον Στράτο, και με ορχήστρα που αποτελείτο από μπουζούκι, σαντούρι, κιθάρα και βιολί.
Την ίδια εποχή, ο Στράτος τον πήγε στην «Κολούμπια» όπου, παιδάκι ακόμα (16 ετών), υπόγραψε συμβόλαιο σαν «διευθύνον πρίμο όργανο». Για πολλά χρόνια ήταν ο βασικός εκτελεστής της Columbia.
Σε λίγο, το 1937-38, φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι «Γιατί δεν λες το «Ναι» (Το χρήμα δεν το λογαριάζω)» με τον ανεπανάληπτο Στράτο Παγιουμτζή. Κορυφαίο κλασσικό ρεμπέτικο, από τα καλύτερα. Μεγάλη επιτυχία του Μανώλη, που έγινε και ανεπανάληπτο σουξέ όταν γυρίστηκε δίσκος.
Καθώς περνάνε τα χρόνια, οι τραγουδιστικές επιτυχίες του Μανώλη Χιώτη όλο και πολλαπλασιάζονται. Μέχρι που φτάνει η μεγάλη τυχερή του στιγμή και συνθέτει τη μεγαλύτερη επιτυχία των επιτυχιών του. Τον «Πασατέμπο», πάνω σε στίχους του αξέχαστου Χρήστου Γιαννακόπουλου. Με το τραγούδι αυτό καθιερώνεται στην Ελλάδα σαν μεγάλος συνθέτης λαϊκής μουσικής.
Έτσι, κι’ όταν ο Χιώτης μαθαίνει τέλεια κιθάρα και το αρμονικό αυτό όργανο παύει να έχει γι’ αυτόν κανένα μυστικό, βρίσκει ενδιαφέρον σ’ ένα άλλο όργανο που μεσουρανεί εκείνη την εποχή: Στο αθάνατο μπουζούκι με τη γλυκιά φωνή και τους μοναδικούς στεναγμούς του.
Μα και από το μπουζούκι ο μεγάλος μας συνθέτης δεν ικανοποιείται απόλυτα. Καλό το όργανο, μα έχει πολύ περιορισμένες φωνές που δεν του δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργεί αρμονικά ακόρντα για τα τραγούδια που ο Χιώτης συνθέτει στην εξέλιξή του, που μπορεί να είναι λαϊκά, ρεμπέτικα, μα είναι πολύ εξευγενισμένα και οι μελωδίες του πρωτότυπες!
Έτσι, στύβοντας το κεφάλι του κατεβάζει μια έμπνευση. Και τρέχει αμέσως στον καλύτερο πειραιώτη κατασκευαστή μπουζουκιού για να του πει:
- Γιατί τα μπουζούκια έχουνε μόνο τρεις διπλές χορδές μάστορη;
- Έτσι είναι από παλιά Μανωλάκη μου!!
- Εγώ όμως ήρθα εδώ να σου παραγγείλω να μου φτιάξεις ένα μπουζούκι με τέσσερις διπλές χορδές, αλλά να είναι ίδιο με τ’ άλλα τρίχορδα μπουζούκια που παίζουν οι άλλοι συνάδελφοί μου.
- Τρελλάθηκες Μανώλη μου; του κάνει κατάπληκτος ο οργανοποιός. Γίνεται μπουζούκι με οχτώ χορδές; Ποτέ μου δεν ξανάκουσα τέτοιο πράμα!
- Θ’ ακουστεί τώρα, του κάνει, επιμένοντας ο συνθέτης. Γίνεται λοιπόν ή δεν γίνεται εμείς θα το φτιάξουμε και θα είναι χίλιες φορές καλύτερο από τα τρίχορδα μπουζούκια που έφτιαχνες ως τώρα.
Έτσι, θέλοντας του βλάχου και μη θέλοντας του ζωγράφου, ο οργανοποιός στρώνεται στη δουλειά και σκαρώνει του δεξιοτέχνη μπουζουξή Χιώτη ένα μπουζούκι όπως ακριβώς το θέλει. Κι όταν ο Χιώτης το παίρνει έτοιμο στα χέρια του τον ρωτάει:
- Πόσο έχει ο μήνας σήμερα μάστορα;
- Είκοσι μία Μαρτίου, παιδί μου. Αλλά γιατί ρωτάς;
- Για να θυμάσαι την ημερομηνία αυτή…
- Δηλαδή;
- Να, σήμερα είκοσι μία Μαρτίου γεννήθηκε το πρώτο τετράχορδο μπουζούκι! Στις 21 Μαρτίου κάθε χρόνο θα γιορτάζω τα γενέθλιά του!!
Κι αλήθεια: Η ημέρα ήταν σημαδιακή. Γιατί στις 21 Μαρτίου κάθε χρόνο αρχίζει η Άνοιξη!!
(Σημ.: Βέβαια οι λάτρεις του τρίχορδου και ξορκιστές του τετράχορδου έχουν εντελώς αντίθετη άποψη. Αλλά αυτό όμως είναι άλλο θέμα).
Ο αξέχαστος και ανεπανάληπτος συνθέτης της λαϊκής μας μουσικής, πέφτει με τα μούτρα στο καινούργιο μπουζούκι που έχει επινοήσει και κουράζεται αφάνταστα όχι μόνο για να γίνει δεξιοτέχνης εκτελεστής και σ’ αυτό, αλλά και ν’ ανακαλύψει τους κανόνες του παιξίματός του για να διευκολύνει τους συναδέλφους του που θα ήθελαν να το μάθουν. Και καταφέρνει γρήγορα κι αυτόν τον δεύτερο καλλιτεχνικό του άθλο. Το τετράχορδο (οκτάχορδο στην πραγματικότητα) μπουζούκι αρχίζει να ζητιέται και να παίζεται από τους μπουζουξήδες, που πολλά χρόνια ματαιοπονούσαν στα (δύσκολα) τρίχορδα μπουζούκια που, δυστυχώς (κατά τον Ν. Ρούτσο) κυκλοφορούν ακόμα στα πάλκα και στις κομπανίες.
Και ο Μ. Χιώτης με την επινόησή του αυτή, γίνεται αιτία να χωριστούν οι ρεμπέτες μουσικοί σε δυο αντιμαχόμενες κατηγορίες: Στους «τρίχορδους» και στους «τετράχορδους». Και κάθε παράταξη υποστηρίζει την προτίμησή της με πολλά επιχειρήματα! Περισσότεροι είναι οι «τρίχορδοι» που κατηγοράνε το «τετράχορδο» πως δεν είναι γνήσιο μπουζούκι.
Ο πραγματικός όμως λόγος που το κατηγορούν -λέγεται από αρκετούς- πως είναι γιατί το τετράχορδο μπουζούκι για να παίζεται κάπως της προκοπής θέλει μεγάλο μουσικό ταλέντο και «Χιώτικη» δεξιοτεχνία που πολύ δύσκολα μπορεί ν’ αποκτήσει ο καθένας. Αυτά, δηλαδή, που είχε έμφυτα και σε μεγάλο βαθμό ο επινοητής του Μ. Χιώτης, που τόσο πρόωρα χάθηκε από τη ζωή αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στην εξευγενισμένη λαϊκή μας μουσική!!.
Η καλή τύχη βοηθάει τον Χιώτη σαν επινοητή του τετράχορδου μπουζουκιού και δημιουργού των νέων δυνατοτήτων του στη ρεμπέτικη μουσική: Γιατί το πρώτο τραγούδι που ο Μανώλης συνθέτει με το καινούργιο του τετράχορδο είναι το περίφημο και ανεπανάληπτο τραγούδι «Ο Πασατέμπος», το 1946, πάνω σε στίχους του Χ. Γιαννακόπουλου, όπως προαναφέραμε. Το τραγούδι αυτό είναι ένα τρομακτικά μεγάλο σουξέ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και από το 1946 που γράφτηκε μέχρι (πιθανόν) και σήμερα κρατάει τα σκήπτρα σε κατανάλωση μικρών και μεγάλων δίσκων!
Την ίδια χρονιά, το 1946, κυκλοφορεί σε δίσκο το «Παλιό μπουζουκάκι (Το ξεκρέμασα απόψε)», με παράξενη και πρωτότυπη μελωδία. ʼλλο μεγάλο σουξέ του είναι το «Εσένα μόνο αγαπώ», που το σύνθεσε ένα χρόνο μετά, δηλαδή το 1947.
Παντρεύτηκε τρεις φορές με ερμηνεύτριες των τραγουδιών του, κατά σειρά με τη Ζωή Νάχη, τη Μαίρη Λίντα και τη Μπέμπα Κυριακίδου.
Η εμφάνισή του στάθηκε σταθμός για την πορεία του λαϊκού μας τραγουδιού. Σαν μουσικός ήταν απλησίαστος: έπαιζε μπουζούκι, κιθάρα, βιολί και ούτι. Πρώτος αυτός αξιοποίησε και τα πέντε δάκτυλα και έδωσε αφάνταστη ταχύτητα στην κίνηση του χεριού. Είναι ο πρόδρομος των σημερινών μπουζουξήδων. Ανικανοποίητος, έψαχνε να βρει ένα όργανο μελωδικότατο, πιο πλήρες από το μπουζούκι, χωρίς να είναι κιθάρα. Είναι ο δημιουργός του Εριβάν. Τέλος κατέληξε και καθιέρωσε το τετράχορδο μπουζούκι.
Ο Χιώτης οφείλει πολλά στον Στεφανάκη Σπιτάμπελο που τον φιλοξένησε τρία χρόνια στο σπίτι του (1937 - 1939). Ο ίδιος έλεγε: «Ο Στεφανάκης, ο δάσκαλός μου».
Σαν συνθέτης είναι ομόφωνα δεκτός σαν ένας από τους κορυφαίους του λαϊκού μας τραγουδιού.
Οι περισσότερες από τις συνθέσεις του έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Τα τραγούδια του Χιώτη θα μείνουν αθάνατα. Αλλά και σαν τραγουδιστής ερμήνευσε τόσο δικές του συνθέσεις όσο και άλλων με ιδεώδη τρόπο. Με δικά του συγκροτήματα γύρισε όλο τον κόσμο και έκανε αγαπητό το λαϊκό μας τραγούδι παντού.
Συμπερασματικά, ο Μ. Χιώτης, παρά τις διαφοροποιήσεις του ήταν ένας ρεμπέτης, τόσο στη ζωή του όσο και στις δημιουργίες του.
Δικαιολογημένα ο Μπαγιαντέρας είπε, σ’ ένα τραγούδι του:
«Είδα ακόμα κι ένανε
το Χιώτη το Μανώλη
που με το μπουζουκάκι του
γλεντούσαν κι οι διαβόλοι».
Και μια και το λέει ο Μπαγιαντέρας, έτσι πρέπει να 'ναι.
Πέθανε στις 21/3/1970 (πολύ πιθανώς την ημέρα των γενεθλίων του!), πολύ νέος ακόμα, σε ηλικία μόλις 50 ετών.
Αποσπάσματα από συζητήσεις με συναδέλφους του Μ. Χιώτη:
1. Με τον λαϊκό συνθέτη, κιθαρίστα και τραγουδιστή Γιάννη Μπαφούνη ή Σαμιώτη
« …Με τον Μανώλη γνωρίστηκα το 1936 στ’ Ανάπλι. Τότε γνώρισα και την οικογένειά του, τη μάνα του, την αδελφή του, τον αδελφό του Μιχάλη και τον πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν σκληρός άντρας και μέσα σ’ όλα. Τον σκότωσε στην Αθήνα κάποιος Μανιάτης που ‘χαν διαφορές. Βρώμικες δουλειές.
…Τότε ο Μανώλης είχε ζευγάρι τον Μήτσο τον Μπουζουλούμ, όπως τον λέγαμε. Παίζανε και οι δυο ούτι. Μπορεί να ‘χε μάθει στη Θεσσαλονίκη κιθάρα αλλά τότε ο Μανώλης έπαιζε ούτι. Δουλεύανε όπου τύχαινε, αν και παιδάκι. Στ’ Ανάπλι ήσαν δυο αδελφοί Σεραφείμ, που ο ένας έπαιζε μπάντζο κι ο άλλος λαούτο. Μαζί τους είχαν κι έναν ανιψιό τους βιολιστή, τον Μπιτινή. Ο ένας μάλιστα είχε και κουρείο που το έλεγε «Μπετόβεν» και πήγαινα τα πρωινά και με μάθαινε κουρέα.
