Ανάλυση: Αριστερά και Ρεμπέτικο (άρθρο)

Υπαρχει μια μανια θεωρω,σκοπιμη ισως,για λογους πολιτικους κ εγωπαθειας,να εντασουμε τη τεχνη,σε πολιτικους χωρους.Ανεκαθεν συνεβαινε αυτο.Ο ενας λογος ειναι,διοτι,η τεχνη που δημιουργειται απ τον '‘δεινα’'καλλιτεχνη που εχει κ πολιτικη αποψη ετσι οπως την αντιλαμβανεται αυτος και '‘κερδιζει’'το κοινο,εχει απηχηση δηλ,θελουν ολοι να την οικειοποιηθουν.Ο αλλος λογος ειναι,διοτι,αν η τεχνη,δεν εντασσεται πολιτικα καπου,δε μπορει να χρησιμοποιηθει για χειραγωγηση ενος λαου η τμηματος του.Η πολιτικη,ειναι σκληρη κ αδυσωπητη.Δεν ενδιαφερεται αν η μουσικη(το ρεμπετικο πχ) υμνει κ κλαιει για τη σκληρη καθημερινοτητα,την αναγκη του ανθρωπου να ερωτευθει κ να κανει ονειρα,την αναγκη της επιβιωσης σε εποχες απολυτης ενδοιας,τον παραφορο κ αρρωστο ερωτα του ανθεωπου στο χρημα(τοτε κ…τωρα…)και ολα αυτα που κανουν εναν ανθρωπο να αναστεναζει.Η πολιτικη ομως φιλοι μου,δε θελει τον ανθρωπο να αγαπα τη ζωη…θελει αυτη να τον οδηγησει στην κοινωνια που επιθυμει η ιδια(η καθε ιδεολογια).Κατα βασει,δε θελει ελευθερους ανθρωπους,θελει αυτη να διδαξει την ελευθερια στον πολιτη.Το ρεμπετικο,ταπεινη μου αποψη,ηταν κ ειναι απολιτικ.Διχως πατερα δηλ.Η μανα ζωη το γεννησε κ ετσι ως σημερα στα χειλη του λαου μας.Ειναι βιωματικο κ ρεαλιστικο μαζι.Εχει αργο κ βαρυ τεμπο οπως ειναι κ η ζωη ενος ατομου εντιμο απεναντι στα δικα του ηθη.Πληγωνεται,αγαπα,στεναχωριεται,πλαναται,ψευδεται προσπαθωντας να ζησει…μοναχος χωρις ‘‘νονους’’ κ '‘καθοδηγητες’'διχως να γινει δοσιλογος απεναντι στον εαυτο του.Γι αυτο διωχθηκε,γι αυτο θα υποτιμαται,διοτι δε καλλιεργει συνειδησεις.Διδασκει την ωμη πραγματικοτητα,αυτην που οι πολιτικοι θελουν να κρυψουν.Ειναι ελευθερο και ετσι θα μεινει.Και οχι,δεν ειναι αριστερο,ουτε δεξιο ουτε τιποτα.Θα διωκεται παντα,φανερα η οχι.Ευχαριστω.

1 «Μου αρέσει»

Σύντομα, μερικά σχόλια:

Από τις αφηγήσεις έγκλειστων δεν έχουμε ούτε μια αρνητική αναφορά για το ρεμπέτικο, ενώ αντίθετα διαφαίνεται έκδηλη η ανάγκη να διαχωρίσουν τη θέση τους απέναντι στους ποινικούς και στους χρήστες - γενικά σε ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κουλτούρα της παρανομίας.
Ποινικοί και χρήστες περιγράφονται ως ηθικά διαβρωμένοι, στην πλειοψηφία τους.
Από επιλογές σε τραγούδια - όσον αφορά στους έγκλειστους αριστερούς, πάντα - έχουμε περισσότερο εμβατήρια, δημοτικά, αλλά και λαϊκά, παραφρασμένα τις περισσότερες φορές, με στόχο προφανώς να κινητοποιούνται δυνάμεις αντίστασης και όχι ηττοπάθειας ή εγκατάλειψης.
Βλέπουμε επίσης ότι στους ποινικούς – και στους χρήστες – αποδίδεται η κατηγορία συνεργασίας με τον κόσμο της καταστολής, αστυνομία, διοίκηση φυλακής κ.λπ. , τους οποίους γενικά κατηγορούν ως πράκτορες στην υπηρεσία διωκτικών αρχών και διοικήσεων.
Πώς μπορεί να εδραιωθεί αυτή η κατηγορία;

  • Όσον αφορά στον περιβόητο Νίκο Μουσχουντή, αρχηγό της αστυνομίας Θεσσαλονίκης, βρήκα μια πολύ περίεργη, έγκυρη και άξια συζήτησης πληροφορία από το βιβλίο του Mark Mazower, «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων», σελ. 465:
    Ο Μουσχουντής, λοιπόν, όχι μονο διατηρούσε άριστες σχέσεις με παρακρατικούς και υπόκοσμο, αλλά ότι μια μαντάμ, την κυρία Δέδε, που είχε ένα σπίτι με προσφυγοπούλες στην οδό Αγγελάκη, τη διάλεξε για κουμπάρα του, νονά του παιδιού του !
    Όσο και αν ο ίδιος και οι συνάδελφοί του προστάτευαν τα πορνεία, με αντάλλαγμα πληροφορίες, το να προχωρήσει και σε κουμπαριά αυτός, ένας αρχηγός αστυνομίας της περιοχής, σίγουρα συνηθισμένο δεν το λέει κανείς!

