«Λαϊκή Παράδοση και κρατική καταστολή»

Η επινόηση της «παράδοσης» από το κράτος για την δημιουργία ομογενοποίησης του έθνους-κράτους

Πόσο «αυθεντική» μπορεί να είναι η «παράδοση»; Πως είναι δυνατόν η κρατική καταστολή να έχει βάλει χέρι σε χορούς, τραγούδια, μουσικές και πανηγύρια ανθρώπων με σκοπό τον έλεγχο και την υποταγή; Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά και σε καμία περίπτωση συνομοσιολογικά! Για την κρατική εξουσία η μουσική, τα τραγούδια και ο χορός δεν ήταν πάντα μια αθώα διέξοδος όπως για τους περισσότερους ανθρώπους. Αυτό που σήμερα ορίζουμε ως «παράδοση» έχει επινοηθεί σε μεγάλο βαθμό από την προσπάθεια του κράτους να επιβληθεί στους ανθρώπους που την βιώνουν και την εξελίσσουν. Η προσπάθεια του κράτους να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό του υπό την σκεπή μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας πέρασε, και περνάει, μέσα από την «παράδοση». Το μακρύ χέρι του κράτους όπου έχει αναλάβει να ανακαλύπτει και στην συνέχεια να κρύβει ή να παραποιεί όποια «παράδοση» δεν συμβαδίζει με τις αρχές του έθνους, ονομάζεται λαογραφία! Το αντικείμενο μελέτης της λαογραφίας, σύμφωνα με εκείνη, είναι η διερεύνηση της «ψυχής του λαού»[1]. Οι θιασώτες της λαογραφίας πιστεύουν στον άρρηκτο δεσμό μεταξύ κράτους και λαογραφίας. Το κράτος, σύμφωνα με την λαογραφία, θεωρείται ως οργανισμός που διέπεται από την «ψυχή του λαού». Η λαογραφία γνωρίζοντας καλύτερα από κάθε άλλη επιστήμη «την ψυχή του λαού» ορίζει την θέση της ως «σύμβουλος» του κράτους. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος κατά τους λαογράφους θα ήταν εάν κάθε πολιτική πράξη ανταποκρινόταν τέλεια στο χαρακτήρα των εξουσιαζόμενων έτσι ώστε ακόμα και τα ποιο επαχθέστερα και άδικα μέτρα να θεωρούνται αναγκαία, γιατί το κράτος δεν κάνει κάτι άλλο παρά να διεκπεραιώνει τις δικές τους ανάγκες! Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται οι πραγματικοί χαρακτήρες της λαογραφίας: της εκπαίδευσης και της χειραγώγησης. Με άλλα λόγια εδώ αρχίζει ο πραγματικός σκοπός της που δεν είναι μόνο να καταγράψει ότι υπάρχει στην κουλτούρα των ανθρώπων αλλά όπου χρειάζεται να κρύψει, να παραλλάξει και εν τέλει να επινοήσει νέες που θα μοιάζουν ότι υπήρχαν από πάντα! [2]

14633_ns_01-WEB.jpg Ευχετήρια κάρτα Λυκείου Ελληνίδων αρχές του 20ου αιώνα.
«Ευγενείς Κορασίδες» ντυμένες με χλαμύδες χορεύουν παραδοσιακούς χορούς

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο όρος «λαογραφία» εδραιώθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Πολίτης ανέλαβε από το κράτος να αποδείξει την άμεση σύνδεση των ηθών και των εθίμων του τότε ελλαδικού χώρου με ήθη, έθιμα και πρακτικές από την ελληνική αρχαιότητα. Στην συνέχεια εξέλιξε την μέθοδο του συγκρίνοντας τις πρακτικές του πληθυσμού του ελλαδικού χώρου με άλλες ανά τον κόσμο, με σκοπό να θέσει την αρχαία ελλάδα ως την αφετηρία για πολλά ήθη και έθιμα ανά τον κόσμο! Η συγκεκριμένη πρακτική είχε ξεκινήσει στην ευρώπη από τις αρχές του 19ου αιώνα οπού οι εξουσιαστές έσκυψαν πάνω στις παραδόσεις και στο πρόσφατο παρελθόν με σκοπό ένα κοινό σημείο αναφοράς για όλους και καθʼ επέκταση την ομογενοποίηση της κουλτούρας του πληθυσμού εντός των ορίων του κράτους. Πτυχές της κουλτούρας των ανθρώπων, όπως το τραγούδι, η μουσική, η φορεσιά και ο χορός αναδείχτηκαν ξαφνικά ως υψηλή καλλιτεχνική δημιουργία και το κράτος ανέλαβε την προστασία τους καθώς και την διαχείριση τους. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν «σχολές» που είχαν ως στόχο την διατήρηση και την ανάδειξη τεχνών που σχετίζονται άμεσα με αυτή την κουλτούρα. Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την δημιουργία «εθνικών σχολών μουσικής» στην ευρώπη και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ που διαμόρφωσαν μουσικά τους εκάστοτε πληθυσμούς. Επίσης με τον ίδιο τρόπο οι παλιές ενδυμασίες προσεγγίστηκαν ως «εθνικά κειμήλια» και απετέλεσαν μουσειακά αντικείμενα που υπενθύμιζαν στους πολίτες της εκάστοτε χώρας το ένδοξο παρελθόν!
Με όλα τα παραπάνω μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η λαογραφία στον ελλαδικό χώρο υπήρξε άξιο τέκνο της προσπάθειας των ευρωπαϊκών κρατών να εξουσιάσουν μέσω της φόρμας του εθνικισμού! Η λαογραφία δεν έπαψε ποτέ να αναζητά τις αρχαίες ρίζες και όταν δεν τις έβρισκε συχνά τις επινοούσε για λογαριασμό του κράτους που πάσχιζε να διαμορφώσει εθνική συνείδηση σε έναν ανομοιογενή πληθυσμό. Η συγκεκριμένη μέθοδος της «εθνοαρχαιολογίας» του Νικολάου Πολίτη δεν σταμάτησε ποτέ μέχρι σήμερα[3] και επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς καταγραφής όπως αυτή του χορού. Στο συγκεκριμένο χώρο δύο γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην «εθνικοποίηση» και ομογενοποίηση του χορού στον ελλαδικό χώρο α) η γνωστή φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν με την ίδρυση του «λυκείου ελληνίδων»[4] το 1911 και β) η Δόρα Στράτου[5] με την δημιουργία του «σωματείου ελληνικών χορών Δόρα Στράτου» το 1952.
Η Παρρέν πλήρως συνυφασμένη με τις πρακτικές τις λαογραφίας θέτει ως σκοπό της γυναικείας λέσχης της να διασώσει και να διατηρήσει τους «παραδοσιακούς» χορούς, τα τραγούδια καθώς και τις ενδυμασίες συνδέοντάς τα πάντα με την αρχαιότητα! Τα μαθήματα χορού στο «λύκειο των ελληνίδων» πλαισιώνονταν από αγαλματίδια και χορευτικές κινήσεις βασισμένες σε αρχαίες αγγειογραφίες. Ο σκοπός αυτός απέβλεπε στην απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των χορών, στον καλλωπισμό αλλά και βραχυπρόθεσμα στην κατάταξη των ελλήνων στους «ευγενείς» δυτικούς και όχι στους «βάρβαρους από την ανατολή». Επίσης τα μαθήματα πλαισιώνονταν από ευρωπαϊκή ορχήστρα καθώς τα λαϊκά όργανα δεν ανταποκρίνονταν στην φιλοσοφία της λέσχης! Για τον ρόλο της Δόρας Στράτου θα αναφερθούμε παρακάτω.

