Α. Κωστής (Κώστας Μπέζος)

Να κατασκευάσει και ακολούθως να ηχογραφήσει (*). Έχει σημασία αυτό, γιατί πολλοί νομίζουν (εσφαλμένως!) ότι τα τραγούδια αυτά ήταν της ανώνυμης δημιουργίας και τα οικειοποιήθηκε. Μόνο κάποιους, ελάχιστους,προϋπάρχοντες στίχους πήρε και τους ενσωμάτωσε στις δικές του δημιουργίες.

(*)με την εξαίρεση του Γιάννη χασικλή, που είναι του Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη)

ε καλά, το ήσουνα ξυπόλητη και η υπόγα είναι η κλασική μελωδία του σαμπάχ που περιέχεται στο αϊβαλιώτικο (πχ το μωρό μου - δούσας), μάλιστα η ξυπόλητη βασίστηκε σε υπάρχοντα δίστιχα. το σχολείο είναι οι ψαράδες, επίσης με κλασικά δίστιχα. αντίστοιχα και για αρκετά άλλα.
δεν είναι κακό, ίσα ίσα που δείχνει την εγγύτητα του μπέζου με αυτήν την παράδοση παρά τις αστικές καταβολές του. και μάλιστα ξεδίπλωσε την παιχτική του ικανότητα στα δύο οργανικά.

1 «Μου αρέσει»

Και βέβαια προϋπήρχαν και μελωδίες συγγενικές με αυτές που χρησιμοποίησε ο Μπέζος και, βέβαια και τέτοιες χρησιμοποίησε. Όμως το (κανονικό) Αϊβαλιώτικο ζεϊμπέκικο, το Ayvalik Zeybegi των Τούρκων, έχει μία σειρά από επιμέρους μελωδίες, πάρτες που λένε, που τηρούνται αυστηρά σε κάθε επανεκτέλεση, ενώ και ο Δούσας και ο Μπέζος «αυτοσχεδιάζουν» με επιλογές και μετακινήσεις μουσικών θεμάτων και, καλά κάνουν βεβαίως. Ανάλογα συμβαίνουν και με τους στίχους, από κει όμως, μέχρι να υποστηρίζουν κάποιοι ότι στίχοι σαν το

Από την πόρτα σου περνώ, μου κάνεις την κορόϊδα
κι αμέσως το ανθίστηκα πως έχεις φάει σκόρδα

είναι γνήσια λαϊκά στιχουργήματα, πάει πολύ….

προφανώς και μιλάω για αυτό ή για τις ζαλάδες, που στιχουργικά είναι κάτω του μετρίου και φωνάζουν πως είναι “δήθεν” κατασκευάσματα.

1 «Μου αρέσει»

Γι’ αυτές τις δύο ταυτίσεις μελωδιών (ξυπόλητη = υπόγα και κάηκε κι ένα σχολείο = ψαράδες) ακούω και διαβάζω από τότε που πρωτοέμαθα τα συγκεκριμένα τραγούδια (στα σχόλια των δίσκων «Το ρεμπέτικο τραγούδι 1 έως 5 - παραδοσιακά τραγούδια ηχογραφημένα στις ΗΠΑ» ή κάπως έτσι). Τότε πίστευα ότι λόγω δικής μου απειρίας μού διαφεύγει η ταύτιση. Πλέον είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ταύτιση, αν και βέβαια υπάρχει ομοιότητα.

Αλλά τουλάχιστον στο σαμπάχ υπάρχουν πολλά τραγούδια που να μη μοιάζουν;

Δίστιχα σαν το ήσουνα-τι ήσουνα προϋπήρχαν των ηχογραφήσεων αυτών.

Νομίζω ότι γενικώς την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση (και με τον Τσακατσούκα, και με τα μουρμούρικα του Γιώργη Παπάζογλου…), άρα πιθανόν να έχω ξανααναφέρει (αλλα΄πιθανόν και όχι) ότι στη Σύρα τα δίστιχα της Παξιμαδοκλέφτρας τραγουδιούνται σ’ ένα τοπικό σκοπό, συρτό, της τσαμπούνας.

