Το βιβλίο είναι αυτοέκδοση του ερευνητή-συλλέκτη (αποτελεί συμπλήρωση και επέκταση παλιάς δημοσιευμένης μελέτης από το 1994) και είναι ακριβώς πάνω στα τυποτεχνικά χνάρια του προηγούμενου βιβλίου του για τη Μουσική ζωή της Σμύρνης (με εξαίρεση ότι το τωρινό βιβλίο είναι στο μονοτονικό). Είναι τόσο πανομοιότυπα τυποτεχνικά τα δύο βιβλία, ώστε μόνο από τον τίτλο ξεχωρίζουν. Ίσως αυτό οφείλεται και στις αισθητικές επιλογές του Ν. Διονυσόπουλου, που είχε την επιμέλεια και τελικό σχεδιασμό της ωραίας οπωσδήποτε έκδοσης.
Και αφού ξεκινήσαμε έτσι, και άλλωστε έτσι μας προϊδεάζει να ξεκινήσουμε την αναγνωστική μας περιδιάβαση το ίδιο το βιβλίο, μια και στη δεύτερη σελίδα πέφτουμε πάνω σε κατάλογο Συντελεστών της έκδοσης, θα ήθελα να σχολιάσω κάτι που μου έκανε εντύπωση: σε άλλον οφείλεται η αρχειακή έρευνα στην ΕΜΙ στην Αγγλία, σε άλλον οφείλεται η έρευνα δισκογραφίας σεφαραδίτικων τραγουδιών, σε άλλον οφείλεται η έρευνα στον ψηφιοποιημένο ελληνόφωνο Τύπο, σε άλλον οφείλεται η επιμέλεια των κειμένων, σε άλλον οφείλεται η φιλολογική (! επιμέλεια, σε άλλον οφείλεται η επιμέλεια και ο τελικός σχεδιασμός…
Η διεγνωσμένη «κακοδιάθετη πρόθεσή» μου με εμβάλλει κατόπιν αυτών σε προβληματισμό: δυσκολεύομαι πραγματικά να διακρίνω, τώρα που διάβασα το βιβλίο, τι είναι αυτό που απομένει να κάνει ένας συγγραφέας όταν αφαιρεθούν όλες αυτές οι συμβολές των παραπάνω συντελεστών… Να κάνει έστω τη σύνθεση όλων αυτών σε ενιαίο σώμα κειμένου, θα απαντούσε ενδεχομένως κάποιος. Ωραία. Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, τι είναι αυτό που επιμελήθηκε ο επιμελητής ενός κειμένου γραμμένου κατευθείαν στα ελληνικά; Και σε τι συνίστατο άραγε εκείνη η ξέχωρη «φιλολογική επιμέλεια»; Για να συνοψίσω, ο προβληματισμός μου είναι μήπως δηλ. έτσι η ακραιφνής συγγραφική ιδιότητα μεταστοιχειώνεται σε κάποιο βαθμό, και άρα μήπως θα ήταν πιο εύλογο να μας προέκυπτε περισσότερο μια συλλογική ταυτότητα παρά μια ατομική…
Στο περιεχόμενο τώρα. Μια πρώτη παρατήρηση μού προκύπτει από κάτι που αναφέρεται στον Πρόλογο: ότι στη συγγραφή του παρόντος βιβλίου οδήγησε μεταξύ άλλων και η ψηφιοποίηση ενός μέρους των ελληνόφωνων εφημερίδων της Θεσσαλονίκης. Ωπ. Εδώ θα περίμενα από έναν ερευνητή, αφού δει βέβαια τι μπορεί να του προσφέρει το διαδίκτυο, να ξεσκονίσει τα μη ψηφιοποιημένα χαρτώα φύλλα των θεσσαλονικιώτικων εφημερίδων τόμο-τόμο σε Βιβλιοθήκες και Αρχεία, και μετά να μας ανακοινώσει τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής. Θεωρώ εδώ ότι έχουμε μια αδυναμία.
Ειδικότερα, τώρα, η κατάστρωση του όλου υλικού είναι ανάλογη εκείνου για τη Σμύρνη. Ο αναγνώστης πληροφορείται για τη μουσική κίνηση της Θεσσαλονίκης της υπόψη περιόδου, για τους χώρους διασκέδασης, για τα πρώτα γραμμόφωνα, τα μουσικά καταστήματα, τους καλλιτέχνες (τραγουδιστές και μουσικούς) της οθωμανικής πόλης, τις ηχογραφήσεις δίσκων περιόδου 1909-1912, για τα σεφαραδίτικα, τουρκικά και ελληνικά τραγούδια των ηχογραφήσεων κλπ. Όλα αυτά πλαισιωμένα από ενδιαφέρον εικονογραφικό υλικό από καρτ ποστάλ, ετικέτες δίσκων, ενώ στο τέλος σε παράρτημα παρατίθεται ο εμπορικός κατάλογος της Gramophone του 1909. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για χρήσιμη δουλειά, και ο ενδιαφερόμενος για τη μουσική ζωή της Θεσσαλονίκης την εποχή αυτή δεν θα βγει χαμένος.