Ο ρόλος που ανατέθηκε από το κράτος στην λαογραφία για την δημιουργία «εθνικού πλαισίου» στην «παράδοση».Η μουσική και το τραγούδι Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι λαογράφοι κατέγραφαν ανελλιπώς τον υλικό και πνευματικό βίο του ελλαδικού χώρου. Η προσάρτηση νέων εδαφών στο ελληνικό κράτος φέρνουν και νέους πληθυσμούς με διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα. Ειδικότερα οι περιοχές της ηπείρου της μακεδονίας και της θράκης απαρτίζονται από ένα συνονθύλευμα ανθρώπων που δεν μπορούν να «δέσουν εθνικά» και σε καμία περίπτωση δεν τους ενώνει το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν. Σʼ αυτές τις περιοχές το κράτος ήταν ανελέητο. Οι λαογράφοι αφού κατέγραφαν, επέστρεφαν στην Αθήνα και αξιολογούσαν το υλικό. Οι αλβανικοί, οι σλαβομακεδόνικοι και οι εβραϊκοί στίχοι αντικαθίσταντο από ελληνικούς και σε όσα αδυνατούσαν να μπουν ελληνικοί λόγο ρυθμού ή μουσικής αφαιρούνταν! Με αυτό τον αήθη τρόπο διαμορφώθηκε η εθνική κουλτούρα. [6] Οι κάτοικοι πλέον απαγορεύονταν να ξανατραγουδήσουν όπως ήξεραν! Κάποιοι δεν ξανατραγούδησαν ποτέ και κάποιοι άλλοι δεν ξαναχόρεψαν τα τραγούδια με τους ελληνικούς στίχους! Με τον τρόπο αυτό κάνανε την δικιά τους προσωπική αντίσταση σε μια μάχη που το κράτος τους είχε κερδίσει! Στις μέρες μας ότι έχει απομείνει από αυτή την ιδιότυπη μάχη είναι τα τραγούδια με χάλκινα πνευστά της δυτ. μακεδονίας, όπου τα περισσότερα έχουν απομείνει δίχως λόγια! Τα συγκεκριμένα τραγούδια ως τις αρχές του 90ʼ δεν ήταν και τόσο δημοφιλή όπως σήμερα με αποτέλεσμα όποιος ραδιοφωνικός σταθμός έπαιζε τέτοια μουσική να βάζει σε κίνδυνο το «εθνικό του κύρος». Ας όψεται η μόδα του Μπρέγκοβιτς και του Κουστορίτσα που ανάγκασαν να «νομιμοποιήσουν» αυτό το είδος ως εγχώρια «έθνικ», χωρίς βέβαια να «νομιμοποιηθούν» και τα λόγια των τραγουδιών! Με αυτό τον τρόπο το κράτος έβαλε χέρι σε μια πτυχή της κουλτούρας της υπαίθρου (πανηγύρια) διαμορφώνοντάς τα και εν τέλει διαστρεβλώνοντας τον κοινωνικό ιστό περιοχών. Έτσι λοιπόν ο Γιάννης από το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» μπορεί να έχει και άλλο όνομα ή ακόμα και άλλη γλώσσα αλλά να αποσιωπήθηκε όπως κάθε ένοχο μυστικό! Συγχρόνως με την βρώμικη δουλειά των λαογράφων το κράτος στην μακεδονία από τα μέσα του 20ου μέχρι την δεκαετία του 60ʼ οργάνωνε ομαδικές τελετές ορκωμοσίας για την αποκήρυξη οποιαδήποτε άλλης γλώσσας εκτός της ελληνικής! Οι κάτοικοι μαζεύονταν με την απειλή στρατού και χωροφυλακής στην πλατεία του εκάστοτε χωριού και εκεί σε μια επίσημη τελετή και την συμμετοχή στρατού, εκκλησίας κτλ ορκίζονταν ότι πλέων δεν θα ομιλούν άλλη γλώσσα παρά μόνο ελληνικά! Μερικές τέτοιες γνωστές ορκωμοσίες έγιναν το 1959-60 στα χωριά: Τρέμινο Κάιλαρσκο με σημερινή ονομασία Καρδιά Πτολεμαίδας, Λούντοβο, Κόστουρσκο με σημερινή ονομασία Κρύα Νερά Καστοριάς και Καρπέσσινα Λέρινσκο με σημερινή ονομασία Ατραπός Φλώρινας (όπου μάλιστα παραβρέθηκαν κάτοικοι από 100 χωριά του νομού Φλώρινας). Οι τελετές σταμάτησαν το 60ʼ με διαταγή του υπουργού εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ γιατί χαλούσαν την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Αυτό βέβαια συνέβη φαινομενικά αφού η πομπώδης τελετές ορκωμοσίας αντικαταστάθηκαν από ομαδικές δηλώσεις υπακοής! Χαρακτηριστική τέτοια δήλωση ήταν στο χωριό Όστροβο με σημερινή ονομασία Άρνισσα Πέλλας στις 25.3.1962 όπου υπογράφτηκε από 600 κατοίκους.

orkomosies-272x300.jpg εμπρος.jpg Ανακοινώσεις εφημερίδων για τις ομαδικές τελετές ορκωμοσίας στην μακεδονία.

Η διαστρέβλωση του χορού Με την ίδια πρακτική έγιναν και πολλές καταγραφές χορών. Εδώ σημαντικό ρόλο για την δημιουργία του «εθνικού πλαισίου» στο χορό έπαιξαν πολλοί λαογράφοι από τις αρχές του 20ου αιώνα και η Δόρα Στράτου από το 50ʼ και μετά. Οι λαογράφοι συνδέανε αυθαίρετα τους χορούς με την αρχαιότητα καθώς και με τον «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα». Δημιουργούσαν μύθους γύρω από τους χορούς για να συσπειρώσουν τον πληθυσμό σε ένα «εθνικό πλαίσιο».[7] Η Στράτου κατέγραφε χορούς από την ύπαιθρο και κατά την επιστροφή της στην Αθήνα αξιολογούσε το εκάστοτε χορευτικό υλικό προσθέτοντας ή αφαιρώντας βήματα και κινήσεις. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούσε χορογραφίες που άλλαζαν κατά πολύ τον προϋπάρχοντα χορό. Εννοείται ότι η αξιολόγηση για το ποιες κινήσεις θα βγουν και ποιες θα προστεθούν βασιζόταν σε επιγραφές αρχαιοελληνικών αγγείων καθώς και στο πως ο κάθε χορός θα μπορούσε να εντυπωσιάσει το κοινό. Οι χορογραφίες πλέον παρουσιάζονταν σε μορφή παράστασης στην Αθήνα αλλά και σε περιοδείες σε όλο τον κόσμο όπου παρουσιάζονταν ως αντιπροσωπευτικοί για κάθε τόπο. Έτσι σιγά σιγά ο χορός άρχισε να τυποποιείτε και να περνά στην φολκοροποίηση. Σε αυτό το μοτίβο επιλέχθηκαν 4 χοροί ως εθνικοί όπου επινοήθηκε αυθαίρετα το αρχαιοελληνικό τους καθώς και το «εθνικοαπελευθερωτικό» τους προφίλ (καλαματιανός, τσάμικος, πεντοζάλι, ζωναράδικος) και με την ανάπτυξη του τουρισμού και της εμπορικοποίησης του θεάματος την δεκαετία του 80ʼ προστέθηκαν ο ζεϊμπέκικος, ο χασάπικος, το τσιφτετέλι, και το νεοσύστατο συρτάκι (ή ο χορός του Ζορμπά). Η Στράτου «επαγγελματοποιεί» και τυποποιεί τον παραδοσιακό χορό με αποτέλεσμα να χάσει τον βιωματικό του χαρακτήρα! Ο κάθε χορός πλέον αποκτά πολύ συγκεκριμένα βήματα, άσχετα αν τον ίδιο χορό τον χόρευαν διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή και πλέον διδάσκεται από επαγγελματίες του είδους[8] Οι γεροντότεροι πλέον κάνουν πίσω σε κάποιο χορό γιατί αυτό που ήξεραν ήταν «λάθος» δίνοντας χώρο στους σπουδαγμένους νέους με τον «σωστό χορό»! Ο βιωματικός χαρακτήρας του χορού ξηλώνεται και μεταφέρετε στους διάφορους συλλόγους εκμάθησης που ξεπηδούν μετά την Στράτου, οι οποίοι μετά την απεδαφοποίησή του τον «φολκοροποιούν» με αποτέλεσμα να τείνει να μεταλλαχτεί σε μουσειακό είδος! Η συστηματική αναπαράσταση των ελληνικών «παραδοσιακών» χορών από τις οργανωμένες χορευτικές ομάδες δημιούργησε μια ιδιαίτερη αντίληψη για τον χορό στην Ελλάδα ταυτίζοντας τον πλέον ολοκληρωτικά με τη διδασκαλία.
Η καταστολή του κράτους λοιπόν μπορεί να φτάσει και σε χώρους που φαινομενικά φαίνονται «αθώοι» και ανεπηρέαστοι. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «παραδοσιακό» έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις και ωραιοποιήσεις με σκοπό την «εθνική ομογενοποίηση» πληθυσμών. Ο όρος «παράδοση» έχει δημιουργηθεί από το εξουσιαστικό μοντέλο του έθνους-κράτους για να ορίζει την μέσα σε εθνικά πλαίσια συμπεριφορά των πληθυσμών που έχουν εγκλωβιστεί στα σύνορά του. Πολλές φορές η σημασία του όρου αυτού μπορεί να αλλάξει και να μεταμορφωθεί ανάλογα με τις εκάστοτε εξουσιαστικές συνθήκες, όπως η αλλαγή εθνικών συνόρων, η σύναψη συμμαχιών, η αλλαγή ιδεολογικής πολιτικής πλατφόρμας των εκάστοτε εξουσιαστών κ.α. Οι καθημερινές πρακτικές, τελετές, λειτουργίες και σκέψεις στην πορεία των ανθρώπων μέσα στους αιώνες διαστρεβλώθηκαν σε «παράδοση» και κατʼ επέκταση σε φολκλόρ χάνοντας έτσι τον κοινοτικό τους χαρακτήρα για να αποκτήσουν έναν διαφορετικό ρόλο που θα βολεύει το κράτος. Με την κατασκευή της αρχαιολάγνας ομπρέλας λοιπόν, που είναι κοινή για όλους τους υπηκόους, το κράτος επέβαλε την πίστη και την υποταγή. Με αυτό τον τρόπο η αναφορά στο επινοημένο κοινό παρελθόν και κατʼ επέκταση στην κοινή κουλτούρα πάντα θα συνετίζει τις όποιες αμφισβητήσεις και αντιδράσεις απέναντι στην κρατική εξουσία και των πρακτικών της.

