Rembetiko: Τέτος Δημητριάδης - Basil Fomeen

“Μόνο εκεί που λέει για τα χαβανέζικα εκπλήσσομαι. Αφού υπήρχε τουλάχιστον ένα ελληνικό συγκρότημα με χαβάγιες (τα Άσπρα Πουλιά του Μπέζου), είναι εύλογο ότι το είδος θα είχε επιτυχία, αλλά παραμένει γεγονός που αγνοούσα”

Κι όμως Περικλή, θα σου πω ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 υπήρχε στην περιοχή των συνόρων της Ηλιούπολης με το Μπραχάμι σχεδόν πάνω στην Βουλιαγμένης, ταβερνάκι που είχε δίδυμο με χαβάγιες. Το θυμάμαι γιατί πηγαίναμε αρκετά συχνά όσο ήμουν μικρός. Το είδος αυτό βέβαια γενικά είχε χαθεί από την μουσική σκηνή. Απλά το αναφέρω γιατί όσο και να προσπαθώ δεν μπορώ να θυμηθώ τα ονόματα, ούτε της ταβέρνας ούτε μουσικών. Ίσως κάποιος άλλος που ήξερε την περιοχή να θυμάται κάτι περισσότερο. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήταν κοντά στα “Μπακαλιαράκια” μια πιο γνωστή ταβέρνα της περιοχής.

Η πρώτη ετικέτα, σύμφωνα με το sealabs, στην οποία αναγράφεται ο όρος “Αρχοντορεμπέτικο”.

Μιλάμε για το τραγούδι του Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκάς) “ΚΑΣΤΑΝΗ” από την Γαλλική εταιρεία δίσκων PATHE.

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1929.

rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων ΚΑΣΤΑΝΗ

Το τραγούδι, όπως το παραπάνω ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1929.

rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων ΜΑΓΚΑΣ
PATHE%2080039%20%CE%91%20%CE%A1%CE%95%CE%9C%CE%A0%CE%95%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%9F

Τέλος στο νήμα Το Αρχοντορεμπέτικο σημειώνεται από τον χρήστη frank ότι ο όρος “Αρχοντορεμπέτικο” είναι πιο παλιός και συγκεκριμένα του 1925 στην ετικέτα του τραγουδιού “Η Ξελογιάστρα” με τον Τέτο Δημητριάδη για λογαριασμό της Αμερικάνικης Columbia.

Στην συγκεκριμένη ετικέτα δεν υπάρχει ο όρος “Αρχοντορεμπέτικο”.

1 «Μου αρέσει»

Για του λόγου το αληθές.

1 «Μου αρέσει»

Μου κάνει εντύπωση να τον χαρακτηρίζει τενόρο. Βαρύτονο θα τον έλεγα.

Παρεμπιπτόντως, πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες φωνές της εποχής. Τον ανακαλύπτω τώρα, κι έχω πάθει πλάκα! Ήξερα αρκετά τραγούδια του, αλλά χωρίς να έχω πολυπαρατηρήσει ποιος τραγουδάει. Τώρα, με αφορμή τη μεγαλειώδη εκτέλεση του Τζιβαέρι-Μανέ που βρήκα τις προάλλες, είπα να τον ψάξω λίγο παραπάνω.

Ανήκει στη χορεία των μεσοπολεμικών τραγουδιστών - πολυεργαλείων (ελαφρά, επιθεωρησιακά, ρεμπέτικα, δημοτικά, σμυρναίικα…), μαζί με Παπαγκίκα, Νταλγκά, Κατσαρό κ.ά. Μεγάλη ερμηνευτική ευελιξία: μπορεί να μην τα λέει όλα «αυθεντικά», αλλά σίγουρα τα λέει όλα καλά και σίγουρα όχι όλα με τον ίδιο ισοπεδωτικό τρόπο. Απίστευτος μάστορας, σ’ ό,τι κι αν πει βγάζει μια ζεστή, πλούσια φωνή που γεμίζει τον χώρο χωρίς να διακρίνεται καμία ιδιαίτερη προσπάθεια γι’ αυτό, και χωρίς επίδειξη. Επιπλέον, φαίνεται πως είχε την τάση να συνεργάζεται με εξαιρετικές ορχήστρες. Πρωτοπορία στο έθνικ - φιούζιον που συνέβαινε τότε στην Αμερική, με μερικές εντυπωσιακές επανεκτελέσεις-διασκευές όπως λ.χ. της Μαρίκας της Δασκάλας.

