Ανέκδοτο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη

Δεν είναι το γενικό ερμηνευτικό κλείδι (“πασπαρτού”) του έργου που άφησε ο Τσιτσάνης η κουμπαριά του με τον Μουσχουντή.
Ούτε το αν υπήρχαν διαφορετικοί αρχικοί στίχοι αποτελεί κριτήριο για το αν αυτοί οι συγκεκριμένοι στίχοι λειτουργούσαν αλληγορικά στην εποχή τους, καθώς και για το αν αυτή η αλληγορική λειτουργία τους ήταν συνειδητή εκ μέρους του δημιουργού τους.
Το ερώτημα αν υπάρχουν “μαρτυρίες ακροατών της εποχής που να αναφέρουν ότι όταν άκουγαν γυναίκα και έρωτα σε ένα τραγούδι φαντασιώνονταν την επανάσταση”, είναι άστοχο από όλες του τις πλευρές: Καταρχήν δε μιλάμε για “ένα τραγούδι”, αλλά για αυτό το τραγούδι. Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία πάγια αλληγορική σημασία της “γυναίκας” (στην οποία επιπροσθέτως δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο συγκεκριμένο τραγούδι) και του “έρωτα”. Τρίτον, κανείς δεν είπε ότι η “φαντασίωση” των ακροατών του “κάνε υπομονή” ήταν η “επανάσταση”.
Τέταρτον, η μαρτυρία είναι του ίδιου του Τσιτσανη, απλώς στη ροή της συζήτησης παρεμβλήθηκαν ορισμένες ενστάσεις για το αν ο Τσιτσάνης ήξερε τι έλεγε επ’ αυτού.

Ο Τσιτσάνης από το άλληγορικό “Κάνε λιγάκι υπομονή” έως το καταδηλωτικό “Της γερακίνας γιος” ακολούθησε μια συνεπή δημιουργική διαδρομή…
Φυσικά το να ακούει κανείς απλώς ένα καταπληκτικό ερωτικό τραγούδι και τίποτα παραπάνω, είναι δικαίωμα που το δίνει η ίδα η αλληγορία. Αυτός είναι άλωστε κι ο σκοπός της: άλλος να ακούει απλώς ένα ερωτικό τραγούδι, κι άλλος ν’ ακούει ένα τραγούδι με θέμα τον έρωτα στην κοινωνική του καθολικότητα.
Άλλος μπορεί να ακούει απλώς έναν γυάλινο πύργο που μέσα μένει μια ξανθή που τυχαίνει να τη λένε Αναστασία (κι οι βλάχοι την φωνάζουν Αναστασιά), κι άλλος να “φαντασιώνεται” τα δικά του, χωρίς καν να διατίθενται και μαρτυρίες ακροατών γύρω από αυτο.
Αλλά μάλον οι Βλάχοι δεν αλλάζουν, ίδιοι κι όμοιοι από την εποχη της Αναστασιάς μέχρι την εποχή της Υπομονής.

#86:
1)Θεωρώ αυτονοήτως ελάχιστο προαπαιτούμενο κάθε σχετικής συζήτησης τη λήψη υπόψη όλων των πληροφοριών που μπορούμε να συγκεντρώσουμε για το θέμα που μας απασχολεί (:«απαγορεύτηκε ή όχι αυτό το τραγούδι του Τσιτσάνη;»). Από εκεί και μετά, όμως, προβαίνουμε σε κριτική αποτίμηση των «πηγών»: υποβάλλουμε ό,τι μαζέψαμε στη σχετική βάσανο, αξιολογώντας το από άποψη σχετικότητας, εγκυρότητας, αξιοπιστίας, αντιπροσωπευτικότητας κλπ κλπ, προκειμένου να καταδειχθούν η αξία του και τα όριά του, με συγκρίσεις/διασταυρώσεις, ώστε αναλόγως να επιβεβαιώσουμε ή να απορρίψουμε ή να τροποποιήσουμε τις εκάστοτε τοποθετήσεις και επιχειρήματα που έχουν παρουσιαστεί σε μια δεδομένη συζήτηση, προκειμένου να διαφωτίσουμε -ει δυνατόν εντελώς- το αντικείμενο της συζήτησης.