‘‘Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Αναρχική εφημερίδα ‘‘Διαδρομή Ελευθερίας’’ τεύχος Ιουλίου - Αυγούστου, αριθμός τεύχους 118.’’

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Erick John Hobsbawm, Terence Ranger «Η επινόηση της παράδοσης». Μετάφραση Θανάσης Αθανασίου, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004.
Anderson Benedict , «Φαντασιακές κοινότητες». Μετάφραση Χαντζαρούλα Ποθητή, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1997.
Michael Herzfeld, «Πάλι δικά μας, Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας». Μετάφραση Μαρίνος Σαρηγιάννης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002
Αυδίκος Ε. & Παπακώστας Χ. «Σύνορα και λαϊκοί πολιτισμοί στα βαλκάνια». Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2010.
Άλκη Κυριακίδου Νέστορος, «Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας». Εκδόσεις Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 2001.

[HR][/HR][1] Ο όρος «ψυχή του λαού» ειπώθηκε για πρώτη φορά από τους γερμανούς λαογράφους της εποχής ανόδου του ναζισμού και από εκεί χρησιμοποιήθηκε και στην εδώ λαογραφία.

[2] Για παραπάνω σχετικά βλέπε: «Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας» του Άλκη Κυριακίδου Νέστορος.

[3] Σήμερα ενεργό δράση με τις ίδιες λογικές έχει το «Kέντρο Eρεύνης της ελληνικής Λαογραφίας» (που ιδρύθηκε από τον Ν. Πολίτη το 1918, καθώς και το «Kέντρο Eρεύνης και Προβολής της Eθνικής Mουσικής» του λαογράφου Σίμωνα Καρά.

[4] «Το Λύκειο των Ελληνίδων» είναι η μεταφορά ενός θεσμού που αναπτύχθηκε στις αγγλοσαξονικές χώρες και διαδόθηκε στη συνέχεια σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το Lyceum είναι μια γυναικεία λέσχη που απευθύνεται κυρίως στις νέες γυναίκες των μεγαλοαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων, φιλοδοξώντας σιγά σιγά να αρχίζουν να βγαίνουν από το σπίτι και να έχουν άποψη στα κοινωνικά θέματα.

[5] Κόρη του πρώην πρωθυπουργού Νικολάου Στράτου και της Μαρίας Κορομηλά (κόρη του θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Κορομηλά) μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον και σπούδασε πιάνο, χορό και θέατρο. Επίσης υπήρξε μαθήτρια του «Λυκείου των Ελληνίδων» και ιδρυτικό μέλος του θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν».

[6] Μεγάλο ρόλο στον τομέα αυτό έπαιξε και ο λαογράφος Σίμωνας Καρράς. Οι καταγραφές του Καρρά από το 1920 μέχρι το 1980 είναι αλήθεια ότι έχουν διασώσει ένα μεγάλο όγκο από τραγούδια αλλά οι πρακτικές του και ο ρόλος που ανέλαβε από το κράτος δεν τον τιμάνε!

[7] Ένας τέτοιος χορός είναι ο αρχαίος Πυρρίχιος που συνδέθηκε αυθαίρετα με πολλούς «παραδοσιακούς» χορούς, όπως η ποντιακή σέρρα και το κρητικό πεντοζάλι για να τους αποδώσει το κύρος που τους έλειπε κατά τη γνώμη των τότε ειδικών». Ο Πυρρίχιος σύμφωνα με τον Πλάτωνα ήταν αρχικά αυτοσχεδιαστική αναπαράσταση των κινήσεων των οπλιτών στη μάχη. Οι λαογράφοι τον τυποποίησαν για εκπαιδευτικούς λόγους και των περιόρισαν σε μια σειρά επαναλαμβανόμενων αμυντικών και επιθετικών κινήσεων. Επίσης ο Τσάμικος συνδέεται με τον ηρωισμό των αρματολών και των κλεφτών.

[8] Ο Ζωναράδικος Θράκης (χορεύεται με διαφορετικό τρόπο από περιοχή σε περιοχή).

ttttljdlsa;fjd

Βλαδίμηρε, αφού πρώτα διάβασα πολύ προσεκτικά το κείμενο που παραθέτεις, η πρώτη μου σκέψη ήταν να σχολιάσω φράση προς φράση τα λεγόμενά σου, παραθέτοντας (τον όποιον) αντίλογο. Όμως, θα έβγαινε ένα κείμενο κατά δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερο από το δικό σου, που δεν είναι και σύντομο. Θεώρησα ότι θα ήταν πολύ βαρύ για να καταφέρουν να το διαβάσουν αρκετοί αναγνώστες του φόρουμ. Έτσι λοιπόν:

Αναρχικός είσαι, απ’ ό τι φαντάζομαι. Αρνείσαι δηλαδή την ανάγκη ύπαρξης κράτους και των όποιων πρακτικών είναι συνδεδεμένες με την ύπαρξη αυτή, περιλαμβανομένης και της δημιουργίας εθνικής συνείδησης, της φορολογίας, στράτευσης κλπ. κλπ. κλπ. Κάνε λοιπόν την επανάστασή σου, ένοπλη βεβαίως, μαζί με όσους μπορέσεις να συσπειρώσεις κοντά σου, επικράτησε καταλύοντας την υπάρχουσα εξουσία, δημιούργησε τον φορέα που θα υποκαταστήσει το υπάρχον καθεστώς και μετά, τα ξαναλέμε. Συναγωνιστή δεν θα με έχεις, είμαι κάπως γέρος…