  • Όσον αφορά στον τεκέ στη Γυάρο, έχουμε μια πληροφορία από τον Αντρέα Νενεδάκη στο «Ημερολόγιο της φυλακής, Γυάρος, Απαγορεύεται» ότι, τον Απρίλη του 1948, έβαλαν τους ίδιους τους κρατούμενους να χτίσουν ένα σπίτι το οποίο αμέσως έγινε χαμαιτυπείο, τεκές, με μπαγλαμάδες, λουλάδες, χασίς, τραγούδια, μεθύσι, όργια, ότι μαστούρωναν όλη τη νύχτα και μετά χτυπούσαν με βία τους κρατούμενους

  • Ο Γιώργης Πικρός [Γιώργης Βαγιάκης] στο «Χρονικό της Μακρονήσου», Σύγχρονη Εποχή, 1979, αναφέρεται στη μετάδοση από το τοπικό ραδιόφωνο «σκληρών ρεμπέτικων», καθώς και γλέντια των αλφαμιτών που διανθίζονταν ως επί το πλείστον από ζεϊμπέκικα και «βαριά ρεμπέτικα» - γεγονός που εκλαμβανόταν ως προκλητικό από μέρους των έγκλειστων – ειδικά επειδή στη συνέχεια βιαιοπραγούσαν κατά των έγκλειστων θυμάτων τους.

  • Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για «τακτική χρήση χασικλίδικων τραγουδιών από τη διοίκηση
    καθώς και διδασκαλίας χασάπικου μέσα στις σκηνές», στο «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου – Το Χρέος».

Επίσης, το ότι σήκωσε θύελλα αντιδράσεων η μελοποίηση του “Επιτάφιου” από το Μ.Θ. η αιτία ήταν ότι “θύμιζε ρεμπέτικο”, ενώ η εκτέλεσή του από το Μ.Χ. " το έσωζε από τη χοντράδα…"

Λουκά, σ’ευχαριστώ πολύ για το λινκ.
Αυτό το “διάφορα” που λέει ο Πετρόπουλος, προσπαθώ να διερευνήσω.
Αν προκύψει κάτι, θα επανέλθω στο θέμα.

5 «Μου αρέσει»

Για τον Ν. Μουσχουντή από την βιογραφία του Μ. Βαμβακάρη, μεταφέρω αυτολεξεί:
“Πηγαίναμε κάπου πιο όξω σε κανένα καφενεδάκι, να μη φαίνεται κιόλας, να μην μας γνωρίζουνε. Εμάς να μας γνωρίζουνε δηλαδή αλλά αυτόνε να μη τον γνωρίζουνε. Απόφευγε δηλαδή. Φουμέρναμε εμείς μπροστά του και μας έδινε πράμα αυτός να φουμάρουμε.”
Σελίδα: 166, εκδόσεις Παπαζήση.
Τις σχέσεις του με τον υπόκοσμο τις επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Βαμβακάρης με αρκετές λεπτομέρειες.
Ο Μουσχουντής πέρασε από την αγκαλιά του Μεταξά, στην αγκαλιά των Γερμανών και μετά των αγγλοαμερικάνων.
“Το 1934 προήχθη σε Ανθυπασπιστή και μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρέτησε κυρίως στη Γενική Ασφάλεια. Το 1937, ως Ανθυπομοίραρχος, έγινε για πρώτη φορά ευρύτερα γνωστός, επειδή επέτυχε τη σύλληψη κάποιου απατεώνα με το επώνυμο Ζαρίφης, που φαίνεται ότι τον αναζητούσαν οι αστυνομίες πολλών χωρών. Στη Χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης υπηρέτησε και κατά τη διάρκεια της κατοχής, ενώ στη διάρκεια της λεγόμενης [ Εαμοκρατίας], δηλαδή μετά την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και μέχρι τη [Συμφωνία της Βάρκιζας], φαίνεται πως κρυβόταν από το [ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ], που ήλεγχε τότε τη Θεσσαλονίκη.”
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Νικόλαος_Μουσχουντής

1 «Μου αρέσει»

Λουλούδι!