τί να σου πω, εμένα ψαράδες/πάλι τα’κοψε η μαμά σου και σχολείο μου φαίνονται ίδιες μελωδίες που απλά ο μπέζος τράβηξε λίγο προς τα πάνω την μελωδία στην αρχή.

όντως στο σαμπάχ δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία στις μελωδικές γραμμές, αλλά υπόγα/ξυπόλητη το παρακάνουν.

Έχουμε όμως και μεταπτώσεις, σπάνιες βέβαια, που πάντως εμπλουτίζουν τις μελωδίες. Ένα πρόχειρο παράδειγμα, το μικρασιάτικο «μήνυσέ μου να σου στείλω λαδεδάκι’ απ΄το βουνό» (Τζιβαέρι, λένε κάποιοι), που στον επόμενο στίχο (να τα βάλεις στο ποτήρι) γίνεται ουσσάκ, για να ξαναγυρίσει στο σαμπά αμέσως μετά με το “να θαρρείς”. Το αντίστροφο συμβαίνει και στην εκκλησιαστική μουσική, με τις μεταπτώσεις από πρώτο ήχο σε νάο.

Χρόνια πολλά φίλε Νικόλα.
Εδώ διαφωνούμε.
Εγώ βρίσκω πολύ σημαντικό αυτό το τραγούδι και πολύ ευφυές. Όπως και το “αίνιγμα” που με κάνει και γελώ ή η Μαρίκα η Δασκάλα. Δεν τα βρίσκω δήθεν, τα βρίσκω κωμικά.

1 «Μου αρέσει»

σ’ευχαριστώ μπάμπη μου!
άλλο η μαρίκα η δασκάλα και άλλο αυτά τα δυο συγκεκριμένα του μπέζου. ας πούμε η υπόγα παρ’ότι είναι επίσης γραμμένο επί τούτου (υποθέτω) έχει πιο ταιριαστό στίχο. αλλά οι ζαλάδες και από την πόρτα σου περνώ προσωπικά μου αφήνουν αυτήν την αίσθηση, ότι πάνε για κωμικά αλλά παραμένουν δήθεν.

Μιάς και μπήκαμε στην κουβέντα, ας παραθέσω ένα κομμάτι από μία παλιά μου διάλεξη (συγνώμη για το μακρύ σεντόνι, αλλά δεν γινόταν αλλοιώς):

Ας δούμε τώρα, με ποιόν τρόπο “κατασκευάστηκαν” τα κομμάτια, γιατί περί κατασκευής πρόκειται. Σε ό τι αφορά τους στίχους, είναι σίγουρο ότι ο Μπέζος βασίστηκε σε δίστιχα που κυκλοφορούσαν ήδη στην “πιάτσα” των μόρτηδων της Αθήνας, που τους γνώριζε μάλλον αρκετά. Δεν άφησε, όμως, το μυαλό του απέξω απ’ τη διαδικασία: κάποiοι στίχοι φωνάζουν ότι δεν είναι λαϊκό δημιούργημα, ότι κάποιος γραμματιζούμενος έχει βάλει το χεράκι του εδώ. Έτσι, λοιπόν, για την παραγωγή του πακέτου μαζεύτηκαν στιχάκια, γράφτηκαν επιπλέον στίχοι όπου χρειαζόταν, βρέθηκαν μουσικές να ταιριάζουν και κατάληξη ήταν, βέβαια, το στούντιο του Περισσού όπου όλα αυτά ηχογραφήθηκαν και οι μήτρες φορτώθηκαν στο καράβι για Νέα Υόρκη.
Για την επιλογή της μουσικής ισχύουν περίπου τα ίδια. Γνωστές αδέσποτες μελωδίες, που κυκλοφορούσαν στην πιάτσα και, σε κάποιες περιπτώσεις, μουσική που, αν και αυτό δεν μπορεί να αποδειχτεί, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι γράφτηκε επί τούτου για την παραγγελία Δημητριάδη
.