Νίκο γεια και χαρά!
Το κείμενο δεν το έβαλα για να σχολιάσεις και να εκθέσεις την δική σου αντίληψη για την αναρχία αλλά για να αναφέρω επιγραμματικά (γιατί το θέμα είναι όντως μεγάλο) την προσπάθεια του έθνους κράτους να ομογενοποιήσει την παράδοση. Θεώρησα "δεοντολογικό’’ να αναφέρω την πηγή μου που σε αυτή την περίπτωση είναι μια εφημερίδα που τυγχάνει να χαρακτηρίζεται ‘‘αναρχική’’. Εάν με την πηγή μου και το κείμενο σε προσέβαλα πολιτικά σου ζητώ συγνώμη.
Θα θεωρήσω ατυχές και άκυρα τα σχόλια σου περί αναρχίας γιατί το ζήτημα του κειμένου δεν είναι η αναρχία, σεβαστές οι απόψεις σου αλλά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να τεθούν σε κάποια άλλη σχετική συζήτηση.
Ευχαριστώ που διάβασες το κείμενο πάντως…

Λάθος μου, Βλαδίμηρε, που κακώς υπέθεσα ότι συγγραφέας του κειμένου είσαι εσύ. Φυσικά και δεν με προσέβαλες, είτε εσύ είτε η πηγή σου, όλες οι απόψεις είναι σεβαστές στο χώρο μας, εκτός από τις ακραία εθνικιστικές, ρατσιστκές ή φασιστικές.

Στο ίδιο το κείμενο τώρα, ο συγγραφέας μοιάζει αρκετά ενημερωμένος αλλά προσεγγίζει το θέμα του από την αναρχική άποψη. Εγώ, ως μη αναρχικός, δεν μπορώ να δεχτώ ότι π.χ. ο Νικόλαος Πολίτης καθοδηγήθηκε από το κράτος να συμβάλλει στη δημιουργία μίας εθνικής ταυτότητας προς χρήσιν των επαγγελματιών πολιτικών (στους οποίους ο ίδιος δεν ανήκε), διαστρεβλώνοντας στοιχεία. Ισα ίσα, ο ίδιος προέτρεπε τους πληροφοριοδότες του (δασκάλους κυρίως, διεσπαρμένους σε επαρχίες) να μην ψάχνουν per mare, per terra για ομοιότητες των τοπικών παραδόσεων με αρχαιοελληνικά στερεότυπα, παρά να καταγράφουν ό τι ακριβώς βλέπουν και ακούνε και τίποτε άλλο. Αν η καταγραφόμενη αφήγηση χρησιμοποιούσε τουρκικές, αλβανικές, σλάβικες, ρουμανικές ή άλλης προέλευσης λέξεις ή εκφράσεις, προέτρεπε να καταγράφονται αυτές ακριβώς όπως λέγονται, χωρίς να “μεταφράζονται” στα ελληνικά. Σχετική του εγκύκλιος “προς τας κατά τόπους διευθύνσεις Εκπαιδεύσεως” υπάρχει στο αρχείο του. Πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και αυτός, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των λογίων της εποχής του, ήταν στραμμένος προς τη Δύση, στην οποία και είχε σπουδάσει (Γερμανία), τόσο επιστημονικά όσο και πολιτικά. Δεν είναι όμως αντικείμενό μας, εδώ στο φόρουμ, να αναλύσουμε την πολιτική μας ιστορία γιαυτό και σταματώ εδώ.

Από την άλλη, ο Πολίτης όντως υπήρξε πρόεδρος μιάς επιτροπής, που έγινε αργότερα γνωστή ως “Επιτροπή Πολίτου”, η οποία πράγματι συνεστήθη από το κράτος μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων και στην οποία κατέληγαν, προς αξιολόγηση και εισήγηση, όλες οι προτάσεις των τοπικών αρχόντων των νεοπροσαρτηθεισών περιοχών, για αλλαγή ονομασίας τοπωνυμίων και κυρίως ονομάτων οικισμών. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι ο ελληνόφωνος πληθυσμός πολλών από αυτές τις περιοχές ήταν σε συντριπτική μειοψηφία ενώ εμείς στην Αθήνα μιλούσαμε για απελευθέρωση υποδούλων, μέχρι τότε, Ελλήνων. Τι θα ήθελε, λοιπόν, ο συντάκτης του άρθρου; Να παραμείνει η ονομασία “Καϊλάρια” για την Πτολεμαΐδα, καθώς και τα ονόματα Τρέμινο, Λούντοβο κλπ; Αυτό θα ενδυνάμωνε τις απαιτήσεις ή αμφισβητήσεις των Βούλγαρων, Σέρβων, Αλβανών, Τούρκων ή Ρουμάνων γειτόνων μας. Δεν θα είχαν παρά να παρουσιάσουν έναν ελληνικής προέλευσης γεωγραφικό χάρτη μιάς περιοχής, όπου στα πενήντα ονόματα χωριών τα σαρανταοκτώ θα ήταν σλάβικα κλπ. Και ήταν πάρα πολλές οι περιπτώσεις όπου η επιτροπή εισηγήθηκε να μην αλλάξει το συγκεκριμένο όνομα. Άλλο, αν δεν εισακούστηκε.

[Είχα γράψει εδώ ένα τεράστιο σεντόνι, σχετικά με τις επινοημένες παραδόσεις και τη δυσκολία στο να αποδεχθούμε την αποκάλυψη ότι είναι επινοημένες, αλλά αργότερα είδα ότι δεν είχε σημαντικό λόγο ύπαρξης και το έσβησα. Στο μεταξύ όμως η συζήτηση είχε προχωρήσει. Για να μην τη διαλύσω, κρατάω από το μήνυμά μου το σημείο στο οποίο δόθηκε απάντηση παρακάτω.]

Καταλήγοντας: Ναι, υπάρχουν επινοημένες παραδόσεις, υπάρχει κρατική παρέμβαση στη διαμόρφωση του παρελθόντος. Ναι, είναι κρίμα. Η αντιπρόταση;

Καμμία επινοημένη παράδοση δεν μπορεί να σκεπάσει την αλήθεια. Και φυσικά, οι όποιες κρατικές παρεμβάσεις. Πάντα θα υπάρχουν οι άνθρωποι --λόγιοι ή μη-- που θα διαχωρίζουν την θέση τους. Μειοψηφίες φυσικά, που όμως σε βάθος χρόνου θα δικαιωθούν…

Ξέρεις Άλκη, νομίζω ότι είναι δύσκολο κάποιος (π.χ. η επιστημονική κοινότητα) να παρουσιάσει μια σκέτη ολόσκετη αλήθεια, χωρίς να παρεμβάλει ούτε στο ελάχιστο τον υποκειμενισμό του. Και αυτός ο υποκειμενισμός φυσικά εμπλέκεται με ιδεολογήματα.

Δε λέω να σου παρουσιάσουν κάτι ψεύτικο για αληθινό, ούτε να σου αποκρύψουν ένα αληθινό λέγοντας ότι δεν υπήρξε: τέτοια παραδείγματα είναι χοντρά και προφανώς καταδικαστέα. Λέω για παραδείγματα όπως αυτά του Χέρτσφελντ ή του Μαζάουερ παραπάνω, που παρουσίασαν περίπου τα ίδια γεγονότα που ήδη ξέραμε, υπό ένα άλλο πρίσμα. Δε βλέπω πώς κάποιος θα μπορούσε να τα παρουσιάσει χωρίς κανένα πρίσμα.

[Έτυχε, μέσα στο ίδιο διάστημα, να διαβάσω και την Καταγωγή των Ειδών του Δαρβίνου. Αυτός ήταν το άκρο αντίθετο όλου εκείνου του σχετικισμού: ήταν απόλυτα σαφής και συγκεκριμένος, χρησιμοποιούσε έννοιες για τις οποίες δεν υπήρχε καμία αμφισβήτηση. Ανακουφιστικό υπόδειγμα θετικού λόγου.
Και παρά ταύτα, ο Δαρβίνος κι αν είναι πολιτικό κείμενο!]