Όποιος δεν τον ξέρει, προτείνεται ενθέρμως. Όποιος πάλι τον ξέρει καλά, ας προτείνει μερικά. Υπάρχει άραγε δίσκος που να συγκεντρώνει αντιπροσωπευτικές ηχογραφήσεις του;

Εγώ, μάλλον για τενόρο τον κατατάσσω αλλά, δεν θα σκάσουμε… Ακούγοντας κι εγώ με προσοχή το Τζιβαέρι του συμφωνώ, καλλιεργημένη φωνή και πολύ προσεκτική ερμηνεία. Διαφαίνεται σαφέστατα όμως η μεγαλοαστική «προϋπηρεσία» και, κυρίως, ε, Νταλγκάς δεν είναι, ό,τι και να κάνουμε. Συμφωνώ όμως και στο ότι ό,τι και να του δώσεις, θα το διεκπεραιώσει άψογα, κάτι που δεν το είχαν όλοι οι τότε εμπλακέντες στη δισκογραφία. Δίσκος / άλμπουμ με τίτλο «Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του Τ. Δ.» ή παρεμφερή όχι, δεν υπήρξε.

Κι όμως, Νίκο, να σου πω ότι εμένα τείνει να μ’ αρέσει περισσότερο από τον Νταλγκά;

Σίγουρα το τι αρέσει στον καθένα δεν είναι και το πιο γόνιμο θέμα συζήτησης - περί ορέξεως κολοκυθόπιττα. Βρίσκω όμως ότι ο Νταλγκάς, που έχει πολύ πιο ενιαίο ύφος ερμηνείας σε όλα τα είδη που έχει τραγουδήσει, κάνει πολλή «φασαρία». Σ’ εκείνον, παρά τις απίστευτες φωνητικές ικανότητες, η ένταση της προσπάθειας είναι μονίμως φανερή, ενώ ετούτος (ο Δημητριάδης) τραγουδάει πιο αβίαστα.

Πέραν αυτού κάτι ακόμα -που δεν είναι αξιολογικό αλλά απλή διαπίστωση- είναι ότι ο Δημητριάδης, ενώ μπορεί το τραγούδι του και η γνώση του να μην έχουν το βάθος κάποιων Σμυρνιών και Κ’πολιτών, είχε μεγαλύτρη ετοιμότητα ν’ αφομοιώνει καινούργια πράγματα, απ’ αυτά που κυκλοφορούσαν γύρω του στην Αμερική. Ενώ άλλοι μάς συνδέουν καλύτερα με το παρελθόν, ο Δημητριάδης ήταν πιο κοντά στο εντελώς καινούργιο παρόν και το (τότε) μέλλον.

Δεν ξέρω ποιοι άλλοι Ελληνοαμερικάνοι το είχαν αυτό. Η Παπαγκίκα όχι, ο Κατσαρός ίσως κατά κάποιο τρόπο αλλά ήταν τελείως σούι γκένερις, ο Πιπεράκης δε θα 'λεγα, οι καθαυτού παραδοσιακοί τραγουδιστές της Αμερικής σίγουρα όχι. Λίγο μεταγενέστερα ίσως ο Γκαντίνης, αλλά μου φαίνεται ότι στα δικά του τα χρόνια κάτι τέτοιο ήταν πιο εύκολο.

