Ξεφυλλίζω τα απομνημονεύματα του παππού:
Θόδωρου Ι. Μαραγκουδάκη: Η ΖΩΗ ΜΟΥ (1885-1976), Αθήνα 2001.
Στις σελ. 43-60 αναφέρεται στις διάφορες δουλειές που έκανε σε παιδική ηλικία, ενόσω έβγαλε και το νυχτερινό δημοτικό σχολείο του “Παρνασσού” και μέχρι να πάει στο γυμνάσιο.
Μετράω 14 διαφορετικές δουλειές από το 1896 ως το 1903. Μια απ’ τις πρώτες, σε ηλικία 11 χρονών, ήταν στο μπαρουτάδικο, “στο Ελληνικό Πυριτιδοποιείο, που βρισκόταν κοντά στο Δαφνί”.
"Δούλευε πολύς κόσμος εκεί, άντρες, γυναίκες, κορίτσια, μα και παιδιά και πιάσαμε κι εμείς δουλειά εκεί. Κάθε πρωί μας έπαιρναν από τον Κεραμεικό τετράτροχα αμάξια με δύο άλογα το καθένα και μας πήγαιναν στο Πυριτιδοποιείο και το βράδυ μάς γύριζαν πάλι στην ίδια θέση.
Εγώ και η μάνα μου πιάσαμε δουλειά στο τμήμα που δένανε με σπάγγο ψιλό το χάρτινο χωνί που ήταν περασμένη η μολυβένια σφαίρα σ’ αυτό και προσαρμοζόταν στο χάρτινο σώμα του φυσιγγίου.
(…)
Κάποια μέρα έγινε έκρηξη στους μύλους, που άλεθαν το μπαρούτι κι όλοι οι εργάτες πετάχτηκαν πανικόβλητοι έξω από τα τμήματά τους. Το μόνο θύμα της έκρηξης ήταν ο εργάτης των μύλων, Βεντίκος. Τα κορίτσια τού σκάρωσαν ένα τραγουδάκι και το τραγουδούσαν λυπητερά μέσα στ’ αμάξια:
“Στα χίλια οχτακόσια και στα ενεννήντα έξι. Δευτέρα στις εφτά,
καήκαν τα μπαρούτια κάει κι η φάμπρικα.
Δε κλαίω τα μπαρούτια ούτε τη φάμπρικα,
μον’ κλαίω το Βεντίκο, που κάηκε άδικα”
Στο Πυριτιδοποιείο δεν υπήρχε πια δουλειά. Όλοι οι εργάτες απολύθηκαν. Νέος αγώνας πάλι για τον επιούσιο. Η μάνα μου καταπιάστηκε πάλι με την υφαντική. Εφοδιάστηκε μ’ έναν αργαλειό, που της έφτιαξε και της δώρησε ένας ανεψιός της μαραγκός, ο Γιάννης Τσοπανάκης, κι άρχισε να υφαίνει διάφορα υφαντά, που της παράγγελναν διάφορες εύπορες νοικοκυρές της γειτονιάς. Βοηθό της είχε πάλι εμένα, γιατί δεν είχα βρει ακόμη δουλειά".
Αυτό είναι το μέρος της αφήγησης για τη γέννηση ενός “αστικού λαϊκούτραγουδιού”. Κατά τα άλλα, μπορεί να σημειωθεί ότι στην αφήγηση αυτών των σελίδων καθρέφτίζεται ανάμεσα σ’ άλλα και η μετάβαση από τη συντεχνιακή στη βιομηχανική οικονομική οργάνωση, ή αλλιώς από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό: Εκτός από το μπαρουτάδικο κι από ένα εργοστασιακό βιβλιοδετείο, όπου υπήρχε κι ένα κάποιο σταθερό μεροκάματο, οι περισσότερες απ’ τις άλλες δουλειές ήταν “παραγιός” σε μαστόρους (σανδαλοποιός δηλ. παντοφλάς, τσαγκάρης, ράφτης, επιπλοποιός κ.ά.), όπου υπήρχε η χαρακτηριστική συντεχνιακή ιεραρχία μάστορας - κάλφας - παραγιός, με το μεροκάματο του τελευταίου αμφίβολο και εξαρτώμενο από την καλή διάθεση του αφεντικού, και με το ξύλο να αποτελεί όχι σπάνια μέθοδο “μαθητείας” του παραγιού (αν π.χ. χυνόταν το κρασί του μάστορα, και άλλες τέτοιες αφορμές).
Σημειώνω τα της τελευταίας παραγράφου, γιατί κατά τη γνώμη μου αυτή τη μετάβαση, αυτό το ιστορικό μεταίχμιο, που με την έλευση των προσφυγικών μαζών του '22 επιταχύνθηκε ριζικά, καθρεφτίζουν και τα πρώτα χρόνια δισκογραφίας του αστικού-λαϊκού και “ρεμπέτικου” τραγουδιού.