Συζήτηση για το λήμμα: "Βιδάνιο"

Στο λήμμα “βιδάνιο” έχουμε δώσει και τις δυο σημασίες:

α. Τα ποσοστά από τα κέρδη χαρτοπαιξίας που έχει το δικαίωμα να κρατάει η χαρτοπαιχτική λέσχη ή το καφενείο, αλλιώς γκανιότα.
β. Το υπόλειμμα πιοτού στο ποτήρι, το απόπιομα.

Να προσθέσουμε ότι με τη 2η σημασία ακούγεται στο τραγούδι:
“Το παράπονο του μάγκα”, 1933, Γ. Καμβύση με τον Π. Κυριακό.

"«… κι ενώ οι άλλοι πίνουνε ουίσκι και σαμπάνια,
εγώ το φουκαριάρικο ταράζω τα βιδάνια…»

Πρόκειται για μια συνήθεια των ταβερνιάρηδων να συγκεντρώνουν τα υπολείμματα των ποτών (κυρίως του κρασιού) που άφηναν οι πελάτες και να τα πουλούν ή μισοτιμής ή και χαμηλότερα στους φτωχούς πελάτες τους.

Με βάση αυτό:

δεν θα ήταν πιο σωστό η 2η σημασία να μεταβληθεί σε κάτι του στυλ:

β. Μίξη υπολειμμάτων διάφορων ποτών (συνηθέστερα κρασιών);

Έτσι όπως είναι γραμμένο δίνεται η εντύπωση ότι το βιδάνιο είναι οι τελευταίες γουλιές σ’ ένα αλκοολούχο ποτό…

Δεν ήταν μόνο των Ελλήνων ταβερνιάρηδων συνήθεια, αυτό. Αναφέρεται παραστατικότατα και στο «Δρόμο με τις φάμπρικες» του Στάινμπεκ: φουκαράς περιθωριακός που μάζευε τα σερβίτσια των πελατών ενός μπαρ, έφερνε και ένα κουβά στον οποίο άδειαζε τα ποτήρια. Μετά το κλείσιμο του μπαρ, στηνόταν γλέντι με το περιεχόμενο του κουβά.

Το δικό μου μυαλό πάντως, Κώστα, διαβάζοντας αυτή την περιγραφή αμέσως πήγε στην περιγραφή του Στάινμπεκ.

Όπως το ξέρω, είναι αυτό ακριβώς που γράφει η Ελένη. Η εντύπωση ότι πρόκειται για τις τελευταίες γουλιές είναι ορθή. (Εννοούμε βέβαια τις τελευταίες γουλιές που άφησε κάποιος στο ποτήρι του: όσο συνεχίζει να πίνει, ό,τι υπάρχει στο ποτήρι δε θεωρείται βιδάνιο. Η λέξη «απόπιομα» που έγραψε η Ελένη είναι ακριβώς το αντίστοιχο του «αποφάγια».)

Ο ταβερνιάρης τα βιδάνια μπορεί να τα πετάξει, ή να τα μαζέψει και να τα ξανασερβίρει. Αν τα μαζέψει, μπορεί να προκύψει εκείνο το άθλιο μίγμα, μπορεί όμως και όχι, αν το μαγαζί έχει ένα μόνο είδος κρασιού. (Οπότε και πάλι άθλιο θα είναι, αλλά όχι μίγμα!) Όλα αυτά έρχονται μετά. Από τη στιγμή που μένουν μερικές γουλιές κρασί σ’ ένα ποτήρι που πλέον δε χρησιμοποιείται από κανέναν, χαρακτηρίζονται βιδάνιο όποια κι αν είναι η μετέπειτα τύχη τους.

Κι αν κάποιος αρχίσει τη γύρα σ’ όλα τα άδεια τραπέζια και πίνει ό,τι έχει απομείνει στα ποτήρια, πάλι βιδάνια πίνει.

Πάντως θα συμφωνούσα με το:

Δεν ξέρω αν το έχω ακούσει για άλλα ποτά. (Αλλά βέβαια, όταν φτάσεις σ’ αυτό το σημείο, μάλλον δε σε νοιάζει αν είναι κρασί ή άλλο ποτό ή όλα μαζί…)

:102::247:

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 17:29 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 17:28 —

Να συμπληρώσω ότι, μεταφορικά, βιδάνιο λέγεται και το κανονικό κρασί που απλώς είναι άθλιας ποιότητας. Δεν ξέρω όμως αν αυτή η έννοια έχει χρησιμοποιηθεί σε ρεμπέτικα.

