Αυθεντικότητα, εξέλιξη και ρεμπέτικο...

Υπήρξαν αρκετές αφορμές στο φόρουμ για να θέσω αυτό το θέμα, και δεν θα ήθελα να καταχραστώ το χώρο κάποιου άλλου νήματος. Θα περιοριστώ στη δική μου άποψη περί των πραγμάτων και φυσικά ο καθένας μπορεί να παραθέσει την άποψη του αλλά καλύτερα να μην προσπαθήσει ο ένας να πείσει τον άλλο. Ας γίνει μια απλή παράθεση απόψεων.

Αντιλαμβάνομαι λοιπόν ότι στο θέμα ρεμπέτικο, για πολλούς, η αυθεντικότητα μιας εκτέλεσης έγκειται στην ορχήστρα, στον μη ηλεκτρικό ήχο, στη χρονολογία και σε άλλα τέτοια χαρακτηριστικά των προπολεμικών ρεμπέτικων. Και εδώ έρχεται η δική μου ένσταση, αν θέλετε.

Γιατί είναι κατακριτέο ή μη αυθεντικό, δημιουργοί του προπολεμικού ρεμπέτικου ή μεταγενέστεροι, να προσαρμοστούν στις συνθήκες και να συνεχίσουν τη δουλειά τους, είτε αλλάζοντας τους στίχους (λόγω της λογοκρισίας), είτε βάζοντας ηλεκτρικό ήχο είτε παίζοντας με πιο σύγχρονες ορχήστρες, είτε κάνοντας διασκευές; Η μουσική, η δημιουργία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη ζωή, τις συνθήκες ακόμα και με τις οικονομικές ή προσωπικές δυσκολίες του κάθε συνθέτη. Του συνθέτη είναι η δουλειά του να γράφει τραγούδια και θα προσαρμοστεί στις συνθήκες γιατί το έχει ανάγκη να εκφράζεται μέσω της δημιουργίας… και δεν εννοώ μόνο οικονομική ανάγκη.

Πολλές φορές από συζητήσεις με φίλους του ρεμπέτικου, μου μένει η αίσθηση ότι, οτιδήποτε δεν έχει απλό κιθαρομπούζουκο με φυσικό ήχο, ταυτόχρονα αποτελεί μη αυθεντική δημιουργία ή κακή εκτέλεση ή δεν ξέρω εγω τι άλλο. Γιατί να συμβαίνει αυτό; Απλά επειδή κάποιοι θέλουν μόνον αυτόν τον ήχο ή επειδή τα πρώτα τραγούδια παίχτηκαν έτσι; Έχω ακούσει και διαβάσει ανθρώπους να “την λένε” στο Μάρκο γιατί άλλαξε τον ήχο, το στυλ γραφής του απλά και μόνο επειδή το αποτέλεσμα δεν ταίριαζε στα αυτιά αυτού που αντιλαμβάνονται αυτοί ως αυθεντικό! Ο Μάρκος είναι ο Μάρκος, θα παίξει και θα γράψει όπως γουστάρει. Δικαίωμα σου φυσικά να μη σου αρέσει, αλλά μην φτιάχνεις ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο Μάρκος είναι μόνο αυτά που αρέσουν σε σένα και οτιδήποτε άλλο είναι σκάρτο!

Με αυτή τη λογική, και το κιθαρομπούζουκο δεν είναι αυθεντικό γιατί στα πρώτα τραγούδια τους η τετράδα του Πειραιά δεν είχε κιθάρα! Ως γνωστόν, οι μαέστροι των εταιριών την καθιέρωσαν. Και φυσικά οι ρεμπέτες, το δοκίμασαν τους άρεσε και την κράτησαν… Όπως έκαναν αργότερα κάποιοι με τον ηλεκτρικό ήχο, με άλλα όργανα, με επανεκτελέσεις κλπ… Και πολύ καλά κάναν! Έτσι διασώζεται, εξελίσσεται και ανθίζει ένα μουσικό είδος και δεν καταλήγει μουσειακό κομμάτι.

Εννοείται ότι δεν είμαι κατά των “αυθεντικών εκτελέσεων”, το αντίθετο μάλιστα, αλλά αν η αυθεντικότητα καταλήγει να σημαίνει κάτι τόσο σημαντικό, καλύτερα να τις λέμε πρώτες εκτελέσεις, γιατί αυθεντικότητα έχει και κάθε μεταγενέστερη εκτέλεση ή καινούργιο τραγούδι που γράφτηκε με ψυχή!
Το πως ξεχωρίζουμε ποια κομμάτια είναι ψυχικά και ποια αρπαχτές… είναι άλλο θέμα.

Θα πω την άποψη μου με ένα τραγούδι του Μάρκου, μιας και αναφέρθηκε, σε δύο εκτελέσεις.

Αυτό το θεωρώ ρεμπέτικο.

//youtu.be/ViHiJ9LepZQ

Αυτό πάλι όχι.

//youtu.be/ClPx14wt7uw

Αν κατάλαβα καλά αυτά που γράφεις, εσύ τα θεωρείς ρεμπέτικα και τα δύο.

Αυτά πού ζητούσε η εποχή…Χάλια και ξεράσματα .Α ρε Μάρκο , καί τι δέν εκανες για να ζήσεις την οικογένειά σου…!!!
Φυσικά το ξέσκισαν το κομμάτι Πέτρο.Χάθηκε η ομορφιά…χάθηκαν τα πάντα…Κατάλαβα τι εννοείς…
Το γυρνάω εγώ ομως ανάποδα τώρα…Αν πιάσουμε ενα σημερινό τραγούδι,και το περάσουμε με μιά ηχογράφηση,οπως το πρώτο βίντεο πού ανέβασες,θα το πείς ρεμπέτικο;;;

Θα πω την άποψή μου όσο γίνεται πιο συνοπτικά και κατανοητά.

Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, συντελούνται ταχύτατα αλληλένδετες και σχετικές μεταξύ τους μεταβολές σε όλες τις διαστάσεις που σχετίζονται με το όργανο “μπουζούκι” (κατασκευαστικές, τεχνικές -ως προς το παίξιμο-, ρεπερτοριακές και κοινωνικές).
Νομίζω λοιπόν πως γίνεται μια μετάβαση από τον κόσμο του “ρεμπέτη” στον κόσμο του “μπουζουξή”. Το γεγονός ότι οι ρεμπέτες έζησαν την μεταβολή αυτή, δεν αρκεί για να εξισώσει υφολογικά τις δημιουργίες που χρονολογούνται στις αρχές και σε ένα τελικό στάδιο αυτής της περιόδου, η οποία μάλιστα θεωρώ ότι τελειώνει με την -πρακτικά- αριθμητική εκμηδένιση των τρίχορδων δημιουργών μπουζουξήδων και την επικράτηση των τετράχορδων και με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Ρεμπέτες ήταν ο Ζουριδάκης, ο Μπάτης, ο Μάρκος, ο Μπαγιαντέας, ο Κερομύτης, ο Γενίτσαρης, ο Δελιάς που δυστυχώς έφυγε νωρίς. Αυτή η γενιά, η γενιά των τελευταίων ρεμπετών και όχι των πρωτοπόρων, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Ο Παπαϊωάννου, ο Χατζηχρήστος, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης ήταν ήδη “μπουζουξήδες”, δεν παίζανε ντουζενάτα, δεν γράφανε χασικλήδικα. Δεν παίζανε με παλαιού τύπου μπουζούκια, αλλά με ζοζεφικά μπουζούκια και γράφανε άλλου τύπου άσματα. Το γεγονός ότι συνυπήρχαν δημιουργικά για κάποια χρόνια και ότι οι ρεμπέτες γράψανε μετά πιο λαϊκά τραγούδια, δεν αλλάζει τα δεδομένα, ίσα ίσα τα επιβεβαιώνει. Υπήρξαν βέβαια και παίχτες με ρεμπέτικο στυλ και πιο αργά,όπως ο Μουφλουζέλης, τον οποίο θεωρώ ρεμπέτη (με επιφυλάξεις, αλλά…).

Άρα λοιπόν και σήμερα, φτάνουμε να συγχέουμε τους μπουζουξήδες με τους ρεμπέτες… Όχι, όποιος παίζει τρίχορδο ΔΕΝ παίζει σώνει και καλά ρεμπέτικα. Λέει ο άλλος παίζω “ρεμπέτικα” και σου παίζει δυό προπολεμικούς Μάρκους, ένα δυο χασικλήδικα και μετά όλη τη δεκαετία του 1950. Χιώτη, Τσιτσάνη κτλ. Όχι κύριε, δεν παίζεις ρεμπέτικα, παίζεις λίγα ρεμπέτικα και πολλά πως να τα πούμε “λαϊκά”. Είσαι μπουζουξής, αλλά δεν παίζεις ρεμπέτικα αν δεν επιλέξεις το κατάλληλο ρεπερτόριο και με το κατάλληλο ύφος. Και ναι μπορεί να είναι ο ήχος ηλεκτρικός (όχι ιντεάλ μαγνήτες και βρωμιλα, μιλάω για ενισχυμένο ή καθαρό ήχο από μικρόφωνο) και τεχνική πενιάς ρεμπέτικη, αλλά όχι να παίζεις το ρεμπέτικο σαν τις εκτελέσεις του Μπιθικώτση. Αν το κάνεις το δεύτερο, που μπορεί να είναι πολύ όμορφο, λέγεσαι μπουζουξής. Χωρίς αυτό να μειώνει αυτό που κάνεις.

Προσοχή: τα παραπάνω δεν πρέπει να εκληφθούν ως μια προσέγγιση “ρεμπετόμετρου”, ότι δηλαδή θα βάλεις τον άλλο να μετρήσεις πόσους Μάρκους παίζει και πόσους Ζουριδάκηδες, άρα είναι κανονικός παίχτης-ρεμπέτης.
Είναι διαπιστώσεις που αφορούν όλους μας, με βάση μουσικά χαρακτηριστικά… Το ρεμπέτικο ύφος το υπηρετούν ελάχιστοι, η δημιουργία σε ρεμπέτικο ύφος έχει σχεδόν πεθάνει (να μένουν 4-5 δημιουργοί που κάπως εμπνέονται από αυτή π.χ. Λεμπέσης) και καλό είναι αν ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα για να συνεννοούμαστε.

Σωστή η ερώτηση. Αν εκπληρώνει τις δικές μου αντιλήψεις για το ρεμπέτικο, για μένα θα είναι ρεμπέτικο. Ούτως ή άλλως τα πράγματα συγχέονται μεταπολεμικά και μπλέκει το ρεμπέτικο με το λαϊκό. Τα ρεμπέτικα αρχίζουν και γίνονται ρεμπετολαϊκά, μετά λαϊκορεμπέτικα, μετέπειτα λαϊκά, λαϊκοσκυλάδικα, σκυλολαϊκά και γάουοουου γάουου.
Για να φέρω και ένα παράδειγμα. Αυτό θα το κατέτασσα στα λαϊκορεμπέτικα.

