Αμανές-της τάβλας-ριζίτικα-μυρολόγια. Ομοιότητες-Διαφορές

Τα κυριότερα νεοελληνικά λεξικά (Μπαμπινιώτη, 30φυλλίδη, Χρηστικό Ακαδημίας) λένε μοιρολόι. Από αυτά μόνο ο Μπ. λέει εν υποσημειώσει και «κατ’ άλλους μυρολόι από το μύρο».

Οι άλλοι δύο, καθώς και το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη (που είναι άλλο, τέταρτο), το ανάγουν σε αρκετά παλιές φάσεις της γλώσσας: ελληνιστική, μεταγενέστερη (που σημαίνει μεταγενέστερη αρχαιότητα, γύρω στην εποχή του Χριστού), μεσαιωνική. Και αναφέρουν ότι η αρχική σημασία του ρήματος μοιρολογώ ήταν «λέω τη μοίρα».

Αυτά.

Εγώ τώρα:

Η μετάβαση από την έννοια «λέω τη μοίρα» στο «θρηνώ τον νεκρό» δε μου φαίνεται παράλογη. Φυσικά όταν λέμε «λέω τη μοίρα» εννοούμε ότι την προλέγω. Κανείς όμως δεν μας εμποδίζει να μιλάμε και για τη μοίρα που ήδη είχε κάποιος - εν προκειμένω, για το ότι πέθανε. (Αυτό άλλωστε κάνουμε και όταν μοιρολογούμε ή μοιρολογιόμαστε με τη μεταφορική έννοια: θρηνούμε για τα όσα μάς έλαχαν, μεμψιμοιρούμε.)

Από την άλλη, κι αν δεχόμασταν την ετυμολογία από το μύρο ή από το μύρομαι, εγώ δε θα σκάλωνα στο δεύτερο συνθετικό. Σύνθετα με το -λογώ, -λό(γ)ι υποάρχουν ένα σωρό που δεν έχουν πάντα σχέση με τον λόγο: κορφολογώ, δροσολογώ, κομπολόι. Κάποια προέρχονται από ένα αρχαίο ρήμα, άσχετο προς το λέγω, που είναι επίσης -λέγω ( αόριστος -έλεξα, απαντά μόνο σε σύνθετα όμως: συλλέγω, διαλέγω, εκλέγω) και σημαίνει περίπου μαζεύω, π.χ. οι λέξεις ανθολόγιο / βοτανολόγιο: συλλογές ανθέων / βοτάνων. Και σταδιακά κατέληξε να είναι απλώς μια παραγωγική κατάληξη που εντείνει την έννοια του α’ συνθετικού.

Οπότε δεν έχουμε πρόβλημα με το β’ συνθετικό, άρα το ζήτημα παραμένει στο α’ συνθετικό. Εκεί είμαι της γνώμης ότι αν τα τρία λεξικά πλανώνται, πράγμα που φυσικά δεν είναι απίθανο (κανένα από τα τρία δε διεκδικεί το αλάνθαστο), η πραγματική λύση δε θα δοθεί από το ρεμπέτικο φόρουμ.

Δεν λέει αυτό. Αναφέρει ακριβώς: "κατ’ άλλη άποψη, πρόκειται για το μεταγ. μυρολογώ “αλείφω με μύρο” με παρετυμολ. επίδραση της λ. μοίρα.
δεν το συνδέει δηλαδή καθόλου με το “μύρο”.

Μόνο που στην περίπτωσή μας απουσιάζει εντελώς η έννοια του “μαζεύω”.
Όσο και αν εντείνεται η έννοια του α’ συνθετικού, το “μύρο” (μ’ αυτή την ορθογραφία) δεν αποδίδει την έννοια που έχει το “μοιρολογώ”.


Επειδή, όμως, έχουμε ξεφύγει αρκετά από το αρχικό μας θέμα, σταματώ εγώ τουλάχιστον εδώ.

Οι Liddell-Scott πατάνε πάνω στους χαλκέντερους γερμανανθρώπους F. Passow (1841) και W. Pappe (1880).