2)Θεωρώ ότι κατέδειξα πως όλες οι αναφορές στην απαγόρευση του τραγουδιού είναι εσφαλμένες, είτε συσχετίζονται με τον «Υπομονητικό» είτε όχι, είτε προέρχονται από ρεμπετολόγους είτε από «μάρτυρες» είτε από έτερους αντιγραφείς.

Επαναλαμβάνω πάντως και αποσαφηνίζω: η «ρεμπετολογική» σύγχυση με τον «Υπομονητικό» αφορά τους κάτωθι: (Π. Κουνάδης,«Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά−μια διαδρομή στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι», εκδ. ΓΣΕΕ 2000: σελ. 217) –(Θ. Αναστασίου, «Βασίλης Τσιτσάνης-Άπαντα», εκδ. Λαϊκό Τραγούδι 2004: σελ. 141 )-(Γ. Αλεξάτος, «Το τραγούδι των ηττημένων», εκδ. Γειτονιές του Κόσμου 2006: σελ. 58) – (Σ. Πάπιστας,«Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια, 1940-1949», εκδ. οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007: σελ. 753)

Όλοι οι άλλοι, ρεμπετολόγοι (Γεωργιάδης, Χατζηδουλής) και μη («μάρτυρες», διαδικτυακοί αντιγραφείς και πλήθος κόσμου) ΑΠΟΦΑΙΝΟΝΤΑΙ, χωρίς να παρέχουν την παραμικρή απόδειξη των λεγομένων τους, ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε και σπάγανε λυσσωδώς τους δίσκους. Κάποιοι πάντως και από αυτούς (ή οι περισσότεροι) ισχυρίζονται ότι μπήκε στη λίστα του 1950 ή του 1951 (π.χ. Χατζηδουλής), οπότε ξαναγυρνάμε πάλι από την πίσω πόρτα στον «Υπομονητικό» (διότι αυτόν τον έρμο βλέπουμε στη λίστα…). Ο κύκλος είναι φαύλος…

3)Ευχαρίστως να συζητήσουμε κάποτε για το μεταξικό καθεστώς σχετικά με το ρεμπέτικο (και εξ άπαντος για το αριστερό «καθεστώς» σχετικά με το ρεμπέτικο), αλλά τώρα συζητούμε για τραγούδι του 1948: παράκληση και πάλι να μη μετατοπίζεται η συζήτηση.

4)Η προτελευταία αναφορά του #86 σε δημοσίευμα από τον Τύπο, προσθέτει απλώς μία ακόμη αναπαραγωγή της «πληροφορίας» ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε, χωρίς να παρέχει την παραμικρή τεκμηρίωση, οπότε δεν λαμβάνεται υπόψη, από εμένα τουλάχιστον. Εκτός και εάν θεωρείται ότι συνιστά επιχείρημα η αριθμητική συγκομιδή ατεκμηρίωτων αποφάνσεων, προκειμένου η έλλογη υποστήριξη μιας θέσης να υποκατασταθεί από την ποσοτικοποιημένη α-λογία…

5)Η τελευταία αναφορά που μας προσκομίζει το #86 είναι ανώνυμη, ως μη όφειλε, ωστόσο από μια πρόχειρη αναζήτηση είδα, εάν δεν κάνω κανένα φρικαλέο λάθος (για το οποίο ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη), ότι το κείμενο ανήκει στο μέλος Peven. Εάν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, θα ήθελα να μας πει ο ίδιος από πού έχει αντλήσει την πληροφορία (κι ενημερώνει και το κοινό του You Tube) ότι το τραγούδι που συζητάμε «μπήκε στον κατάλογο των απαγορευμένων του 1951».

  1. Στο #76, προσκομίστηκε ως επιπρόσθετος «μάρτυρας» της απαγόρευσης του τραγουδιού ο Καζαντζίδης, στο καινούργιο βιβλίο που κυκλοφόρησε. Παρακαλώ την Ελένη να καταθέσει το συγκεκριμένο παράθεμα (εννοείται ότι όφειλε να το είχε ήδη κάνει), διότι πολύ πιθανόν να μου διέφυγε κατά την πολύ πρόχειρη ανάγνωση του βιβλίου. Αυτό που διαβάζω στη σελ. 44 είναι μια σκηνή που διαδραματίζεται τον Οκτώβριο 1949 όπου ο Στελάρας κάθεται σπίτι και γρατζουνάει την κιθάρα του και τότε «Από μακριά ακουγόταν η λατέρνα που έπαιζε το τραγούδι Κάνε λιγάκι υπομονή […] Πατώντας στις νότες της λατέρνας, έπαιζα και τραγουδούσα το τραγούδι της λατέρνας. Ήταν ένα δυνατό κομμάτι του Τσιτσάνη, είχε κυκλοφορήσει πρόσφατα».