Καταλαβαίνω απόλυτα αυτό που λες, Περικλή, κι ας προτιμώ την τέχνη (και τη φασαρία, πακέτο πάνε…) του Νταλγκά. Ο Δ. έμαθε από μικρός, στην κοινωνία όπου μεγάλωσε, ότι «οι καθωσπρέπει άνθρωποι δεν κάνουν φασαρία!». Όσο για την ικανότητα προσαρμογής στο καινούργιο, εκεί βεβαίως είναι, κυριολεκτικά, άπιαστος. Δεν συγκρίνεται ούτε με τους «Αμερικάνους» αλλά ούτε και με τους «Αθηναίους» σύγχρονούς του, που πράγματι ο καθένας τους είχε ένα προσωπικό στιλ, που περιόριζε και το ρεπερτόριο και τις δυνατότητες υπέρβασης των μέχρι τότε γνωστών και αποδεκτών ορίων. Και σε όλα τούτα, βεβαίως, προσετίθετο και η άλλη του διάσταση, που ίσως περισσότερο χρόνο αφιέρωνε σ’ αυτήν παρά στο τραγούδι: το μάνατζμεντ της ελληνόφωνης αγοράς μιάς εταιρίας – μεγαθηρίου, ένας συνδυασμός που κανείς άλλος ποτέ δεν τόλμησε να δοκιμάσει.

Έτυχε να βρω εδώ:


ότι ο Τέτος Δημητριάδης έπαιξε στην “Γροθιά του Σακάτη” του 1930 την πρώτη ταινία “ομιλούσα ελληνικά”. Εκτός από τον ρόλο του Γιώργου (του ανέμελου αδερφού), που παίζει τραγουδά και δυο τραγούδια. Το “¨Έλα να νιώσεις”:


και το “Ζωή τρελλή.” :

Το ενδιαφέρον για μένα είναι ότι ο Δημητριάδης παρουσιάζει το τραγούδι πριν το πει στο δίσκο.
Επίσης αυτοχαρακτηρίζεται τενόρος.

2 «Μου αρέσει»

Ο σπάνιος αυτός δίσκος, ανήκει στο μέλος της σελίδας μας @tasosaigaleo

V%2059171%20A

2 «Μου αρέσει»

Να διορθώσω τον εαυτό μου λέγοντας ότι το τραγούδι “Καστανή” είναι του Μενέλαου Μιχαηλίδη και όχι του Νταλγκά.

Περνάω στη δεύτερη προπολεμική ετικέτα που κυκλοφόρησε στην Ελληνική αγορά, στην οποία βλέπουμε τον όρο “Αρχοντορεμπέτικο”.

Αναφέρομαι στο τραγούδι “Αρχόντισσα” του Ιάκωβου Μοντανάρη, με τον Κώστα Ρούκουνα στα φωνητικά. Ηχογραφήθηκε το 1931 για την Columbia.

rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ

WG-153 DG-113

Το 1951, ο Γιώργος Μητσάκης έγραψε τραγούδι με τον τίτλο “Αρχοντορεμπέτισσα”, με την Ρένα Ντάλια, τον Γιάννη Τατασόπουλο και τον ίδιο τον συνθέτη στα φωνητικά.

rebetiko.sealabs.net - Αρχική Συζητήσεων ΑΡΧΟΝΤΟΡΕΜΠΕΤΙΣΣΑ

3 «Μου αρέσει»