//youtu.be/3lw0F5FUtwo

Και άλλο ένα

//youtu.be/8nnOoF94I2c

Εγω βλεπω τον Τριγκα τον Παππο και κανα δυο ακομα που παιζουν με μικροφωνο στην τρυπα και οχι με καλωδιο (καποιες φορες και τα δυο) και βγαινει ωραιος ηχος δηλαδη απλα πιο δυνατα και οχι ηλεκτρικος.

Ο ηχος του Μαρκου θα ηταν πολυ διαφορετικος αν επαιζε σημερα και ειναι λογικο.

Παιδια καλησπερα.Θα συμφωνησω εν γενει με την αφετηρια του θεματος.
Η μονη ενσταση που εχω αφορα τον ηχο και την ενισχυση.Δυστυχως σημερα δεν μπορει γινει διαφορετικα.Το ‘‘σκετο’’ παιξιμο δεν μπορει να υφισταται αν δεν μιλαμε για χωρους χωρητικοτητας το πολυ 25-30 ατομων και απολυτα προσηλωμενων ως ακροατες.Το υφος μπορει να αποδοθει περα απο την ενισχυση του ηχου.
Κατ’εμε το να καρφωσεις βυσμα για μαγνητη,καψα ή μικροφωνο δεν αποκλειει το ρεμπετικο υφος.
Βεβαια συνεπαγεται και μια προσεκτικη και καλαισθητη ηχοληψια απο τον αντιστοιχο τεχνικο και οχι αισθητικη σαζιστικη,’‘Παλαιολογου’’ και σκυλαδικη.

γενικά διαφωνώ με την αρχική τοποθέτηση, αντίθετα θεωρώ πολύ καλή την ανάλυση του μπάμπη.
οι εποχές αλλάζουν, αλλά δεν πάνε πάντα μπροστά. ο ηλεκτρικός ήχος μια που αναφέρθηκε, δεν είναι απλά μια άποψη, ούτε μια ανάγκη. ήταν μια απάντηση στην αλλαγή του τρόπου διασκέδασης (μεγάλα μαγαζιά με θορυβώδεις θαμώνες) η οποία μάλιστα έκανε ακόμα πιο έντονο το πρόβλημα.
έτσι χάθηκε ο φυσικός ήχος, και όλη η αίσθηση του ρεμπέτικου. και η ευγένεια που είχε η γλυκειά πενιά του δελιά, αλλά και το “γκράάάν” του μάρκου στις ανοιχτές. δεν πιστεύω με τίποτα ότι του μάρκου του άρεσε ο ήχος του '60, έτσι κι αλλιώς το ήθος του και το ύφος του είναι ξένο σώμα στις ηχογραφήσεις αυτές. εξάλλου κι ο τσιτσάνης που είχε υποκύψει στα μεγάλα μαγαζιά με όλες τις εκπτώσεις στο παίξιμο και στον ήχο, όποτε του δίνονταν η ευκαιρία γύριζε στα παλιά -όπως στις εκτελέσεις για το γαλλικό ραδιόφωνο, ή όπως τα έλεγε στις συνεντεύξεις.
η πρώτη εκτέλεση για μένα έχει πάντα υπέρτατη αξία, γιατί βγαίνει το κομμάτι από τα σπλάχνα του δημιουργού του, όπως το ένοιωθε και όπως ταίριαζε στην εποχή του. οι επόμενες κουβαλούν όλη την ιστορία του κομματιού, αν έγινε επιτυχία ή αν έμεινε στην αφάνεια. μέχρι το '80 περίπου ήταν απλές διεκπεραιωτικές εκτελέσεις για το εμπόριο, με κομμένες εισαγωγές και φλυαρίες από μπουζουξήδες και τραγουδιστές. εκεί με την αναβίωση άρχισαν να βγαίνουν επανεκτελέσεις με σεβασμό και αγάπη, και αργότερα να γίνονται διασκευές σε άλλα είδη -τις οποίες τις θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, με εξαίρεση το ισοπεδωτικό μπιτάκι των ιμάμ μπαϊλντί.
με την ευκαιρία, μια ερώτηση που ήθελα να κάνω από καιρό: ποιοί μπουζουξήδες παίζουν στις εκτελέσεις του ζαγοραίου, του νικολαΐδη, του μιχαλόπουλου, της γλυκερίας, της μπέλλου (μεταγενέστερες), και ποιοί ήταν οι καλλιτεχνικοί υπεύθυνοι για αυτήν την μαγαζίστικη αισθητική; δυστυχώς μετά από τόσες δεκαετίες από το λανσάρισμά τους αλλά και από την επανέκδοση των κανονικών εκτελέσεων, ακόμα ο κόσμος τις ζητάει και οι μπουζουξήδες τις χρησιμοποιούν για βάση…

Στη Μπέλλου, στις γνωστές εκτελέσεις της ΛΥΡΑ (12 βινύλια με χαρακτικά του Τάσσου στο εξώφυλλο δεκαετιών 70-80-90) παίζει κατά βάση ο Ζαφειρίου (με δεύτερο μπουζούκι τον Πολυκανδριώτη ή τον Μπιθικώτση) και σε άλλα ο Κώστας Παπαδόπουλος. Επιμέλεια ορχήστρας στα περισσότερα ο Στέλιος Ζαφειρίου και στα υπόλοιπα οι Νίκος Μαμαγκάκης, Γιώργος Κατσαρός, Γιώργος Κοντογιώργος Ευαγγελία Μαργαρώνη και ο Κώστας Παπαδόπουλος. Μεταξύ των υπολοίπων μουσικών εμφανίζονται ονόματα όπως Γκούμας, Μαλλίδης, Καρυδάς κτλ