(δεν θέλω να προσθέσω τίποτε άλλο)

1 «Μου αρέσει»

Κύριε Πολίτη. Αυτό το άρθρο είχε ανέβει πριν από πολλούς μήνες από έμένα στο forum όπου είμαι και ο συντάκτης του. Στο παλιότερο νήμα είχα εκθέσει εκτός από το άρθρο και τις απόψεις μου στην συζήτηση που επακολούθησε.
Ευχαριστώ για την πληροφορία ότι ο Μάρκος συναντήθηκε όχι με τους Χίτες αλλα με την Γκεστάπο, αν μου δίνατε και την πηγή θα σας ήμουν ευγνώμων γιατί από το βιβλίο του Μάρκου αυτό δεν το διαπίστωσα.
Η πλήρης σχέση του Ρεμπέτικου με τις Ψυχοτρόπες Ουσίες είναι άτοπη και εννοώ την ταύτιση. Εκτός από τις ανθολογίες (του Κουνάδη την αναφέρει ο Gauntlet και την θεώρησα ως δεδομένη) υπάρχουν και άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο αποσπασματικά. Πιο αναλυτικά έχω ασχοληθεί με προσωπική εργασία για την σχέση του ρεμπέτικου με τις ψυχοτρόπες ουσίες όπου θα μπορούσα να σας την στείλω εάν ενδιαφέρεστε.
Η σύνταξη του άρθρου έχει σκοπιμότητα, αυτή της διερεύνησης της αλήθειας, με όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία.

4 «Μου αρέσει»

Γειά σου Βλαδίμηρε! Τις επόμενες ημέρες θα ψάξω το νήμα όπου πρωτοανέβηκε το άρθρο (δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι προέρχεται από σένα), να δώ και τους αντίστοιχους σχολιασμούς.

Πηγή για τη συνάντηση του Μάρκου (Βαμβακάρη) με τον συνονόματό του Χίτη είναι το ίδιο το βιβλίο της Κάιλ: Ο Μάρκος μιλάει εκεί για την (οδό) Μέρλιν όπου συναντήθηκε με τον (άλλο) Μάρκο σε γραφείο Γερμανού Αξιωματικού. Στην οδό Μέρλιν ήταν βέβαια η Γκεστάπο, όχι τα γραφεία της οργάνωσης Χι, αν βέβαια υποθέσουμε ότι είχε γραφεία.

Σε ό,τι αφορά ταύτιση Ρεμπέτικου και χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών: Πρώτον, να διευκρινίσω ότι κι εγώ συμφωνώ απόλυτα ότι με τίποτα δεν μπορούμε να δούμε ταύτιση. Οι θεματολογίες στο ρεμπέτικο είναι πάρα πολλές, όχι βεβαίως μόνο η σχέση των “ρεμπετών” με τις ουσίες. Όμως, στη δική σου θέση δεν θα έψαχνα για αποδείξεις στο βιβλίο του Πετρόπουλου. Ναι μεν, ο λόγος 106 χασικλήδικα προς 1400 σύνολο είναι εντυπωσιακός, όμως το βιβλίο ονομάζεται και είναι Ανθολογία και κάθε ανθολογία είναι μία επιλογή από ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο. Στη δική μας περίπτωση, μπορεί να γράφτηκαν ίσως και 10.000 ρεμπέτικα τραγούδια ή και παραπάνω, από τα οποία ένα πολύ μικρό τμήμα ευτύχησε να δισκογραφηθεί και από αυτά τα λίγα κομμάτια ο Πετρόπουλος επέλεξε όσα επέλεξε, με τα δικά του βέβαια κριτήρια που δεν μπορούμε πιά να ξέρουμε τις προτεραιότητες που ακολούθησαν.

Όσο για την “Ανθολογία Παναγιώτη Κουνάδη”, δεν μπορώ αυτή τη στιγμή, χωρίς βιβλιογραφία στο εξοχικό μου σπιτάκι, να θυμηθώ αν πράγματι ο Gauntlet αναφέρει κάπου, κάτι τέτοιο, όμως επαναλαμβάνω, προσωπικά δεν γνωρίζω την ύπαρξη τέτοιου πονήματος και θα όφειλα.

3 «Μου αρέσει»

Στο άρθρο που ανέβασε ο pantelinux από την Κατιούσα με τίτλο “Ο Μαρκος για τους κομμουνιστές”, αναφέρονται αποσπάσματα από αυτή την περίπτωση.

“Κύριε Πολίτη. Αυτό το άρθρο είχε ανέβει πριν από πολλούς μήνες από έμένα στο forum όπου είμαι και ο συντάκτης του. Στο παλιότερο νήμα είχα εκθέσει εκτός από το άρθρο και τις απόψεις μου στην συζήτηση που επακολούθησε.”
“Η σύνταξη του άρθρου έχει σκοπιμότητα, αυτή της διερεύνησης της αλήθειας, με όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία.”

Όταν ένα άρθρο περιέχει κατάφωρα ψέματα, μόνο την διερεύνηση της αλήθειας δεν εξυπηρετεί. Όσο και να θες να παραποιήσεις την αλήθεια, δεν μιλάς σε ηλίθιους που δεν ξέρουν τι τους γίνεται.