Μ’ αυτούς λοιπόν πρωτοδούλεψα πότε σε πανηγύρια πότε στον «Αρία», που ‘ταν λίγο έξω από τ’ Ανάπλι και το 'χε ένας σπουδαίος άνθρωπος, ο Γιάννης Ρετάλης ή Τσόλης. Εκεί δούλεψα και με τον Μανώλη και από τότε γίναμε φίλοι- στου κουμπάρου του τού Αντώνη Γκινόπουλου.
…Με τον Μανώλη δούλεψα περισσότερο από τρία χρόνια, φυσικά με διακοπές. Στου Δερέμπεη, στο υπόγειο του Στελλάκη στα Γερμανικά στη Νεάπολη, στου Εγγλέζη, σε πανηγύρια όπως στο Μαρκόπουλο με πλήρες συγκρότημα, στο «Καρρέ του Aσσου» στην Τρούμπα, που το 'χε ο Ηλίας Νοταράς. Ακόμα δυο περιόδους στην «Τριάνα» και στην «Λουζιτάνια», που τα ‘χε ένας σπουδαίος καταστηματάρχης, ο Βασίλης Χειλάς. Στην «Τριάνα», σε διαφορετικές περιόδους συνεργάστηκα με δύο σπουδαίες τραγουδίστριες, τις δύο πρώτες γυναίκες του Μανώλη, τη Ζωή Νάχη και τη Μαίρη Λίντα.
Μετά την Απελευθέρωση δουλέψαμε και στις Τζιτζιφιές, ο Μανώλης, ο Μπέμπης κι εγώ. Εκεί και οι τρεις παίζαμε κιθάρα.
Μπροστά στο Μπέμπη (Δημήτρη Στεργίου) ωχριούν οι πάντες. Μπορώ να πω πως στο μπουζούκι υπερτερούσε και του Μανώλη. Βέβαια ο καθένας είχε δικό του παίξιμο.
Όταν πέθανε ο Μανώλης δε λυπήθηκα μόνο γιατί έχασα ένα φίλο αλλά και γιατί έφυγε μια αξία, μια πολύ μεγάλη αξία. Κι όταν λέμε αξία, εννοούμε αξία με τα όλα της. Ο Μανώλης σε κάθε πλευρά του ήταν σπουδαίος. Σωστός στη δουλειά του, δίκαιος στους συναδέλφους του, με σεβασμό στους πελάτες. Διάλεγε τους συνεργάτες του να ‘ναι πραγματικά σολίστες και δεν έπαιρνε κατιμάδες και δεν τους αδικούσε. Έλεγε, εγώ σαν Χιώτης θα πάρω χίλια αλλά και ο Σαμιώτης θα πάρει οχτακόσια πενήντα. Δεν τα λέω αυτά γιατί έφαγα ψωμί μαζί του. Ήταν κρίμα που χάθηκε πολύ νωρίς. Έπρεπε να ζει.
Ο Μανώλης έφερε πρώτος το ηλεκτρικό μηχάνημα και την πρώτη ηλεκτρική κιθάρα, που την αγόρασε από ένα γαλλικό συγκρότημα που έπαιζε στο καμπαρέ «Ρίτζ», λίγο μετά την Απελευθέρωση.
Για τα τραγούδια του τι να πει κανείς. Θα μείνουν αθάνατα.
Ο Μανώλης και στα τέσσερα όργανα που έπαιζε ήταν άσσος. Όταν έπιανε την κιθάρα εγώ πάγωνα. Ήτανε η καλύτερη κιθάρα. Το ίδιο και στο βιολί. Όταν έπαιζε σε καθήλωνε, σ’ έκανε να χάνεις τα λογικά σου. Ήτανε φοβερός στο όργανο!
Πάνω στο πάλκο είχε δύο μπουζούκια. Το ένα με μεταλλικές χορδές και το άλλο με εντέρινες, αλά ούτι. Μ’ αυτό έκανε αλά Τούρκα δουλειά και έπαιζε ταξίμια. Αυτές τις στιγμές μπορούσε να σε τρελάνει. Έπρεπε να τον ακούσεις για να καταλάβεις τι θα πει Χιώτης, ούτι, βιολί, κιθάρα, μπουζούκι. Aλλο πάλκο και κέφι της στιγμής και άλλο δίσκος. Στο πάλκο νταλγκαδιάζεις κάποια στιγμή κι άντε να σε πιάσουν.
…Ο Μανώλης αξιοποίησε το μπουζούκι. Το έβαλε στο σαλόνι. Ήταν ανάγκη για να μάθει όλος ο κόσμος τι θα πει ρεμπέτικο. Από την άλλη το απλοποίησε, το 'κανε τετράχορδο. Το τρίχορδο είναι ζόρικο όργανο και γι αυτό πέντε-δέκα είναι οι μαστόροι που απόμειναν και το παίζουν, ενώ υπάρχουν πολλοί που παίζουνε τετράχορδο. Το τετράχορδο είναι παιχνιδάκι μπροστά στο τρίχορδο.
Αυτοί λοιπόν που σήμερα κάνουν τον μπουζουξή έπρεπε να του ‘χουν κάνει ανδριάντα. Διότι κι εγώ που παίζω κιθάρα έχω τη γνώμη πως αν ανέβω στο πάλκο θα μπορέσω να εξυπηρετήσω την κατάσταση με ένα τετράχορδο, γιατί έγινε εύκολο όργανο. Και σ’ αυτό το σημείο επάνω οι νέοι, που σχεδόν όλοι τους παίζουν τετράχορδο, πρέπει να πλένουν το στόμα τους όταν λένε Χιώτης. Αντίθετα, πολλοί από δαύτους, τον κακολογούν. Μέχρι εκεί φτάνουν.
Ο Μανώλης υπήρξε άντρας εκατό τοις εκατό. Σας το υπογράφω εγώ.
Κρίμα στον άξιο που χάθηκε τόσο σύντομα.
Ο Χιώτης ήταν ο Μπετόβεν του μπουζουκιού».
2. Με τον περίφημο οργανοπαίκτη Στέφανο Σπιτάμπελο ή Σπιταμπέλη ή Στεφανάκη, με τη βοήθεια της γυναίκας του Μαργαρίτας (στις 30 Μαρτίου 1973)
«…Στην οδό Πειραιώς, όπως κατεβαίνουμε για τη λαχαναγορά αριστερά, ήταν το μαγαζί του Δερέμπεη (πατέρας της πιανίστριας Δερέμπεη). Εκεί πρωτοδούλεψε ο Χιώτης γύρω στο 1936. Ο Χιώτης ήταν το καλύτερο μπουζούκι. Σπουδαίο μπουζούκι ήταν κι ο Μπέμπης …
… Ο Τσιτσάνης έλεγε: Τον Στεφανάκη μου τον αγαπαώ γιατί είναι το καλύτερο μπουζούκι. Μόνο μυαλό δεν έχει…
…Οι παλιοί ήσαν πολύ κύριοι. Ούτε μαχαίρια, ούτε τίποτα. Κι ο Μάρκος ο συγχωρεμένος ένα κομμάτι μάλαμα. Δικαιολογημένα τον λένε «πατριάρχη». Απ’ αυτουνού τα χέρια πρωτοβγήκε το μπουζούκι. Τώρα παίζουν και οι πέτρες μπουζούκι.
…Για το Χιώτη τώρα που πέθανε λένε πολλά. Τον ζηλεύουνε, πάντα τον ζηλεύανε. Όλοι τους όμως μέσα τους λέγανε: «Παναγιά μου, βοήθα με να μοιάσω του Χιώτη».
Εμάς ν’ ακούσεις που τον είχαμε στα χέρια μας τριάμισι χρόνια. Μανώλης δεν ξαναγεννιέται. Ήταν ο πρώτος σε όλα του.
Εμείς θα πεθάνουμε αλλά τα τραγούδια του θα μείνουν αθάνατα. Αλλά και σαν άνθρωπος ο Μανώλης ήταν τύπος και υπογραμμός…».
(Σημείωση: Ο Στεφανάκης, που γεννήθηκε στη Σκύρο στις 19 Μαΐου 1907, υπήρξε περίφημος μπουζουξής. Aρχισε το 1930 και σταμάτησε να παίζει στις 3 Απριλίου 1964 όταν έπαθε ημιπληγία. Εκτός από μπουζούκι έπαιζε άριστα κιθάρα και μπάντζο.
Δίδαξε μπουζούκι τον Κλουβάτο, Μητσάκη (αυτός τα πρώτα του πατήματα τα πήρε από τον Στέφανο Μιλάνο, στο Βόλο, στη «Σκάλα του Μιλάνου»), Ζαμπέτα, Τζουανάκο και Χιώτη. Πέθανε το 1975).
3. Με τον ποιητή και συγγραφέα Νίκο Ρούτσο
«…Στο διάστημα από το 1950 ως το 1960 είχα την καλή τύχη όχι μόνο να γνωρίσω τον αξέχαστο Χιώτη μα και να γίνουμε φίλοι και στενοί συνεργάτες. Σε στίχους δικούς μου και σε πρωτότυπες μελωδίες δικές του γυρίσαμε ένα σωρό δίσκους που γίνανε περίφημες τραγουδιστικές επιτυχίες εδώ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως το «Τάκα-τάκα τα πεταλάκια», ο «Μπεμπέκος με τα βέλη», το «Καφεδάκι», ο «Ζόρικος», ο «Νοικοκύρης» και άλλα πολλά που ακόμα και σήμερα αγοράζονται και τραγουδιούνται.
Έτσι η φιλία και η συνεργασία μου με τον Μανώλη Χιώτη μου έδωσε την ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο ντόμπρος, μπεσαλής και έντιμος άντρας ήτανε στην τότε μουσική ρεμπέτικη κοινωνία και τη ζωή.
Σχετικά με τους στίχους μου στο τραγούδι «Τα πεταλάκια», θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό περιστατικό που δείχνει και μια άλλη πλευρά του καλλιτέχνη Μανώλη Χιώτη: Την αντίληψη και την αυτοπεποίθεση του αξέχαστου δημιουργού της λαϊκής μας Μούσας.
Κάποτε στην αρχή της φιλίας και συνεργασίας μας, μου είπε καθαρά και ξάστερα:
- Έχω δυο χρόνια να κάνω ένα μεγάλο σουξέ στην Κολούμπια, κύριε Νίκο. Κι έχουν αρχίσει εκεί να μου κρατάνε μούτρα.
- Και τι θέλεις από μένα;…, τον ρωτάω.
- Δώσε μου, σε παρακαλώ και δικούς σου στίχους. Και να είσαι βέβαιος πως θα τους κάνω σουξέ!
Εκείνη την εποχή συνεργαζόμουν εγώ αποκλειστικά με τον Βασίλη Τσιτσάνη και κρατούσαμε μαζί τα μεγαλύτερα τραγουδιστικά σουξέ της εποχής εκείνης.
Και του αποκρίθηκα κι εγώ με την ίδια ειλικρίνεια:
- Κι εγώ πολύ θα ‘θελα, αγαπητέ Μανώλη να συνεργαστούμε. Μα όπως ξέρεις, συνεργάζομαι αποκλειστικά με τον Τσιτσάνη και δεν έχω παράπονο από τα σουξέ που κάνουμε. Τι στίχους να δώσω σ’ εσένα; Αν σου δώσω κανέναν πολύ καλό μου στίχο και κάνεις σουξέ, θα χολωθεί ο Τσιτσάνης… Αν πάλι σου γράψω κανέναν άλλο στίχο και τον κάνεις μεγάλη επιτυχία, θα τον δώσω στον Τσιτσάνη κι όχι σε σένα. Γιατί δεν θέλω να σταματήσει η συνεργασία μας.
Ο Χιώτης χωρίς να απογοητευθεί από την αρνητική απάντησή μου, μου λέει:
- Μα δεν σκέφτηκα ποτέ κ. Νίκο να γράψετε ειδικά στίχους για μένα και να ψυχραθούν οι σχέσεις σας με τον Τσιτσάνη…
- Αλλά τότε τι μου ζητά;
- Θέλω να δίνετε σ’ εμένα τους στίχους τραγουδιών που δεν αρέσουνε στον Τσιτσάνη. Αυτούς δηλαδή που απορρίπτει και δεν τους κάνει τραγούδια. Θα σας πείραζε αυτό;
- Όχι. Μα επειδή σε θεωρώ μεγάλο συνθέτη, το βρίσκω υποτιμητικό για σένα!