Οι στίχοι:

(Απ’ την πόρτα σου περνώ)
Απ’ την πόρτα σου περνώ, στέκω και κυττάζω, κι από την αγάπη μου αρχίζω και νυστάζω
Απ’ την πόρτα σου περνώ, στέκω και μπανίζω, κι από τις χαραματιές πάντα σε μπανίζω
στάσου λίγο, κύτταζέ με και στο στόμα σβέλτα μην αργείς και φίλησέ με
στάσου λίγο κύτταζέ με, πάρ’ ένα σκουπόξυλο και κυνήγησέ με
Απ’ την πόρτα σου περνώ κι έριξα τα ζάρια, ένα φιλί σου ζήτησα και μου κανες παζάρια
απ’ την πόρτα σου περνώ, μιλάς μ’ ένα κορτάκια, τα ζάρια μου ξανάριξα και μου ρθανε ντορτάκια
Απ’ την πόρτα σου περνώ μανάρα μου τσακίστρα, τα μαλλιά σου χτένισες και τά κανες χωρίστρα
Απ’ την πόρτα σου περνώ μου κάνεις την κορόϊδα, κι αμέσως το ανθίστηκα πως έχεις φάει σκόρδα*

Όποιος νομίζει ότι αυτοί οι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί για αδέσποτο λαϊκό μουρμούρικο, έχει όλο το δικαίωμα να το κάνει, εμένα όμως δεν μου φαίνεται πως είναι έτσι. Ούτε σκουπόξυλα προέτρεπαν οι λαϊκοί ριμαδόροι τις κοπέλες να πάρουν, να τους κυνηγήσουν, ούτε τους ενοχλούσε η μυρωδιά του σκόρδου όσο κάποιον αστό και αν, τότε δεν το έλεγαν. Και πέρα από τη γνησιότητα του στίχου, έλειψε εξόφθαλμα (και εδώ, αλλά και σε όλα τα κομμάτια) ο χρόνος, για να χτενιστεί λιγάκι το στιχούργημα, να αποφευχθούν επαναλήψεις (μπανίζω / μπανίζω) και άστοχα ταιριάγματα ομοιοκαταληξίας όπως κυττάζω – νυστάζω, ζάρια – παζάρια, κορόϊδα – σκόρδα. Εμφανέστατη είναι και η πρόθεση, και εδώ και σε όλα τα κομμάτια, εντυπωσιασμού με συσσώρευση ιδιωματισμών της μάγκικης γλώσσας που, σίγουρα, ο Μπέζος την ήξερε καλά. Και κάτι ακόμα, πάρα πολύ σημαντικό: Υπάρχει ρεφραίν, που επαναλαμβάνεται μετά από κάθε δίστιχο. Αυτό είναι κάτι παντελώς άγνωστο για τους λαϊκούς στιχοπλόκους / οργανοπαίκτες της εποχής, τα λαϊκά τραγουδάκια τότε δεν είχαν ρεφρέν, που μας ήρθε από τη Δύση και πέρασε από τους λόγιους τραγουδοποιούς πρώτα.

  • (“Η φυλακή είναι σχολείο”):
    Έχουνε κι όμορφους λουλάδες, που τους φουμάρουν ντερβισάδες. Ο λαϊκός στιχοπλόκος δεν θα φύγει εύκολα από το περιβάλλον που περιγράφει, να πάει κάπου αλλού και έτσι, η παρουσία των ντερβισάδων στη φυλακή “ελέγχεται ως αναληθής”.*

Στο “Ήσουνα ξυπόλυτη”, βέβαια, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Πρώτον, δεν υπάρχει ρεφρέν. Δεύτερον, η δομή και η στιχουργική του θυμίζουν πράγματι αδέσποτο λαϊκό στιχούργημα. Κάποια περίεργα για λαϊκό τραγούδι “ένθετα” όπως τους ιπποκόμους ή τους αεροπόρους, θα μπορούσαμε να τα δεχτούμε, δεδομένης της εποχής, αλλά σίγουρα η επιλογή να ταΐζονται κοκόροι αντί για κότες, οφείλεται στην (προϋπάρξασα) επιλογή για αεροπόρους… Παρεμφερή ισχύουν και για το “Κάηκε ένα σχολείο” , ίσως και για το “καλοκαιράκι” αλλά όχι για το τουμπελέκι, όπου ισχύουν περίπου αυτά του “από την πόρτα σου περνώ”.