7)Το τελευταίο επιχείρημα που έχει εισαχθεί στη συζήτηση είναι το περιώνυμο «καθεστώς αυθαιρεσίας» του τότε. Πάει καλά, αλλά επαναθέτω τα προκύπτοντα ερωτήματα: εάν το τραγούδι απαγορεύτηκε «κανονικά και με τον νόμο», όπως τα άλλα 2 του Τσιτσάνη (που και στη μαύρη λίστα βρίσκονται με το ονοματάκι τους, αλλά και ο δημιουργός τους βεβαιώνει της λίστας το αληθές), πού είναι το ονοματάκι του στη μαύρη λίστα και γιατί δεν το συγκαταριθμεί στα απαγορευμένα ο Τσιτσάνης; Είναι ποτέ νοητό να υποθέσουμε ότι δεν θα έσπευδε από την πρώτη στιγμή να το μνημονεύσει υπερηφάνως πλάι στα άλλα δύο (και για το ονόρε, αν μη τι άλλο); Εάν, πάλι, δεν απαγορεύτηκε μεν επισήμως, αλλά όπου το πετυχαίνανε μονάχο το τραγούδι οι χωροφυλάκοι το σπάγανε στο ξύλο και το «κυνηγούσανε ατύπως» ένεκα το «καθεστώς αυθαιρεσίας», πώς και πάλι ο Τσιτσάνης ποτέ δεν μνημόνευσε τέτοια άδικη και παράνομη κακομεταχείριση του δίσκου του; Τι είχε να φοβηθεί το 1972 ή το 1980;

Αλλά, όπως και να έχει το πράγμα με το ενδεχόμενο του άτυπου κυνηγητού από το «καθεστώς αυθαιρεσίας, είχα μείνει με τη βεβαιότητα ότι το ζήτημα που έβαλα δεν ήταν αυτό, αλλά εάν το τραγούδι απαγορεύτηκε ή όχι (υποστηρίζοντας το δεύτερο). Θα παρακαλούσα να μείνουμε σε αυτό. Μόλις (και εάν) καταλήξουμε στο υπό συζήτηση θέμα που άνοιξα, μετά, όσοι θέλουν, ας συζητήσουν και το άλλο.

Είναι όμως άλλο από αυτό που έθεσα, μη γελιόμαστε…

Μια που το 7) του #89 με αφορά, να προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα:

Εξαρχής το ζήτημα περί κρατικής αυθαιρεσίας και της πιθανότητας αυτή να “άγγιξε” και το “κάνε λιγάκι υπομονή”, το έθεσα σαν άλλο από το θέμα της ρητής του ονομαστικής του απαγόρευσης, για την οποία ανέφερα ήδη δυο φορές ότι η τεκμηρίωση βάσει των διαθέσιμων πηγών δεν την επιβεβαιώνει.

Για τα προκύπτοντα ερωτήματα: Το τι είχε να φοβηθεί ο Τσιτσανης το 1972 είναι φανερό από τη χρονολογία (αν δεν πρόκειται για λάθος χρονολογία, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς από την ίδια την ερώτηση). Τι είχε να φοβηθεί το 1980: Μέχρι και το 1980 οι αντιστασιακοί που με τις οργανώσεις τους επιχειρούσαν να καταθέσουν στεφάνια στις εθνικές γιορτές ξυλοκοπούνταν άγρια από τα ΜΑΤ. Το 1980 μάλιστα υπήρχε κι ένας νεκρός από τέτοιο “επεισόδιο”. Ενδεικτικό του κλίματος της περιόδου και γι’ αυτό και το αναφέρω. Για να μη λέω πρισσότερα, μια απόλυτα ρεαλιστική πηγή για το πώς ήταν το 1980 από αυτή την άποψη, είναι η κωμωδία του Θ. Μαραγκού “Μάθε παιδί μου γράμματα”. Γύρω λοιπόν από τα ζητήματα της αντίστασης, του εμφυλίου και της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου, τα στόματα άρχισαν να ελευθερώνονται μετά το 1981 κι ακόμα περισσότερο μετά το 1982 και την επίσημη αναγνώριση της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Έτσι κι ο Τσιτσάνης, όπως και πολλοί άλλοι, δύσκολα θα άνοιγε το στόμα του ως τότε για να μιλήσει γύρω από “άτυπα” γεγονότα και καταστάσεις που έζησε.