Τη λέξη “βιδάνιο / βιδάνι”,
με την έννοια του “αποπιόματος” τη συναντάμε και στον "Επαγγελματία με το Γρ. Ασίκη, 1932

“…Κι όταν σε βλέπουν πως μεθάς,
σου βάζουνε βιδάνι…”

Αλλά (περίπου με την ίδια σημασία, του περισσεύματος και εδώ) και στην καντάδα [b]“Οι Μεθυσμένοι” / “Εγώ το πίνω και το λέω”[/b](Τ. Μωραϊτίνη - Ερμ. Πόγγη)

“…βιδάνιο ήταν τα φιλάκια σου
που μου’ δινες προχτές…”

Η λέξη χρησιμοποιείται και στο ακυκλοφόρητο τραγούδι του Γιάννη Τατασόπουλου “Θα σου δώσω τα παπούτσια σου στο χέρι”, μέρος του οποίου ακούγεται στην ταινία “Δυο κοθώνια στο ναυτικό” (1952):

“Δεν γουστάρω, βρε μικρή, να με κεράσεις με βιδάνιο, φιλιά και αγκαλιά”

Επίσης, έχω την εντύπωση ότι υπάρχει τραγούδι με τον Νταλγκά όπου ακούγεται η λέξη “βιδάνιο”. Δεν παίρνω όρκο όμως, μπορεί να κάνω λάθος.

Φαίνεται πως τελικά είναι κι αυτό (οι τελευταίες γουλιές, όχι κατ’ ανάγκην που έχουν απομείνει, όπως υποστήριξα πριν μερικά μηνύματα, αλλά και αυτές που τις πίνει κανείς ακόμη). Το πέτυχα στο διήγημα «Τα κόκκινα λουστρίνια» της Ειρήνης Μάρρα, 1990, σε συμφραζόμενο τόσο μακριά από το ρεμπέτικο τραγούδι ώστε να διδάσκεται στη Λογοτεχνία Α’ Γυμνασίου!

Το κείμενο λέει:

Όλα τού φαίνονταν σκιές. Σκιά τα κρεβάτια με τʼ αδέρφια που μαλώνανε για τα μαξιλάρια. Σκιά ο πατέρας που ρουφούσε το βιδάνι στο ποτήρι του.

Και εν υποσημειώσει:

*βιδάνι: ό,τι απομένει μέσα στο ποτήρι από το ποτό, απόπιομα

Το ερμήνευμα είναι αυτό ακριβώς που είχαμε πει, αλλά μιας και η σκηνή εκτυλίσσεται σε σπίτι (επομένως δεν πρόκειται για την περίπτωση του ταβερνιάρη που μαζεύει τα βιδάνια και τα ξανασερβίρει) καταλαβαίνουμε ότι εδώ δεν εννοείται απόπιομα (ποτό που έχει απομείνει στο ποτήρι αφού το παρατήσεις) αλλά απλώς για τις τελευταίες γουλιές. Αν δηλαδή δεν ήταν ποτό αλλά φαί δε θα έλεγε «αποφάγια» αλλά «τέλειωνε τη μερίδα του».

Να σημειώσω ότι, για μένα τουλάχιστον, εδώ επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά η μορφή βιδάνι που δεν την είχα ξανασυναντήσει.

Και πάλι για το βιδάνιο:

Στο Γλωσσάρι βλέπω: «[ΕΤΥΜ. ‹ ιταλ. quatagno]». Αυτό προφέρεται «κουατάνιο» που απέχει πολύ από το «βιδάνιο», στο δε λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη βλέπω «[ίσως βεν. vadagno]», που είναι αρκετά πιο κοντινό, παρόλο που και πάλι έχουμε μια αλλαγή «βα» > «βι» (κι ίσως σ’ αυτό να οφείλεται το «ίσως»). Σε άλλες λέξεις από β+φωνήεν έχουμε ετυμολογία από κάποια βενετσιάνικη λέξη από v+φωνήεν, που η αντίστοιχη στα ιταλικά είναι με gu+φωνήεν, π.χ. βάρδα < βενετ. varda που στα ιταλικά είναι guarda. Οπότε, μήπως:
α) Το ιταλικό quatagno είναι τυπογραφικό λάθος αντί guadagno?
β) Η προέλευση της ελληνικής λέξης είναι μάλλον από τα βενετσιάνικα κι όχι από τα ιταλικά;