(Τουμπελέκι – τουμπελέκι
Η τύχη μου το έριξε, να κλέψω ένα σακάκι. Το βάσταγα και πήγαινα για το Μοναστηράκι.
Κατά διαβόλου σύμπτωση, να και τ’ αφεντικό του. Με τράβαγε και μου ΄λεγε πώς ήτανε δικό του.
Τούμπα τούμπα το λεγένι, κείνο που ΄παμε θα γένει.
Αχ, η ζωή των Γιάννηδων μεσ’ στην απελπισία. Πότε στα κρατητήρια και πότε σε ψυγεία.
Βρε ποιά κυρία, ποιά κουρέλω, ποιά κασσόμπρα του συρμού, ένα κόμητα τοιούτο, να τον περάσει γι αλεπού.
Το κουστούμι που φοράω, σ’ ένα φίλο το χρωστάω. Δεν το δίνω δεν το δίνω, μα τον Άγιο Κωνσταντίνο).

Τι έγινε, τώρα, εδώ; Έκλεψ΄ ο Μπέζος τον Δεληά, ή ο Δεληάς τον Μπέζο; Η απάντηση είναι “Άντλησαν και ο Μπέζος και ο Δεληάς από την παράδοση”. Πάντως, ο στίχος “ποιά κυρία… “ δεν γίνεται να είναι λαϊκός, και εδώ το χέρι του έβαλε σίγουρα ο Μπέζος.
Είναι επίσης πολύ πιθανό να έβαλαν το χέρι τους, για τους στίχους, και άλλοι από την παρέα, ίσως ο Καμβύσης, ή ο Κυριακός, ηθοποιοί της επιθεώρησης που συχνά υποδύονταν τους “βαρύμαγκες, σίγουρα ο “Αμερικάνος” Τέντ με το “ρούφο” στην υπόγα, αφού φαίνεται ότι δεν βρισκόταν πρόχειρη κάποια λέξη να ομοιοκαταληκτεί με το κούφιο. (Θυμίζω το στίχο: Μπαίνει ένας μπάτσος με το κούφιο και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο (μούσμουλα είναι οι σφαίρες περιστρόφου, που πράγματι έμοιαζαν τότε με κουκούτσια μούσμουλου). Ή, μήπως, έχει κανείς να μας παραθέσει έστω μία περίπτωση, όπου το ταβάνι ενός χώρου καταγράφεται ως “Ρούφο”, στις αρχές του 20ού ή τέλος 19ου;

Στο θέμα της μουσικής, γενικά, κάποια κομμάτια έχουν μουσική που θυμίζει παρόμοιους σκοπούς σε αδέσποτα δίστιχα. Για παράδειγμα, το “Ήσουνα ξυπόλυτη”. Σε σαμπά, όπως πάρα πολλά κομμάτια της εποχής θυμίζει, όπως και το “Στην υπόγα” ( πίσω απ’ τη στρατώνα), κάποια σαμπά του Μάρκου, όπως “Μάρκος πολυτεχνίτης”, “δεν με κόβεις μάγκα μου” που και αυτά είναι παρμένα από τη λαϊκή παράδοση της εποχής. Άλλο, όπως το “κάηκε ένα σχολείο”, έχει κρατήσει τη δική του μουσική, που αποδεδειγμένα είναι παλαιότερη. Μία από τις δύο πολύ διαδεδομένες μελωδίες των ψαράδων (έχετε ψαράδες) είναι ουσιαστικά η ίδια. Αλλά και σε δίσκο βυνιλίου που είχε φέρει ο Κουνάδης από την Ουγγαρία, με μεσαιωνικά ουγγαρέζικα τραγούδια, ένα τραγούδι είχε αυτή τη μουσική.