- Δεν πειράζει. Γιατί εγώ είμαι βέβαιος πως με τους στίχους που απορρίπτει ο Τσιτσάνης, εγώ θα φτιάχνω μεγάλα σουξέ. Κι αυτό που λέω θα σου το αποδείξω αμέσως μόλις μου δώσεις τους πρώτους στίχους σου.
- Σύμφωνοι, του κάνω εγώ, και σε θαυμάζω για το κουράγιο και την αυτοπεποίθησή σου. Εύχομαι να βγεις αληθινός.
Και του δίνω αμέσως του στίχους του «Τάκα-τάκα τα πεταλάκια» που ο Τσιτσάνης τους είχε απορρίψει σαν παιδικούς και αφελείς.
Ύστερα από λίγες μέρες ο Χιώτης μου τηλεφωνεί πως έβαλε μουσική στους στίχους μου και με καλούσε να πάω το ίδιο βράδυ στο ιστορικό νυχτερινό κέντρο «Η Πίνδος», του Αλεξανδρινού, να το ακούσω που θα το παίζει όλο το συγκρότημα του κέντρου. Πήγα λοιπόν και βρέθηκα σε μια ευχάριστη έκπληξη: Ο Μανώλης είχε μάθει το τραγούδι σε όλους που αποτελούσαν την ορχήστρα του κέντρου και όλοι μαζί το παίζανε και το τραγουδούσανε με μεγάλο κέφι! Όταν το τραγούδι τελειώνει στην πρώτη του επίσημη εκτέλεσή του, ο Μανώλης Χιώτης έρχεται στο τραπέζι μου και με ρωτάει δειλά:
- Πως σου φάνηκε η μουσική του, αγαπητέ Νίκο;
- Αν το τραγούδι σου αυτό Μανώλη δεν γίνει σουξέ, τότε κι εγώ θ’ αλλάξω επάγγελμα.
Τόσο ο Χιώτης όσο κι εγώ, βγήκαμε στις προβλέψεις μας αληθινοί. Όχι βέβαια, πως γίναμε …γιαουρτάδες. Μα γιατί τα «Πεταλάκια» γίνανε μια τεράστια κοσμοϊστορική επιτυχία!
Οι σφυγμομετρήσεις της Κοινής Γνώμης έδειξαν πως όχι μόνο τα τραγούδησαν όλοι οι Έλληνες, άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, μα κι οι γάτες ακόμα πάνω στα κεραμύδια!
Κι έτσι αρχίζει η συνεργασία μας: Ο Μανώλης Χιώτης παίρνει όσους στίχους μου δεν αρέσουν στον Τσιτσάνη, ή τους απορρίπτει σαν ακατάλληλους και βάζοντάς τους δική του μουσική, τους κάνει μεγάλες ή μικρές επιτυχίες.
Εγώ δεν θαυμάζω στο Χιώτη μόνο το μουσικό του ταλέντο, μα πιο πολύ το θάρρος, το κουράγιο και την απόλυτη πεποίθησή του στην επιτυχία! Κι όταν κάποτε κι ύστερα από πολλές επιτυχίες τέτοιων απορριφθέντων από τον Τσιτσάνη στίχων, ρωτάω τον Βασίλη Τσιτσάνη:
- Τι λες, τώρα, Βασίλη, για τις επιτυχίες που έκανε ο Χιώτης στους στίχους μου εκείνους που εσύ είχες απορρίψει;
Ο μεγάλος και ανεπανάληπτος συνθέτης Τσιτσάνης, μου αποκρίνεται μετανοιωμένος:
- Τι να κάνουμε κυρ-Νίκο; Τα λάθη για τους ανθρώπους είναι!
Από την εποχή εκείνη ο υπέροχος Μανώλης Χιώτης ευνοεί το τετράχορδο μπουζούκι, που ξεκινάει για την αναδημιουργία και τον εξευγενισμό του γνήσιου λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού!
Και γυρίζει σε στίχους το «Καφεδάκι», το «Δέκα το καλό», τον «Νοικοκύρη», το «Τώρα που ανήκεις σ’ άλλονε», τις «Παροιμίες», το «Ο μπεμπέκος με τα βέλη» και άλλα πολλά.
Εκείνη την εποχή ο Μ. Χιώτης παντρεύεται για πρώτη φορά τη χαριτωμένη «Ζωή Νάχη» και αποκτά μαζί της δύο παιδιά. Ύστερα από λίγα χρόνια παντρεύεται τη Μαίρη Λίντα, την υπέροχη τραγουδίστρια με τη βελούδινη φωνή και την αριστοκρατική εμφάνιση. Και τελευταία, παντρεύεται την τετραπέρατη και εξαιρετική ηθοποιό και τραγουδίστρια Μπέμπα Κυριακίδου, που στάθηκε στο πλευρό του ως η τελευταία γυναίκα του.
Πριν να πεθάνει ο Μ. Χιώτης έχει φωνογραφήσει και δίσκους με άλλους στιχουργούς, όπως το «Εσύ σαι η αιτία που υποφέρω», τις «Τσιγγάνες», το «Με τις πρώτες τις ψιχάλες», κλπ.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρω πως οι κακές γλώσσες λένε πως ο Χιώτης, από μικρό παιδί ακόμα, με την κιθάρα του, είχε γράψει την «Ξυπόλητη (Ήσουνα ξυπόλητη και γύριζες στους δρόμους)», που μέχρι σήμερα τραγουδιέται και ακούγεται παντού. Ήτανε, λένε, το πρώτο-πρώτο του τραγούδι, που δεν το «γύρισε» δίσκο ποτέ στη ζωή του γιατί ντρεπότανε για τους αφελείς στίχους που είχε γράψει και για την μονότονη μουσική του!
Ο Χιώτης έγραψε τραγούδια για μανάδες και χάρους, όπως το «Τι έχεις μάνα δυστυχισμένη», μα και περίφημα ανατολίτικα τραγούδια στις δόξες τους, όπως την «Τζεμιλέ» και τη «Λακμέ».
Αμέτρητα όμως είναι τα τραγούδια του Μανώλη Χιώτη. Τους στίχους όσων τραγουδιών του έτυχε να είναι δικοί μου, αποφεύγω να τους αναφέρω για λόγους επαγγελματικής τάξεως απέναντι των άλλων στιχουργών συναδέλφων μου. Επειδή αυτή τη στιγμή είμαι ο γράφων και βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση απέναντί τους.
Έχει όμως ο συνθέτης Χιώτης και πολλά άλλα τραγούδια του σε στίχους μεγάλων στιχουργών που τα έγραψε στο διάστημα του ταξιδιού του στην Αμερική, για τα οποία θα μιλήσουμε παρακάτω. Θ’ αναφέρουμε και τους τίτλους των τραγουδιών αυτών που κατέκτησαν το κοινό της Αμερικής.
Το ταξίδι του Μ. Χιώτη στην Αμερική αποτελεί έναν μεγάλο και θριαμβευτικό σταθμό στη δημιουργική καλλιτεχνική σταδιοδρομία του…Αν και είχε εκεί πολλές ευχάριστες ή δυσάρεστες περιπέτειες, που δίνουν ανάγλυφο τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση του ανεπανάληπτου καλλιτέχνη και αναμορφωτή του ελληνικού τραγουδιού λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η γοητεία του τόσο καλοφτιαγμένου και κομψού καλλιτέχνη, κάνει τα θαύματά της στον γυναικόκοσμο της Αμερικής, όπως και πριν εδώ στην Αθήνα και στην Ελλάδα ολόκληρη! Όμως ο οξύθυμος και αυταρχικός χαρακτήρας του Μανώλη γίνεται η αιτία να βρεθεί μπλεγμένος, πολλές φορές στα κέντρα που εμφανίζεται με τους καταστηματάρχες, τους σερβιτόρους και τους πελάτες ακόμα.
Μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές αυτές περιπέτειες του είναι:
Στο κέντρο που πρωτοδέχτηκε να παίξει ο Χιώτης, εμφανίζονται και άλλοι άξιοι ξένοι καλλιτέχνες, όπως Aγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, κλπ.
Ο Μανώλης με την μεγάλη ιδέα που έχει στην αξία του, αλλά και με την αυτοπεποίθηση και τον αυταρχικό του χαρακτήρα, δημιουργεί στο κέντρο θέματα που προβληματίζουν τους επιχειρηματίες του κέντρου και τους άλλους συντελεστές της καλής λειτουργίας του. Με άλλα λόγια, απαιτεί ανυποχώρητα να κάνει δύο εμφανίσεις κάθε νύχτα στη σκηνή: μια στην αρχή του προγράμματος και μια στο τέλος του. Θέλει δηλαδή να δίνει αυτός την πρώτη εντύπωση στο κοινό και να αφήνει την τελευταία. Μα οι άλλοι άξιοι και διεθνούς φήμης καλλιτέχνες συνάδελφοί του είναι αδύνατο να δεχτούν μια τέτοια απαράδεχτη απαίτηση. Έτσι, από το ίδιο βράδυ κάνουν απεργία και παύουν να εμφανίζονται στη σκηνή. Ο Μ. Χιώτης και πάλι δεν υποχωρεί στις εξωφρενικές απαιτήσεις του. Μα σαν ηθικός και έντιμος άνθρωπος που είναι δεν δέχεται να ζημιωθεί το κέντρο. Και για να προλάβει να μην φύγουν και οι πελάτες του μαγαζιού μετά την απεργία και την αποχώρηση των ξένων καλλιτεχνών, παρουσιάζεται στον επιχειρηματία και του λέει ντόμπρα και καθαρά:
- Καταλαβαίνω πως μετά την απαίτησή μου να βγαίνω δυο φορές κάθε νύχτα στην σκηνή, έγινε η αιτία ν’ αποχωρήσουν οι άλλοι καλλιτέχνες, θα κόψει η δουλειά του μαγαζιού μας και αυτό δεν θέλω να γίνει. Και καταλήγει: Γι’ αυτό μην ανησυχείς…Aσε τους αυτούς να φύγουνε, να πάνε στο διάβολο κι ακόμα παραπέρα!
- Και το μαγαζί τι θα γίνει; Ρωτάει ο μαγαζάτορας. Θα του βάλουμε λουκέτο;
- Όχι. Όλο το πρόγραμμα του κέντρου θα το κρατάω εγώ, μοναχός μου!
- Μα γίνονται τέτοια πράγματα μίστερ Μανώλης;
- Γίνονται και παραγίνονται. Και για να με πιστέψεις, από σήμερα και για τρεις μέρες, μονάχα εγώ θα εμφανίζομαι… Και θα δεις πως όχι μόνον οι πελάτες μας δεν θα φύγουνε, μα θα ρθούνε κι άλλοι. Μήλο να ρίχνεις στην αίθουσα δεν θα πέφτει κάτω!!!
Και πραγματικά, έτσι γίνεται. Ο Χιώτης αρχίζει τις αλλεπάλληλες εμφανίσεις του στη σκηνή με το κόλπο της αλλαγής εντυπώσεων. Τη μια φορά παίζει και τραγουδάει με το μπουζούκι του ένα χαρούμενο και μπριόζικο τραγουδάκι από τα δικά του. Την άλλη παίζει πάλι και τραγουδάει ένα θλιμμένο και παραπονιάρικο τραγούδι. Έπειτα παίζει στο μπουζούκι του ένα αφάνταστα δύσκολο στην εκτέλεσή του κομμάτι.
Ύστερα εμφανίζεται σε μια εντυπωσιακή σύνθεσή του στην κιθάρα. Αμέσως μετά μ’ ένα δυσεκτέλεστο κομμάτι του στον μπαγλαμά. Ύστερα λέει από τη σκηνή μερικά έξυπνα και πικάντικα ανέκδοτα. Και το πρόγραμμα φτάνει στο τέλος του μέσα σε καταιγισμούς χειροκροτημάτων και ζητωκραυγών του κοινού. Ο Μανώλης έχει βάλει όλη τη δύναμή του για να κρατάει αυτός μονάχος του το πρόγραμμα του κέντρου για να μη ζημιωθεί κανένας και να μείνουν ευχαριστημένοι όλοι, εκτός βέβαια από τους απεργούς ξένους καλλιτέχνες που σίγουρα θα έχαναν τη θέση τους αν δεν ξαναγύριζαν παρακαλετοί να ξαναπιάσουν δουλειά!! Όπως και έγινε. Και ο μεγάλος Έλληνας καλλιτέχνης από την τέταρτη μέρα ξαναρχίζει να εμφανίζεται με τον όρο που από την αρχή είχε επιβάλει με το «έτσι θέλω» του.