Τελικά ποιος είναι; Επίσης, η δημοσίευση πότε χρονολογείται;

Κύριος στόχος για τον καθόλα σωστό λαογράφο, είναι να αναζητήσει, να καταγράψει, να ταξινομήσει, να περισώσει και να διαδώσει με την ίδια σοβαρότητα, σαφήνεια, προσύλωση και ουδετερότητα, ανεξάρτητα από εποχές, περιοχές και κυβερνήσεις.

Απο την προσωπική μου τριβή με τη δουλειά του Ν. Πολίτη σχετικά με τις παροιμίες (σημαντικό και συναρπαστικό κομμάτι της λαογραφίας!), υπάρχουν αρκετά που πρέπει κανείς να του καταλογίσει.

Όμως ο όγκος του αθησαύριστου υλικού που κατάφερε (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) να συγκεντρώσει, είναι πολύτιμος και θα απασχολεί γενιές φιλολόγων (και μη) για χρόνια.

Στο προκείμενο:

  1. θεωρώ ότι οι απόψεις περί „συνάφειας του αναρτηθέντος κειμένου με την αναρχία“, προσβάλλουν και υποτιμούν τους γνησίους αναρχικούς (πλέον, είδος προς εξαφάνιση).

  2. το κείμενο είναι στημένο λίγο-πολύ εκ του πονηρού, καθότι όπως σωστά παρατηρήθηκε:

  1. σε λίγο θʼ ακούσουμε ότι και το μπουζούκι (φοριέται τελευταία πολύ στα ελευθεριαζόμενα στέκια) είναι εφεύρεση των κακών καπιταλιστών, που σε αγαστή συνεργασία με τους βιομηχάνους και την Mossad θέλουν να κατακτήσουν τον πλανήτη!

  2. προτείνω την άμμεση κατάργηση του μακάμ και των λαϊκών δρόμων, και στη θέση τους να εγκαθιδρυθεί το αρβούζι!

Παράλληλα, προς αφύπνισην των „Χαμένων στην Παράδοση“, να μοιράζονται φυλλάδια-μανιφέστο σχετικά με το αποχετευτικό σύστημα των Χετταίων, δίνοντας ταυτόχρονα διαλέξεις για το αναπαραγωγικό σύστημα του Πίνγκου-Πίνγκου της Μαδαγασκάρης!

ΥΓ

Ναι, τελευταία άρχισες να χάνεις τη φόρμα σου! :019:

καλά ρε παιδιά, κατατίθεται εδώ ένα κείμενο με ένα σωρό προβληματισμούς (με τους οποίους γενικά συμφωνώ), και τροφή για κουβέντα. εμένα με ενδιαφέρει πολύ να διαβάσω τον όποιο αντίλογο, και να τοποθετηθώ με τη σειρά μου. αν κάποιος βαριέται να διαβάσει σεντόνια ας τα προσπεράσει.
δεν καταλαβαίνω άστοχες συνδέσεις με ένοπλα και με δήθεν εξοβελισμό του μπουζουκιού από στέκια, καθώς και νουθεσίες περί του “σωστής” αναρχικής πρακτικής. πώς έφτασε εκεί ή κουβέντα; σίγουρα όχι από το αρχικό κείμενο.
εκεί που διαφωνώ καθέτως (και δικαιώνεται και το άρθρο), είναι στην επίκληση του “από βορρά κινδύνου”… δηλαδή μας ενδιαφέρει η ιστορική πραγματικότητα και η ελευθερία του καθενός να μιλάει την μητρική του γλώσσα ή μας ενδιαφέρει η εθνική καθαρότητα και η κρατικοί ανταγωνισμοί; δεν περίμενα τέτοιες κινδυνολογίες, ειδικά από τους φίλους που τις εξέφρασαν.
και μια έλλειψη του άρθρου, αν και νομίζω πώς δεν διαφεύγει του συντάκτη αλλά απλώς δεν ήταν το θέμα του συγκεκριμένου άρθρου. πολύ συχνά και η παράδοση εκφράζει έλεγχο και υποταγή, με την μορφή της πατριαρχίας, των ηθικών κανόνων, των εθνικών ιδεωδών κλπ κλπ. αυτό δεν σημαίνει πώς θα την εξαφανίσουμε ή θα την αγνοήσουμε, απλά θα την πάρουμε σαν αυτό που είναι, μια έκφραση της κοινότητας. και μιλάμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, γιατί πλέον ελάχιστοι είμαστε μέρος κάποιας τέτοιας κοινότητας, αν υπάρχει κι αυτή πια. αυτό όμως δεν αποκλείει το να εκφραζόμαστε με χορούς και τραγούδια που μας ταιριάζουν και τα νοιώθουμε δικά μας -ή είναι δικά μας, για όσους έχουν μεγαλώσει μέσα σ’αυτά.

Άσχετα με το πού δημοσιεύτηκε το κείμενο αυτό, απεικονίζει μια πραγματικότητα την οποία έθεσε άριστα κυρίως ο Hobsbawm, που όπως βλέπω αναφέρεται και στις πηγές.

Ναι, επινοήθηκε η παράδοση, και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Εξίσου και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, από όσο ξέρω τουλάχιστον.
Απλά, στη χώρα μας, έγινε η αναγωγή στο παρελθόν, στην αρχαιότητα συγκεκριμένα, προκειμένου να νομιμοποιηθούν όχι μόνο μορφές, έθιμα, κ.λπ., του παρελθόντος, αλλά και μεταγενέστερα τελετουργικά και συμβολικά συστήματα, για να νομιμοποιηθούν και για λόγους οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής εκμετάλλευσής τους.

Αυτή η τακτική επινόησης της παράδοσης αμφισβητήθηκε έντονα και θεωρήθηκε και προβληματική, ειδικά μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, πιστεύω όμως - εκ των υστέρων - ότι σε ένα βαθμό (μικρό ή μεγάλο) ήταν επιβεβλημένη ανάγκη, για να επιτευχθεί μια αναγκαία εκ των πραγμάτων κοινωνική συνοχή, στον ελλαδικό χώρο, μια και μάς ενδιαφέρουν εδώ τα καθ’ ημάς.

Λέει ο Αλκιβιάδης ότι καμμία επινοημένη παράδοση δεν μπορεί να σκεπάσει την αλήθεια.
Δεν είμαι και τόσο σίγουρη, Αλκιβιάδη, για την πλύση εγκεφάλου που επιχειρήθηκε συστηματικά και για τα αποτελέσματά της.

Και κάτι ακόμα.
Στο αρχικό κείμενο που παρέθεσε ο Βλαδίμηρος δεν υπάρχει μομφή για την ελληνοποίηση τοπωνυμίων περιοχών της χώρας μας (αλίμονο, αν δεν βλέπει κανείς το προφανές) αλλά για τον εξαναγκασμό των κατοίκων, των περιοχών αυτών, να απαρνηθούν τη ντοπιολαλιά τους.

1 «Μου αρέσει»

Το κείμενο το ανάρτησα για προβληματισμό σχετικά με το πόσο παρεμβατικό και κατασταλτικό μπορεί να είναι το εκάστοτε κράτος ακόμα και σε εκφράσεις όπως του τραγουδιού και του χορού. Πράγματα που τα θεωρούμε ‘‘φυσικά’’ μπορεί να μην είναι και τόσο και να έχουν δεχτεί αλλοιώσεις και παρεμβάσεις παρά την θέληση των ανθρώπων που τα δημιούργησαν. Αυτός είναι ο λόγος που αναρτήθηκε αυτό το κείμενο.
Διαπιστώνω όμως ότι αντί να γίνεται μια γόνιμη συζήτηση πάνω στο κείμενο κάθε αυτό εισπράττω μια εχθρότητα και έναν ανώριμο χλευασμό σχετικά με την αναφερθείσα πηγή. Αν το ήξερα οτι θα σας ενοχλούσε τόσο δεν θα την έβαζα καν, αλλά προτίμησα να τηρήσω τους κανόνες δεοντολογίας και ότι δεν θα έπαιζε κανένα απολύτως ρόλο στην κρίση σας. Δεν πίστευα πως υπάρχουν τέτοιου είδους ταμπού εδώ μέσα που θα μπορούσαν να προσπεράσουν ακόμα και το θέμα το κειμένου…
Σκοπός μας είναι η εθνική καθαρότητα ;; Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για την επινόηση της παράδοσης από το έθνος κράτος εκεί αναλύονται διεξοδικά οι μηχανισμοί και η ανάγκη για την επιβίωση του κράτους να επέμβει σε αυτό που ονομάζουμε παράδοση με σκοπό να την ομογενοποιήση, εγώ απλώς παρέθεσα εν ολίγης και πολύ επιγραμματικά το ελληνικό παράδειγμα. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να δει…όποιος όχι απλώς μπορεί να συνεχίσει να χλευάζει!!!
Σας ευχαριστώ για το πνεύμα σας, τον γλυκύτατο χλευασμό σας καθώς και τις εντός θέματος παρατηρήσεις σας.