2 «Μου αρέσει»

Νίκο, χρόνια πολλά. Και σε όλους τους συνονόματους και τις συνονόματες.

Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με το σκεπτικό σου. Δύο μόνο σημεία:

α)

Πού είναι το άστοχο ταίριασμα; Το πρώτο είναι μια απολύτως άρτια ομοιοκαταληξία και το δεύτερο κάτι παραπάνω από άρτια (μάλιστα υπάρχει και ειδικός όρος, αν και τον ξεχνώ, για την ομοιοκαταληξία όπου οι συλλαβές της μιας λέξης περιέχονται ολόκληρες στην άλλη).

Ατυχής ομοιοκαταληξία είναι μάλλον το «στρατώνα - υπόγα».

β) Μου κάνει εντύπωση που στην Υπόγα αφήνεις ασχολίαστη την υπερσυσσώρευση αργκοτικών και δυσνόητων λέξεων. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι το κυριότερο τεκμήριο μη γνησιότητας: οι μάγκες, τόσο στην καθημερινότητά τους όσο και στους στίχους τους, χρησιμοποιούσαν λέξεις και εκφράσεις άγνωστες στην κοινή ομιλία, αλλά όχι βέβαια αποκλειστικά! Αυτή η υπερβολή είναι καρικατουρίστικη:

Μπαίνει ένας μπάτσος με το κούφιο / και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο.

(Μη μας παρασύρει ότι σήμερα ο μπάτσος είναι κοινή λέξη.)

Εντωμεταξύ, μπορεί να έλεγαν τις σφαίρες «μούσμουλα» αλλά η φράση «ρίχνει μούσμουλα» (ρίχνει σφαίρες) μου φαίνεται πολύ άγαρμπη.

2 «Μου αρέσει»

Κυττάζω – νυστάζω: Δεν μπορώ να συνδέσω το κύτταγμα καθώς περνάει μπρος απ’ την πόρτα της λεγάμενης, με το γεγονός ότι από την αγάπη που έχει γι αυτήν (μέσα σε, ή χωρίς εισαγωγικά) του έρχεται νύστα.
Ζάρια – παζάρια: Προφανέστατα, πρώτα του ήρθε στο μυαλό το ημιστίχιο «ένα φιλί ….» και μετά, έψαξε για ένα πρώτο ημιστίχιο που να ριμάρει με τα παζάρια. Ε, ατυχής η ιδέα του ριξίματος ζαριών μπροστά απ’ την πόρτα της λεγάμενης. Αλλού ρίχνονται τα ζάρια.
Στρατώνα – υπόγα: Δεν το είχα σχολιάσει. Όμως, δεν θα προσδιόριζα την ομοιοκαταληξία αυτή ως ατυχή, μάλλον αδέξια είναι.
Υπερσυσσώρευση εντυπωσιακών λέξεων: Φυσικά και έχεις δίκιο, δεν είχες ακούσει όμως ολόκληρη τη διάλεξη. Κάπου νωρίτερα, πριν παρουσιάσω τα τραγούδια, σχολίασα αυτό ακριβώς το θέμα γενικά, χωρίς ειδικά παραδείγματα, γιατί ακριβώς θα ήταν πάρα πολλά και κουραστικό να αναφερθούν αναλυτικά.
Ρίχνω μούσμουλα: άγαρμπο. Ε, εντάσσεται κι αυτό στο γενικό πλαίσιο του εντυπωσιασμού βρέξει - χιονίσει. Σε άλλο, πάλι, σημείο της διάλεξης, είχα επισημάνει ότι είναι προφανέστατο το ότι προσπάθησε να διεκπεραιώσει την παραγγελία υπό χρονική πίεση, με αποτελέσματα επιλογές και άγαρμπες και άλλων αρνητικών ιδιοτήτων….

(τα παιξίματα στα οργανικά όμως, και το δικό του και του Μνηματίδη, μας αποζημιώνουν με το παραπάνω!!!)