Η μεγάλη σειρά άλμπουμ (LP) της Μπέλου, που την ανέσυρε ο Πατσιφάς (Λύρα) από την αφάνεια για κανα - δυό άλμπουμ (αλλά προέκυψαν κι εγώ δεν ξέρω πόσα, επί χρόνια ηχογραφούσε), ξεκίνησε με “Τα μπουζούκια του Στέλιου Ζαφειρίου”. Έχω τον πρώτο δίσκο της σειράς, δεν ξέρω όμως για πόσες ηχογραφήσεις ακόμα παρέμεινε ο Ζαφειρίου. Καλλιτεχνικός υπεύθυνος ήταν ουσιαστικά ο ίδιος ο Πατσιφάς, αφού ακόμα και ο Γιώργος Μακράκης, ο “καλλιτεχνικός του διευθυντής”, δεν τόλμαγε να κάνει ούτε μισό βήμα χωρίς την έγκρισή του.

Χα χα, Μπάμπη, μαζί γράφαμε, αλλά είσαι πιό ενημερωμένος, παρά το ότι δούλεψα στη Λύρα τρία φεγγάρια…

σας ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες! ρώτησα επειδή κάποιοι μουσικοί που εκτιμούμε είχαν συμμετοχή σε τέτοιες εκτελέσεις, και με ενδιαφέρει το κατά πόσο είχαν λόγο στην αισθητική τους ή απλά την καθόριζε η εταιρία.

Στον δίσκο Όταν καπνίζει ο λουλάς , με τον οποίο ο Απόστολος Νικολαΐδης θα επαναφέρει στην επικαιρότητα χασικλίδικα ρεμπέτικα μπουζούκι παίζουν οι Σπ. Καλφόπουλος και Χρ. Δημόπουλος, ενώ ο Π. Μιχαλόπουλος έχει συνεργαστεί με τον Λεονάρδο Μπουρνέλη, τον Παλαιολόγου, τον Δημήτρη Βύζα.
Οι Νικολαΐδης και Μιχαλόπουλος είναι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, γιατί θα πρωτοπορήσουν στην επαναφορά των παλαιών ρεμπέτικων και σε αντίθεση με τους λοιπούς αναβιωτές του ρεμπέτικου, όπως π.χ τα μέλη της Ρεμπέτικης Κομπανίας, δεν ήταν μορφωμένοι, ανήσυχοι νέοι, που οι πνευματικές τους ανησυχίες τους οδήγησαν στο ρεμπέτικο, αλλά προέρχονταν από τον χώρο του λαϊκού τραγουδιού και των μαγαζιών, τρόπον τινά αποτελούν συνέχεια των ρεμπέτηδων με τους οποίους και συγχρωτίστηκαν. Έτσι και η μαγαζίστικη αισθητική και κακογουστιά που υπάρχουν στις επανεκτελέσεις τους έχουν την αξία τους, καθώς είναι δηλωτικές της πορείας και προφανώς της παρακμής του λαϊκού τραγουδιού. Και οι ρεμπέτικες κομπανίες της αναβίωσης με την καθαρολογική τους πρόθεση και τον φωτοτυπικό χαρακτήρα των επανεκτελέσεών τους θα επιδιώξουν να υπερβούν ακριβώς αυτή τη μαγαζίστικη αισθητική και το κλίμα της βαρυφορτωμένης ενορχήστρωσης και ερμηνείας των λαϊκών τραγουδιών.

Ωραίες τοποθετήσεις προκάλεσε το θέμα του Τηλέμαχου. Βρήκα ότι έχει πολύ ψωμί η #4 του Μπάμπη. Βέβαια, Μπάμπη, μέσα από το εμπεριστατωμένο σκεπτικό σου καταλήγεις και σε ονοματοθεσίες, οι οποίες είναι αναπόφευκτο να εγείρουν ενστάσεις. Συγκεκριμένα:

Τη διαφορά τότε μεταξύ ρεμπέτη και μπουζουξή την καταλαβαίνω (και με καλύπτει απόλυτα, παρόλο που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ ακριβώς έτσι). Ως προς το τώρα, επίσης κατάλαβα πότε κάποιος είναι μπουζουξής και όχι ρεμπέτης, και πάλι συμφωνώ, αλλά τι γίνεται όταν δεν είναι αυτή η περίπτωση; Όχι ρεμπέτης, αφού:

(Άκρες μέσες και μ’ αυτό συμφωνώ. Δεν ξέρω πού θα έθετα τα όρια, ίδια ή αλλιώτικα από τον Μπάμπη, αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια.) Το ζήτημα είναι ότι μας περισσεύει μια έννοια που ζητάει τη λέξη της: αυτός που σήμερα παίζει ρεμπέτικα με την πλήρη και κύρια έννοια του όρου, άρα μπουζουξής δεν είναι, αλλά προφανώς ούτε και ρεμπέτης.

Αυτή την απορία είχα. Δεν είναι μεγάλης σημασίας, γιατί ισχύει αυτό παραπάνω με τις ονοματοθεσίες: θα μπορούσα να συμφωνώ απόλυτα με τους όρους που χρησιμοποιείς, αλλά να μη συμφωνεί κάποιος άλλος, γιατί π.χ. ο Τσιτσάνης δεν δήλωνε μπουζουξής κλπ… Μια άλλη ελάσσων αντίρρησή μου είναι ως προς το ότι το ρεμπέτικο ύφος σήμερα το υπηρετούν ελάχιστοι: αν τα ντουζένια είναι απαραίτητο συστατικό, τότε ναι. Αλλά υπάρχουν κομπανίες που το μπουζούκι παίζει μόνο στο συμβατικό κούρδισμα, η κιθάρα δεν έχει παρακολουθήσει όλες τις ανακαλύψεις των τελευταίων ετών σχετικά με το παλιό λαϊκό παίξιμο, αλλά παρά ταύτα η συνολική τους αντιμετώπιση της μουσικής, και το τελικό προϊόν, είναι εντός ύφους.

