Οπως προκύπτει από την από 9.3.1999 αγωγή της εφεσίβλητης, εκτίθεται σαυτή ότι η ενάγουσα είναι κυρία ενός διαμερίσματος του δεύτερου υπέρ το ισόγειο ορόφου μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Κ. Αθηνών (Ε. 42) και διέπεται από τις διατάξεις περί οροφοκτησίας, κατά Ν. 3741/1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ, στην οποία είναι επίσης ιδιοκτήτες αυτοτελών διαμερισμάτων, ο πρώτος εναγόμενος του ισογείου και η δεύτερη τούτων του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου. Περαιτέρω εκτίθεται ότι οι εναγόμενοι, έχοντας εγκαταστήσει στα διαμερίσματά τους από ένα πιάνο, βιολί, ακορντεόν και τρομπόνι, προβαίνουν επί έξι (6) και πλέον ώρες ημερησίως σε διατάραξη της οικιακής γαλήνης και ηρεμίας της ενάγουσας και της οικογενείας της, με την εκπομπή έντονης και ενοχλητικής μουσικής. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι που είναι σύζυγοι, έχοντας εγκατασταθεί από διετίας στα διαμερίσματά τους με τα πέντε (5) τέκνα τους, τα προτρέπουν στην εκμάθηση μουσικών οργάνων, στα οποία ασκούνται καθημερινά υπό τις οδηγίες της δεύτερης τούτων, που είναι καθηγήτρια μουσικής, με συνέπεια λόγω της ανυπαρξίας ηχομόνωσης και της μετατροπής των διαμερισμάτων τους ουσιαστικά σε ωδείο, να προκαλούν εκπομπή υπερβολικού θορύβου, να παραβλάπτεται ουσιωδώς η ενάγουσα στη χρήση του διαμερίσματός της και να κινδυνεύει η σωματική και ψυχική υγεία της ενάγουσας και της οικογενείας της. Επιδιώκεται δε με την αγωγή να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν να προκαλούν υπερβολικούς θορύβους στα διαμερίσματά τους και να παραλείπουν αυτούς στο μέλλον, με απειλή προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής εναντίον τους, άλλως να υποχρεωθούν να προβούν στην κατασκευή ηχομόνωσης των διαμερισμάτων τους. Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της, κατ
αυτής δε παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι με τους στην έφεσή τους λόγους, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και κακή εφαρμογή του νόμου, επιδιώκοντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της εναντίον τους αγωγής της αντιδίκου τους. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται παραδεκτά το πρώτο στο
Εφετείο τούτο ότι η εναντίον τους αγωγή είναι αόριστη, αφού δεν γίνεται σ` αυτή λόγος για μετασκευή των μουσικών οργάνων και εντεύθεν πρόκληση θορύβων, ενόψει του ότι το ορισμένο της αγωγής εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (Σ. Σαμουήλ, Η Εφεση, 1993, παρ. 851, σελ. 264). Ο ισχυρισμός όμως αυτός και ο αντίστοιχος τέταρτος λόγος έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, δοθέντος ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται μετασκευή των μουσικών οργάνων από τους εναγόμενους, αλλά εκθέτει ότι ο θόρυβος
εκπέμπεται από τα διαμερίσματά τους από την καθημερινή εξάσκηση των τέκνων τους στο πιάνο, το βιολί, το ακορντεόν και το τρομπόνι, με τη βοήθεια της δεύτερης εναγομένης μητέρας τους που είναι καθηγήτρια μουσικής.