Όμως στις τρεις νύχτες που μόνον ο Μανώλης Χιώτης κρατούσε ολόκληρο το πρόγραμμα, είχε διαδοθεί στο κοινό το κατόρθωμα αυτό και την τρίτη νύχτα, περίεργος ο κόσμος, έχει κατακλύσει την αίθουσα του κέντρου για να θαυμάσει τον απίθανο καλλιτέχνη που πραγματοποιούσε ένα τέτοιο άθλο.
Μόνο σαν τα πράγματα ξαναμπαίνουν στη θέση τους και ο Μανώλης Χιώτης κάνει μόνο δυο εμφανίσεις, στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος, η «δουλειά» αρχίζει να κόβει τόσο πολύ, που ο επιχειρηματίας τρομοκρατημένος μπροστά στη σίγουρη χρεοκοπία του, καλεί στο γραφείο του τον Έλληνα καλλιτέχνη:
- Σκέφτηκα, μίστερ Μανώλης, του λέει, να σχολάσω όλους τους άλλους καλλιτέχνες και ν’ αρχίσεις να εμφανίζεσαι πάλι εσύ σε ολόκληρο το πρόγραμμα. Οκέϋ;
- Τρελλάθηκες, αφεντικό; Του κάνει ο Χιώτης. Για πεθαμό μ’ έχεις; Ξέρεις πόσο υπέφερα και κουράστηκα τις τρεις νύχτες που έκανα αυτή την κουταμάρα; Μη κοιτάς που δεν το έλεγα! Ήθελα ν’ αποδείξω σε όλους σας, μα και στον ίδιο τον εαυτό μου, τι αξίζω. Όχι όμως και να πεθάνω για το παλιομάγαζό σου! Aει παράτα με λοιπόν, κύριε Μίστερ να μη σου πω καμιά Τουρκορωμέϊκη κουβέντα. Ας σιχτήρ λοιπόν «επιεικώς» να μη σου πω «αυστηρώς» άει στο διάβολο!
Άλλη περιπέτεια του Μανώλη Χιώτη στη Νέα Υόρκη, είναι κι αυτή που σας αφηγούμαι αμέσως:
Σε κάποιο αμερικανικό κέντρο που εργάζεται σαν μεγάλη ατραξιόν ο Έλληνας καλλιτέχνης έχει καθιερώσει το εξής θεαματικό κόλπο, για νούμερό του:
Αμέσως και κάθε φορά που ο Χιώτης βγαίνει από τα παρασκήνια και φθάνοντας στο κέντρο της σκηνής υποκλίνεται βαθειά στους θεατές, από άλλη μεριά βγαίνει ένα φαντασμαγορικά ντυμένο γκαρσόνι κρατώντας σ’ ένα μακρόστενο ασημένιο δίσκο το μπουζούκι του και του το …σερβίρει. Ο καλλιτέχνης παίρνει με κοσμική υπόκλιση το μπουζούκι του κι αρχίζει να παίζει.
Φαίνεται όμως πως οι ξένοι καλλιτέχνες του κέντρου, που ο Χιώτης τους έχει καθίσει στο στομάχι με την επιτυχία του, κανονίζουν κάποιο βράδυ κρυφά να βγει μεν το γκαρσόνι, αλλά να φέρει το μπουζούκι σ’ ένα τσουβάλι. Σίγουρα θα είχε κάνει το θαύμα αυτό κάποια δωροδοκία! Ο Χιώτης που καταλαβαίνει τη σκηνοθετημένη αυτή προσβολή των συναδέλφων του, γίνεται έξω φρενών. Έτσι παίρνει το τσουβάλι με το μπουζούκι του και τραβάει μια φοβερή γροθιά στο πρόσωπο του σερβιτόρου. Το γκαρσόνι φυσικά αντεπιτίθεται και η σκηνή μετατρέπεται σε ρινγκ πυγμαχίας. Μα και όλα τ’ άλλα γκαρσόνια του κέντρου που έχουν πάρει και σαν δική τους προσβολή τη γροθιά του Χιώτη, πηδάνε στη σκηνή για να προστατέψουν και να βοηθήσουν το συνάδελφό τους. Κι αρχίζουν όλοι μαζί να δίνουνε γροθιές στον καλλιτέχνη. Ο Έλληνας συνθέτης καταλαβαίνει τότε πως στη δύσκολη θέση που βρίσκεται ένα από τα δυο θα μπορούσε να κάνει για να σωθεί. Ή να το βάλει στα πόδια και να εξαφανιστεί, πράγμα που δεν του επέτρεπε ο χαρακτήρας του, ή να τα βάλει με όλους αυτούς, που του έχουν επιτεθεί και να τους δείρει …πράγμα που του …επέτρεπε ο χαρακτήρας του! Και φυσικά, διαλέγει το δεύτερο κι όποιον πάρει ο χάρος, που λένε. Επιστρατεύει όλες τις σωματικές και καρδιακές του δυνάμεις. Και χτυπώντας εδώ και κλωτσώντας εκεί, ξαπλώνει τα περισσότερα γκαρσόνια κάτω! Ενώ τα χειροκροτήματα του κοινού τον ανακηρύσσουν νικητή στην άνιση αυτή κλωτσοπατινάδα!
Φυσικά οι αστυνομικοί που κατακλύζουν την αίθουσα, αρπάζουν τον Μ. Χιώτη και του περνάνε χειροπέδες. Τέλος τον περνάνε από μια πρόχειρη δίκη στο Αυτόφωρο και καταδικάζεται σε μικρό πρόστιμο και μερικών ημερών φυλάκιση που μετατρέπεται σε δολάρια. Πληρώνει ακόμα και τις ζημιές του μαγαζιού και τα νοσήλια των γκαρσονιών που έχει τραυματίσει. Και ο περήφανος και αδιόρθωτος Χιώτης φεύγει από το δικαστήριο, λέγοντας στον Πρόεδρό του:
- Θα ξαναϊδωθούμε σύντομα μίστερ Πρόεδρε. Γιατί τώρα έχω να δείρω και να σακατέψω τους ξένους καλλιτέχνες συναδέλφους μου, που πλήρωσαν το γκαρσόνι για να γίνουν αυτά που γίνανε στο κέντρο μας…
Έτσι ο Μανώλης Χιώτης, ο μεγάλος δημιουργός και αναμορφωτής του λαϊκού μας τραγουδιού, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, δοξάζει το ελληνικό όνομα και φιλότιμο στον Νέο Κόσμο και ενθουσιάζει όλους τους εκεί ομογενείς μας.
Από τότε συνεχίζει τις θριαμβευτικές εμφανίσεις του σ’ ένα άλλο πολύ πιο αριστοκρατικό και καθαρό αμερικανικό κέντρο. Εκεί όμως έχει μια πολύ ευχάριστη περιπέτεια.
Καταργεί σιγά-σιγά το θεαματικό κόλπο του σερβιρίσματος του μπουζουκιού του στον ίδιο από ένα γκαρσόνι μέσα σε ασημένιο δίσκο.
Κι αυτό το κάνει γιατί κάποιο βράδυ μια νέα, όμορφη και βαθύπλουτη τρελλοαμερικάνα, ονόματι Μπεθ, όταν είδε τον καλλιτέχνη που θαύμαζε και είχε ερωτευτεί να βγαίνει στη σκηνή και να υποκλίνεται, μπαίνει με φούρια στα παρασκήνια, παίρνει το μπουζούκι του Χιώτη και βγαίνοντας στη σκηνή του το δίνει με τα χέρια της, αφού πρώτα τον φιλάει παρατεταμένα στο στόμα! Και η πράξη της αυτή, αλίμονο, γίνεται μόδα στο κέντρο. Κάθε βράδυ κάποια όμορφη κοπέλα ή κυρία. Πετιέται στα παρασκήνια και προσφέρει το μπουζούκι στο Χιώτη, δίνοντας και το γλυκό της φιλί στο στόμα του!!!
Και αυτή την πράξη τους - αν και το αριστοκρατικό κοινό του κέντρου την χειροκροτούσε - ο μεγάλος και σεμνός καλλιτέχνης μας, την εύρισκε σαν σκηνοθετημένη από τον ίδιο. Και δεν του άρεσε.
Όμως η πρώτη όμορφη και βαθύπλουτη κοπέλα που έκανε την αρχή σ’ αυτή την τρυφερή ατραξιόν, μισεί τις άλλες γυναίκες που τη μιμούνται και φιλάνε στο στόμα το ίνδαλμά της.
Κι όταν κάποιο βράδυ βλέπει κάποια πιο νεαρή και όμορφη συμπατριώτισσα της να πετιέται από το τραπεζάκι της για να ανέβει στα παρασκήνια για τα καθιερωμένα, πετιέται κιαυτή και την αρπάζει από τα μαλλιά! Έτσι αρχίζει ένας φοβερός καυγάς στο κέντρο, που παίρνουν μέρος σ’ αυτόν όλες οι θαυμάστριες του γοητευτικού Χιώτη, που λίγο-πολύ είναι ερωτευμένες μαζί του. Τα γκαρσόνια και άλλοι θαμώνες του κέντρου μπαίνουν στη μέση για να χωρίσουν τις μαινόμενες Αμερικάνες, που η μια ξεριζώνει τα μαλλιά της άλλης, ενώ τα πρόσωπα όλων τους είναι καταματωμένα από τις νυχιές και τις γρατσουνιές τους!!!
Όταν ύστερα από καιρό ο Μανώλης Χιώτης θυμόταν τον φοβερό αυτό καυγά, έλεγε με παράπονο:
- Σπουδαίος καυγάς! Έκανε τότε γυαλιά-καρφιά το κέντρο. Αλλά ήταν ο μόνος καυγάς που δεν ανακατεύτηκα κι εγώ!
- Και τι έκανες εσύ τότε σ’ αυτό τον γυναικοκαυγά που η μια έσχιζε με τα νύχια της την άλλη; τον ρωτάει κάποιος φίλος του. Κι ο Χιώτης του αποκρίνεται:
- Τις έβλεπα πάνω από τη σκηνή κι έσπαγα πλάκα μαζί τους!
Μα ο γυναικοκαυγάς αυτός που τον άρχισε η νεαρή και όμορφη χήρα, η Μπεθ, έγινε αιτία να κολλήσει περισσότερο στον Χιώτη, μια και ήταν τρελλά ερωτευμένη μαζί του. Τον πολιορκεί στενά και ασταμάτητα σε σημείο να μην τον αφήνει στιγμή μόνο του και ελεύθερο, τόσο στο κέντρο, όσο κι έξω στη ζωή του και στο ξενοδοχείο που έμενε. Ο Μανώλης στεναχωριέται πολύ από αυτή την κατάσταση κι έχει πάρα πολύ εκνευριστεί και αγανακτήσει. Παιρνάει καιρός. Μα ο εκνευρισμός του Χιώτη από την αφόρητη και απαράδεκτη πολιορκία της Μπεθ, όσο πάει και μεγαλώνει. Έτσι ο καλλιτέχνης μας έρχεται σε καθημερινές προστριβές με τους γνωστούς και φίλους του και όλους όσους βρίσκονται στο κοινωνικό και επαγγελματικό του περίγυρο.
Έτσι, στο αμερικάνικο κέντρο που εμφανίζεται παρεξηγιέται με έναν από τους επιχειρηματίες και τον τραυματίζει με μια καρέκλα στο κεφάλι. Ο τραυματισμένος επιχειρηματίας επέμενε να διώξει από το κέντρο του τον καυγατζή Χιώτη, ο άλλος όμως συνέταιρος που έχει καταλάβει τη μεγάλη αξία του καλλιτέχνη, δεν δέχεται κι επιμένει να τον κρατήσουν. Τελικά, ο πρώτος απειλώντας τον δεύτερο πως θα χαλάσει τον συνεταιρισμό τους αν δεν φύγει ο Χιώτης, επιβάλλει τη γνώμη του και δέχεται να απολυθεί ο Μανώλης. Έτσι ενώ ο Χιώτης ετοιμάζει τις βαλίτσες του για αναχώρηση και οι δυο συνέταιροι την τελευταία στιγμή είναι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια, μπαίνει στην αίθουσα ένας άγνωστος και παραδίνει στο Χιώτη ένα φάκελο εκ μέρους της ερωτευμένης Μπεθ.