Πέρα από αυτά τα σημεία, αυτό που κυρίως έχει σημασία στο μνμ του Μπάμπη (κατά τη γνώμη μου) είναι ο διαχωρισμός των εννοιών, όπως κι αν ονομαστούν αυτές, και αυτός ο διαχωρισμός έχει πολύ ενδιαφέρον.

Αντίστοιχο ενδιαφέρον έχει και το #12 του Παναγιώτη. Δίνει και νόημα στο εναρκτήριο μήνυμα, όπου ο Τηλέμαχος αναρωτιέται ποιο είναι το κακό όταν με το διάβα των εποχών αλλάζει η αισθητική: η αυθόρμητη απάντησή μου θα ήταν ότι ναι μεν κακό δεν είναι, αλλά η συγκεκριμένη αισθητική πολλών επανεκτελέσεων είναι τόσο ξένη προς αυτήν που αποδέχομαι ώστε (…κλπ., θα προσπαθούσα να μη βρίζω αλλά όλοι θα καταλάβαιναν τι σκέφτομαι). Ο Παναγιώτης όμως ξεφεύγει τελείως από τέτοιους υποκειμενισμούς, και απλώς εξηγεί γιατί ο ένας επέλεξε για τις επανεκτελέσεις του την Α αισθητική και ο άλλος τη Β, τοποθετώντας την καθεμία στο πλαίσιο που τη γέννησε.

Φίλε babis εδώ έχεις εντοπίσει ένα πολύ δυνατό σημείο το οποίο έχει ιδιαίτερο νόημα! Μόνο που κατά την άποψη μου, από την αρχή του αιώνα υπήρχαν μουσικοί, μπουζουξήδες, συνθέτες και στιχουργοί και όχι ρεμπέτες. Δεν δήλωνε κανένας ρεμπέτης. Το ρεμπέτικο είναι είδος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, άνθισε μια συγκεκριμένη εποχή και συνεχίζει να υπάρχει. Αυτό το είδος το υπηρέτησαν εκείνη την περίοδο διάφοροι μουσικοί οι οποίοι αργότερα άλλαξαν ύφος, γιατί έτσι συνηθίζουν να κάνουν οι καλλιτέχνες!

Ο Μάρκος δηλαδή προπολεμικά ήταν ρεμπέτης και μεταπολεμικά λαικός;

Φυσικά και όχι! Ο Μάρκος είναι ο Μάρκος ο συνθέτης, ο στιχουργός, ο μπουζουξής, ο τραγουδιστής και το έργο του είναι αυτό που είναι. Τα πρώτα του τραγούδια καθιέρωσαν το πειραιώτικο ρεμπέτικο, κάποια δεν είχαν καν κιθάρα, τα επόμενα ήταν “ντουζενάτα” τραγούδια της μίας (άντε δύο) συγχροδίας, τα επόμενα ήταν πιο αρμονικά, και τα τελευταία ήταν σε λαικά μονοπάτια.

Κι εδώ ακριβώς έγκειται η δική μου διαφωνία. Οι φανς του ρεμπέτικου όχι μόνο επιλέγουν τι θα ακούσουν (αυτό φυσικά είναι δικαίωμα του καθενός και καλά κάνουν) αλλά μειώνουν οτιδήποτε δεν ταιριάζει στο αυτί τους για αυθεντικό, κι ας είναι γραμμένο από τους ίδιους ανθρώπους σε παρόμοιες συνθήκες! Και για να μείνω στο Μάρκο, γιατί είναι αυθεντικό το “Ο Μάρκος ο Συριανός” και για κάποιους δεν είναι το “Απελπίστηκα” ας πούμε; Λόγω χρονολογίας, ενορχήστρωσης ή λόγω τραγουδιστή;

Έχω καταλήξει δυστυχώς ότι η απάντηση έγκειται σε μια μουσειακή λατρεία που έχει αναπτυχθεί για το ρεμπέτικο (η οποία δεν είναι κακή φυσικά όταν δεν υπάρχει φανατισμός) στην οποία δεν επιτρέπεται να αγγίζεις ή να διασκευάζεις. Μπορείς μόνο να αναπαράγεις πιστά και πολλές φορές να μιμείσαι κάτι που δεν είσαι. Από την άλλη υπάρχουν μουσικοί με ταλέντο που πατώντας στην παράδοση δίνουν καινούργια πράγματα που έχουν άμεση σχέση με την εποχή μας. Κατά τη γνώμη μου, αυτοί είναι πιο κοντά στον Μάρκο, στον Παπαιωάννου και στον Τσιτσάνη (γιατί κι αυτοί αυτό έκαναν) απ’ ότι οι επίσης εξαιρετικοί μουσικοί που αναπαραγάγουν και αναβιώνουν τον παλιό ήχο!

Και ενώ αυτές οι δύο “σχολές” θα έπρεπε να συνηπάρχουν αρμονικά στις μέρες μας, παρατηρείται κυρίως από τους “αναβιωτές” μια γκρίνια σε οτιδήποτε νέο και αυτή είναι και η κύρια αφορμή για αυτό το νήμα.
Είναι λάθος κατά τη γνώμη μου, και πιστεύω ότι το ίδιο θα σας έλεγε και ο οποιοσδήποτε “ρεμπέτης της παλιάς εποχής”, αν ζούσε σήμερα.