To απόσπασμα που παραθέτει ο φίλος μου Πολίτης, είναι προφανώς από την ελληνική μετάφραση του Μόσχου (πρώτη έκδοση τύποις Κωνσταντινίδου, έπειτα Σιδέρη -όπου μετά το '50 παρεισφρύουν και διάφορες ανυπόστατες μπούρδες ομάδας φιλολόγων- και σήμερα πλέον φτηνοανατυπώσεις Πελεκάνου).

Στο προκείμενο: oι Passow και Pappe ετυμολογούν το αρχαιοελληνικό μύρω (κυλώ, ρέω) από το επίσης αρχαιοελληνικό μορμύρω (αναβλύζω). Το επιβεβαιώνει ο σκληροτράχηλος H. Frisk στο αξεπέραστο ελληνικό ετυμολογικό λεξικό του (1973).

Όποιος θέλει τα κείμενα, τα διαθέτω ευχαρίστως, αλλά είναι άχρηστα για όποιον δεν κατέχει Γερμανικά που να τσακίζουν κόκκαλα.

Παραθέτω χρονολογικά τις πηγές (εκτός από του Passow που είναι ποιοτική φωτομηχανική ανατύπωση της τελικής έκδοσης, έχω στην κατοχή μου τα γνήσια αντίτυπα σε εξαιρετική κατάσταση):

- Franz Passow: Handwoerterbuch der Griechischen Sprache, Leipzig, 1841
- Dr. W. Papes Handwoerterbuch der Griechischen Sprache, Braunschweig, 1880
- Hjalmar Frisk: Griechisches etymologisches Woerterbuch, Heidelberg, 1973

Νομίζω ότι αφού το μύρομαι σημαίνει θρηνώ και το μύρο συνδέετται με το δάκρυ είναι πολύ πιθανό και φυσικό να προέρχεται από εκεί και το μ-ι-ρολόι. Βέβαια δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Συνηγορεί επίσης και ο τύπος -λόι - λέγω - μαζεύω, μια που αν δεν απατώμαι και το μυρολόι (ή μοιρολόι) ένα μάζεμα θρήνων είναι. Λόγια κομπολόγια.
Η μόνη παρατήρηση: Ευτυχώς που κάποια λεξικά συνηγορούν σε αυτή την εκδοχή, γιατί διαφορετικά ποιος θα 'παιρνε το θάρρος να το πει πρώτος, χωρίς λεξικογραφική υποστήριξη;

Άγη, θυμίζω το #16: το μύρον δεν βρήκα πουθενά να συνδέεται (σημασιολογικά ή ετυμολογικά) με το δάκρυ.
Έχεις μήπως εσύ να υποδείξεις ένα λεξικό που να τα συνδέει;

Λεξικό δεν έχω να υποδείξω, και έστω ότι δεν αποτελεί “σύνδεσμο” ανάμεσα στο μύρον και το δάκρυ η σημασία μύρομαι = χύνω δάκρυα, μου τρέχουν δάκρυα, κλαίω, θρηνώ, και έστω ότι γι’ αυτό αφαιρώ από το σχόλιό μου τη φράση “και το μύρο συνδέετται (sic) με το δάκρυ”.
Απομένει και τότε η επαρκής, όπως μου φαίνεται, φράση: “Νομίζω ότι αφού το μύρομαι σημαίνει θρηνώ [—] είναι πολύ πιθανό και φυσικό να προέρχεται από εκεί και το μ-ι-ρολόι…”
Να προσθέσω σ’ αυτό και τη “νομιμότητα” της λέξης “θρηνολογώ”;

Εγώ πάλι θα ήθελα να εξηγούσες γιατί το “μύρομαι” “δεν παίζει” όπως γράφεις στο #18 ή γιατί, όπως γράφεις στο #20, η σύνδεση του «μύρομαι» με το «μυρολογώ» είναι “άκυρη”.

Για να βοηθήσω, ενδεχομένως, τη συζήτηση, η απορία μου είναι αν με τη λέξη “άκυρη” εννοείς “αδόκιμη”. Αυτό θα μπορούσα, με μια έννοια, να το καταλάβω. Αν όμως το “άκυρη” κυριολεκτεί, τότε νομίζω χρειάζεται εξήγηση.