Τέλος, πουθενά δεν έγραψα ότι ίσως “όπου το πετυχαίνανε μονάχο το τραγούδι οι χωροφυλάκοι το σπάγανε στο ξύλο και το «κυνηγούσανε ατύπως» ένεκα το «καθεστώς αυθαιρεσίας»”. Δεν έχω μεταχειριστεί κανενός το λόγο έτσι για να μεταχειρίζεται οποιοσδήποτε έτσι τον δικό μου. Είναι φανερό από όσα έγραψα, ότι αυτά αφορούν την πιθανότητα κρουσμάτων “αυθαιρεσίας” σε βάρος του συγκεκριμένου τραγουδιού μέσα στο γενικότερο κλίμα της εποχής και δυνάμει της “δημιουργικής ασάφειας” του αστυνομικού “νομοθετικού” πλαισίου.

Πιθανότητα προερχόμενη από τις τόσες αναφορές σε τέτοια γεγονότα (μάζευαν δίσκους, έσπαγαν κλπ), οι οποίες είτε έχουν οικοδομηθεί πάνω στη σύγχυση γυρω από τον “υπομονητικό” είτε αντικατοπτρίζουν μια πραγματικότητα που συνέτεινε και στη δημιουργία της σύγχυσης γύρω από τον “υπομονητικό”.

Μια πιθανότητα λοιπόν. Θα την διατηρήσω σαν πιθανότητα, σαν “εικασία”, σαν υπόθεση που μπορεί ενδεχομένως να ερευνηθεί, και πέραν τούτου ουδέν.

ΥΓ ως εκ περισσού βεβαίως για το “κλίμα” του 1980, εδώ κι εδώ

Έχεις δίκιο, εσύ ποτέ δεν είπες όσα συνδηλώνει η επίμαχη φράση μου, η οποία πάντως συμπυκνώνει με προσωπικό (κι ενδεχομένως αδέξιο) τρόπο το στο 7) σχολιαζόμενο επιχείρημα, που αφορά όσους το επικαλούνται και όχι μόνο εσένα. Ιδίως αφορά τον Ν. Γεωργιάδη, ο οποίος νομίζω πρωτοϊσχυρίστηκε τα περί λυσσαλέων σπασιμάτων:
«Οι αστυνομικοί, οι χωροφύλακες, έσπαγαν με λύσσα τις πλάκες με αυτό το τραγούδι, όπου κι αν το συναντούσαν» (Ν. Γεωργιάδης)
«όπου το πετυχαίνανε μονάχο το τραγούδι οι χωροφυλάκοι το σπάγανε στο ξύλο και το κυνηγούσανε ατύπως ένεκα το καθεστώς αυθαιρεσίας» (Παρασάνταλος)

Από την άλλη, οι «τόσες αναφορές» που λες στο «μάζεμα» και στο «σπάσιμο», θαρρώ είναι οι εξής δύο (εάν γνωρίζεις και άλλες, τις καταθέτεις): «απαγόρευση+μάζεμα»=Χατζηδουλής, «απαγόρευση+σπάσιμο»=Γεωργιάδης (σε κάποια αναφορά επίσης του Κουνάδη παραπέμπει η Ελένη, αλλά δεν μου ανοίγει κάτι σχετικό…)

Δύο, λοιπόν, οι «τόσες» αναφορές. Και οι δύο ατεκμηρίωτες…

Δυο αυτές + εκείνες που μιλούν γενικά για απαγόρευση.
Αν ήταν τεκμηριωμένες δεν θα μιλούσα για πιθανότητα.
Ένας λόγος ακόμα είναι, ότι από όσο έχω καταλάβει, ο Χατζηδουλής πρέπει να έχει περάσει ατελείωτες ώρες με τον Τσιτσάνη, και όχι με τη μορφή μιας συμβατικής συνέντευξης. Γι’ αυτό και, πχ στο τέυχος 26 του λ.τ., οι αφηγήσεις του είναι σε τρίτο πρόσωπο “ο Τσιτσάνης έκανε”, “έλεγε” κλπ, συνοδευόμενες από πολλά ντοκουμέντα που του είχε παραχωρήσει. Θα μου έκανε λοιπόν εντύπωση να ήταν εντελώς αβάσιμο το αναφερόμενο για το θέμα που συζητάμε.
Παραμένει λοιπόν ατεκμηρίωτο. Αλλά και πιθανό.