Ρεμπέτης δεν ήταν μουσικός χαρακτηρισμός, ήταν κοινωνικός. Κι ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης ήταν ρεμπέτης (ζούσε ρεμπέτης μάλιστα!). Κάποιοι ρεμπέτες παίζαν και οργανάκι, και ορισμένοι από αυτούς καλά. Ορισμένοι βγάζαν στιχάκια, ή και σκοπούς. Άλλοι θα έπαιζαν μόνο τα προϋπάρχοντα, ενώ πιθανότατα σχεδόν όλοι τραγουδούσαν - όπως γενικότερα όλος ο κόσμος τραγουδούσε, αν όχι πολύ συστηματικά, πάντως περισσότερο από σήμερα.

Ανάμεσα σ’ εκείνους που τραγουδούσαν και έγραφαν, κάποιοι ηχογράφησαν και τους ξέρουμε. Όπως μάλιστα είχα διαβάσει κάποτε εδώ μέσα (μα ποιος το είχε γράψει; μήπως ο Σταύρος Κ.;;; πάντως ήταν εύστοχο), δεν έχουμε καμία ιδέα αν αυτοί που ηχογράφησαν και τους ξέρουμε ήταν οι καλύτεροι, ή στο μέσο όρο, ή τυχάρπαστοι συγκριτικά με τους υπόλοιπους, αλλά αυτούς ξέρουμε, μ’ αυτούς πορευόμαστε.

Αν κάποιοι από αυτούς, από κει που αρχικά απλώς ζούσαν τη ρεμπέτικη ζωή τους και τραγουδούσαν/έπαιζαν και λίγο, έφτασαν να μπουν περισσότερο ή λιγότερο και στον χώρο της επαγγελματικής μουσικής, σε ηλικία βέβαια που είχαν προ πολλού ολοκληρώσει την προσωπικότητά τους και το κοινωνικό τους προφίλ, ας πούμε, και άρα και τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον κόσμο και τη ζωή, αυτό δεν άλλαζε τη ρεμπετοσύνη τους. Ο Μάρκος παλιά έγραφε πώς τον κυνηγούσαν οι μπάτσοι και κάθε βράδυ δεν ήξερε αν θα τον μαζέψουν ή θα τους ξεγλιστρήσει, αργότερα έγραφε πώς έτρεχαν τα πλήθη να τον θαυμάσουν: η ζωή του άλλαξε, αλλά ήταν πάντα η ζωή του ίδιου ανθρώπου.

[Συμπλήρωση λίγο αργότερα:]

…Άλλοι παράγοντες όμως, κυρίως δηλαδή αυτό καθαυτό το γεγονός ότι μπήκε στην επαγγελματική μουσική (συν οι εξελίξεις που συνέβησαν σ’ αυτό τον χώρο), άλλαξαν την αισθητική των ηχογραφήσεών του. Το κατά πόσο άλλαξε και η προσωπική του αισθητική, αν τα προτιμούσε όπως πριν ή όπως μετά ή του άρεσαν εξίσου ή δεν του άρεσαν ούτε έτσι ούτε αλλιώς κλπ., δεν έχει τόση σημασία. Αντικειμενκό γεγονός παραμένει ότι άφησε Χ ηχογραφήσεις έτσι και Ψ ηχογραφήσεις αλλιώς, καθεμία με τη χρονολογία της.

Επανέρχομαι να διευκρινίσω με κάποια παραπάνω γύρω από τη μουσική κι όχι κοινωνικά στοιχεία:

Ο “ρεμπέτης” της τότε εποχής, όπως ο Μάρκος, δεν ήταν ένας session μουσικός από τη φύση του, ως οντότητα, δεν προσδιοριζόταν έτσι, δεν ξέρω αν καν προσδιοριζόταν ως “μουσικός”.
Ήταν “απόγονος” μιας μουσικής παράδοσης που είχε διδαχθεί προφορικά/ή μάθει εμπειρικά, και μέσα από αυτή τη συγκεκριμένη μουσική φόρμα εκφραζότανε. Έφτιαχνε τα τραγούδια του, έγραφε τα λόγια του, εξέφραζε τον εαυτό του και τον περίγυρό του, τον κύκλο του, τη φάρα του. Έπαιζε μεν ημιεπαγγελματικά, σε κανά γλεντάκι… αργότερα όταν άνοιξαν οι δουλειές για τους μπουζουξήδες στα μαγαζιά, προσπάθησε να προσαρμοστεί.

Ο μπουζουξής από την άλλη, εξ αρχής, ήταν σε αντίληψη ημι-επαγγελματίας μουσικός, ημι-επαγγελματίας συνθέτης (ή και χωρίς τα -ημί), δηλαδή έπαιζε και τα τραγούδια των άλλων, εξέλιξε την δεξιοτεχνία του, δεν ήταν μόνο μια καλλιτεχνική οντότητα για να “υπηρετεί” τον εαυτό του και τον περίγυρό του, τον κύκλο του, τη φάρα του, αλλά ένα εργαλείο επαγγελματικό. Ο Τσιτσάνης π.χ. ήταν πρώτο μπουζούκι στις ηχογραφήσεις, το ίδιο και ο Χιώτης.

Ο Μάρκος, ο Μπαγιαντέρας, ο Κερομύτης, δεν παίζανε στα μαγαζιά τους Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, δεν παίζανε Χιώτη, βγαίνανε και παίζανε τα δικά τους αναμεταξύ τους, κανά παραδοσιακό, κανά σμυρνέικο. Του κύκλου τους τραγούδια.