υγ. liga rosa: όντως είναι ένα μεγάλο θέμα αυτό που αναφέρεις αλλά οπωσδήποτε με άλλη θεματική.

Βλαδίμηρε, καλώς ήρθες στο φόρουμ.
Μην παρεξηγείς - θα σε παρακαλούσα - το λόγο του πληκτρολογίου, είναι απρόσωπος και δεν συνάδει καθόλου (πίστεψέ με) με το πνεύμα όσων συμμετείχαν στη συζήτηση που ξεκίνησες.

Συνεχίζουμε;
Έχει τρομερό ενδιαφέρον το θέμα !!!

Πράγματι πολύ ενδιαφέρον το θέμα. Πρόσφατα είχαμε τη συζήτηση με κάτι φίλους για το πόσο σημαντική είναι η παράδοση και τι μας προσφέρει. Επιφυλάσσομαι να γράψω τους προβληματισμούς μου για το κείμενο που αναδημοσιεύτηκε μιας και τώρα δεν έχω το χρόνο.

Φίλε Βλαδίμηρε, καλώς ήρθες στο φόρουμ. Το πληκτρολόγιο δεν αφήνει συναισθήματα να διεισδύσουν στις απόψεις, οπότε μη δίνεις σημασία για κάποια πράγματα που ξεφεύγουν απ’ όλους μας. Την άποψή μας την έχουμε και μπορούμε να συζητάμε και σε αντίθετες ιδέες. Προχωράμε στο προκείμενο, όπως ο καθένας το αντιλαμβάνεται.

Καλή συζήτηση…

ενδιαφέρον θέμα που προσεγγίζει με ποιον τρόπο χρησιμοποιείται η “παράδοση”(εγώ θα έλεγα και η γλώσσα γενικώς) από την εξουσία.

Επίσης δείτε κι αυτά:


http://www.youtube.com/watch?v=CMcMFU9f7ic


Ας ξεκινήσω μιας και βρήκα λίγο χρόνο ώστε να γράψω κάποιες σκέψεις μου.
Το κείμενο είναι ενδιαφέρον. Παρουσιάζει μία άποψη που ούτε λίγο πολύ αναφέρεται στην προσπάθεια του κράτους μέσω της παράδοσης να ομογενοποιήσει κάπως την έκφραση των ανθρώπων που ζουν στον ίδιο χώρο. Αυτό το βρίσκει δαιμονικό και το θεωρεί ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης. Υπάρχουν σημεία με τα οποία διαφωνώ και σημεία για τα οποία δεν έχω πολλές γνώσεις, αλλά μου φαίνονται παράλογα μιας και αντίκεινται στην κοινή λογική. Μου φαίνεται ότι ο συγγραφέας του άρθρου δεν έχει εμπλακεί σε διαδικασία διδασκαλίας ενός αντικειμένου, ώστε να ξέρει ότι για να διδάξεις κάτι πρέπει να το προσγειώσεις ή να το απογειώσεις στο επίπεδο των μαθητών που έχεις.

Πρωταρχική θέση: Υπάρχει παράδοση

Ξεκινάμε με την πρωταρχική θέση ότι υπάρχει παράδοση (σε αυτό συμφωνεί και το κείμενο). Άρα δε χρειάζεται να την επινοήσουμε, αλλά να την μελετήσουμε. Πως μελετάμε λοιπόν την παράδοση; Τρέχουμε από δω κι από κει, καταγράφουμε και καταχωρούμε. Τι καταγράφουμε και καταχωρούμε; Αυτό που μας επιβάλλει η διεθνής επιστημονική πρακτική για το πως τα κάνουμε όλα αυτά. Το κείμενο όμως θεωρεί ότι το κράτος επιβάλλει αυτή την πρακτική για το δικό του όφελος (που είναι η δημιουργία του). Όμως ο συγκεκριμένος αρθρογράφος θεωρεί το Νικόλαο Πολίτη ως τη μοναδική πηγή αυτής της λαογραφικής ιστοριογραφίας, πράγμα που φυσικά δεν ισχύει. Πλήθος ξένων συγγραφέων επισκέφτηκαν τότε την Ελλάδα και έγραψαν εκατοντάδες περιηγητικές ιστορίες και μελέτες για την ελληνική παράδοση. Ήταν όλοι στο κόλπο; Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους που ρέπουν στη συνωμοσία σε όποιο ιδεολογικό χώρο και αν ανήκουν θα σου που ΝΑΙ. Εγώ έχω τεράστιες αμφιβολίες γι’ αυτό.
Ας πάρουμε όμως και την απίθανη περίπτωση να συνέβη. Υπάρχει δικαιολογία; Οι ιστορικοί λόγοι όμως που μπορεί να ανάγκασαν αυτή την λειτουργία είναι προφανείς. Το ελληνικό κράτος δε θα υπήρχε αν τέτοιες κινήσεις ομογενοποίησης δεν συνέβαιναν.

Ας μιλήσω και λίγο για το χορό!!!
Συμμετέχοντας σε ένα χορευτικό τμήμα παραδοσιακών χορών, τολμώ να πω ότι οι τέσσερις χοροί που αναφέρονται στο κείμενο είναι απλώς μύθος. Το τσάμικο, το καλαματιανό κλπ έχουν εκατοντάδες παραλλαγές που αλλοιώνουν την ενιαία μορφή στην οποία προσπαθεί να αναφερθεί ο συγγραφέας, ανάλογα με τον τόπο όπου χορεύεται. Φυσικά υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά, αλλά δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν μία κατεύθυνση.

Ως κατακλείδα, μπορώ να πω ότι το κείμενο είναι μονομερές και στα περισσότερα δε με πείθει, αν και έχω την πεποίθηση ότι θα πρέπει να έγιναν προσπάθειες από το κράτος για τη φίμωση (ή τέλος πάντων αδρανοποίηση) δυνάμεων που δεν συντελούσαν στην εθνική ταυτότητα που απαιτούνταν εκείνη την εποχή. Αλλά τελικά τι σημαίνει παράδοση; Τα 400 χρόνια υπό το καθεστώς των τούρκων δεν έγινε αλλοίωση κάποιων χαρακτηριστικών, η εποχή του Βυζαντίου δεν άλλαξε επίσης τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων; Η εποχή της Ρωμαικής αυτοκρατορίας δε δημιούργησε νέες αντιλήψεις; Ήταν όλα αυτά τα χρόνια ελεύθεροι οι άνθρωποι να εκφράζονται; Παράδοση δεν είναι το “προιόν” που παραδίδεται στους επόμενους προσθέτοντας τις εμπειρίες των προηγούμενων; Αν οι ιστορικές καταστάσεις απαιτούσαν αλλαγή πλεύσης, τότε η παράδοση δεν είναι κακό να περιλάμβάνει και τέτοιες παρεμβάσεις, άρα δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται όπως πολύ φανερά κάνει το κείμενο.