Είναι αξιοπρόσεκτο πως ο Τέτος Δημητριάδης (1) μαζί με το Basil Fomeen πρωταγωνίστησαν στη δεύτερη φωνητική και ταυτόχρονα πρώτη μουσική ταινία που προβλήθηκε στις ΗΠΑ, στις 13/4/1930 και στη συνέχεια στην Ελλάδα, στις 12/5/1930, στο «Αττικόν», στην Αθήνα.
Πρόκειται για την ταινία «Μια πρόβα στα γρήγορα», σε παραγωγή της Orthophonic Picture Corporation
Διαβάζουμε: "Μια πρόβα στα γρήγορα»
Η δεύτερη φωνητική ταινία, που και στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα προβλήθηκε μαζί με τη «Γροθιά του σακάτη», ήταν το «Μια πρόβα στα γρήγορα», κόπια της οποίας φέρεται να σώζεται στο αρχείο του Ja¬cob’s Pillow Dance Festival. Σύμφωνα με τον κατάλογο του Jacob’s Pillow, στην εισαγωγική καρτέλα αναγράφεται στα ελληνικά: «Η Orthophonic Picture Corporation της Νέας Υόρκης παρουσιάζει τον Τέτο Δημητριάδη στο πρώτο ελληνικό φωνο-κινηματογραφικό κωμικό σκετς, Μια Πρόβα Στα Γρήγορα».

Σε γενικές γραμμές, η στοιχειώδης ιστορία της ταινίας είχε ως εξής:
Δύο πρόσωπα εμφανίζονται: ο ακορντεονίστας Βασίλης Φομέν και ο Τέτος Δημητριάδης. Στην αρχή, ο Τέτος εξασκεί τη φωνή του προβάροντας Ριγκολέτο.(δηλαδή έκανε απλά «Α… α… α…»). Έρχεται όμως ο Βασίλης και του λέει «Πάμε! Πάμε!». «Γιατί και πού να πάμε;» «Ξέχασες ότι έχουμε πρόβα σήμερα;».
Σε κάποια στιγμή ο Τέτος ανησυχεί: «Πειράζει που τα ελληνικά μου δεν είναι πολύ καλά;», για να του απαντήσει ο Βασίλης, «Μην ανησυχείς… κανείς ηθοποιός στο Ελληνικό Θέατρο δεν ξέρει τα ελληνικά του». Αργότερα φέρονται να γκρεμίζουν τον «τοίχο» της οθόνης:
Βασίλης: «Πού είναι το κοινό;»
Τέτος: «Δεν το βλέπεις; Να το κοινό»
Βασίλης: «Πού… τρελάθηκες;»
Στη σύντομη διάρκεια της ταινίας ακούγεται ένα φοξ τροτ (2) ως μουσικό χαλί κατά παραγγελία, ενώ ο Τέτος Δημητριάδης ερμηνεύει δύο τραγουδάκια και… η ταινία κλείνει με την ατάκα του Τέτου: «Ωραία! Ωραία! Έφτιαξες μια μεγάλη επιτυχία. Πάμε».
Τη μουσική συνέθεσαν ο Ι. Σκίζας και ο Βασίλης Φομέν, ενώ τους στίχους έγραψαν από κοινού ο Όκαρ (εννοείται προφανώς ο Ορφέας Καραβίας) και ο Δημητριάδης. Το φιλμάκι αυτό θα προβαλλόταν αρκετές φορές σε κινηματογράφους της Αλεξάνδρειας συνοδεύοντας διάφορες ελληνικές ταινίες τα επόμενα χρόνια (π.χ. την ηχητική έκδοση του «Έρως και κύματα» το Νοέμβριο του 1936).

  1. Ο Τέτος Δημητριάδης είχε πρωταγωνιστήσει, στις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες, και στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα – όχι αυτή τη φορά με συμμετοχή του Fomeen - στην πρώτη ομιλούσα ταινία που είχε τίτλο «Η γροθιά του Σακάτη».
  2. Φοξ τροτ είναι και αυτό που αναζητούμε σ’ αυτήν εδώ την ανάρτηση, με τίτλο «Rembetiko".
    Ή συνέθεσαν οι δυο τους [Τ.Δ. και B. F.] δυο τραγούδια στον ίδιο ρυθμό ή πρόκειται για το ίδιο τραγούδι!
    Ούτως ή άλλως, με ένα χρόνο διαφορά παρουσιάστηκαν, αυτό της ταινίας το 1929 και το «Rembetiko” που αναζητούμε, το 1930.