Με αυτά και με αυτά, πιστεύω ότι ο Μάρκος έμεινε ρεμπέτης σε όλη του τη ζωή: γιατί υπηρετούσε μόνο την παράδοση που κουβάλαγε και τον ευατό του και τον περίγυρό του. Η ορχήστρα του όμως το 1965 ήταν λαϊκοί μουσικοί, γύρω από έναν ρεμπέτη.

Με την ίδια λογική σήμερα, ένας μουσικός που παίζει στο τρίχορδο μπουζούκι μόνο ρεμπέτικα τραγούδια, υπηρετεί αυτό το μουσικό είδος.
Δλδ είναι μουσικός του ρεμπέτικου. Και ξέρω κάμποσους τέτοιους, με πρώτο τον ευατό μου (δεν λέω ότι είμαι καλός, ίσα ίσα): το μόνο που μπορώ και θέλω να παίξω είναι ρεμπέτικα κ λαϊκά μέχρι το 1955. Μου λένε είσαι μπουζουξής; απαντώ όχι! τί μπουζουξής είμαι αν δεν μπορώ να παίξω το “πότε βούδας πότε κούδας”;

Η έννοια Ρεμπέτης / Ρεμπέτικο δεν ξεχείλωσε μόνο όταν ο Πετρόπουλος την κακοποίησε από έλλειψη ακαδημαϊκής παιδείας. Ήταν από γεννησιμιού της (χοντρικά όψιμος 19ος αιώνας) ξεχειλωμένη, ασαφής και εν πολλοίς στρεβλωμένη.

Ας ξεκινήσουμε με τους δίσκους “Απονιά” και “Τίκι τίκι τακ”, που ως γνωστόν, είναι οι πρώτοι με την ένδειξη “Ρεμπέτικον” στις ετικέτες τους (θυμίζω: Κων/λη 1912 / 13). Ανάθεμα κι αν εκείνος που πρότεινε την προσθήκη για το είδος αυτό της μουσικής, ήξερε τι ακριβώς σημαίνει αυτή η λέξη. Όλοι μας όμως γνωρίζουμε ότι, με αυτό που αργότερα ονομάστηκε “Ρεμπέτικο” δεν είχαν καμμίαν απολύτως σχέση, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δίσκος. Όταν, περίπου 23 χρόνια αργότερα, ο Μάρκος “σχεδιάζει” την αφίσα για το μπαρ του και τη δίνει στο τυπογραφείο, δεν παραλείπει να αναφέρει και τη λέξη “ρεμπέτικη”, στην προσπάθεια σκιαγράφησης του τι θα προσφέρει το μπαρ που θα ανοίξει στα Άσπρα χώματα της Κοκκινιάς. Θυμίζω:
Η λαϊκή ρεμπέτικη ορχήστρα που θα παίζει κάθε βράδυ στο ρομαντικόν Μπαρ ο 'Μάρκος’ ”.
Θα συμφωνήσουμε, φαντάζομαι, στο ότι ο κύριος προσδιορισμός της ορχήστρας είναι το “λαϊκή”, αλλά είναι προφανέστατο ότι υπήρξε η ανάγκη προσθήκης και του “ρεμπέτικη”. Όμως, αν υποθέσουμε ότι κάποιος (σημερινός!) ερευνητής είχε τη δυνατότητα να γυρίσει το χρόνο στο 1936 και να θέσει σε όλους τους τότε διαθέσιμους παράγοντες της λαϊκής μουσικής στην Αθήνα / Πειραιά τα ερωτήματα 1: “Τι είναι λαϊκό τραγούδι”, 2: “Τι είναι ρεμπέτικο τραγούδι” και ίσως και ένα 3ο: “Εσείς, τι είστε, ρεμπέτης ή λαϊκός;”, μάλλον πιό μπερδεμένος θα έβγαινε από την επεξεργασία των απαντήσεων, παρά πιό ενημερωμένος.

Όσο για την έννοια “Ρεμπέτης”, που και αυτή πολύ δύσκολα προσδιορίζεται αντιπαρατιθέμενη στην έννοια “Λαϊκός”, αν θεωρήσουμε ότι ο Μάρκος εννοούσε ρεμπέτικη την ορχήστρα αλλά και τους θαμώνες ρεμπέτες, αυτό περίπου επιβεβαιώνεται από τον τίτλο και το ρεφρέν του τραγουδιού του Καλδάρα “Εβίβα ρεμπέτες”, μόλις 11 χρόνια μετά το φέϊγ βολάν του Μάρκου. Και (για να ευλογήσουμε και τα γένια μας) ρίχνοντας μιά ματιά στο Ρεμπέτικο Φόρουμ, στις σχετικές μας συζητήσεις τα τελευταία 13 χρόνια, θα επιβεβαιωθεί περίτρανα ότι, έναν αιώνα καί, μετά το 1913, η ασάφεια, το ξεχείλωμα και η στρέβλωση καλά κρατούν… Προβληματίζομαι λοιπόν σοβαρότατα, σχετικά με το κατά πόσον είναι εύκολο και δεν δημιουργεί καινούργια μπλεξίματα, το να προσπαθούμε να χαρακτηρίσουμε ποιός είναι / ήταν ρεμπέτης και ποιός όχι. Τι προτείνω; Να συνεχίσουμε κανονικά. Κι ας ξέρουμε, απ’ την αρχή, ότι δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε.