Ένα προβοκατόρικο ερώτημα για τη συνέχεια της συζήτησης…
Σήμερα, με τα δεδομένα της κοινωνίας που έχουμε και με τα ζητούμενα της κοινωνίας που θα έχουμε (όσο μπορούμε να προβλέψουμε), χρειάζεται η ύπαρξη της παράδοση; Μην απαντήσουμε συναισθηματικά. Ας βάλουμε λίγο τη λογική να πει την άποψή της…

Βλαδίμηρε, μας παρεξήγησες (σίγουρα λόγω πληκτρολογίου) μάλλον. Ας βάλουμε τα πράγματα στη σειρά τους και ας ξεκαθαρίσω και εγώ κάποια πράγματα που έγραψα.

Ενοχλήθηκα γιατί στο κείμενο, η Παράδοση είναι σε εισαγωγικά, σαν να μην υπήρχε και κάποιος τη δημιούργησε, και ως δημιουργός “καταγγέλεται” το κράτος, ενώ δεν είναι έτσι. Η Παράδοση υπάρχει από τη στιγμή που άρχισαν να δημιουργούνται κοινωνίες, σε προϊστορικούς χρόνους, και ας μην της δόθηκε το συγκεκριμένο όνομα παρά μόνο στον 19ο αιώνα.

Στον αιώνα αυτόν άρχισε να ερευνάται η παράδοση στην Ευρώπη, με μοχλό το ρομαντικό κίνημα και όχι το κράτος, που ποτέ και πουθενά δεν ενδιαφέρθηκε για αυτήν, παρά μόνο όταν (μετά τη δημοσίευση των πρώτων και των μεταγενέστερων ερευνών) άρχισε να διαφαίνεται ότε εδώ υπάρχει “ψωμί” προς πολιτική εκμετάλλευση. Το χαρακτηριστικότερο σχετικό παράδειγμα που μου έρχεται πρόχειρα στο νου, είναι η μετάκληση του Μπέλα Μπάρτοκ από το κεμαλικό καθεστώς στην Τουρκία, για να συμβάλλει στη δημιουργία της ποθητής και δυσκολότατης στην διαμόρφωσή της τουρκικής εθνικής ταυτότητας.

Αναφέρει η Ελένη, αλλά και ο Βλαδίμηρος, ότι η παράδοση επινοήθηκε και μάλιστα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εγώ θα τροποποιούσα τη λέξη σε “παραποιήθηκε” και θα το προχωρούσα και παραπέρα: Δεν μου έρχεται στο μυαλό χώρα ή κράτος της Ευρώπης όπου να μην έγινε παραποίηση τόσο της παράδοσης, όσο και των δεδομένων σχετικά με τις γλωσσικές, θρησκευτικές ή φυλετικές μειονότητες και τις ιδιαιτερότητές τους.

Σε ότι αφορά τη δική μας χώρα, δυστυχώς είμαστε οι τελευταίοι που ασχοληθήκαμε με την παράδοσή μας, αλλά ίσως αυτό να έχει τη δικαιολογία του στο ότι βγαίναμε από έναν δυσκολότατο απελευθερωτικό αγώνα (εθνικό ή ταξικό, δευτερεύον αυτό για την περίπτωση που εξετάζουμε) και υπήρχαν άλλες προτεραιότητες. Ξένοι μας κούνησαν το καμπανάκι, πρώτος ο Γερμανός Χαξτχάουζεν, μετά με καμπάνα βαρβάτη ο Φωριέλ, οπότε ξυπνήσαμε. Αλλά πήραμε λάθος δρόμο, γιατί και εμείς ήμασταν σε πορεία δημιουργίας εθνικής ταυτότητας και γλώσσας (της καθαρεύουσας, ντέ!..) με αποτέλεσμα να παραποιηθεί ο χαρακτήρας των δημοτικών μας τραγουδιών (με τους χορούς ασχοληθήκαμε πολύ πολύ αργότερα) από, ας μου επιτραπεί η έκφραση, άσχετους με το θέμα Ζαμπέλιους και άλλους. Όταν αργότερα εμφανίστηκε ο πρώτος που προσπάθησε να βάλει τα πράγματα σε επιστημονικά τεκμηριωμένη βάση, ο Ν. Γ. Πολίτης, η βόμβα Φαλμεράϊερ είχε ήδη εκραγεί και είχαμε αρχίσει να τρέχουμε προς την κατεύθυνση των θραυσμάτων που εκτόξευσε, μπας και καταφέρουμε να τα μαζέψουμε και να τα κρύψουμε. Κανείς τότε, ούτε και εκείνος, δεν είχε καταλάβει ότι η τακτική αυτή ήταν λανθασμένη και επέφερε λανθασμένες προσεγγίσεις, του τύπου της αρχαιολατρείας ή μάλλον αρχαιολαγνείας. Ο Φαλμεράϊερ δεν είχε ούτε κατ’ ελάχιστον προσπαθήσει να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του επιστημονικά, άρα εκεί ήταν το πεδίο μάχης που δεν εκμεταλλευτήκαμε: να αποδυναμώσουμε αυτούς τους ισχυρισμούς με επιστημονικά επιχειρήματα, όχι με σπασμωδικές κινήσεις επιφανειακής αρχαιολαγνείας. Δεν το κάναμε ποτέ, γιαυτό και ακόμα και σήμερα, ενάμισυ αιώνα μετά, έχουμε τη μύγα και μυγιαζόμαστε με το παραμικρό.

Ας πώ όμως και κάτι στο φίλο Νικόλα, τον Λίγα Ρόζα, σχετικά με τον “απο Βορρά κίνδυνο”: Όταν έχεις κερδίσει τη Θεσσαλονίκη από τον βουλγαρικό ανταγωνισμό με διαφορά ωρών, όταν ελάχιστα χρόνια αργότερα (επί Διχασμού) οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν την (με βούλα ελληνική) Καβάλα με τις ευλογίες του Κάϊζερ, όταν έχουν προηγηθεί τα του Μακεδονικού αγώνα στους “βάλτους” της Δέλτα, όταν ολόκληρη η ύπαιθρος της ανατολικής Μακεδονίας μιλάει ακόμα βουλγάρικα, ο πολιτικός εκείνος που θα αψηφίσει αυτόν τον κίνδυνο και θα ταχθεί υπέρ της ελευθερίας της μητρικής γλώσσας κινδυνεύει να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία. Τόσο απλά.

Παιδιά, με δεδομένα φυσιολογικών ανθρώπων (δηλαδή όχι π.χ. χρυσαυγιτών) εν έτει 2012, είναι πολύ εύκολο να πει κανείς «φυσικά όχι». Η φυλετική καθαρότητα είναι μια χίμαιρα που έχει γεννήσει τόσο μίσος και πόνο ώστε όλοι εμείς οι φυσιολογικοί άνθρωποι του 2012 την αποστρεφόμαστε ακόμα και στις μορφές που δεν έχουν άμεση αναφορά σε μίσος και πόνο. Ένα το κρατούμενο.

Μη φανταζόμαστε όμως πως το σωστό ήταν πάντα το ίδιο. Υπήρχαν εποχές όπου δε σε έπαιρνε να λες «δε με απασχολεί η φυλετική καθαρότητα». Όταν η επίσημα αναγνωρισμένη σύσταση του πληθυσμού μιας περιοχής ήταν κριτήριο για να αποφασιστεί σε ποιο κράτος θα προσαρτηθεί αυτή η περιοχή, η φυλετική καθαρότητα (ή μάλλον η εθνική, για να μη λέμε ό,τι θέλουμε) γινόταν, χωρίς να σε ρωτήσει, παράγοντας που θα έκρινε την πολιτική σου ανεξαρτησία και γενικότερα υπόσταση!

Αυτό θεωρώ ότι ερμηνεύει ικανοποιητικά ορισμένες από τις ενέργειες που καταγγέλλει το άρθρο.