Από την προσήκουσα επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης και τη χωρίς όρκο εξέταση της δεύτερης εναγομένης ως διαδίκου (Αρθρα 415 επόμ. Κ.Πολ.Δ.), που περιλαμβάνονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα οικεία πρακτικά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για άμεση είτε για έμμεση απόδειξη, από την 20883/20.11.2000 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα της ενάγουσας στον Ειρηνοδίκη Αθηνών, για την οποία τηρήθηκε η κατάρθρο 650 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προδικασία (βλ. 8587Β
και 8588Βαπό 15.11.2000 εκθέσεις επί δοσης του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή Σ.Α.Κ., με τις συνοδεύουσες κάθε μία υπό την αυτή ημερομηνία απόδειξη παραλαβής θυροκολληθέντος δικογράφου και βεβαίωση του ιδίου δικαστικού επιμελητή), που προσκομίζεται παραδεκτά το πρώτο στο Εφετείο τούτο, αφού λήφθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης πρωτοδίκως και πριν την προκείμενη συζήτηση (ΑΠ 884/1998 Δικ/νη 40, 588, ΑΠ 1187/1997 Δικ/νη 39, 544, ΑΠ 1870/1986 Δικ/νη 29, 281, ΕΑ 701/1995 Δικ/νη 36, 1291), με εξαίρεση τις 20818, 20819, 20820 και 20883 από 20.11.2000 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγομένων στον Ειρηνοδίκη Αθηνών, που δεν λαμβάνονται υπόψη, θεωρούμενες ως ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο, αφού οι εναγόμενοι δεν αποδεικνύουν ούτε καν επικαλούνται ότι τήρησαν την παραπάνω προδικασία (ΑΠ 1429/1997 Δικ/νη 39, 823) και από τα συνομολογούμενα από τους διαδίκους, αποδείχθηκαν τα εξής: Η ενάγουσα είναι κυρία ενός διαμερίσματος του δευτέρου υπέρ το ισόγειο ορόφου μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Κ. Αθηνών (Ε. 42). Ο πρώτος εναγόμενος είναι κύριος ενός διαμερίσματος στον ισόγειο όροφο και η δεύτερη τούτων είναι κυρία άλλου διαμερίσματος στον πρώτο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας, κάτω ακριβώς από το διαμέρισμα της ενάγουσας. Η πολυκατοικία αυτή διέπεται από το Ν. 3741/1929, και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ, σύμφωνα με τη 18393/1962 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του Συμβ/φου Αθηνών Η.Τ., που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι, που είναι σύζυγοι, έχουν εγκατασταθεί από διετίας πριν από την άσκηση της αγωγής στα διαμερίσματά τους, με τα πέντε (5) τέκνα τους, τα οποία πέραν των σχολικών τους υποχρεώσεων ασχολούνται και με τη μουσική και την εκμάθηση μουσικών οργάνων, υπό την αθοδήγηση της δεύτερης εναγομένης μητέρας τους, που είναι καθηγήτρια μουσικής. Η εξάσκηση των τέκνων των εναγομένων στα μουσικά όργανα και η παράδοση μαθημάτων μουσικής σ
αυτά από τη δεύτερη εναγομένη, στα διαμερίσματα των εναγομένων γίνονται καθημερινά και επί πολλές ώρες, με συνέπεια, ενόψει της ανυπαρξίας ηχομό νωσης να εκπέμπονται εκκωφαντικοί θόρυβοι και να παρακωλύεται η ενάγουσα και η
οικογένειά της στη χρήση του ομόρου διαμερίσματός της. Ειδικότερα, τα πέντε (5) τέκνα των εναγομένων ασκούνται καθημερινά και επί αρκετές ώρες στα όργανα πιάνο, βιολί, ακορντεόν και τρομπόνι, με συνέπεια από τη συνεχή εκπομπή έντονης και ενοχλητικής μουσικής, η ενάγουσα και τα μέλη της οικογενείας της να αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν το διαμέρισμά της κατά τον προορισμό του, ως τόπο ηρεμίας και ανάπαυσης για όλους και μελέτης για τη φοιτήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κόρη της και να κινδυνεύει η σωματική