- Είναι από τη μίσες Μπεθ, του λέει, και σας παρακαλεί πολύ να τον ανοίξετε αμέσως.
Ο Μανώλης Χιώτης σχίζει νευρικά το φάκελο και βρίσκει μέσα ένα συμβόλαιο. Το διαβάζει βιαστικά και γυρίζοντας στους δυο συνεταίρους τους λέει προκλητικά:
- Είσαστε δυο βλάκες, δυο γουρούνια και δυο γαϊδουρομούλαρα.
- Έξω, έξω από το μαγαζί μας, του φωνάζουν έξω φρενών και οι δυο.
- Έξω τιποτένιε, γιατί θα φωνάξουμε την αστυνομία να σε πάρει.
Μα ο Χιώτης, αντί να σταματήσει τις βρισιές και να λογικευτεί, συνεχίζει να τους βρίζει και να τους απειλεί:
- Έξω, έξω από το μαγαζί μου παλιάνθρωποι!!
Λίγο όμως πριν οι τρεις άντρες πιαστούν στα χέρια και γίνουν μαλλιά-κουβάρια, μπαίνει στο μαγαζί ένας αστυνομικός.
- Έ, τι συμβαίνει εδώ; Ρωτάει αυστηρά. Τσακωνόσαστε;
Οι δυο συνέταιροι του εξηγούν, δείχνοντάς του τον Χιώτη:
- Τον διώχνουμε από το κέντρο μας κι αυτός δεν φεύγει, κύριε αστυνόμε.
- Κι εγώ τους διώχνω από το κέντρο μου κι αυτοί δε φεύγουνε, συμπληρώνει ο Χιώτης!
- Εσείς τι είσαστε; ρωτάει ο αστυνομικός τους δυο συνεταίρους.
- Είμαστε οι καταστηματάρχες κύριε πόλισμαν και δεν τον θέλουμε πια.
- Και συ τι είσαι; ρωτάει ο αστυνομικός το Μανώλη Χιώτη.
- Εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης του καταστήματος!!! απαντάει αυτός! Ορίστε και το συμβόλαιο της αγοροπωλησίας.
Και να τι είχε συμβεί: Η ερωτευμένη και βαθύπλουτη τρελλοαμερικάνα Μπεθ, που παρακολουθούσε τους καθημερινούς καυγάδες του Χιώτη με τ’ αφεντικά του, πόνεσε πολύ. Και για να τον απαλλάξει το Μανωλάκη μας από τους δυο συνεταίρους, πληρώνει μερικές χιλιάδες δολάρια και αγοράζει το κέντρο από τον ιδιοκτήτη του! Και το πιο παράξενο είναι ότι το αγοράζει στο όνομα του … Χιώτη (!), για να γίνει από πρώτο χέρι ιδιοκτήτης του ο πολυαγαπημένος της καλλιτέχνης. Και στέλνει με τον σωφέρ της το συμβόλαιο. Κι αυτός φθάνει τη στιγμή ακριβώς που οι δύο ενοικιαστές του μαγαζιού θέλανε να πετάξουν έξω το Μανώλη Χιώτη από το μαγαζί… Την πιο κατάλληλη στιγμή δηλαδή.
Οι σκηνές που ακολουθούν, είναι κωμικοτραγικές και απείρου κάλλους. Ο ένας από τους συνέταιρους κλαίει και χτυπιέται που θα 'χαναν το «νοικιασμένο» κέντρο τους και θα βρισκόντουσαν στο δρόμο. Ενώ το άλλο αφεντικό φέρνεται έξυπνα και πρακτικά. Αντί να βάλλει τα κλάματα και να τραβάει τα μαλλιά του, πέφτει στα πόδια του Χιώτη και τον θερμοπαρακαλεί:
- Λυπήσου με μίστερ Μανώλης. Εγώ δεν ήθελα να σε διώξω από το μαγαζί, μα ο συνεταίρος μου με εξεβίαζε πως θα φύγει. Μη μου κάνεις λοιπόν το κακό αυτό να με διώξεις κι εσύ. Κράτα με λοιπόν σαν βοηθό σου εδώ που είμαι ειδικός και ξέρω καλά τη δουλειά. Εσύ μπορεί να είσαι μεγάλος καλλιτέχνης μα δεν ξέρεις τη δουλειά του επιχειρηματία.
Ο Μανώλης Χιώτης τρίβει κατάπληκτος τα μάτια του και ξεβουλώνει τ’ αυτιά του. Νομίζει πως ονειρεύεται. Αυτή η ουρανοκατέβατη τύχη του ‘ρχεται σαν κεραμίδα στο κεφάλι. Πάντως σαν έξυπνος άνθρωπος που είναι, συνειδητοποιεί γρήγορα τη νέα κατάσταση και παίρνει την απόφασή του. Κρατάει τον καλό επιχειρηματία σαν συνεταίρο του και μαίτρ ντ’ οτέλ. Προσλαμβάνει Έλληνα μάγειρα και μπάρμαν. Κρατάει κι όλα τα γκαρσόνια και τους καλλιτέχνες της ορχήστρας και βάζει μπροστά το κέντρο να λειτουργήσει.
Μα οι δουλειές του μαγαζιού δεν πηγαίνουν τώρα καλά όπως πριν…Οι Αμερικάνοι σαμποτάρουν το μαγαζί, γιατί έχει πέσει στα χέρια ενός ξένου και μη πατριώτη τους. Όσο για τους ομογενείς, το ελληνικό στοιχείο δηλαδή, δεν πηγαίνουν κι αυτοί στο κέντρο γιατί βρίσκουν πως ο μάγκας συμπατριώτης τους καλλιτέχνης απέκτησε με ύποπτο τρόπο την ιδιοκτησία του.
Εκτός από την αναδουλειά, όμως, μπαίνουνε στη μέση και οι αμερικανοί γκάγκστερς με τις παράλογες απαιτήσεις τους και ο Χιώτης βρίσκεται πάλι μπλεγμένος με το μαγαζί. Να το παρατήσει και να φύγει, δεν το σήκωνε η καρδιά του. Να το πουλήσει δεν το σήκωνε η συνείδησή του. Και παλεύει με το δίλημμα αυτό. Όταν ξαφνικά τον επισκέπτεται η τρελλοαμερικάνα η Μπεθ, που εξακολουθεί βέβαια να είναι τρελλά ερωτευμένη μαζί του.
- Ντροπή σου μίστερ Μανώλης, να στεναχωριέσαι με τη «Μπουζουκερία» σου! Αν δεν πηγαίνει καλά, να την κλείσεις.
- Πώς να κλείσω το μαγαζί, κυρα-παλαβιάρα; της κάνει ο Χιώτης. Εσύ έδωσες τόσα ντόλαρς για να το αγοράσεις.
- Τότε πούλησε το μαγαζί και πάρε τα ντόλαρς, του αποκρίνεται εκείνη. Δικά σου είναι όλα!
Aλλο που δεν ήθελε ο μάγκας ο δικός μας. Πουλάει το μαγαζί εκατό χιλιάδες δολάρια και πιάνει -τότε- τρία (3) εκατομμύρια δραχμές στο χέρι!!! Τα παρατάει όλα και πιο πολύ την τρελλο-Μπεθ. Μπαίνει στο «πετούμενο» και τσουπ ουρανοκατέβατος στην Αθήνα που τόσο είχε νοσταλγήσει…Κι εδώ, παραλής πια, ξεκινάει για μια νέα ζωή μ’ έναν τρίτο γάμο που κάνει με την πανέμορφη Μπέμπα Κυριακίδου.
Έτσι και με τα άλλα δέκα εκατομμύρια που έχει κουβαλήσει από τη δουλειά του στην Αμερική και πριν ακόμα πιάσει δουλειά στην Αθήνα, βάζει μπροστά και χτίζει τη μεγαλόπρεπη βίλα του στην Κυψέλη, λίγο πριν το Γαλάτσι! Και τη χτίζει κάνοντας όλες τις τρελλές σπατάλες χρημάτων, για να γίνει ένα παραμυθένιο παλάτι, με όλες τις καλλιτεχνικές ομορφιές που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν το μεγάλο καλλιτεχνικό του γούστο και να ευχαριστήσουν τον ωραιοπαθή και λεβέντικο χαρακτήρα του.
Όλες οι κατηγορίες των μαστόρων που ο Μανώλης χρησιμοποίησε στη δημιουργία αυτού του καλλιτεχνικού κομψοτεχνήματος, έχουνε να λένε για τη λεβεντιά και το υπέροχο «αφεντιλίκι» του ανοιχτοχέρη Μανώλη Χιώτη, του αγαπημένου τους «Μανωλάκη», όπως τον αποκαλούσαν. Και λένε γι’ αυτόν τα καλύτερα λόγια για την καταδεκτικότητα, την κουβαρντοσύνη, το κουράγιο που τους είχε μεταδώσει στη δουλειά τους. Ακόμα και για την πρωτοβουλία που ζητούσε απ’ αυτούς. Λένε πως άφηνε τους τεχνίτες να κάνουν αυτό που άρεσε σε ‘κείνους πρώτα και μετά σ’ αυτόν!
- Κάνετε όπως αρέσει σε σας, τους έλεγε. Όταν κάτι αρέσει στον μάστορα που το φτιάχνει, αρέσει πάντοτε και σε μένα… Εγώ μπορεί να ξέρω καλό μπουζούκι, τους λέει, μα ιδέα δεν έχω από τις δικές σας οικοδομικές δουλειές!
Ο Μανώλης Χιώτης, σαν αφεντικό της δουλειάς για τη βίλα του που χτίζεται, δείχνει την καλύτερη διαγωγή απ’ όλα τ’ άλλα αφεντικά και τους εργολάβους που είχαν, κατά καιρούς, οι μαστόροι του δουλέψει. Όχι μόνο πληρώνει με το παραπάνω τον κόπο και την τέχνη τους, μα τους φέρεται σαν φίλος, σαν αδελφός και σαν παιδί τους ακόμα, όταν τύχαινε να είναι πολύ μεγαλύτεροι απ’ αυτόν. Όλοι τους λοιπόν, μάστορες και απλοί εργάτες, που έτυχε να δουλέψουν κοντά του, θυμούνται ακόμα κάποιο μικρό ή μεγάλο περιστατικό ή ιστορία του Χιώτη, που έδειξε την ανωτερότητα, την καλοσύνη και το μεγαλείο της ψυχής του μεγάλου συνθέτη και καλλιτέχνη.
Μα η μεγαλόπρεπη βίλα τελειώνει κάποτε και αρχίζει αμέσως ένα διάστημα εντατικής δουλειάς και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Συνθέτει καινούργια τραγούδια του. Κάνει θριαμβευτικές εμφανίσεις στα μουσικά θέατρα της Αθήνας σαν δεξιοτέχνης του τετράχορδου μπουζουκιού που έχει επινοήσει. Διευθύνει ο ίδιος τις ορχήστρες κατά τις ηχογραφήσεις των δίσκων του. Και μαζεύει από δεξιά και αριστερά λεφτά με το τσουβάλι, που λένε. Τότε συνθέτει το «Το μυστικό μου», το «Του πόνου το ποτήρι (Σύρτε και φέρτε τον παπά)» σε στίχους δικούς μου που έκανε πάταγο και τραγουδιέται από τους πονεμένους σ’ όλη την Ελλάδα ακόμα και σήμερα . Και ακόμα, μεταξύ άλλων θαυμάσιων τραγουδιών, συνθέτει και το υπέροχο ζεϊμπέκικο «Τρελλό κορίτσι (Πάλι στις τρεις ήρθες και χθες να κοιμηθείς)» σε στίχους του αξέχαστου Χρήστου Γιαννακόπουλου.
Τελευταία, ο Μανώλης Χιώτης -ίσως και από υπερκόπωση- γίνεται αφάνταστα νευρικός και οξύθυμος. Ακόμα και ο γάμος του με την υπέροχη Μαίρη Λίντα καταστρέφεται από τον αυταρχικό του χαρακτήρα, την υπερκόπωση και το μοιραίο εκνευρισμό του.