1 «Μου αρέσει»

όπως βλέπετε, δεν συμμετέχω σε αυτήν την επανάληψη της παλιότερης συζήτησης. είχαμε πει τότε πέντε πράγματα ο καθένας από την πλευρά του, θεωρώ ότι να τα ξαναλέμε για να μείνει τελευταία κουβέντα η δικιά μας δεν μας ταιριάζει. και σίγουρα δεν μας ταιριάζουν τέτοιοι χαρακτηρισμοί.

3 «Μου αρέσει»

Αγαπητοί φίλοι,
Νομίζω ότι όλες οι απόψεις πρέπει είναι σεβαστές (όπως πρέπει να είναι σε κάθε πολιτισμένο φόρουμ). Η αλήθεια ή το ψέμα πολλές φορές είναι θέμα οπτικής γωνίας και τα γεγονότα ίσως να ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο.

Θα ήθελα να χαμηλώσουμε τους τόνους και να επικεντρωθούμε στα επιχειρήματα, ακόμη και αν δεν συμφωνούμε!!!

5 «Μου αρέσει»

Εγώ αυτό που θα ήθελα να προτείνω με αφορμή την συζήτηση ως τώρα είναι το να προσπαθήσουμε να βρούμε το γιατί υπήρξε η στάση αυτή από την αριστερά στα μετακατοχικά - μετεμφυλιακά χρόνια απέναντι στον ρεμπέτικο τρόπο ζωής.
Αυτή την απορία εκφράζει και ο Παντελής στο μήνυμα #5.
Επίσης εκεί είναι που “πονάει” και η απλή καταγραφή που κάνει ο Βλησίδης στην ομιλία του.
Θεωρώ ότι η συνολική γνώση των μελών του φόρουμ μπορεί να δώσει τεκμηριωμένες απαντήσεις.

3 «Μου αρέσει»

Ένα δεδομένο και μόνον, φτάνει για να αποδομήσει τα αναφερόμενα από τον loukasfilm περί τετραπτύχου παρακρατικός-ταγματασφαλίτης-τεκές-χασικλίδικο τραγούδι. Και αυτό είναι το γεγονός πως τα Τάγματα Αφαλείας ξεκίνησαν από τον Σεπτέμβριο του 1943 και έγιναν πραγματική υπολογίσιμη δύναμη και όχι μόνον σχηματισμοί στα χαρτιά, από τις αρχές του 1944. Τα χασικλίδηκα ρεμπέτικα όμως προϋπήρχαν σε ηχογραφήσεις από πολλά πολλά χρόναι όπως και οι τεκέδες.

Η κομμουνιστική αριστερά είναι αντίθετη σε οτιδήποτε δεν ελέγχει και δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της. Αυτό κάνει και σήμερα. Αυτό έκανε και οπουδήποτε πήρε την εξουσία.
Οι καλλιτέχνες αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της εξουσίας επί της καλλιτεχνικής παραγωγής ή να εξαφανιστούν καλλιτεχνικά ή ακόμα και βιολογικά.
Ο Μαρξ μάλλον απεχθανόταν, αυτό που οι σύντροφοι αποκαλούν “λούμπεν προλεταριάτο”, οπότε αφού δεν το γούσταρε ο προφήτης, είναι άτοπο να περιμένετε να το γουστάριζαν οι ζηλωτές των θεωριών του.

δεν ξαναμπαίνω σ’αυτήν την κουβέντα, έχουμε πει ο καθένας τις απόψεις του. σίγουρα όμως δεν θα ήθελα να ανοίξει η συζήτηση “δεξιά και ρεμπέτικο”, όπως παλιότερα.

1 «Μου αρέσει»

Περικλή μάλλον κάτι δεν κατάλαβες καλά. Δεν μιλάμε γενικά για περιόδους που υπήρξαν χασικλίδικα τραγούδια, Ούτε για το πότε δημιουργήθηκαν τα τάγματα ασφαλείας. Αλλά μιλάμε για την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου. Στην διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου το τετράπτυχο που αναφέρω παρακρατικός - ταγματασφαλίτης - τεκές - χασικλίδικο τραγούδι ήταν πραγματικότητα. Τώρα αν αυτό σου φαίνεται τραβηγμένο έχουμε πληθώρα μαρτυριών σχετικά με τον ρόλο που έπαιξαν οι παρακρατικοί και οι ταγματασφαλήτες στην δημιουργία τεκέδων. Τώρα τι τραγούδια έπαιζαν εκεί μάλλον ειναι απλό να το σκεφτούμε. Στο προηγούμενο νήμα για την “Αριστερά και το Ρεμπέτικο” υπάρχουν παραδείγματα.
Τώρα για τα περί κομμουνιστικής αριστεράς και το τι ένιωθε ο Μαρξ θα κανονίσουμε κάποια στιγμή να το κουβεντιάσουμε από κοντά και να μου πεις και το φλυτζάνι. Να 'σαι καλα.

