"Βασανάκι" του Χατζηχρήστου

Κατ’ αρχας χρονια πολλα σε ολους και ευτυχισμενος και ανθηρος ο νεος ετος…
Θα μπορουσε να μου πει καποιος τι λεει η δευτερη στροφη στο “Βασανακι” του Χατζηχρηστου;;;
και…
ξερει κανεις λεπτομερειες για το “σταθηκα πενιες ν’ακουσω” (αν ειναι αυτος ο τιτλος…)??? Αν δεν κανω λαθος πρεπει να ειναι Τσιτσανης και τραγουδαει ο Στρατος…
Χρονια πολλα και παλι και ευχαριστω εκ των προτερων

Παίδες, έχει κανείς τα λόγια από το “Βασανάκι” του Χατζηχρήστου ? Όπως κι ο φίλος παραπάνω δεν βγάζω τί λέει η β΄στροφή :109:

«Το βασανάκι»

Απ΄την τόση παραζάλη
πονεί το κεφαλάκι μου.
Πάρε με στην αγκαλιά σου,
πάρε με (δις) βασανάκι μου.

Το γιατρό και τον σπετσέρη
δεν ζητώ μανάκι μου.
Πάρε με στην αγκαλιά σου,
πάρε με, (δις) βασανάκι μου.

Συ που μ΄έχεις αρρωστήσει
διώξε το φαρμάκι μου.
Πάρε με στην αγκαλιά σου,
πάρε με, (δις ) βασανάκι μου.

Ελένη,
δεν ξέρεις πόσο σε ευχαριστώ !!:088:
Δύσκολο να ακούσεις μια λέξη που δεν ξέρεις …

Καλέ μάνα δε μπορώ (1931)
“το γιατρό και το σπετσέρη/με τα φάρμακα στο χέρι”

Καλύτερα μου φαίνεται να μπουν αυτοί οι στίχοι ως παράδειγμα του “σπετσέρη” στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι

και αυτοί, θα πρότεινα εγώ

Διορθώστε με αν κάνω λάθος αλλά, όσο κοίταξα στο Ρεμπέτικο Γλωσσάρι, πάντα ΕΝΑ τραγούδι μπαίνει ως παράδειγμα, εκτός και εάν υπάρχουν και άλλες σημασίες ενός λήμματος, οπότε μπαίνουν και αντίστοιχα παραδείγματα στίχων.

Σπετσέρης είναι ο φαρμακοποιός (ή, ίσως, ένα παλιότερο αντίστοιχο του σημερινού φαρμακοποιού). Και σπετσαρία το φαρμακείο.

«Ο γιατρός και ο σπετσέρης» είναι κοινός τόπος στη λαϊκή στιχουργική, μάλλον στο πνεύμα των επαναλήψεων τύπου «τα όρη τα βουνά», «παίρνω τη στράτα το στρατί» κλπ., παρά ως κυριολεκτική αναφορά σε δύο ξεχωριστούς κλάδους που άλλωστε, πιθανώς, ο παλιός λαϊκός άνθρωπος δεν τους ξεχώριζε καν.

Δεν ξέρω αν υπάρχει συνειδητός λόγος γι’ αυτό ή αν απλώς έτυχε. Γενικά μιλώντας, δε θα το έβρισκα κακό να αναφέρονται περισσότερα παραδείγματα. Δείχνει (έμμεσα) και το πόσο συχνά ή σπάνια εμφανίζεται η κάθε λέξη.

A, αυτό όχι. Εκτός κι αν σκανάραμε όλα ανεξαιρέτως τα ρεμπέτικα, μπας και ξαναβρούμε τη λέξη, κάτι υπερβολικά δύσκολο που άλλωστε υπερβαίνει το σκοπό της αρχικής προσπάθειας.

Επειδή σε δημοτικά συναντάμε ταυτολογίες αυτού του τύπου, δεν σημαίνει ότι ο λαϊκός άνθρωπος στη χώρα μας δεν είχε μάθει να διακρίνει το γιατρό από το φαρμακοποιό.
Είτε τον τελευταίο τον ήξερε κάτι σαν πρακτικό βοτανολόγο είτε ακόμα καλύτερα ως «φαρμακοτρίφτη» είτε ως «σπετσιέρη», μέχρι να επαναφέρει τον όρο «φαρμακοποιός» [που ήταν γνωστός και από την αρχαιότητα όπως και το «φάρμακο», ας το επισημάνουμε] ήταν διακριτός ο ρόλος του από αυτόν του γιατρού.
Άλλωστε, φαρμακείο στη χώρα μας έχουμε από το 1828, στο Ναύπλιο, έτσι;