Λίγο πριν το ταξίδι του στην Αμερική, ο Μ. Χιώτης κάπως ξεπεσμένος σαν συνθέτης, πιάνει δουλειά σαν πρώτο μπουζούκι στο ιστορικό κέντρο η «Πίνδος», λίγο πιο έξω από το τέρμα της Φιλαδέλφειας, στο δρόμο προς το Μενίδι. Το κέντρο αυτό ήταν πολύ παράξενο και ιδιότυπο. Κουμάντο έκανε σ’ αυτό, σαν διευθυντής του και επιχειρηματίας, ο υπέροχος σε λεβεντιά και ατρόμητος παλληκαράς Βαγγέλης Μανδρούλιας ή «Αλεξανδριανός», όπως τον λέγανε. Η «Πίνδος» δεν άνοιγε την ημέρα, αλλά μόνο τα μεσάνυχτα και λειτουργούσε μέχρι την άλλη μέρα ως οποιαδήποτε ώρα. Έτσι όλοι οι νταήδες και οι γλεντζέδες της Αθήνας και του Πειραιά, που γλεντούσαν στις ταβέρνες και στα άλλα κέντρα, όταν έκλειναν αυτά και ήθελαν να συνεχίσουν το γλέντι τους, άρχιζαν να κουβαλιόνται στου «Αλεξανδριανού», τύφλα στο μεθύσι, για να ξαναπιούν και να κάνουνε τα νταηλίκια τους!
Περιττό να αναφέρω πως στη Πίνδο γινόντουσαν συνεχώς παρεξηγήσεις, επεισόδια και καυγάδες τρικούβερτοι που έπρεπε να είχε κανείς ατρόμητη καρδιά για να τους αντιμετωπίζει, όπως ο Αλεξανδριανός που μπορούσε να μαλλώνει με σαράντα νοματέους με πιστόλια και μαχαίρια, να τους πετάει από το μαγαζί του και να τους κυνηγάει σαν λύκος τα πρόβατα. Εκεί λοιπόν, σ’ αυτό το κέντρο πιάνει δουλειά ο Μανώλης Χιώτης και βρίσκεται σε περιβάλλον που ταιριάζει απόλυτα στον χαρακτήρα και στην ψυχοσύνθεσή του. Καυγάδες δηλαδή και άγιος ο Θεός, κάθε νύχτα.
Ο κυρ-Βαγγέλης ο Αλεξανδριανός σαν βαρύμαγκας και νταής που ήτανε αντιμετωπίζει μόνος του τους εκάστοτε παλληκαράδες που θέλουν να «χαλάσουνε το μαγαζί» και ποτέ δεν ζητούσε βοήθεια από κανένα…Ούτε από τα γκαρσόνια του, ούτε από τους μπουζουξήδες και τα μέλη της ρεμπέτικης ορχήστρας του. Ήτανε ένας μεγάλος νταής και αχτύπητο παλληκάρι στους καυγάδες!
- Στην πάντα όλοι! φώναζε στο προσωπικό του. Θα καθαρίσω εγώ με τους …κυρίους αυτούς.
Και τραβώντας το κουμπούρι του πήγαινε να επιβάλει τάξη στους άτακτους ταραξίες του μαγαζιού.
Ο Χιώτης όμως όταν άρχιζε ένας καυγάς, παρατούσε ορθό το μπουζούκι του σε μια καρέκλα του πάλκου και σαλτάριζε να βοηθήσει τον Αλεξανδριανό, όσο κι αν αυτός δεν ήθελε και του φώναζε:
- Στη δουλειά σου εσύ μικρέ! Το μαγαζί είναι δικό μου κι εγώ θα καθαρίσω με την παρέα.
Μα που ν’ ακούσει ο Μανωλάκης. Κάθε φορά που γινόταν καυγάς βρισκόταν στο στοιχείο του. Ήταν αδύνατο σ’ αυτόν να κάθεται και να κοιτάζει χωρίς να παίρνει μέρος!
Το μαχητικό και άφοβο του χαρακτήρα του καλλιτέχνη μας τον έσπρωχνε πάντα να μπαίνει πρώτος στον καυγά και να δίνει αυτός τις πρώτες γροθιές στους ταραξίες, πριν από τον Αλεξανδριανό. Αυτός όμως, σαν πραγματικός νταής και εγωιστής που ήταν, θύμωνε με τις επεμβάσεις του μπουζουξή του. Και του φώναζε συνεχώς άγρια:
- Πίσω εσύ Μανώλη. Οι καυγάδες είναι δική μου δουλειά.
Μα η ανυπακοή που έδειχνε πάντα ο Χιώτης στις προσταγές του, εξαγρίωνε τον φοβερό καταστηματάρχη. Και μια νύχτα, σ’ ένα μεγάλο καυγά που είχε αναλάβει να κανονίσει ο Μανωλάκης, εξαγριώνεται τόσο πολύ ο Αλεξανδριανός που τραβάει το πιστόλι του, τον σημαδεύει στο στήθος και τραβάει τη σκανδάλη για να τον τραυματίσει και να τον αναγκάσει έτσι να ξαναγυρίσει στο όργανό του στο πάλκο.
Γιατί εδώ πρέπει να αναφέρω πως ο Αλεξανδριανός είχε και μια άλλη …καλλιτεχνική ιδιοτροπία: Ήθελε, και το είχε δηλώσει, πως ό,τι καυγάς και κακό γινόταν στο μαγαζί, το συγκρότημά του στο πάλκο έπρεπε να παίζει συνεχώς, σα να μη γινόταν τίποτα!
Όταν τέλος πάντων ο κυρ-Βαγγέλης σταμάτησε τον καυγά και οι ταραξίες το’βαλαν στα πόδια, κυνηγημένοι από τον ατρόμητο «Αλεξανδριανό» οι άλλοι καλλιτέχνες του συγκροτήματος της «Πίνδου» ψάχνουν το Μανώλη Χιώτη για να δούνε που τον είχε τραυματήσει η σφαίρα του καταστηματάρχη…Και γρήγορα διαπιστώνουν πως δεν είχε κανένα τραύμα στο σώμα του. Μόνο στο μανίκι, έξω-έξω του σακκακιού του είχε μια τρύπα που άνοιξε η σφαίρα, που τον είχε πάρει πολύ ξόφαλτσα.
Τέλος, κι όταν ξαναγυρίζει στην αίθουσα ο καταστηματάρχης, ο Χιώτης του λέει χαμογελώντας ειρωνικά:
- Καλό σημάδι ξέρεις κυρ-Βαγγέλη…Με σημάδεψες στο στήθος και τρύπησες το ύφασμα του σακκακιού μου. Έτσι θα πάρουμε την Πόλη;
Ο Αλεξανδριανός τον κοιτάζει φιλικά και του λέει:
- Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό στους καυγάδες. Να πυροβολείς κάποιον στα ίσια και να μην τον χτυπάς κατάσαρκα. Αλλά να τρυπάς τα μανίκια του σακκακιού του!! Και προσθέτει φιλοσοφικά:
- Αν εγώ μέσα στους τόσους καυγάδες που κάνω και πυροβολώ, χτυπούσα κατάσαρκα τους νταήδες, θα έπρεπε να είχα δικό μου νεκροταφείο για να τους θάβω! Αυτό είναι το δύσκολο κόλπο. Να πυροβολείς στο ψαχνό τάχα, αλλά να μη σκοτώνεις!! Μπήκατε μάγκες;;;".
4. Με τον λαϊκό συνθέτη, κιθαρίστα και τραγουδιστή Γιάννη Σταμούλη ή Μπιρ-Αλλάχ (που συνεργάστηκε πολλές φορές μαζί του):
«…Όταν έπαιζε μπουζούκι και κιθάρα, και βιολί αλά Τούρκα, μπορούσε να σε τρελλάνει. Με το μπουζούκι του μπορούσε να σκάσει αηδόνι… Ο Χιώτης προχώρησε το μπουζούκι είκοσι χρόνια μπροστά…».
5. Με τον λαϊκό συνθέτη και στιχουργό Γιώργο Μητσάκη (Από την Αυτοβιογραφία του):
Ο Χιώτης και ο Μητσάκης ήταν οι πρώτοι που το 1948 επέβαλαν το άψογο ντύσιμο στο πάλκο. Φίλοι στενοί και συνεργάτες.
«…Στου Πίκινου στο Θησείο έπαιρνα μεροκάματο είκοσι δραχμές, τι να κάνω. Όμως μια μέρα με διώξανε γιατί βρήκανε ένα καλύτερο μπουζούκι από μένα. Ξέρεις ποιον; Το Μανώλη Χιώτη. Ε, όπως και να το κάνουμε, ο μπαγάσας έπαιζε καλύτερα. Αυτά που σου λέω, είναι τώρα παραμονές του πολέμου.
…Με παίρνει ο Στράτος (ο Παγιουμτζής) και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε την Αγ. Κωνσταντίνου προς Ομόνοια. Σ’ ένα στενάκι, μπαίνουμε μέσα σ’ ένα μαγαζί, στου Μπουχιούνη. Αυτό παλαιότερα ήταν κομμωτήριο, όμως το είχε κάνει ψευτοταβερνάκι και τα βράδυα μάζευε κάμποσο κόσμο. Ήταν ο Στράτος, ο Περιστέρης, εγώ, ο Γιάννης Σταμούλης στην κιθάρα και κάνα-δυο άλλοι, δεν τους θυμάμαι. Μη νομίζεις σπουδαία πράγματα, κάνα-δυο μεζεδάκια, καμιά φασολάδα. Μεζέ τι; Γαϊδούρια, άλογα και κανένα σκυλί, για να μην κοροϊδευόμαστε τώρα. Τα βράδυα ερχόντουσαν και οι πουτάνες από τα πέριξ και γινότανε νταραβέρι. Μαζευόντουσαν και κάτι μαυραγορίτες και εκεί γινόταν το παιχνίδι. Αυτοί μας συντηρούσανε, το ανφάν γκατέ, που λέμε. Ο Χιώτης, που λες, ο Μανώλης ο Χιώτης, είδε ότι το μαγαζί δούλευε και σου λέει ωραίο κόλπο είναι αυτό, δεν κάνω κι εγώ ένα μαγαζί να βγάλουμε το ψωμάκι μας, Κατοχή είναι…Και πάει λίγο πιο κάτω, βρίσκει ένα μαγαζί που λεγότανε το «Πηγαδάκι». Αυτό ήτανε ταβερνάκι. Παίρνει λοιπόν τον Ανδρέα Σπαγγαδώρο και κάνα-δυο άλλους και πάει κι αυτός εκεί να δουλέψει. Ε, τα κουτσοκαταφέρνανε κι αυτοί.
…Μια μέρα, καθώς έβγαινα από το μαγαζί, ήταν μεσημεράκι, πήγαινα και τα μεσημέρια και μελέταγα λίγο μπουζούκι, έτσι για να περνάει η ώρα-, με βλέπει ο Χιώτης. Κατέβαιναν προς τα κάτω, ήταν μαζί του ο Σπαγγαδώρος, ο Τζουανάκος -πολύ ωραία φωνή ο άτιμος- και ο Καπετανάκης. «Που πας ρε Γιώργη;», «Ε, προς την Ομόνοια», του λέω του Χιώτη.
Με τραβάει από το μανίκι και μου λέει: «Ελα μαζί ρε». Αυτοί πηγαίνανε σ’ ένα τεκέ να φουμάρουνε. …Δίπλα στο σταθμό Πελοποννήσου ήταν ένα καφενεδάκι και πιο δίπλα ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Μπήκαμε μέσα σ’ ένα δωμάτιο της συμφοράς. Είχε κάτι κουβάδες με στάχτη, να φτύνουνε, και γύρω-γύρω αργιλέδες. Σκράτς - σκρούτς τραβάγανε. Έρχεται ο τεκετζής, ο Γκραβαράς, αυτός που σκότωσε τον Κατελάνο το μπράβο, και μου λέει: «Ρε μικρέ, τσάκω τον τζουρά να παίξεις δυο-τρεις νότες». Ψιλογρατσούναγα λοιπόν τον τζουρά. Μαζί ήταν κι ένας σταθμάρχης από τα λεωφορεία, ένας κοντόχοντρος. Του είχαν πεταχτεί τα μάτια έξω από τη μαστούρα. Έτσι όπως ήταν, άρχισε κι έλεγε διάφορα ασυνάρτητα πράγματα, κάτι μαγκιές, ότι μαχαίρωσε κάποιον κι άλλες ασυναρτησίες. Ο Γκραβαράς τσαντίστηκε. Γυρίζει και του λέει άγρια: «Μη μιλάς, ρε! Κάνε τουμπεκί, άκου που παίζει ο τζουράς». Το «κάνε τουμπεκί» βγαίνει από τη στιγμή που κόβουν τον καπνό.