Δεν χρειάζεται να σου πω το φλιτζάνι Λουκά, εκτός αν με τον όρο φλιτζάνι εννοείς το γνωστό ως “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” κείμενο του προφήτου Μαρξ. Ξέρεις! Εκείνο με το φάντασμα!
Ρίξε του ξανά μια ματιά.
Εγώ μια φορά, κουβεντιάζω τα πάντα και από κοντά και από μακρία, αν και το από κοντά μαζί μου, πέφτει συνήθως βαρύ και δύσπεπτο εις τους “συντρόφους”.

Περικλή, για το θέμα που κουβεντιάζουμε έχεις να πεις κάτι ουσιαστικό; Γιατί αυτό που είπες ήδη για να “αποδομήσεις” το πήρε ο άνεμος και το σκόρπισε.
Η σειρά με “γνώστες” που θα πουν το παραμυθάκι τους για την ¨κομμουνιστική αριστερά" είναι πολύ μεγάλη, δεν ξέρω αν βλέπεις την αρχή της από εκεί που στέκεσαι.
Έχει καταντήσει βαρετό και γραφικό. Ίσως να υπάρχει κάποια ευχαρίστηση να είσαι απλά μια στατιστική.

Φίλοι @Pericles και @loukasfilm νομίζω ότι αρχίζει να ξεφεύγει η συζήτηση σε μονοπάτια που δεν ενδιαφέρει το φόρουμ.
@Pericles αν υπάρχει κάτι επί της ουσίας μπορείς να το καταθέσεις. Για αυτό άλλωστε έχει ανοίξει το θέμα!! Να σταματήσουν σε παρακαλώ γενικότερες κρίσεις που δεν έχουν νόημα, καθώς και σχόλια για τις προσωπικές δυνατότητες που έχει ο καθένας για να αποδομεί τις απόψεις του άλλου!

4 «Μου αρέσει»

Η θέση μου Λουκά είναι σαφής και είδα κανέναν άνεμο να την παίρνει και να την σκορπίζει.
Συνοψίζω λοιπόν ξανά.

  1. Χασίσια, τεκέδες, νταήδες κλπ υπήρχαν πριν τον πόλεμο επί πολλά πολλά χρόνια.

  2. Οι αριστεροί, ήδη πριν τον πόλεμο, δεν γούσταραν τα ρεμπέτικα γενικώς και ακόμα περισσότερο τα χασικλίδικα ειδικώς.

  3. Οι αριστεροί δεν γούσταραν τα ρεμπέτικα διότι τα θεωρούσαν έκφραση του λούμπεν προλεταριάτου, το οποίο δεν είχαν σε υπόληψη.

  4. Την ίδια στάση απόρριψης του λούμπεν και των εκφράσεών του, εξακολουθεί να κρατά μέρος των αριστερών και σήμερα.

  5. Η προσπάθεια να συνδέσει κάποιος την απέχθεια των αριστερών για τα ρεμπέτικα μετά τον πόλεμο, με το υποτιθέμενο τετράπτυχο παρακρατικός-ταγματασφαλίτης-τεκές-χασικλίδικο τραγούδι σκοντάφτει κατά την ορθολογική σκέψη σε τρία προβλήματα:

Α) θα πρέπει με κάποιον, μάλλον μαγικό τρόπο, να πέρασε η αποκλειστικότητα χρήσης των τεκέδων σε παρακρατικούς και ταγματασφαλίτες, ενδεχόμενο που χρήζει αποδείξεως, όμως εκ των προτέρων φαίνεται μάλλον απίθανο.
Το πιθανό είναι οι τύποι που σύχναζαν από πριν σε τέτοια μέρη, να συνέχιζαν να συχνάζουν. Είναι επίσης πιθανόν κάποιοι από αυτούς να μπλέχθηκαν και με παρακρατικές δραστηριότητες από καιροσκοπισμό, όπως από καιροσκοπισμό ομάδες ληστών εβρισκόμενες στα βουνά επί Κατοχής, άρχισαν να δηλώνουν πως κάνουν αντίσταση, όταν εμφανίστηκαν στα λημέρια τους ένοπλες ομάδες ανταρτών.

Β) Στο ότι έντονη απόρριψη των ρεμπέτικων εκ μέρους των αριστερών υπήρχε ήδη (δες παραπάνω σημείο 3), οπότε το “τετράπτυχο” ως πρόσθετη και καινούρια αιτία έχει μόνον ενισχυτικό ρόλο και όχι εξηγηματικό της έτσι κι αλλιώς προϋπάρχουσας απόρριψης.

Γ) Ας μην ξεχνάμε πως οι εμφύλιες ένοπλες συγκρούσεις είχαν ήδη ξεκινήσει από αρχές του 1943 και συνεχίστηκαν με διαλείμματα έως το 1949. Γιατί θα πρέπει να παίρνουμε τοις μετρητοίς ο,τιδήποτε αναφέρει μία εκ των αντιμαχομένων παρατάξεων;

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει μιλήσει για τις κομματικές αντιδράσεις που συναντούσε επειδή χρησιμοποιούσε μπουζούκια, τα οποία ήταν συνδεδεμένα στην συνείδηση των Ελλήνων με τα ρεμπέτικα.