Και τώρα οι γλωσσοεμμονές μου. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, συναντάμε αρκετά κείμενα-τεκμήρια της εποχής, αντλημένα από το διαδίκτυο και ψηφιοποιημένες εφημερίδες. Μπορεί ο αναγνώστης να είναι σίγουρος ότι τα κείμενα έχουν αντιγραφεί σωστά και τα έχει μπροστά του ατόφια; Όχι!
Ενδεικτική περιδιάβαση (ο αριθμός δηλώνει τη σελίδα):
15: αι «σφριγώσαι» Βουλγαρίδες γίνονται «σφριγγώσαι»
16: εκεί που περιγράφονται οι Εβραίες με «το χαριτόβρυτον παράστημα» έχει παραλειφθεί κείμενο: «με τα εξαίσια και φυλετικά αυτών κοστούμ, με τα ποικιλόχρωμα και μετάξινα». Δύο αράδες παρακάτω έχει προστεθεί άρθρο «την» ελευθερίαν των.
23: αντί «συναγείρει» γράφεται «συνεγείρει»
24: αντί «εν τω μέσω καταφύτων», γράφεται «εν μέσω καταφύτων». 6 αράδες παρακάτω αντί να γραφτεί ότι ο ναός Π. Ηλία «υπάρχει», γράφεται «υπήρχε». Παρακάτω αντί «νεάνιδας» γράφει «νεάνιδες» και αντί «ουχ ήττον» γράφει «ουχ ήτον».
25: αντί «παρίστα» γράφει «παρέστα»
26: στη σελίδα αυτή μιλάμε για πανωλεθρία. Στο μέσον περίπου, αντί «ανεπλήρου» γράφει «ανεπλήρει», παρακάτω αντί «φιλονεικίαι» γράφει «φιλινικείαι», αλλά η πανωλεθρία για την οποία μίλησα είναι το «άπειροι πότες»: εδώ η φιλολογική επιμέλεια έδωσε τα ρέστα της. Το πρωτότυπο γράφει: «απειρηκότες», το οποίο η φιλολογική επιμέλεια δεν αναγνώρισε και είπε να το μεταβάλει σε κάτι που να έχει νόημα για κείνη. Έτσι μας προέκυψαν οι «άπειροι πότες»… Όμως το «απειρηκότες» είναι το καημένο μετοχή παρακειμένου του αμεταβάτως εδώ έχοντος ρήματος «απαγορεύω»=αποκάμνω, εξαντλούμαι, κουράζομαι.
31: κάτω κάτω μας λέει ότι ο τίτλος ενός δημοσιεύματος είναι «Ο Λεπλεπιτζής Χοργόρ Αγάς» αντί του ορθού «Ο Λεμπλεμπετζής Χορχόρ Αγάς».
36: εδώ η γνωστή επιτροπή της εποχής έγινε «οριοθετική» αντί του ορθού «οροθετική», η «ατμοσφαίρα» «ατμόσφαιρα», παρακάτω λείπει λέξη («έτι μείζον» όχι «μείζον»), έχουμε «ποιώμενοι» αντί «ποιούμενοι». Επίσης η ανταπόκριση δεν δημοσιεύτηκε το 1914 αλλά το 1913.
55: το δράμα δεν «εξελίχθη», όπως γράφεται, αλλά «εξετυλίχθη»
57: εδώ κατʼ αρχάς με ένα απλό γκούγκλισμα θα ανακάλυπτε ο ερευνητής ότι το ψευδώνυμο Γ. Σκωτ ανήκε στον γιατρό Γεώργιο Παπανικολάου. Αλλά ας πάμε και στο ίδιο το κείμενο: όχι «όλοι εμείς» αλλά «ημείς», όχι «το δίκηο του» αλλά «και το δίκηο του», όχι «να πάγη» αλλά «ο πολύς κοσμάκης να πάγη», όχι «το μέρος» αλλά «το μόνον μέρος»
59: όχι «όμως μίαν φοράν» αλλά «εν τούτοις μια φορά»
80: ο Διονυσάκης δεν πέθανε το 1906 αλλά το 1903
Τέλος, δεν λείπουν και τα ορθογραφικά-τυπογραφικά λάθη (καμιά 25αριά), που με μεγαλύτερη προσοχή θα μπορούσαν να αποφευχθούν.