Κόβουν τον καπνό ψιλοκομμένο. Αυτή λοιπόν είναι στιγμή ιεροτελεστίας, δε μιλάει κανείς. Η έκφραση «κάνε τουμπεκί ψιλοκομμένο» σημαίνει απόλυτη ησυχία. Παρ’ ότι του 'βαλε τις φωνές ο τεκετζής, ο χοντρομαλάκας δεν το ‘βαλε κάτω. Παρεξηγήθηκε.
«Γιατί μωρέ αδερφάκι μου, εγώ δεν καθαρίζω για πάρτη σου, όταν χρειαστεί; Δεν κάνω, δεν…»
«Εντάξει, ρε, του είπε ο Γκραβαράς. Αλλά να καταλαβαίνεις, τώρα καπνίζουμε λουλά, μη μιλάς».
Αυτό ήταν. Αρχισα να το σκέφτομαι γιατί μου έκανε εντύπωση. Βγάζω ένα μολυβάκι, που είχα πάντα μαζί μου, και σημειώνω σ’ ένα πακέτο από τα τσιγάρα: «Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς και άκου πως παίζει ο μπαγλαμά;». Μόλις με είδε ο Χιώτης κατάλαβε.
«Αντε, μωρή κουφάλα Πολίτισσα, σου κατέβηκε έμπνευση», μου λέει.
Έτσι λοιπόν γράφτηκε το «Όταν καπνίζει ο λουλάς». Το «άκου που παίζει ο μπαγλαμάς», ήταν το δεύτερο στιχάκι του τραγουδιού.
…Αν εξαιρέσεις το «Λουλά», ένα τραγούδι το οποίο γεννήθηκε εκεί μέσα στο χώρο που διαδραματίστηκε, δεν έχω γράψει άλλο χασικλίδικο τραγούδι, κι αυτό ξέρεις γιατί; Γιατί ποτέ δε μ’ ενδιέφεραν και ποτέ δεν μου άρεσαν τα χασίσια.
Να σου διηγηθώ μια ακόμα ιστορία. Παραλίγο να πεθάνω εκείνη τη φορά., τη θυμάμαι και
καλύτερα να μην τη θυμάμαι.
Κατοχή ήτανε πάλι, όταν ήρθε ο Παναγιώτης ο Πετσάς, μας πιάνει -μαζί με το Χιώτη ήμασταν- και μας λέει: «Ρε παιδιά, ο Στελλάκης (ο Περπινιάδης) έχει φέρει ένα μαύρο, άλλο πράγμα. Πάμε να φουμάρουμε και να φτιαχτούμε, να γίνουμε ωραίοι;».
Εγώ είπα ότι δεν θέλω να ‘ρθω. Ο Χιώτης επέμενε. «Έλα, ρε. Πάμε για βόλτα».
Η αλήθεια ήταν ότι ο Στελλάκης είχε ένα ωραίο ταβερνάκι, στο παλατάκι κοντά, εκεί στην περιοχή του Αιγάλεω. Έφτιαχνε κανένα μεζεδάκι, είχε ένα κουζινάκι, έτσι δυο-τρία τραπέζια και από πίσω ένα είχε ένα καμαράκι. Εκεί πέρα μαζευόντουσαν και …χεσμεντέν.
Μην τα πολυλογώ, να σου εκείνη την ώρα έρχεται ο Ανδρέας ο Σπαγγαδώρος, έρχεται και ο Σταύρος ο Τζουανάκος. «Έλα ρε, πάμε», μου λένε όλοι μαζί. «Ρε παιδιά, αφήστε με, δε θέλω να έρθω».
«Αντε ρε ακέφαλο πτώμα», μου λέει ο Χιώτης. «Θα πεθάνεις και θα είσαι ένα πτώμα ακέφαλο. Μια ζωή έτσι, ξενέρωτος! Πάμε, ρε!». Τέλος πάντων υποχώρησα και πήγαμε. Πραγματικά είχε κάποια ωραία μεζεδάκια. Αφού τσιμπήσαμε λίγο, πήγαμε στο πίσω δωματιάκι. Αυτοί βγάλανε κι αρχίσανε να φουμάρουνε. Εγώ δεν συμμετείχα, έπινα κονιάκ.
Πίναμε «Βαρβαρέσκου» θυμάμαι. Κάποια στιγμή κάνει έτσι ο Σπαγγαδώρος και βγάζει ένα μπουκαλάκι από το τσεπάκι του. Είχε μια νεκροκεφαλή μπροστά, σαν κοκαΐνη μου φάνηκε. Χωρίς να το καταλάβω, μου έριξαν μια-δυο σταγόνες μέσα στο ποτό. Αυτό ήτανε.
Έγινε το κεφάλι μου κουνουπίδι. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας, άρχισα να παραμιλάω… Ένοιωθα πως έσβηνε ο κόσμος από μπροστά μου…
1947, στο «Πιγκάλς», στην αρχή της οδού Πατησίων κάτω από το χειμερινό κινηματογράφο Ροζικαίρ. Είμασταν μαζί, εγώ, ο Χιώτης, ο Σπαγγαδώρος, ο Κοζαδίνος, ο Πετσάς στην κιθάρα και ο Γκιζελής στο βιολί. Από γυναίκες δεν είχαμε. Τότε είχα κάνει επιτυχία το «Δεν είμαι ο Γιώργος π’ αγαπούσες μια φορά» και το τραγούδαγα μόνος μου. Μου έλεγε ο Χιώτης: «α, μωρή Πολίτισσα, την πάτησες πάλι τη δουλειά».
Κι ερχότανε κοντά μου στο πάλκο και το λέγαμε μαζί ξανά και ξανά. Σου μιλάω για τρομακτική επιτυχία. Εκεί στο Πιγκάλς ερχόταν η Μαίρη Λίντα και πούλαγε λουλουδάκια. Πρέπει να ήταν τότε δεκατριών - δεκατεσσάρων χρονών το πολύ! Ο Χιώτης την λιμπιζότανε εν τω μεταξύ κι αν έκανα εγώ κανένα κομπλιμέντο έτσι καμμιά φορά, με αγριοκοίταγε, ήταν πολύ ζηλόφθονος…Δίπλα στην αχιβάδα (πίστα) ήταν το καμαρίνι, ένα δωματιάκι μικρό όπου αλλάζαμε και καπνίζαμε και κανένα τσιγαράκι στα διαλείμματα.
Ακούω το λοιπόν κάτι ψιθύρους και κάτι γελάκια από το καμαρίνι. Μπαίνω και βλέπω το Μανώλη να έχει τη Λίντα στα γόνατά του, να της έχει σηκώσει τα φουστάνια και να είναι έτοιμος να ορμήσει. «Ρε μάγκες, τι χαμπάρια;» τους λέω. Τα χάσανε μόλις με είδανε, γιατί δεν το περίμεναν. Κατέβασε η Μαιρούλα το φουστάνι και προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
«Να, ξέρετε, κύριε Γιώργο, κάνουμε πρόβα με τον κύριο Μανώλη». «Καλά», τους λέω γελώντας και γυρίζω να φύγω. Μόλις απομακρύνομαι λίγο τους φωνάζω: «Αντε και καλή …πρόβα!».
…Η Νίνου εκείνο το βράδυ φορούσε ένα φουστανάκι μπριόζικο και κουνιστή και λυγιστή ερχόταν στο πάλκο και μας κολλούσε. «Καλέ κύριε Μητσάκη, πες και στον κύριο Χιώτη να βγω να πω κι εγώ ένα τραγουδάκι». «Ρε Μανώλη», λέω στο Χιώτη, «ας την αφήσουμε, που 'μαστε κουρασμένοι να πει τίποτα κι αυτή». Η αλήθεια ήταν ότι σαν παρουσία, παρότι χοντρή, ήταν σκερτσόζα και μπριόζα.
«Α, μωρή πουτάνα», μου λέει. «Τι να βγει να πει;». Η Νίνου όμως εκεί, κολλιτσίδα. Από τα πολλά παρακάλια την αφήσαμε κι εμείς. Βγήκε λοιπόν κι αυτή στο πάλκο, έκανε κάτι κουνήματα και σκέρτσα και άρεσε, δημιούργησε ένα κεφάκι στον κόσμο.
Αφού βγήκε το ένα βράδυ, έρχεται το επόμενο και το μεθεπόμενο. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε. Τη χάσαμε. Μετά μάθαμε πως τραγούδαγε μόνιμα με τον Τσιτσάνη».
6. Με τον λαϊκό συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη (από την αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου, το έργο μου»):
«…Αργότερα (1940) πήγα στο μαγαζί του Διαμαντή Χιώτη (πατέρα του συναδέλφου μας Μανώλη Χιώτη), που βρισκόταν κοντά στην Ομόνοια, στη Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου. Δεν θυμάμαι πως λεγόταν το μαγαζί, αλλά ήταν ένα υπόγειο, με λίγα τραπεζάκια. Εκεί ήταν και ο Μανώλης, πιτσιρικάς τότε. Μετά, όταν έφυγα και πήγα στη Σαλονίκη, έμαθα ότι σκότωσαν τον πατέρα του Μανώλη, το Διαμαντή.
(Σημείωση: Το μαγαζί λεγόταν τα «Παγώνια», που βρισκόταν γωνία Σωκράτους και Ζήνωνος. Ο δε Διαμαντής Χιώτης δολοφονήθηκε έξω από το μαγαζί του, στα 1941, από ένα Μανιάτη ονομαζόμενο Μουρκάκος).
«Ποιοι άλλοι δούλευαν στο μαγαζί του γέρο-Διαμαντή;»
Ήταν ο Μπάτης, ο Κερομύτης, ο Στράτος, ο Δελιάς και άλλοι που δεν θυμάμαι. …Με το Δελιά δουλέψαμε μαζί γύρω στις 15 ημέρες. Μετά εξαφανίστηκε πάλι. Βλέπεις, είχε αρχίσει να πέφτει σε λάθη. Και δεν τον κράταγε τίποτα. Σαν όνειρο θυμάμαι εκείνη τη γυναίκα (τη Σκουλαρικού) που ερχόταν και τον έπαιρνε και έφευγαν παρέα. Από τότε που έφυγα κι εγώ από το μαγαζί του γέρο-Διαμαντή (με την κήρυξη του πολέμου) δεν τον ξαναείδα. Μετά, στην Κατοχή, στη Σαλονίκη, έμαθα ότι πέθανε.
Είναι τραγικό, γιατί ήταν υπέροχος συνθέτης και πολύ καλός στο μπουζούκι. Είχε μπροστά του ένα σίγουρο μέλλον, γεμάτο επιτυχίες. Ο Θεός να τον συγχωρέσει».
7. Με τον λαϊκό συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου (από την Αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα»)
«…Με τον Μανώλη το Χιώτη παίζαμε πολύ καιρό μαζί στη Κατοχή. Αυτός όμως είχε βγει από πριν από τον πόλεμο στη δουλειά. Το 1938 - 39. Τον κουβάλαγε μαζί ο πατέρας του, ο γέρο Διαμαντής. Καλός μάγκας ο πατέρας του. Τον σκότωσαν, τότε, θυμάμαι μπαμπέσικα, αλλά δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Ένας τσάμπα μάγκας τον σκότωσε από πίσω με κάτι μαχαιριές.
Ο δάσκαλος του Χιώτη είναι ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος. Αυτός ήταν μάστορας στο όργανο. Τρέλλα! Δεν γνώρισα άλλον στη ζωή μου. Ήταν τρελλός, έκανε καταχρήσεις, δεν είχε πολύ μυαλό και ζήλο για δουλειά. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Ένα παίξιμο, λέμε, όλο μαγεία! Απ’ αυτόνε πήρε μαθήματα ο Μανώλης ο Χιώτης. Απ’ αυτόνε κι ο Καπλάνης, κι ο Τζουανάκος, κι ο Χατζηχρήστος, κι ο Λεμονόπουλος, και οι άλλοι.
Τον Χιώτη τον ξεκίνησε ο Μπαγιαντέρας. Ο Χιώτης του 'παιζε τα τραγούδια και τα τραγουδάγανε μαζί. Δουλεύανε τότε μαζί. Και του Μπαγιαντέρα τα τραγούδια είναι διαλεχτά. Ένα κι ένα. Πολύ ωραία, όλο αρμονίες».