Τελικά η κομματική γραμμή άλλαξε σιγά σιγά από ανάγκη, καθώς δεν κατάφερε να αποχαρακτηρίσει τα ρεμπέτικα και το μπουζούκι. Αυτά παρέμειναν λαϊκή έκφραση και λαϊκή μουσική.

Το κόμμα λοιπόν, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και αποδέχθηκε αρχικά το μπουζούκι και πολύ αργότερα μερικά ρεμπέτικα.

Για τους παραπάνω λόγους λοιπόν, είναι πολύ πιθανότερο το τετράπτυχο, το οποίο ανέφερε ο Λουκάς να είναι εκ των υστέρων προσπάθεια δικαιολογήσεως της στάσεως που κρατούσε το κόμμα επί 10ετίες, έχοντας ίσως κάποια ψήγματα αληθείας, παρά η αναντίρρητη γενικευμένη πραγματικότητα της εποχής.

Σχετικά με τους τεκέδες αυτό που ξέρουμε όμως είναι ότι και πριν τον πόλεμο τους ελέγχει το σκληρό παρακράτος - περιθώριο. Προς απόδειξη αυτού θα φέρω τα λόγια του Βαμβακάρη από την αυτοβιογραφία του για ένα τεκέ στα χιώτικα που τον φέρνει ως εξαίρεση αναφερόμενος στην συνεργασία του με την αστυνομία αφού αναφέρει όσους θυμάται:
“Δεν τον άφηνε να σταθεί. Στην φυλακή, εξορία σε διάφορα νησιά, γιατί δεν τους έλεγε τίποτας, ενώ οι άλλοι την εφέρνανε.” Αυτοβιογραφία σελ. 113
Ο Βαμβακάρης συνεχίζει στην σελίδα 114.
“Όλα αυτά που συζητάμε από το τριάντα μέχρι το σαράντα. Και στην πείνα υπήρχανε. Στην κατοχή εβρισκότανε χασίσι και μάλιστα πιο αβέρτα πουλιότανε. Μια φορά στην κατοχή μ’επιασαν σε ένα τεκέ και μ’ άφησαν.”
Περνάμε στα μαγαζιά τώρα που έπαιζε. Καταρχήν για το δικό του αναφέρει την συνάντησή του με τον Λιαρομάτη διευθυντή στο Πειραιά. Του λέει επί λέξη:
“Όταν θες να σου δώσουμε την άδεια, εσύ πρέπει να γίνεις άνθρωπος δικός μας.”
Παρακάτω αναφέρει ο Λιαρομάτης: “ Όσοι έχουν μαγαζιά μας έλεγαν και εμείς εμαθαίναμε.”
Αυτοβιογραφία σελ. 156
Επίσης έχει αναφερθεί ξανά και από άλλες πηγές η σχέση του Ν. Μουσχουντή με τον υπόκοσμο και το περιθώριο της Θεσσαλονίκης. Δεν χρειάζεται να ξαναγράψω σε ποιες σελίδες αναφέρεται αυτό.
Από άλλη πηγή αναφέρω το εξής απόσπασμα σχετικά με την Θεσσαλονίκη, (Βίοι παράλληλοι με την Αθήνα):
“Στην οδό Ειρήνης βρισκόταν το μαγαζί του Χρήστου Παπαδόπουλου ή Κέρκυρα, απ’ όπου πέρασαν όλοι οι γνωστοί ρεμπέτες της Αθήνας μετά το 1935 ως το τέλος της Κατοχής. Το 1944 ο Κέρκυρας και ο 17χρονος γιος του Γιωργάκης, που έπαιζε μπουζούκι, ταγματασφαλίτες και οι δύο στα τάγματα του Βήχου, βρέθηκαν δολοφονημένοι έξω από το μαγαζί τους από τις ομάδες του διαβόητου Δάγκουλα, σε ξεκαθάρισμα ύποπτων συναλλαγών. Ο Κέρκυρας, τυπικός εκπρόσωπος του υποκόσμου που σύχναζε και συναλλασόταν στο Βαρδάρι, παρότι είχε καταδικαστεί για φόνο και λαθρεμπορία, βρισκόταν έξω από το Γεντί Κουλέ, μια κατά πάγια τακτική της εποχής τέτοιοι τύποι ήταν το “μάτι και το αυτί” της αστυνομίας και του παρακράτους.”
Πηγή: www.isth.gr/images/uploads/14-ZAFEIRHS.pdf
Το κείμενο συνεχίζει και αναφέρεται σε άλλες δύο περιπτώσεις, του Μαλίκ Μπέη όπως και του Καφαντάρη.
Ο Β. Τσιτσάνης σε μια από τις εκδοχές για την δημιουργία της Συννεφιασμένης Κυριακής:
“δ/. οι πόρτες του μαγαζιού Αετός, κλειστές, πολλοί ταγματασφαλίτες, δωσίλογοι και μαυραγορήτες που βρίσκονται μέσα επιδίδονται σε βωμολοχίες πυροβολισμούς αντριλίκια και πίεση στην ορχήστρα να τραγουδήσουν κι άλλο.”
Πηγή:http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=4145