Ορισμένες άλλες δε συνέβησαν ποτέ. Είναι μάλιστα εκείνες που αναφέρονται χωρίς πηγή. Παράδειγμα:

Ουδέποτε ασχολήθηκαν «Οι» Λαογράφοι ή «Η» Λαογραφία να μεταφράσουν ξενόγλωσσα δημοτικά τραγούδια. Ας ξεκινήσουμε με το αυτονόητο: πώς να τα μεταφράσουν, ήξεραν αρβανίτικα και σλάβικα; Να μου πεις ότι τα παρασιωπούσαν, αυτό μάλιστα. Σε καμία έκδοση του Πολίτη ή της Ακαδημίας δεν εμφανίζονται τέτοια τραγούδια. Και είναι γεγονός ότι μέσα από προπαγάνδα, πιέσεις και ακόμη και διωγμούς, σε αρκετά μέρη έφτασαν σήμερα να τραγουδούν ελληνικές μεταφράσεις των δημοτικών τους τραγουδιών. Ένα τέτοιο τραγούδι είναι «Το Βράδυ η Άννα», από κάποιο σλαβόφωνο χωριό της Δράμας. Διαβάστε προσεκτικά (δεν έχει τυπογραφικά λάθη):

Το βραδύ η Αννά
στο χωριό μπηκέ.
Σημαία έστησε,
Τούρκο σκότωσε.
Τρεις φορές την Αννά
τη δικάσανε,
και τις τρεις φορές
το ιδιό λεεί:
«Αυτός τι ζήτουσέ
εις το σπίτι μου
στο παράθυρο;
Δεν είχα κρασί
να τον κερασώ,
ούτε και ουζό
να τον ποτισώ.»

Το νόημα είναι λίγο ασαφές, αλλά αυτό συμβαίνει και με γνήσια τραγούδια. Η γλώσσα όμως είναι τόσο νόθη, τόσο άγαρμπα ταιριασμένη στη μουσική, όσο ακριβώς μερικά από τα αλλαγμένα τοπωνύμια (Ψωμοτόπι, Μηλοχώρι, Ελληνοχώρι κ.τ.ό.). Αυτή τη μετάφραση λέει το άρθρο ότι την έκανε λαογράφος; Θα τρελαθούμε εντελώς; Ο λαογράφος παιδιά έχει πάει σχολείο, ξέρει πέντε γράμματα, δεν είναι ικανός να δημιουργήσει ένα τέτοιο τέρας. Αυτή τη μετάφραση την έκανε προφανέστατα κάποιος ντόπιος, δάσκαλος ή ημιλόγιος, μπορεί ένα απλό μέλος του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου, σε κάθε περίπτωση κάποιος που ξέρει την ντόπια γλώσσα αλλά που δεν έχει μελετήσει ποίηση και μάλιστα δημοτική, και που είτε με την ψυχή του είτε υποκριτικά και για λόγους επιβίωσης ασπάστηκε την προπαγάνδα των χωροφυλάκων. Ακόμη κι αν του αρέσει να αυτοπροσδιορίζεται ως λαογράφος επειδή ήταν ο μόνος του χωριού που φορούσε γυαλιά, η ταύτισή του με «Τους» λαογράφους είναι εντελώς αυθαίρετη. Σε κάθε χωριό υπάρχει κι από ένας λίγο εγγράμματος ντόπιος που μαζεύει τραγούδια, παραδόσεις και έθιμα, κατά το πρότυπο που έθεσε τότε επί Πολίτου η Λαογραφία, αλλά δεν είναι λαογράφοι όλοι αυτοί. Αν κάνω λάθος, υποδείξτε μου έναν (1) πραγματικό λαογράφο που να έκανε τέτοιες δουλειές!!

Επιμένω στη διαφορά αληθινού και ντεμέκ λαογράφου γιατί ο ντεμέκ φέρει ατομική ευθύνη των πράξεών του, ενώ ο αληθινός αντιπροσωπεύει την ακαδημαϊκή κοινότητα. Αν οι πράξεις του ντεμέκ αποδοθούν στην ακαδημαϊκή κοινότητα γίνεται μια χοντροκομμένη αδικία. Αυτήν ακριβώς την αδικία διαπράττει το άρθρο. Δύο τα κρατούμενα.

Οφείλω επίσης να παρατηρήσω ότι το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» είναι εμφανέστατα γνήσιο και όχι μεταφρασμένο τραγούδι. Αυτό προκύπτει από μέσα από το ίδιο το τραγούδι, για όποιον είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα σημάδια -γλωσσικά, μετρικά, υφολογικά, μουσικά. Είναι ένα ατυχές παράδειγμα.

Θα μου πεις, ντάξει, και τι έγινε; Ένα παράδειγμα ήταν, πες πως είχε ένα άλλο επιτυχέστερο. Αλλού εστιάζει το άρθρο.

Όχι. Η ατυχής επιλογή παραδείγματος δείχνει ότι ο συντάκτης δεν καταλαβαίνει από δημοτικά τραγούδια. Άρα δεν ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει. Διάβασε λίγο Χόμπσμπαουμ, λίγο Χέρτσφελντ και λίγο Λιθοξόου (οι οποίοι όμως έχουν πολύ καλή εποπτεία του πρωτογενούς υλικού που πραγματεύονται), πρόσθεσε μερικά θαυμαστικά και υπερθετικούς, κι έβγαλε ένα αστήρικτο κείμενο καταγγελίας. Τρίτο κρατούμενο.

Πολύ κρίμα, γιατί η κεντρική ιδέα του άρθρου, αν τη συνοψίσουμε σε 1-2 φράσεις, δεν είναι ψευδής. Υπάρχουν επινοημένες παραδόσεις. Το άρθρο όμως στο σύνολό του είναι ψευδές: ούτε η επινοημένη παράδοση είναι πάντοτε κάτι το τόσο μονοσήμαντα φρικτό όσο παρουσιάζεται, ούτε στην πράξη υπάρχουν τόσες τόσο πολύ επινοημένες παραδόσεις όσες λέει το κείμενο, ούτε οι ευθύνες για την επινόησή τους αποδίδονται εκεί που πρέπει.

Υ.Γ. Προφανώς γράφαμε και οι τρεις ταυτόχρονα. Αρκετά σημεία του Αντμιν και ιδίως του Νίκου Π. με καλύπτουν απόλυτα, π.χ. το υστερόραφο του Νίκου για τους Βαλκανικούς και τη Μακεδονία. Βλαδίμηρε μαζεύτηκε μπόλικη δουλειά για απαντήσεις!! Καλά, προφανώς θα το περίμενες. Ψυχραιμία και ένα ένα. Δεν αποκλείεται να βρεθεί η άκρη.

λιγο πιο αναλυτικα αν γινεται, γιατι εμενα αυτο μου φαινεται καπως εθνικιστικο.

Φυσικά είναι εθνικιστικό! ‘Οχι εθνικιστικά χρωματισμένη περιγραφή ενός γεγονότος, αλλά αμερόληπτη περιγραφή ενός εθνικιστικά χωρωματισμένου γεγονότος. Σ’ ένα πόλεμο για εδάφη προφανώς κυριαρχεί ο εθνικισμός. Τότε δεν ήταν εθνικιστές εναντίον μη εθνικιστών, ήταν Έλληνες εναντίον Βουλγάρων!

γιατί να υποστηρίζουμε την επέκταση ενός κράτους, ειδικά όταν αφορά περιοχές με μικρό ποσοστό πληθυσμού αντίστοιχης συνείδησης; απλά και μόνο επειδή γεννηθήκαμε στην επικράτειά του -και μάλιστα αρκετές δεκαετίες αργότερα;
μιλάμε για διαμάχη ελλήνων/βουλγάρων/μακεδόνων/κλπ εθνικιστών (την ίδια περίοδο -α’ παγκόσμιος- στην κεντρική ευρώπη υπήρχε δυνατό αντιπολεμικό και διεθνιστικό κίνημα), όπως έγινε και στη διάλυση της γιουγκοσλαβίας, όπου επικράτησαν τα χειρότερα στρατιωτικά και παραστρατιωτικά στοιχεία από όλες τις πλευρές. όποιος επιθυμούσε την συνύπαρξη όπως πριν, εκδιώχθηκε και πολεμήθηκε.
προσέξτε, γιατί με την σημερινή άνοδο του φασισμού θα βρούμε μπροστά μας τέτοιες επιλογές…