ρε Μπάμπη, το ότι αν σου ζητήσουν να τους παίξεις το πότε βούδας πότε κούδας, θα αρνηθείς, να το δεχτώ. Όχι όμως και ότι δεν μπορείς να το παίξεις!!!

@16, Μπάμπη:

Μάλιστα. Αυτή τη διάκριση την έχω δει πάρα πολύ ανάγλυφα στα παραδοσιακά:

Στον ένα πόλο έχεις τους λαϊκούς στιχοπλόκους (σαν τους Σιφνιούς από τα παραδείγματα του Κουτρουφιού σε διάφορες συζητήσεις μας, σαν τους Καρπάθιους από τα δικά μου παραδείγματα κλπ.) που, με περισσότερη ή λιγότερη «μουσικότητα» αλλά με τρόπο 100% βιωματικό αναδημιουργούν σε κάθε παρεΐστικο γλεντάκι την παράδοση που αποτελεί φυσικό τρόπο έκφρασης των ίδιων και των γύρω τους. Αυτοί μπορεί και να παίζουν όργανο, ή να μην παίζουν. Αν παίζουν, μπορεί να παίζουν και επ’ αμοιβή, σε κάνα γάμο ή πανηγύρι, ή και σε πολλούς γάμους και πανηγύρια. Του τόπου τους βέβαια κατά βάση.

Στον άλλο πόλο έχεις τους οργανοπαίχτες των εκδηλώσεων, π.χ. χορευτικές παραστάσεις, Ηρώδεια, Δόρα Στράτου. Τους λες «θέλω 2,5 λεπτά Καβοντορίτικο από Κουκουλάρη, 2,5 λεπτά Ικαριώτικο από Οικονομίδη, και το τάδε Καππαδοκίας από Ρε, το δείνα Χίου από Μι, και για το γκραν φινάλε Έχε γεια Παναγιά», και ξέρεις ότι θα σε βγάλουν ασπροπρόσωπο ακόμη και χωρίς πρόβα που λέει ο λόγος. Το θέαμα θα βγει σκηνοθετικά άψογο, άλλο αν δε συνιστά παράδοση αλλά άλλης μορφής τέχνη.

Της πρώτης ομάδας είναι παραδοσιακοί. Της δεύτερης ομάδας δεν μπορείς να τους χαρακτηρίσεις παρά μόνο με βάση το όργανό τους, π.χ. βιολιτζήδες. Μάλιστα θυμάμαι ότι σε κάποια παλιότερη συζήτηση είχαμε μιλήσει και για το «κλαρίνο σαν κλαρίνο VS κλαρίνο σαν όργανο», με την ίδια περίπου λογική.

Ανάμεσα στους δύο πόλους έχεις φυσικά όλες τις διαβαθμίσεις. Μέσα στη διαχρονία (χρονική εξέλιξη) των πραγμάτων, κάποιες από αυτές τις διαβαθμίσεις θα τις συναντήσεις στα ίδια πρόσωπα.

Τηρουμένων των αναλογιών, τα ίδια ισχύουν και στο ρεμπέτικο. Η μόνη διαφορά είναι ότι «παραδοσιακοί» υπάρχουν μόνο σε όσες παραδόσεις παραμένουν λειτουργικά ζωντανές και συνεχίζουν να δημιουργούν: δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχουν παρέες που γλεντάνε στ’ αλήθεια, από βάθους καρδίας, έχοντας ως κοινό και φυσικό κώδικα ένα ρεπερτόριο που σώζεται μόνο σε παλιές καταγραφές, ενώ στα ρεμπέτικα υπάρχει κι αυτό.

Τώρα πού το σκέφτομαι ρε παιδιά…ρεμπέτικη ορχήστρα,στο ρομαντικό μπάρ…Χαχαχαχα…Κάτι…δέν κάθεται καλά στο αυτί…
Με πρώτο τραγούδι ο Χαρμάνης …και τελευταίο Εφουμέρναμε ενα βράδυ…
Να ζήσει η αλητεία!!!:088:

Πολύ σωστά τα λέει ο Νίκος πιο πάνω. Ρεμπέτικα τα λέγαν οι εταιρείες και ο Μπαγιαντέρας
το λέει στο πάντα με γλυκό χασίσι για ρεμπέτικη φωλία και μετά ο ίδιος στην συνέντευξη του λέει
εγώ δεν άκουσα αυτό τον όρο ποτέ. Η ορολογία είχε βγει πριν την δισκογραφία του μπουζουκιού
και οι ίδιοι το μεταχειριζόντουσαν για τους εαυτούς τους. Όσο για το αν είναι ρεμπέτικο το ‘‘απελπίστηκα’’ σε σχέση με το ‘‘Μάρκο τον Συριανό’’, σαφώς και το δεύτερο είναι και αυτό οφείλεται στο πώς το έπαιξε ο Μάρκος ,όλα ανοιχτά από την αρχή μέχρι το τέλος, κοφτά, σπαστές οι πενιές , αλλο είδος μπουζουκιού αλλά και τραγουδιού, που εξαφανίστηκε εντελώς στην συνέχεια.Νομίζω οτί οι τελευταίοι που έπαιξαν έτσι στην δισκογραφία ήταν ο Χατζηχρήστος και ο Παπαιώαννου,με αυτούς πέθανε και αυτό το στυλ που είναι βασικό στοιχείο του ρεμπέτικου και το οποίο έχει σχέση με την απλότητα και την αυστηρότητα του χορευτικότητατου είδους. Τα κομμάτια τα χόρευαν εκείνο τον καιρό εκπληκτικοί χορευτές ,όπως ήταν και οι ίδιοι οι μπουζουξήδες.