Αυτά τα παραδείγματα τα φέρνω γιατί αποδεικνύουν το εξής φαινόμενο. Ότι και προπολεμικά αλλά και στην διάρκεια της κατοχής όπως και του εμφυλίου, ο παρακρατικός μηχανισμός που αποδεδειγμένα συνεργαζόταν με την αστυνομία, συνέχισε να έχει στην συντριπτική του πλειοψηφία την ιδιοκτησία τεκέδων και μαγαζιών που έπαιζαν μπουζούκια μέσα. Αυτό απαντά στο 1) του Περικλή καθώς και στο Α), καθότι δεν χρειάστηκε καμμιά “μαγεία” αλλά ήταν ήδη ένα φαινόμενο υπαρκτό και πολύ καλά καταγεγραμμένο. Το να υπάρχουν και ελάχιστες εξαιρέσεις που δεν συνεργάζονταν με την αστυνομία ήταν ακριβώς αυτό, εξαιρέσεις.

Τα 2), και 3) σημεία που αναφέρει ο Περικλής έχουν απαντηθεί στην δεύτερη συζήτηση “Αριστερά και Ρεμπέτικο” με την απλή διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν πουθενά καταγραφές επίθεσης οργανωμένων κομμουνιστών σε τεκέδες όπως υποστήριζε ψευδώς και ο Βλαδίμηρος, αλλά ούτε και καταγραμμένη κάποια απόφαση κομματικού οργάνου που να καταφέρεται στο ρεμπέτικο. Αλλά και για τους δύο και τον Περικλή και τον Βλαδίμηρο αυτά είναι ψιλά πράγματα.
Και για να μην μείνουν αμφιβολίες θα αναφέρω πάλι τα ακριβή λόγια του Βαμβακάρη από την αυτοβιογραφία του αναφερόμενος στο “Καρέ του Άσσου” που έπαιζε εκείνη την εποχή:
“Οι αντάρτες θέλανε να παίζω δικά μου κομμάτια και να μην είναι χασικλήδικα για να μην μαθαίνει ο λαός τέτοια πράγματα.” Σελ.209
Τα κομμάτια που έπαιζε ο Μάρκος εκτός των χασικλήδικων δεν ήταν ρεμπέτικα; Αλλά όπως είπαμε αυτά είναι ψιλά γράμματα.

Και για να τελειώσω, το γεγονός είναι ότι, στην διάρκεια της κατοχής τα μαγαζιά ζούσαν στην ουσία μόνο από μαυραγορίτες, σαλταδόρους, γερμανούς, ιταλούς και έλληνες συνεργάτες τους. Ο κόσμος δεν πήγαινε να γλεντήσει. Και αυτό ήταν απόλυτα λογικό. Ειδικά αν σκεφτείς ότι τον χειμώνα του 1941 πάνω από 400.000 άνθρωποι είχαν χάσει την ζωή τους λόγω πείνας. Ποιο σπίτι δεν ειχε κάποιον να κλάψει; Ίσως αυτό να ακούγεται απόλυτο, αλλά τις καταγραφές που έχουμε για γλέντια του κόσμου, τις έχουμε μόνο στα πλαίσια των ελεύθερων συνοικιών της Αθήνας και όχι στα μαγαζιά αλλά σε πλατείες. Βλέπε μαρτυρία Γενίτσαρη για την Κοκκινιά σε σχέση με το τραγούδι του για τον Στέλιο Καρδάρα.

Όλες αυτές οι μαρτυρίες θεωρώ ότι δίνουν βάση στο τετράπτυχο: Παρακρατικός – Ταγματασφαλίτης – Τεκές – Χασικλήδικο τραγούδι, και την αντίδραση του αγωνιζόμενου λαού απέναντι σε αυτό. Όπως είπα και σε προηγούμενο μύνημα έπρεπε να περάσει καιρός για να μπορέσει να ειδωθεί το ρεμπέτικο με ηρεμία και νηφαλιότητα.