και ψυχική τους υγεία. Στην ουσία τα διαμερίσματα των εναγομένων έχουν μετατραπεί σε Ωδείο που λειτουργεί μέσα στην πολυκατοικία κατά παράβαση του κανονισμού της και διαταράσσει την ησυχία των ενοίκων της, από τους οποίους η ενάγουσα αδυνατεί να χρησιμοποιεί το διαμέρισμά της κατά τον προορισμό
του. Πιο συγκεκριμένα οι εναγόμενοι παραβιάζουν το άρθρο 7 του κανονισμού, στο οποίο ορίζεται, πλην άλλων, ότι κάθε συνιδιοκτήτης έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί, εκ μεταλλεύεται κ.λπ. το διαμέρισμά του, αρκεί να μην παραβλάπτονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών και να τηρείται ο κανονισμός, καθώς και ότι απαγορεύεται η εγκατάσταση στα διαμερίσματα, ιατρείου, κλινικής, οίκου ανοχής, ξενοδοχείου, οικοτροφείου, σχολείου, φροντιστηρίου, καταστήματος, σχολής χορού, Ωδείου, πολιτικού γραφείου ή
κέντρου κάθε φύσης και χρήσης από την οποία διαταράσσεται η ησυχία της πολυκατοικίας. Για την κατάσταση αυτήν η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε και εγγράφως με την από 14.10.1997 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία της προς τον πρώτο εναγόμενο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σαφής περί όλων αυτών είναι η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που έχει ιδίαν αντίληψη των κατατιθεμένων, ο οποίος καταθέτει, πλην άλλων, ότι πηγαίνει 2-4 φορές το μήνα στο διαμέρισμα της ενάγουσας, ότι τα παιδιά των εναγομένων παίζουν πιάνο, ακορντεόν και λαού το, ότι σε μια από τις επισκέψεις του, η κόρη της ενάγουσας κατέβηκε στο διαμέρισμα των εναγομένων διαμαρτυρόμενη για τους θορύβους, κάλεσε στο διαμέρισμα της μητέρας της τον πρώτο εναγόμενο και εκείνος ανέβηκε και διεπίστωσε ότι ακούγονται οι θόρυβοι και ότι η κόρη της ενάγουσας ενοχλείται απαυτούς στη μελέτη της. Η κατάθεση αυτή ενισχύεται: 1) Από την παραπάνω ένορκη βεβαίωση, κατά την οποία η ενόρκως βεβαιούσα καθηγήτρια της Ιταλικής, που παραδίδει μαθήματα κατ
οίκον στην κόρη της ενάγουσας δύο φορές την εβδομάδα, έχει ακούσει εκκωφαντικούς θορύβους από μουσικά όργανα,
προερχόμενους από τα διαμερίσματα των εναγομένων, που προκαλούν αφόρητη κατάσταση για τους κατοικούντες στο διαμέρισμα της ενάγουσας και παρεμποδίζουν την κόρη της να μελετάει, ακόμη και σε περιόδους εξετάσεων και 2) Από τα 1020/2/17492α/24.3.2000, 1020/2/33948α/8.6.2000 αποσπάσματα
ημερησίων δελτίων οχημάτων της Αμεσης Δράσης και το 1020/69709/1α/14.6.2000 έγγραφο του Αστυνομικού Τμήματος Κ. Αθηνών, από τα οποία προκύπτουν συνεχείς διαμαρτυρίες της ενάγουσας για υπερβολικούς θορύβους προερχόμενους από τα διαμερίσματα των εναγομένων .Η πρώτη τούτων ζήτησε εγγράφως από τη Διεύθυνση Υγείας και Δημόσιας Υγιεινής της Νομαρχίας Αθηνών να γίνει έλεγχος στο διαμέρισμά της για να διαπιστωθεί αν εκπέμπονται από αυτό υπερβολικοί θόρυβοι που να ενοχλούν τους γείτονες και έλαβε την απάντηση ότι η Υπηρεσία αυτή δεν έχει αρμοδιότητα για διενέργεια ηχομετρικού ελέγχου στις κατοικίες όπου λειτουργούν μουσικά όργανα (βλ. 11990/19/19.7.2000 και 14682/133/11.9.2000 σχετικά έγγραφα). Προς τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα συμπορεύεται εν μέρει και η χωρίς όρκο εξέταση της δεύτερης εναγομένης ως διαδίκου στο ακροατήριο, η οποία καταθέτει ότι τα πέντε (5) τέκνα της τρεις (3) φορές την εβδομάδα εξασκούνται με μουσικά