Μπορούμε να προσθέσουμε στο Γλωσσάρι και αυτό το παράδειγμα που αναφέρει ο Άνθιμος, κατ’ εξαίρεση [πλάι πλάι είναι οι δυο αυτές λέξεις και στα δυο παραδείγματα, εξάλλου] απλά γιατί επιτείνει την έννοια του σπετσιέρη [: «με τα φάρμακα στο χέρι»]

Σχεδόν αδύνατο, θα έλεγα, και χωρίς κάποια πρακτική χρησιμότητα.
Το Γλωσσάρι πρέπει να περιέχει βασικές πληροφορίες, αλλιώς θα κουράζει η ανάγνωσή του και αυτό δεν το θέλουμε.
Αντίθετα, στις συζητήσεις που ανοίγονται με αφορμή τα λήμματα, μπορούμε να προσθέτουμε πληροφορίες, για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα και αυτή η δυνατότητα δίνεται ήδη στο φόρουμ μας.

Καλά, δεν εννοούσα τέτοιο πράγμα. Συμφωνώ απόλυτα ότι και τεράστια δουλειά θα ήταν και εντελώς περιττή για τον σκοπό του γλωσσαριού.


Ρίχνω μια πρόχειρη ματιά και βλέπω ότι τα πρώτα λήμματα του γλωσσαριού είναι λέξεις που εμπειρικά θα έλεγα ότι μάλλον μια μόνη φορά βρίσκονται (ή πάντως λίγες): αβανιά, αβάντα, αβανταδόρος, αγάντα, Άγιος Νείλος… Για τα παραδείγματα η διατύπωση ακολουθεί, στερεότυπα, τον τύπο:

Το «ακούγεται στο τραγούδι» παραπέμπει μάλλον σε μοναδικό παράδειγμα, και προφανώς αυτή ήταν και η πρόθεση. Προχωρώντας, η πρώτη λέξη που να είναι πολύ συνηθισμένη είναι αλάνης. Εκεί βλέπουμε άλλη διατύπωση:

(…και ακολουθούν κι άλλα ακόμα παραθέματα τραγουδιών.)

Νομίζω ότι έτσι είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε και δε χρειάζεται καμία αλλαγή.

Δεν τους βλέπαν και πολύ συχνά πάντως, ώστε να είναι βέβαιοι τι είναι ο καθένας. Και σπάνιοι ήταν, αλλά και με δυσπιστία αντιμετωπίζονταν. Ή μπορεί και να ήταν θέμα οικονομικό - πάντως η συνήθης αγωγή για τις περισσότερες ασθένειες είναι να κάθεσαι να κάνεις παρέα στον άρρωστο στο κρεβάτι, να του φέρνεις κάνα νερό, να του αλλάζεις κάνα σεντόνι, να προσεύχεσαι, και να πεθαίνει. Ή να γίνεται θαύμα και να μην πεθαίνει.

Περιπτώσεις που να μη χρειάζονται τέτοια φροντίδα, του τύπου «έχω λίγο πυρετό - λίγο ανακατωσούρα - λίγο πόνο - κάτι δερματικό αλλά την παλεύω», μάλλον δε θεωρούνταν καν αρρώστιες.

Η πρότασή μου είχε το εξής νόημα: εάν έχουμε βρει π.χ. για κάποιο λήμμα 2-3 ή περισσότερα παραδείγματα στίχων, θα ήταν καλό να μπαίνει ει δυνατόν το “εμβληματικότερο” παράθεμα και ταυτόχρονα το αρχαιότερο. Στην περίπτωση που συζητάμε, ακριβώς το παράθεμα “το γιατρό και το σπετσέρη/με τα φάρμακα στο χέρι” είναι και αρχαιότερο και “εμβληματικότερο” (καθώς ακριβώς διασώζει την ήδη παλαιότερη φράση “το γιατρό και το σπετσέρη/με τα γιατρικά στο χέρι”)

1 «Μου αρέσει»

Συμπλ. στο #13:

Στη σπετσαρία του γιατρού πάντα θα μπαινοβγαίνω
γιατί έχω πόνο στην καρδιά, μικρό μου, και δε γειαίνω.

(Από ταμπαχανιώτικο.)

Ανεξάρτητα από το αν ο άνθρωπος που το πρωτοείπε ξέρει ή όχι να διακρίνει τις ειδικότητες, στο τραγούδι η σπετσαρία (φαρμακείο / φαρμακοτριβείο) φέρεται ως ο χώρος του γιατρού. Άρα, έστω και ως ποιητική σύμβαση, υπάρχει ένας συμφυρμός των δύο εννοιών, γιατρού και σπετσιέρη.