1 «Μου αρέσει»

Το νήμα (όπως και το προηγούμενο “αριστερά και ρεμπέτικο”, που παραθέτει και ο Λουκάς πιο πάνω) ξεκίνησε από το συγκεκριμένο κείμενο του Αναγνωστάκη και από αυτό η συζήτηση (και αντιπαράθεση) κατευθύνθηκε στη σχέση τεκέ - παρακράτους - χασικλίδικων τραγουδιών με την έννοια - τουλάχιστον από την πλευρά μου (στο προηγούμενο νήμα) - μιας “κλειστής” σχέσης, συγκεκριμένης, καθορισμένης. Που όμως σαν τέτοια δεν περιλαμβάνει και κάθε πτυχή της ευρύτερης θεματολογίας.
Δεν υπάγονται, πχ, σε αυτή την “κλειστή σχέση” (κλειστή εφόσον εξετάζεται με την έννοια μιας συγκεκριμένης “δομής”) τα πάντα όσα αφορούν τον κόσμο του ρεμπέτικου και τα χασικλίδικα τραγούδια.
Για να είμαι σαφέστερος, έχω τη γνώμη ότι μεσ’ απ’ την ίδια αυτή κουλτούρα υπήρξαν κι άλλες κατευθύνσεις, που δεν περιορίστηκαν στη σχέση κράτος - παρακράτος - τεκές - ναρκωτικά, τόσο στη διάρκεια της δεκαετίας του 40, όσο και νωρίτερα.
Διαβάζοντας π.χ. στην αυτοβιογραφία του Τ. Μπίνη το πώς πέρασε έναν καιρό της κατοχής στη Θεσσαλονίκη σαν σαλταδόρος συμπεραίνω πως μεσ’ απ’ το ίδιο “σινάφι” λοιπόν, την ώρα που κάποιοι γερμανοντύνονταν κυριολεκτικά ή μεταφορικά για να δουλέψει καλά το εμπόριό τους, άλλοι προτίμησαν να “κονομήσουν” διακινδυνεύοντας τη ζωή τους από τις ριπές των γερμανών και των γερμανοντυμένων.
Και το ίδιο το “χασικλίδικο” τραγούδι διαπερνιέται από διαφορετικές στάσεις: Ο παρακρατικός, ο ταγματασφαλίτης, ο “γ… και δέρνω”, θα προτιμούσε να τραγουδάει “έμαθες πως είμαι μάγκας είμαι και νταβατζής” (επίτηδες η προσάρμογή σε α’ πρόσωπο), παρά “τη νταμίρα μου την έμαθε μια χήρα, μ’ έκανε και αλανιάρη, χασικλή και κουρελιάρη”.
Θα μπορούσα να συνεχίσω και μ’ άλλες πλευρές του θέματος, αλλά σταματάω για οικονομία εδώ, τουλάχιστον προς το παρόν.
Το νόημα είναι ότι το θέμα στο σύνολό του δεν περιορίζεται στα του νήματος (αυτού και του προηγούμενου). Όμως τα δυο νήματα ξεκινάν από μια συγκεκριμένη αφετηρία που οδηγεί με ακρίβεια στο προηγούμενο σχόλιο του Λουκά, το οποίο και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης αφετηρίας και της συζήτησης που ξεκινά και περιστρέφεται γύρω από αυτήν.
Τα παραπάνω γράφω, διότι καθώς είχα συμμετοχή στη συζήτηση (στο προηγούμενο “ομοθεματικό” νήμα), δεν θα ήθελα να δώσω αφορμή για “βολικές” παρερμηνείες τουλάχιστον απ’ την πλευρά μου.

1 «Μου αρέσει»

Άγη, έχεις δίκιο. Δεν είναι μόνο αυτή η σχέση και δεν θα μπορούσε να είναι.
Αναφέρθηκα στο τετράπτυχο παρακρατικός - ταγματασφαλίτης - τεκές - χασικλίδικο τραγούδι γιατί έτσι μου μεταφέρθηκε, αλλά και για να περιγράψω μια υπαρκτή κατάσταση.
Όπως πολύ παραστατικά περιγράφεις στο μήνυμα # 68 από την προηγούμενη συζήτηση “Αριστερά και ρεμπέτικο”, υπήρχε συγκεκριμένη αντιπαλότητα για συγκεκριμένους λόγους. Αυτοί οι λόγοι όμως δεν περιελάμβαναν το ρεμπέτικο.
Επίσης αυτό το οποίο προσπερνάμε χωρίς να του δώσουμε πιθανά την πρέπουσα σημασία είναι και το εξής. Μιλάμε για “περιθώριο” για “λούμπεν προλεταριάτο” για “ζιζάνια” και άλλα. Εδώ γίνεται το κλασικό λάθος κατά την γνώμη μου που ταυτίζει το ρεμπέτικο με το περιθώριο. Το ρεμπέτικο δεν ήταν περιθώριο, απλά εξέφραζε και το περιθώριο. Αν ήταν “περιθωριακό” όπως το θέλουν κάποιοι δεν θα μπορούσε να εκφράσει και να αγκαλιάσει την πλειοψηφία του λαού όπως και έκανε.
Και εδώ μια απλή επισήμανση. Αν αυτό το τραγούδι το πούμε “ρεμπέτικο”, ο καθένας μπορεί να το χαρακτηρίσει όπως θέλει, “περιθωριακό”, “λούμπεν”, ή οτιδήποτε άλλο. Αν όμως το πούμε “αστικό λαικό τραγούδι”, τότε αυτόματα χάνει τον “περιθωριακό”. “λούμπεν”, προσδιορισμό του.