[Οι πληροφορίες από εδώ: http://protestainies.blogspot.com/2016/02/blog-post_67.html]

5 «Μου αρέσει»

για το ίδιο θέμα (ετικέτες με αναφορά στη λεξη Ρεμπέτικο),
εγραψε και ο Νίκος Ορδουλίδης στα Νεα, τον Μάιο 2022.

επικολλώ το άρθρο, να υπάρχει και εδω.

<< # Πότε ξεκινά η ετικέτα του «ρεμπέτικου»

Μία νέα σειρά με μύθους, παραναγνώσεις και λεπτομερειεςγια την ιστορία της ελληνόφωνης μουσικής και της μουσικολογίας

Συχνά, στο γλωσσάρι των ρεμπετόφιλων ο όρος «ρεμπέτικο» ταυτίζεται με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Στις σχετικές συζητήσεις εφαρμόζεται ένα ιδιότυπο «αυθεντικόμετρο», το οποίο μετράει το ύφος εκτέλεσης, τα όργανα που χρησιμοποιούνται, τη φόρμα σύνθεσης κ.λπ. Μάλιστα, το εν λόγω «αυθεντικόμετρο» εφαρμόζεται τόσο σε σύγχρονες εκτελέσεις παλαιότερων έργων, όσο και σε ιστορικές εκτελέσεις, έτσι όπως αυτές διασώθηκαν στην ιστορική δισκογραφία.

«Είναι το τραγούδι τάδε ρεμπέτικο; Ηταν ο τάδε συνθέτης ρεμπέτης; Παίζει ο τάδε μουσικός σήμερα τα τραγούδια με ρεμπέτικο τρόπο;»

Το ρεμπέτικο έχει ταυτιστεί με τον Πειραιά, και σημαία του αποτελεί το μπουζούκι. Για πολλούς το «αυθεντικό ρεμπέτικο» το συναντάμε σε καταγώγια και η στιχουργική του θεματολογία και τεχνουργική είναι επίσης προκαθορισμένες. Και φυσικά, όταν η συζήτηση έρχεται γύρω από τις προσωπικότητες-κλειδιά, τότε αναμφισβήτητα ο Μάρκος Βαμβακάρης λογίζεται ως ο «Πατριάρχης» του είδους. Από την άλλη, συχνά στη δημόσια σφαίρα αναφέρεται και η σχολή του «σμυρναίικου ρεμπέτικου», είτε ως μια κατηγοριοποίηση του είδους, είτε ως ο πρόδρομός του.

Και όμως, η ιστορική δισκογραφία, δηλαδή τα δισκάκια που ξεκίνησαν να ηχογραφούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα σε όλον τον κόσμο, με πρωτόγονο εξοπλισμό και τεχνικές, φανερώνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως ουδέποτε υπήρξε εθνικό αρχείο ήχου ή μια επίσημη βάση δεδομένων, που να περιέχουν αρχειακό υλικό, τεκμήρια και καταλόγους, σχετιζόμενα με την, τεράστια σε όγκο, ιστορική δισκογραφία του ελληνόφωνου κόσμου. Ετσι, ήταν αδύνατο να προκύψει κάποια συνολική μελέτη, μιας και ανέκαθεν η συλλογή ιστορικών δίσκων έμοιαζε, στα μάτια των περισσότερων, κάτι σαν χόμπι. Αντιθέτως, οι ελάχιστοι άνθρωποι οι οποίοι συνέλεγαν δίσκους, κατάφεραν να διασώσουν ένα πολύ σοβαρό κομμάτι της πολιτιστικής ιστορίας των τόπων όπου έζησαν ελληνόφωνοι μουσικοί.

