Δημήτρη, Μπλέκο, και όλη η παρέα.
Φυσικά και δεν εννοώ ότι τα πάντα προέρχονται από το σχολείο ή οποιονδήποτε άλλο παράγοντα πέρα από τη φυσική μετάδοση εντός της κοινότητας. Ούτε όμως και το άκρο αντίθετο, ότι το σχολείο και οι λοιποί αυτοί παράγοντες είχαν τόσο επιδερμική επίδραση. Για να καταστήσω σαφέστερο το πώς περίπου εκτιμώ τα ποσοστά επίδρασης, θα φέρω το παράδειγμα της γλώωσσας, που έχει μελετηθεί περισσότερο και μπορούμε να είμαστε πιο σίγουροι για το τι έχει γίνει.
Η γλώσσα που μιλάμε σήμερα συνήθως αναφέρεται ως δημοτική. Αυτό είναι μια παρανόηση, που έχει μείνει λόγω της στερεοτυπικής αναφοράς στο δίπολο «δημοτική / καθαρεύουσα». Η πραγματική δημοτική είναι η γλώσσα που μιλούσαν όσοι επί αμέτρητες γενιές είχαν μείνει «παρθένοι», ανεπηρέαστοι από τον γραπτό πολιτισμό, και είχαν καλλιεργήσει αποκλειστικά και μόνο τη γλώσσα που τους είχε μάθει προφορικά η μάνα τους. 100% παρθένος κανείς δεν ήταν βέβαια, γιατί όλοι π.χ. πήγαιναν εκκλησία, αλλά ας πούμε «όσο το δυνατόν ανεπηρέαστοι». Για την οικονομία της συζήτησης ας παρακάμψουμε το ζήτημα των διαλεκτικών διαφορών.
Η δική μας γλώσσα, η κοινή νεοελληνική, έχει ως βάση τη δημοτική αλλά είναι εμπολουτισμένη και με πάρα πολλά στοιχεία, κυρίως λεξιλογικά, που προέρχονται από τη λόγϊα γλώσσα. Είναι δηλαδή είτε αρχαίες λέξεις που είχαν πέσει σε αχρησία και ανασύρθηκαν από τους μορφωμένους μέσα από τα αρχαία κείμενα, είτε καινούργιες λέξεις κατασκευασμένες πάνω στο πρότυπο των αρχαίων για να καλύψουν νέες ανάγκες.
Από το κείμενο που μόλις έγραψα, δεν είναι δημοτικές αλλά λόγιες οι παρακάτω λέξεις:
τα πάντα
προέρχονται
παράγοντα
φυσική μετάδοση
της κοινότητας
το άκρο αντίθετο
επιδερμική επίδραση
να καταστήσω σαφέστερο
περίπου (!! ναι)
εκτιμώ
ποσοστά
παράδειγμα
συνήθως
αναφέρεται
παρανόηση
λόγω
στερεοτυπική
αναφορά
δίπολο
πραγματική
ανεπηρέαστοι
πολιτισμός
αποκλειστικά
προφορικά
(κλπ., δε χρειάζεται να το εξαντλήσουμε).
Μπορεί να πει κανείς ότι εγώ γράφω λίγο “βαριά”, και ότι η γιαγιά του θα μπερδευόταν και δε θα έβγαζε άκρη μαζί μου, αλλά έχει κανείς γιαγιά που να μην ξέρει το συνήθως, το περίπου, το παράδειγμα, το πραγματικός; Κι όμως είναι λέξεις που δε θα βρούμε σε κανένα δημοτικό τραγούδι, σε καμία πιστή καταγραφή παραμυθιού ή άλλης λαϊκής αφήγησης, και υποθέτω ούτε καν στον Μακρυγιάννη. Η εισαγωγή τους στη γλώσσα μας δεν έγινε τυχαία, είχε πολύ μεγάλη σχέση με το ιδεολόγημα της συνέχειας της φυλής. Σήμερα όμως ο καθένας θα αναφωνούσε αυθόρμητα «Το συνήθως, το περίπου, το παράδειγμα, το πραγματικός είναι παράδοση, είναι η μητρική μας γλώσσα, το μάθαμε σπίτι μας κι όχι απ’ έξω!»
Τώρα ας προσπαθήσουμε να κάνουμε την αναγωγή από τη γλώσσα στη μουσική, το χορό και άλλα παραδοσιακά, κληρονομημένα στοιχεία του προφορικού (κατά βάση) πολιτισμού. Δεν έχουμε ίσως τόσα διασταυρωμένα και βέβαια στοιχεία όσα στην περίπτωση της γλώσσας, άρα θα αναγκαστούμε να κάνουμε πολλές υποθέσεις. Μπορούμε όμως, έστω και χωρίς στοιχεία, να δοκιμάσουμε αυτή την οπτική.