“σπετσαρία” λεγόταν και το ιατρείο παλιά:

https://books.google.gr/books?id=j64OAAAAQAAJ&pg=PA570&dq="σπετσαρία"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjEzJ2KjfHsAhUGxYsKHWd4DAM4FBDoATACegQIAhAC#v=onepage&q="σπετσαρία"&f=false

Από πέτρα σε λιθάρι , πέφτω και τσακίζομαι
στου γιατρού την σπετσαρία πάγω και γιατρεύομαι

Α, ωραίο αυτό: “τα γιατράδικα”

https://books.google.gr/books?id=4mYMAQAAMAAJ&q="σπετσαρία"&dq="σπετσαρία"&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwin4snAj_HsAhVQtIsKHX-JBNc4WhDoATAFegQIBhAC

Εγώ αυτό που καταλαβαίνω είναι το εξής:

Είτε ξέρει κανείς, ακριβώς ή στο περίπου, τι είναι ο σπετσέρης είτε όχι, σίγουρα η σπετσαρία είναι ο χώρος του. Αν λοιπόν σπετσαρία λένε και το ιατρείο εκτός από το φαρμακείο, τότε μάλλον δεν τους νοιάζουν οι διαφορές ιατρείου-φαρμακείου ή γιατρού-φαρμακοποιού.

Δεν ξέρω κατά πόσον ο Σκ. Βυζάντιος εννοούσε το ερμήνευμα «ιατρείον» ως ξέχωρο και τα άλλα τρία «φαρμακείον, φαρμακοπωλείον, φαρμακών» ως ισοδύναμα μεταξύ τους ή και τα τέσσερα ως ισοδύναμα. Αλλά οπωσδήποτε θεωρώ πιθανότερο να κατέγραφε τη λέξη όπως τη χρησιμοποιούσαν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, π.χ. οι ίδιοι οι γιατροί και οι σπετσιέρηδες, παρά ο κάτοικος κάποιου χωριού όπου δεν είχαν δει ποτέ ούτε γιατρό ούτε σπετσιέρη (ούτε και λεξικογράφο) και είναι λογικό να μην έχουν σαφή εικόνα.

Πάντως, spezia (και speziaria) είναι το μπαχαρικό στα Ιταλικά, και το φαρμακείο (σήμερα) λέγεται … farmacia, κατά γκούγκλ τουλάχιστο.

Υπάρχει η ιταλική λέξη «spezie» που σημαίνει “μπαχαρικά”.
Προγενέστερη αυτής είναι η επίσης ιταλική παλαιότερη «species» που σημαίνει και αυτή μπαχαρικά αλλά και φάρμακα.

Εξάλλου, μπαχαρικά και φάρμακα είχαν κάποτε συγγενική πρώτη ύλη κατασκευής.

Από την ίδια ρίζα προέρχεται και ο spezier, ο σπετσιέρης ή σπετσέρης, δηλαδή ο φαρμακοποιός και η σπετσαρία, το φαρμακείο.

Τα σπετσιέρης/ σπετσέρης και σπετσαρία είναι σχεδόν ξεχασμένα σήμερα, έχει επικρατήσει ο όρος φαρμακοποιός και φαρμακείο.
Διασώζονται όμως στα ρεμπέτικα τραγούδια που αναφέραμε και ήταν ιδιαίτερα γνωστοί ως όροι στα Επτάνησα και στην Πόλη και Σμύρνη, γενικά όπου οι Ιταλοί άφησαν το στίγμα τους.

Αξιοσημείωτο είναι ότι διασώζεται μέχρι και σήμερα ο όρος «σπετσιέρικο», στην Κέρκυρα τουλάχιστον [δεν γνωρίζω για τα υπόλοιπα Επτάνησα].
Το «σπετσιέρικο» είναι ένα μείγμα καρυκευμάτων τα οποία έφτιαχνε ο σπετσέρης, ο φαρμακοποιός δηλαδή και το χρησιμοποιούν στην ντόπια κουζίνα τους οι Κερκυραίοι, στην περίφημη παστιτσάδα τους.
Ενδιαφέρον έχει, μάλιστα, ότι το καλύτερο θεωρούμενο «σπετσιέρικο» πωλείται από παλιά μέχρι και σήμερα σε τοπικό τους φαρμακείο, με παράδοση χρόνων, στο νησί!

3 «Μου αρέσει»