Οπότε, για να συνοψίσω, από την πλευρά μου, ό,τι έως τώρα προέκυψε από το συγκεντρωθέν υποστηρικτικό υλικό και την ανταλλαγή επιχειρημάτων, θεωρώ δικαιολογημένη την παρακάτω παράγραφο:

Όσοι ισχυρίσθηκαν ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε, παραπέμποντας στον «Υπομονητικό», περιέπεσαν σε σύγχυση. Όσοι ισχυρίστηκαν ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε, χωρίς να παραπέμψουν ούτε στον «Υπομονητικό» ούτε πουθενά αλλού, ώστε να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό τους, περιέπεσαν σε ασύστατο ισχυρισμό. Όλως αντιθέτως, καταδείχθηκε ότι το τραγούδι δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ στη μαύρη λίστα ούτε και ο δημιουργός του ο ίδιος το συγκαταλέγει στα απαγορευθέντα του, μαζί με τα άλλα δύο.

Δείτε και αυτό, αντιγράφω από το θέμα “Έφυγε και ο Μπακάλης…”, σημερινή δημοσίευση:

07:28 κ. ε.: “Κάποια μάνα αναστενάζει”, 09:37 κ. ε.: Χωρίσαμε ένα δειλινό.

Ενας θεός μόνο ξέρει πού είναι η αλήθεια ,οσον αφορά τούς δημιουργούς τών παλιών τραγουδιών.
Ενα μικρό παράδειγμα σάς λέω,σάν μιά μικρή παρένθεση στο θέμα αυτό με το τραγούδι τού Τσιτσάνη.
Ολοι ξέρουμε το τραγούδι…Οι μάγκες δέν υπάρχουν πια,τούς πάτησε το τρένο.Δέν είναι ρεμπέτικο ,αλλά δέν εχει σημασία …
Αυτό τήν φράση τήν ελεγε ο Βραχνάς,χρόνια ολόκληρα προτού το φτιάξουν τραγούδι…
Τα μηχανουργεία πού γύρναγε,ηταν ακριβώς παράλληλα με τίς γραμμές τού Ηλεκτρικού στήν Λεύκα…Καί κριτικάροντας τούς καινούργιους μάγκες πού εχουν γεμίσει τόν ντουνιά…ελεγε τήν αγαπημένη του φράση…
Οταν βγήκε ξαφνικά αυτό το τραγούδι το μόνο πού εγινε ηταν να στεναχωρεθεί καί να το εχει παράπονο,γιατί οπως και να το κάνουμε ,αυτή η φράση είναι ολόκληρο το τραγούδι.
Δέν είχε τα μέσα καί τα λεφτά να ξεκινήσει αγώνα γιά δικαιώματα καί τα ρέστα…Καί ετσι τελείωσε η ιστορία…Αυτό τε λένε οι φίλοι τού Μουστάκια,αλλα ομως στοιχεία εχουν γραφτεί πάνω στόν δίσκο…
Κάπως ετσι μπορεί να εχει γίνει στό παρελθόν με πολλά τραγούδια,συνθέσεις…
Ακουσε λοιπόν κάτι ο ενας,το εγραψε κάπου,ο αλλος ο ρεμπετολόγος ομως ακουσε κάτι αλλο,και εγραψε κάτι αλλο…Καί γυρίζει ο τροχός ατελείωτα…

Οποιος θέλει πιστεύει τόν εναν,καί οποιος θέλει πιστεύει τόν αλλον…

Οι αναφορές, αφενός, στην απαγόρευση αυτή οφείλουν να μας προβληματίσουν: δεν υπάρχουν παρόμοιες και για άλλα τραγούδια εκείνης της εποχής.

Αφετέρου, τα δημοσιεύματα περί αστυνομικής αυθαιρεσίας πάλι για το συγκεκριμένο τραγούδι, επίσης προβληματίζουν.
Τόσες πολλές συμπτώσεις, πια;

Όπως και η αναφορά στην ταινία “Ο θίασος” η οποία χρησιμοποιεί το τραγούδι το συγκεκριμένο, ως εμβληματικό της εποχής.