8. Με τον λαϊκό συνθέτη Γιώργο Ζαμπέτα (απ’ τη βιογραφία του «Βίος & Πολιτεία»)
…Ερχότανε κι ο Χιώτης στο μαγαζί, στην παρέα. Και χόρευε ο συχωρεμένος ο Χιώτης ένα ωραίο ζεϊμπέκικο, πολύ ωραίο.
…Ένα βράδυ είχαμε πάει και στο Χιώτη όταν έπαιζε κάτω από το Περοκέ, στου Κατελάνου, μαζί με το Λαβίδα. Ήμουνα πολύ μαστούρα, διασκεδάζαμε στο σπίτι του φίλου μου δημοσιογράφου Κώστα Μίχου ή Μπράχου και τους λέω, φύγαμε, απόψε κερνάω στου Χιώτη. Η γυναίκα του Κώστα, η Δήμητρα, ήτανε καψούρα, μα πολύ καψούρα με το Χιώτη κι έτσι πηγαίναμε συχνά.
…Κατεβαίνουμε στη Νέα Υόρκη (το 1957), πήγαμε και στο Μανώλη Χιώτη, αυτός έμενε πάνω απ’ το μαγαζί. Γεγονός ήτανε πως ο Χιώτης, Θεός σχωρέσει την ψυχή του, μου ξηγήθηκε σαν ίσος προς ίσο.
Ζαμπέτα, μου λέει, τι τα κουβάλησες όλα αυτά, τα κουστούμια και τα λοιπά. Με βλέπεις εμένα; Δεκατρείς μήνες με τα ίδια ρούχα είμαι. Και αυτά που ξέρεις, ξέχασέ τα εδώ, μάγκα μου. Ασε τα λα και τα φα. Εδώ σκύψε την κεφάλα κάτω και μάζευε δολάρια. Τραγούδα ό,τι θες, έναν πούτσο Δε δίνουνε για τίποτα. Εδώ είναι όλο το λεφτό. Κοίτα μόνο να πάρεις τα ψιλά στην τσέπη. Είμαι 13 μήνες εδώ και δεν αντέχω άλλο, νοστάλγησα την πατρίδα, τα παιδάκια μου, κι αύριο φεύγουμε ολοταχώς με τη Μαριώ. Ευτυχώς που ήρθες Γιώργο και μας έσωσες! Τα ψιλά να πάρεις, να τα ρίξεις στην παντελόνα κι αυτά που ξέρεις ας τα, ξέχασέ τα. Έχω, μου λέει, γυρίσει όλη την Αμερική και έχω παίξει και με ποιους δεν έχω παίξει. Έπαιξα ένα ολόκληρο βράδυ με έναν που δεν ήξερε άλλο απ’ το λα ματζόρε! Αυτά να τα λάβεις όλα υπόψη σου και φεύγοντας εγώ θα σου αφήσω κι όλα μου τα εργαλεία.
Ο Μανώλης ήταν πολύ νοικοκύρης. Είχε μια τηλεόραση, ένα γραμμόφωνο, που του το ‘χε πάρει η Μαριώ εκεί και είχε και οικιακά σκεύη. Όλα αυτά μου τα άφησε. Εντάξει Μανώλη μου, σ’ ευχαριστώ. Θέλεις τίποτα από κάτω; με ρωτάει. Δώσε, του λέω, χαιρετίσματα στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου, τίποτα άλλο.
Γεγονός είναι, ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του, πως μόλις ήρθε εδώ βρήκε τη γυναίκα μου και της λέει το και το και ότι του έδωσα να τους φέρει δώρα.
Και έδωσε από μόνος του κάτι λεφτά στη γυναίκα μου και παιχνιδάκια στα παιδιά μου. Ο Θεός να τον αναπαύει.
…Στο μαγαζί ερχότανε πολύ για να διασκεδάσει και να μ’ ακούει ο Μανώλης ο Χιώτης. Με γούσταρε ο Μανώλης. Φιλαράκια ήμασταν, αλλά γούσταρε και το παίξιμό μου. Από τους μοναδικούς ήτανε, ο συγχωρεμένος, που είχε πει καλά λόγια για μένα. Δεν είχε κόμπλεξ ο Χιώτης. Όλοι οι μεγάλοι δεν έχουν. Ξέρουν τι αξίζουν και δεν έχουνε πρόβλημα να λένε καλή κουβέντα και για άλλους. Κι εγώ τον γούσταρα το Μανώλη. Πολύ!
Ήρθε ένα βράδυ ο Χιώτης με τη Λίντα κι ο Χιώτης φόραγε απ’ την ώρα που μπήκε ως την ώρα που έφυγε ένα κράνος, γερμανικό κράνος! Το φόραγε για να μη φάει κάνα τραπέζι στο κεφάλι. Τι έγινε Μανώλη μου, του λέω. Θα με σκοτώσουνε Γιώργο μου, δεν πρόκειται να βγω ζωντανός από δω μέσα! Κι έκλαιγε απ’ το γέλιο. Πολύ γέλιο κάναμε, είχε πολύ χιούμορ ο Μανώλης. Πραγματικά γινότανε το σώσε. Τα τραπέζια πέφτανε βροχή, περνάγανε πάνω απ’ τα κεφάλια ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί.
…Να λάβουμε υπόψη μας πως ξενιτεύτηκε από δω και έπαθε τόσες ζημιές και του στοίχισε και τη ζωή του, του Μανώλη του Χιώτη, αυτή η παραγκώνιση που του 'κανε ο Λαμπρόπουλος να τονε στείλει να γίνει υποδιέστερος του Θεοδωράκη.
Ναι, του μεγάλου του Μανώλη, του Μανώλη του Χιώτη. Βέβαια. Έτσι τον πεθάνανε το Χιώτη. Απ την καΐλα του πήρε τα μάτια του κι έφυγε για την Αμερική, να πεθάνει απ τον καημό του.
9. Με την τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ, από την αυτοβιογραφία της «Η ιστορία μιας τραγουδίστριας»
«…Πως μπορώ να μη πω για 'κείνη την ομορφιά! Τι ομορφιά ήτανε! Μανώλης Χιώτης!
Όταν έμπαινε στην πίστα, έβλεπες ένα κορμί!..έβλεπες μια ομορφιά!..Και το παίξιμο!.. όλα του ένα άλλο πράγμα!
…Στο Μανώλη το Χιώτη όμως, οφείλω την προσωπικότητά μου. Ευφυΐα, με έλεγε. Είναι ευφυΐα αυτό το παιδί. Το πρώτο μου τραγούδι, που μου έδωσε «Το φτωχοκάλυβο» που γραμμοφώνησα στην ODEON, συνέβαλε πολύ στην καριέρα μου. Με το Φτωχοκάλυβο έγινα διάσημη. Έξι μήνες, με τα μαντήλια στα χέρια, όλες οι γυναίκες κλαίγανε μπροστά στο ραδιόφωνο. Μετά μου 'δωσε και είπαμε μαζί, πάλι στην ODEON το «Χωρίς μανούλα» και είχαμε πει μαζί και το «Τώρα που 'χεις παραδάκι» στην πίσω πλευρά του «Φτωχοκάλυβου».
Τότε που μου 'χε δώσει ο Χιώτης το «Φτωχοκάλυβο», κάναμε μαζί συγκρότημα και δουλεύαμε στη «Γωνιά της Αθήνας» στην Πατησίων. Ο Χιώτης μ' έλεγε «γύφτισσα» τότε. Όταν ξεκινάγαμε, τα περισσότερα τραπέζια ήταν άδεια. Μου έλεγε:
- Πως το βλέπεις; Θα 'ρθει κόσμος απόψε;
- Περίμενε λίγο Μανώλη μου!, του έλεγα. Τι ώρα είναι τώρα;… Μετά τις εντεκάμιση θα δεις τον κόσμο να στριμώχνεται στην πόρτα. Κι έτσι γινότανε!
- Το μάντεψε πάλι η γύφτισσα! έλεγε.
Και καθόμαστε στο πάλκο και τραγουδούσαμε. Κι εγώ τους τραγουδούσα τα τούρκικα και τα ρεμπέτικα, με τα μακριά μου τα μαλλιά, τη γραβατούλα μου, το πουκαμισάκι μου το δαντελένιο, τη φουστίτσα μου.
Αλλά από 'κει που έλεγα πως γλίτωσα από τους άντρες, είχα άλλο χάλι! Οι γυναίκες άρχισαν να με βλέπουν πονηρά. Είχαμε εμείς τότε τραγουδίστριες δυο-τρεις, που ήτανε «τέτοιες». Αχ Θεούλη μου, έλεγα, λες να με κάνουνε και μένα «τέτοια» σαν αυτές;
Θυμάμαι που δούλευα στη «Γωνιά της Αθήνας» με το Χιώτη και τον Τάκη τον Μπίνη. Και μια φορά μπαίνω στην τουαλέτα και βγαίνω κλαίγοντας. Μου λένε ο Χιώτης κι ο Μπίνης: - Γιατί κλαις κορίτσι μου;
- Γιατί πήγα να κάνω τα τσίσια μου, λέω, και κάτι κυρίες πήγαν να πιάσουν τα βυζάκια μου!
Και δώστου να κλαίω. Κι ο Χιώτης με το Μπίνη να γελάνε. - Γελάτε εσείς; Τι γελάτε; λέω. Εμένανε πήγαν να πιάσουν τα βυζάκια μου και μου δίνανε τις διευθύνσεις τους και τα τηλέφωνά τους! Μου λέει τότε ο Χιώτης:
- Πάρε τις διευθύνσεις τους και δώστες σ' εμάς!
Έτσι κι εγώ έπαιρνα τις διευθύνσεις τους, τις έβαζα στο στήθος μου (δεν φορούσα σουτιέν ακόμα τότε), τις έδινα στο Μανώλη και πήγαιναν αυτοί το βράδυ στο σπίτι τους!!!
Έγινα τραγουδίστρια. Όμως και τι δεν κινδύνεψε αυτή η ομορφιά για να γίνω αυτό που έγινα! Το τραγούδι ήταν γεμάτο κινδύνους και πειρασμούς.
Τότε ο Μανώλης Χιώτης μου 'χε κάνει πρόταση γάμου. Αν τον είχα παντρευτεί, τώρα θα ήμουνα η τέταρτη χήρα του, μαζί με τη Ζωή Νάχη, τη Μαίρη Λίντα και τη Μπέμπα Κυριακίδου.
Στη «Γωνιά της Αθήνας δούλευα με το Χιώτη όταν σκοτώθηκε ο αδελφός μου. Ένας αδελφός λεβέντης! Καπετάνιος στον ΕΛΑΣ ήταν στον πόλεμο, καπετάν-Θοδωράκη τον φωνάζανε. Και σκοτώθηκε από ένα άλογό μας που τον χτύπησε. Εφτά αραμπάδες είχε με τον πατέρα μου και έκαναν αγώγια. Κι ενώ τραγουδούσα, έρχονται και μου λένε:
Σκοτώθηκε ο αδελφός σου! Αμέσως αρχίζω τα κλάμματα. Όλοι ρωτάνε γιατί κλαίει η δεσποινίς Σεβάς; Εγώ κλαίω και δεν μπορώ να τους απαντήσω".
Βιβλιογραφία
- ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ: «ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ, Ο Πρίγκηπας»
Νίκου Β. Ρούτσου, Σειρά άρθρων στο περιοδικό «Οικογενειακός Θησαυρός» - ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, Τόμος Δ
Τάσου Σχορέλη, Εκδόσεις Πλέθρον - ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ: «Αυτοβιογραφία»
Νίκου Οικονόμου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου - ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: «Ντόμπρα και σταράτα Αυτοβιογραφία»
Κώστα Χατζηδουλή, Εκδόσεις Κάκτος - ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: «Η ζωή μου, το έργο μου»
Κώστα Χατζηδουλή, Εκδόσεις Νεφέλη - ΣΕΒΑΣ ΧΑΝΟΥΜ: «Η ιστορία μιας τραγουδίστριας»
Μανουήλ Τασούλα, Εκδόσεις Πανός - ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ: «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ»
Ιωάννας Κλειάσιου, Εκδόσεις Ντέφι - Προσωπικό αρχείο Ελληνικού Τραγουδιού