Άκυρη στην κυριολεξία…

Μα, από το γεγονός ότι δύο λέξεις έχουν παρόμοια σημασία, προφανώς και δεν έπεται ότι προέρχεται «πολύ πιθανά και φυσικά» η μία από την άλλη! Μόνο για μένα είναι αυτονόητο αυτό;

Καταλήγω λοιπόν στον εξής συλλογισμό:
Εφόσον το «μυρολογώ» είναι σύνθετο (μύρον +λέγω), δηλαδή η λέξη που ενδιαφέρει είναι το «μύρον», και

εφόσον το «μύρομαι» είναι λεξικογραφικώς αποδεδειγμένο ότι ουδεμία σχέση έχει με το «μύρον»

έπεται ότι οι τύποι «μύρομαι» και «μυρολογώ» ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους

Θα έλεγα πως δεν είναι “λεξικογραφικώς αποδεδειγμένο ότι το «μύρομαι» ουδεμία σχέση έχει με το «μύρον»”.
Λεξικογραφικώς δεν είναι αποδεδειγμένη η ανυπαρξία σχέσης τους, αλλά μη-αποδεδειγμένη η ύπαρξη σχέσης τους.
Αυτή από μόνη της είναι μια μεγάλη διαφορά.
Αλλά και χωρίς το “μύρον”, από μόνο του το “μύρομαι=θρηνώ” είναι κατά τη γνώμη μου ικανό να στηρίξει την πιθανότητα προέλευσης του μ[ι]ρολογιού από αυτό. Γι’ αυτό “δυσανασχετώ” με την “ακυρότητα” εκεί που υπάρχει πιθανότητα στηριγμένη και λεξικογραφικά μάλιστα.
Οπωσδήποτε δε βγαίνω κι από τα ιμάτιά μου για το ζήτημα.

ΥΓ Άσχετο: Τον τύπο “βγαίνω από τα ιμάτιά μου” τον άκουσα πριν καμιά 12αριά χρόνια σε καφενείο σ’ ένα ορεινό χωριό της Ικαρίας. Άραγε να είναι “καθαρευουσιάνικος” νεολογισμός ή γλωσσική επιβίωση;

Καλή καρδιά να ʽχουμε!

ΥΓ. Φοβάμαι πως πρέπει να επιλέξεις τι άκουσες: «βγαίνω από τα ρούχα μου» ή «διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου»;

Άκουσα “βγαίνω από τα ιμάτιά μου”. Βέβαια η ερώτηση βάζει και την τρίτη πιθανότητα εκτός από “καθαρευουσιάνικος” νεολογισμός ή γλωσσική επιβίωση, να είναι “συμφυρμός” των δυο τύπων στην κουβέντα του καφενείου.

Γιατί δεν παίζει το “μύρομαι” ;

Δράττομαι της ευκαιρίας της ανακίνησης του θέματος από την Αγγελική, όσο κι αν δεν έχω απάντηση για την ετυμολογική της ερώτηση (ίσως τη δώσει κάποιος άλλος), για να σημειώσω παράλληλα το εξής:

Αυτό και μόνο. Απολύτως τίποτε άλλο.

Στην πραγματικότητα μάλιστα ούτε αυτό, καθώς η ίδια η ερώτηση είναι εξ αρχής λάθος. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τραγούδια της τάβλας με ριζίτικα, όταν τα ριζίτικα χωρίζονται σε τραγούδια της τάβλας και τραγούδια της στράτας! Ούτε να βάζεις δίπλα δίπλα μια κατηγορία που ορίζεται με κριτήριο λειτουργικό (μοιρολόγια: τι κάνουμε με αυτά; μοιρολογάμε), μία που ορίζεται με κριτήριο μουσικό (αμανές: τι είναι; ένα δίστιχο τάδε και τάδε τύπου που τραγουδιέται με τάδε και τάδε τρόπο), και μία που ορίζεται, εκτός των άλλων, και με κριτήριο γεωγραφικό (ριζίτικα: πού τα λένε; στα χωριά της ρίζας των Λευκών Ορέων).