Υ.Γ. Η αναζήτηση για αστυνομικές διατάξεις (συγκεκριμένα) πώς γίνεται;

Δε νομίζω να γίνεται συγκεκριμένα.

Συγκεκριμένα γίνεται αλλά, ε, είναι κάπως δύσκολη…

Εννοώ αν πρόκειται για αναζήτηση ΦΕΚ, Τεύχος Β, ανά έτος, από εδώ, αυτα δεν αφορούν “συγκεκριμένα” αστυνομικές διατάξεις, απλά τις περιλαμβάνουν, οπότε φύλλο-φύλλο και με υπομονή.
Αν υπάρχει άλλος τρόπος δεν τον γνωρίζω

Υπάρχουν “κωδικοποιήσεις” αστυνομικών διαταγών, που ήταν χρήσιμες στους αξιωματικούς, αλλά οι σχετικές εκδόσεις δεν βρίσκονται βέβαια σε κάθε δημόσια βιβλιοθήκη, ίσως να μην είχαν σταλεί αντίγραφα ούτε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Δεν νομίζω, ο σίγουρα από δεκαετίες μακαρίτης Γεώργιος Παπαστράτος, που είχε συντάξει τέτοιες κωδικοποιήσεις, να φοβήθηκε μπας και του υποβάλλει μήνυση η Εθνική Βιβλιοθήκη και τραβιέται στα δικαστήρια…

Για να έχουμε μια ακόμα πιο πλουραλιστική εικόνα για το καθεστώς της μεταξικής λογοκρισίας παραθέτω μερικά επιπλέον στοιχεία:

  1. “Μούσα Πολύτροπος”, Βολιότης - Καπετανάκης, σελ. 407:
    Αναφέρονται και άλλα τραγούδια τα οποία τσίμπησε η λογοκρισία:
    α) “Φτωχέ διαβάτη”, 1950 (απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία, μόλις κυκλοφόρησε ο δίσκος)
    β) “Άγνωστε διαβάτη”, 1947 (απορρίφθηκε από την επιτροπή λογοκρισίας, επίσης)
    γ) “Της κοινωνίας η διαφορά”, 1956
    δ) “Μέχρι τα χαράματα”, 1949 (δεν το έστειλε καν η εταιρεία, θα ήταν σίγουρα κομμένο)

Σε προηγούμενες σελίδες, παραθέτει επίσης την πληροφορία ο ίδιος ο συγγραφέας και για τα 36 τραγούδια του Παπάζογλου που κόπηκαν από τη λογοκρισία, όπως και τη γνωστή στάση του Βαγγέλη ο οποίος δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις.

Προσωπικά, τουλάχιστον, καταλήγω στο συμπέρασμα πως λογοκρίθηκαν πολύ περισσότερα τραγούδια από όσα έχουμε βρει μέχρι στιγμής, στη νομοθεσία της εποχής, τα βρίσκουμε όμως σε γραπτές και προφορικές πηγές.

Και, θα συμφωνήσω, είναι τρομερά δύσκολο έως ακατόρθωτο να γίνει συστηματική αναζήτηση σε ΦΕΚ, αναγκαστικούς νόμους, διατάγματα κ.λπ. στο site του Εθνικού Τυπογραφείου.

Όσον αφορά στο "Κάνε λιγάκι υπομονή, μία ακόμα αναφορά, (σελ. 50)
και μια ακόμα.


Και η [b]μαρτυρία του Κουνάδη[/b] που ζητήθηκε. (2.30’ περίπου).

Τώρα που διάβασα πάλι το βιβλίο με ησυχία, δεν βρίσκω πουθενά να επιβεβαιώνει τέτοιο πράγμα ο Καζαντζίδης… Τόση στραβομάρα μου πια;

Μπορούμε να έχουμε το παράθεμα, Ελένη;

Το βιβλίο το είχα δανειστεί, το διάβασα και το επέστρεψα.
Επιφυλάσσομαι…

Ψάχνοντας στο ιντερνετ,βρήκα ενα διαμάντι!!!

Το έχεις ξαναανεβάσει (όχι πως μου κακοέρχεται…):

Επππ…το ξέχασα τελείως.Ισως επειδή αυτήν την φορά,το έχει ανεβάσει κάποιος άλλος!!Ας το σβήσουν οι διαχειριστές!!!