Η έρευνα σε αυτά τα τεκμήρια της ιστορικής δισκογραφίας φανερώνει πως ο όρος «ρεμπέτικο» ξεκινάει να τυπώνεται στις ετικέτες των δίσκων περίπου το 1912, σε ελληνικές ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Μέχρι στιγμής, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 80 ηχογραφήματα, στην ετικέτα των οποίων αναγράφεται ο όρος. Δύο είναι τα εντυπωσιακά στοιχεία: αφενός, οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1910, του 1920 και του 1930 (Φωτογραφίες δεξιά). Ο Βαμβακάρης ξεκινάει να ηχογραφεί στην Αθήνα το 1933. Αρα, δεν μπορεί να ταυτιστεί, εύκολα και αποκλειστικά, η δική του δισκογραφική καριέρα με τον όρο. Τουναντίον, η λέξη «ρεμπέτικο» αρχίζει και εξαφανίζεται από τις ετικέτες, μετά το 1933. Αφετέρου, μια ακρόαση των μουσικών έργων που χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα ως «ρεμπέτικα» ξαφνιάζει. Κανένα από αυτά τα ηχογραφήματα δεν περιέχει μπουζούκι. Επιπλέον, ένα κομμάτι των μουσικών έργων δεν «κοιτάζει» στα ανατολικά. Τους συνθέτες, τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες ορισμένων από αυτών, δε, σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε «ρεμπέτες».

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΝΟΗΣΗ. Συνολικά, τα μέχρι τώρα ευρήματα αφορούν ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα, στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο όρος εμφανίζεται στην ετικέτα μιας επανέκδοσης ενός δίσκου, και όχι στην πρώτη έκδοσή του. Εδώ, θα πρέπει να σημειωθεί πως τα πορίσματα που προκύπτουν από την έρευνα στην ιστορική δισκογραφία συχνά δεν ταιριάζουν με αυτά που προέρχονται από τη βιβλιογραφία. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη όλων των διαθέσιμων πηγών μπορεί να οδηγήσει στην αποκρυστάλλωση της εικόνας. Φαίνεται, πάντως, πως η μαζικότητα του όρου οφείλεται μάλλον σε επινόηση της δισκογραφίας, της πρώιμης αυτής βιομηχανίας του ήχου, της οποίας οι αποφάσεις καθόρισαν πολλές φορές τις εξελίξεις, σχετικά με το ιστορικό αυτό ρεπερτόριο και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έφτασε στα αφτιά μας.

Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο όρος «αρχοντορεμπέτικο», ο οποίος εμφανίζεται και αυτός στις ετικέτες των ιστορικών δίσκων. Μπορεί κάποιος/κάποια να επισκεφτεί την ιστοσελίδα του Αρχείου της οικογένειας Κουνάδη και να δει αναλυτικά τα ευρήματα, χρησιμοποιώντας στην αναζήτηση τη φράση «ρεμπέτικο στην ετικέτα». Ευχαριστούμε θερμά το Αρχείο, τους Παναγιώτη και Λεονάρδο Κουνάδη, για την παραχώρηση των φωτογραφιών των ετικετών.

Ο Νίκος Ορδουλίδης είναι μουσικολόγος, επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Εκτός άλλων έχει γράψει: το «Η δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη» (Ιανός, 2014), «Η εποχή του ρεμπέτικου: το λαϊκό πιάνο» (Πριγκηπέσσα, 2018). Από τις εκδ. Bloomsbury Academic έχει κυκλοφορήσει το «Musical nationalism, despotism and scholarly interventions in Greek popular music» (2021.>>

ΥΓ
εδω υπάρχουν πολλές ετικέτες, οπου αναγράφεται η λέξις “Ρεμπετικο”.
το είδος της μουσικής φόρμας του καθενός δίσκου, είναι όμως διαφορετικό.

https://vmrebetiko.gr/search/?fmid=f&ss=ρεμπέτικο+&st=&ft[]=19&fd[]=190&fd[]=191&fd[]=192&fd[]=193&fd[]=194&sa=