όργανα στο διαμέρισμά της και από 18:00 μέχρι 21:00 ώρα και μια φορά την βδομάδα από 10:00 μέχρι 13:00 ώρα ο μεγάλος υιός της, για να δώσει εξετάσεις στην Ανώτατη Σχολή Μουσικολογίας και προσθέτει ότι ουδείς άλλος παραπονέθηκε από την πολυκατοικία για υπερβολικούς θορύβους, πλην της ενάγουσας. Συνομολογεί δηλ. ότι τουλάχιστον για εννέα (9) ώρες την εβδομάδα όλα τα τέκνα της και για τρεις (3) ακόμη ώρες την εβδομάδα ο μεγαλύτερος υιός της, χρησιμοποιούν μουσικά όργανα στο διαμέρισμά της, είναι δε πρόδηλο ότι οι εκκωφαντικοί θόρυβοι που αποδείχθηκαν, δημιουργούνται από την από κοινού χρήση μουσικών οργάνων από τα τέκνα της, μέσα στο διαμέρισμά της. Αλλά και το κατατεθέν από την ίδια ότι ουδείς άλλος παραπονέθηκε στην πολυκατοικία, πλην της ενάγουσας, δεν αποδεικνύει ότι η τελευταία δεν ενοχλείται από την εκπομπή μουσικής από τα διαμερίσματα των αντιδίκων της και ότι δεν παρεμποδίζεται στη χρήση του διαμερίσματός της κατά τον προορισμό του. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η εκκαλούμενη απόφαση μεταχειρίζεται άνισα τους διαδίκους, αφού προστατεύει την κόρη της ενάγουσας, όχι όμως και τα δικά τους τέκνα, που επιθυμούν να μελετούν μουσική, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, αφού οι ίδιοι δεν ραπονούνται για παρενόχλησή τους με θορύβους από το διαμέρισμα της ενάγουσας. Εξάλλου, το Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει τους μάρτυρες που έφεραν οι διάδικοι στο ακροατήριο και όχι να υποδείξει εκείνο την εξέταση συγκεκριμένων μαρτύρων από την πολυκατοικία όπου τα διαμερίσματα των διαδίκων. Επομένως οι τρεις (3) σχετικοί πρώτοι λόγοι έφεσης των εναγομένων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ότι η δεύτερη τούτων εκπαιδεύει στο πιάνο τα τέκνα τους, μόνο τις κατάλληλες ώρες της ημέρας και ποτέ τις ώρες της κοινής ησυχίας έτσι ώστε ουδείς ένοικος της πολυκατοικίας να έχει ποτέ διαμαρτυρηθεί, πλην της ενάγουσας, πέραν δε τούτων υπάρχει ηχομόνωση στην πολυκατοικία εκ κατασκευής, ενώ οι ίδιοι έχουν τοποθετήσει στο πιάνο τους "σουρτίναν", δηλ. πρόσθετο πεντάλ - εξάρτημα του πιάνου, που περιορίζει την εκπομπή θορύβου κατά 60% ενόψει δε τούτων η αγωγή της ενάγουσας ασκείται καταχρηστικά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, πέραν της ουσιαστικής αβασιμότητάς του και αληθής υποτιθέμενος, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση της αγωγής και είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, η δε εκκαλούμενη απόφαση που του απέρριψε με την αυτήν αιτιολογία, ορθά εφάρμοσε το νόμο, ο δε περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο ίδιος λόγος έφεσης, ως προς τα νέα περιστατικά που επικαλούνται οι εκκαλούντες ότι συνιστούν καταχρηστική άσκηση της αγωγής και δη το μη καταλογισμό από την ενάγουσα δολίων ενεργειών από τους ίδιους ή σκόπιμων θορύβων ή έντεχνης αύξησης της έντασης των μουσικών οργάνων με ενισχυτές ή μεγάφωνα, τα οποία δεν αποδεικνύεται ότι προέκυψαν μεταγενέστερα, ούτε αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου τους (άρθρο 269 παρ. 1, β
και γΚ.Πολ.Δ., Σ. Σαμουήλ, ό.π., παρ. 711, σελ. 229-230, Β. Βαρθακοκοίλης, Κ.Πολ.Δ., άρθρο 527, τόμος Γ, σελ. 335, αριθμ. 42), είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ
ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας, όπως στο διατακτικό (Αρθρα
176, 183 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).