[Προσθ. αργότερα]

Άλλα λεξικά:

[ul]
[li]Μπαμπινιώτης, ετυμολογικό: δεν το έχει.[/li][li]Μπαμπινιώτης, ερμηνευτικό: < ιταλ. guadagno «κέρδος».[/li][li]Χρηστικό Ακαδημίας: όλως περιέργως, επίσης δεν το έχει. Παράλειψη: πρόκειται για λέξη της κοινής σημερινής νεοελληνικής, ούτε σε κάποιο ειδικό λεξιλόγιο ανήκει ούτε σε περασμένες εποχές.[/li][li]Βικιλεξικό: συμφωνεί με τον Μπαμπινιώτη.[/li][/ul]Υποθέτοντας ότι το βενετσιάνικο vadagno που δίνει το Λεξικό 30φυλλίδη είναι η ίδια λέξη με το ιταλικό guadagno που δίνει ο Μπ., θεωρώ πιθανότερο να προήλθε όντως το ελληνικό βιδάνιο από αυτή τη λέξη, στη βενετσιάνικη όμως μορφή της βέβαια και όχι την ιταλική.

Άρα η αρχική σημασία της λέξης είναι κέρδος, οπότε, στο Γλωσσάρι, ορθώς προηγείται το ερμήνευμα «Τα ποσοστά από τα κέρδη χαρτοπαιξίας που έχει το δικαίωμα να κρατάει η χαρτοπαιχτική λέσχη ή το καφενείο, αλλιώς γκανιότα» και έπεται το άλλο με το ποτό. Ναι μεν το πρώτο είναι ειδική χαρτοπαικτική αργκό ενώ το δεύτερο κοινή λέξη, ωστόσο, καταπώς φαίνεται, η δεύτερη σημασία (απόπιομα) προήλθε συνεκδοχικά από την πρώτη, και μάλλον στη συνέχεια διαδόθηκε και ξέφυγε από τα στενά όρια ειδικών κύκλων και εισχώρησε στο κοινό λεξιλόγιο.

[Πάντως συνδυάζοντας το «ίσως» στην ετυμολογία του 30φ με την απουσία του λήμματος από το Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη, καταλαβαίνω ότι πρέπει να αιωρούνται ακόμη κάποιες αμφιβολίες γι’ αυτή την ευλογοφανή ετυμολογία.]

Για τα Βιδάνια έχουμε και αυτό το δημοσίευμα από την Βραδυνή στις 4/2/1936.

Βιδάνια ν΄αφίνετε
χαμένα δεν θα πάνε…
“Πάλι με χρόνια με καιρούς
Πάλι δικά σας θάναι!”

Αν η ανάγνωση δυσκολεύει μπορείτε να το διαβάσετε εδώ http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=39716&seg (φύλλο 242 πάνω δεξιά).

Ούτε παραγγελία να είχαμε το παρακάτω κείμενο που επιβεβαιώνει τα γραφόμενα της Ελένης.

Ο Αλεξαντριανός συντάκτης διαμαρτύρεται, γιατί πηγαίνοντας σε κάποια ταβέρνα μαζί με την παρέα του, τους βάλανε να πιουν βιδάνια.

Να πως περιγράφει την επίσκεψη της παρέας στην ταβέρνα. Το κείμενο προέρχεται από την σατυρική εφημερίδα “Ο ΕΡΩΣ” του 1883.

Όμως τέσσερις (4) μέρες μετά, στην ίδια εφημερίδα, ο συντάκτης φαίνεται να “κάνει πίσω” στην καταγγελία του, μετά τα παράπονα τριών οινοπωλών ότι οι ίδιοι δεν μαζεύουν τα υπολείμματα των ποτών για να τα δώσουν στους πελάτες τους.

1 «Μου αρέσει»