1 «Μου αρέσει»

Καλησπέρα και χρόνια πολλά στους Νικολάδες της κουβέντας, αλλά και στους Νικολάδες που θα την διαβάσουν.:smiley:
Σχετικά με το θέμα εγώ αυτά τα στιχάκια του Μπέζου περί σκόρδων, από την πόρτα σου περνώ, όπως και το να μασάω απ το τσαντάκι διφραγκάκι, διφραγκάκι και άλλα θα τα χαρακτήριζα σατυρικά - περιπαικτικά. Ο Μπέζος εκτός των άλλων ήταν και γελοιογράφος οπότε τι πιο φυσικό. Εξ’ άλλου μην ξεχνάμε ότι μέσω της επιθεώρησης και του καραγκιόζη η αποτύπωση του “μάγκα” της εποχής ήταν σατυρική.

3 «Μου αρέσει»

Μιας κι ο Λουκάς ανέφερε τον Καραγκιόζη, νομίζω ότι από εκεί (από τον Μορφονιό συγκεκριμένα) προέρχεται το δίστιχο «από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω / κι αν δε γυρίσεις να με δεις σου κατουρώ τον τοίχο».

Στο ίδιο μοτίβο υπάρχουν διάφορες σαχλαμάρες όπως «…και τηγανίζεις ψάρια / και μου πετάς έναν κεφτέ, ευχαριστώ δεν καπνίζω» ή «…ζήτω η Κύπρος» κλπ…

Δεν είναι πετυχημένο χιούμορ, είναι μετά βίας γαργάλημα. Αλλά είναι λαϊκότατα. Τα θυμάμαι να λέγονται όλη μου τη ζωή αδιαλείπτως.

2 «Μου αρέσει»

Αμ δε!

Τουλάχιστον από τον Απρίλιο του 1928, ο Κωστής Μπέζος ασχολούνταν με τις χαβάγιες του, όπως μας πληροφορεί ο Σώτος Πετράς, μέσα από την καθημερινή του στήλη στην Βραδυνή, με τον τίτλο “Η στήλη του Τζογέ”.

Η ΒΡΑΔΥΝΗ 18-4-1928.pdf (406,5 KB)

2 «Μου αρέσει»

Γεια σου Φώτη. Το άρθρο που παραθέτεις πρέπει να είναι πριν τη συνάντηση Μπέζου-Δημητρίου. Το προηγούμενο άρθρο μας λέει ότι ο Μπέζος αρχικά χρησιμοποίησε ποτήρια με αυτοσχέδια δική του τεχνική, και από τον Δημητρίου (ο οποίος έγραψε και μέθοδο) έμαθε την σωστή τεχνική της χαβάγιας με τα ‘σιδεράκια’.

1 «Μου αρέσει»

Γεια σου και σε σένα emc. Χαίρομαι που τα λέμε.

Σωστά. Έτσι είναι.

Και πάλι σωστά. Την τεχνική της χαβάγιας με τα “σιδεράκια” την διδάχτηκε από τον Δημητρίου αργότερα. Όμως στο προηγούμενο άρθρο, του 1931 με το σκίτσο του, αναφέρεται ότι ο Μπέζος ανακάλυψε τους ήχους της χαβάγιας, τον Σεπτέμβριο του 1928, ενώ ο Πετράς, ήδη από τον Απρίλιο του 1928, μας λέει για το ποτηράκι και το μπουκαλάκι στις χορδές και για “τρεμούλιασμα” Χαβάγιας.

1 «Μου αρέσει»

ψάχνοντας κάποια στοιχεία (σήμερα) για την ιστορία του οργάνου, έπεσα πάνω σε πιο πρόσφατο άρθρο (του 2019, το θέμα είχε συζητηθεί το 2018) που ανατρέπει την παραπάνω υπόθεση και αποδίδει την πατρότητα στον Χαβανέζο “inventor” Joseph Kekuku:

Είπα να το γράψω να υπάρχει.

4 «Μου αρέσει»