Παριαναίικος. Βίντεο από το ΚΕΠΕΜ

Πρόσφατα έπεσα σε βίντεο με ένα σιφνέικο σκοπό, τον Παριαναίικο από το ΚΕΠΕΜ. Το συνοδευτικό κείμενο στο βίντεο λέει ότι η εκτέλεση στηρίχθηκε στο αρχείο του Σίμωνα Καρά και σε άλλες εκτελέσεις. Ο Παριανέικος περιέχεται στην έκδοση με τη συλλογή τραγούδια των Κυκλάδων του Καρά (αρχές δεκαετίας του 70). Δεν γνωρίζω αν το ΚΕΠΕΜ έχει και άλλες από το αρχείο του Καρά πέρα από αυτή. Στη συλλογή, βιολί παίζει ο Αντώνης Κόμης-Μουγάδης, λαούτο, ο Λευτέρης Λουκατάρης και τραγουδάει ο Γιώργης Καμπουράκης.
Στο νέο βίντεο του ΚΕΠΕΜ έχω τις εξής παρατηρήσεις.

  1. Το βιολί πλησιάζει το σιφνέικο ηχόχρωμα. Δεν το θεωρώ ζήτημα ζωής και θανάτου που δεν το πιάνει ακριβώς. Ο σκοπός έχει διάφορα τσακίσματα και πάρτες (δεν ξέρω τους κατάλληλους μουσικούς όρους). Υπάρχει μια μουσική φράση που παίζανε οι παλιοί βιολιτζήδες στον Παριανέικο και λείπει από το βίντεο του ΚΕΠΕΜ. Στην έκδοση του Καρά αυτή η φράση ακούγεται στο 20:48-20:53 και 21:49-21:53. Από όσους βιολιτζήδες έχω εμπειρία, παλιούς και νέους, ζωντανά ή ηχογραφημένα, η πιο δυνατή απόδοση της φράσης είναι αυτή του Μουγάδη. Αναδεικνύεται καλύτερα σε άλλες περιστάσεις και όχι σε αυτή τη συλλογής του Καρά.
  2. Οι τραγουδίστριες αποδίδουν σωστά το χρώμα. Αλήθεια, δοκιμάστηκαν αντρικές φωνές; Εδώ τώρα γίνεται το εξής. Ο Παριανέικος (όπως και μερικοί άλλοι σκοποί στη Σίφνο) τραγουδιούνται κατά ημιστίχιο. Πριν να ειπωθεί το τελευταίο ημιστίχιο επαναλαμβάνεται το δεύτερο. Εδώ, παίρνοντας την εκτέλεση του Καμπουρακιού, λένε το "αμάν, αμάν, αμάνι" πριν το τέταρτο ημιστίχιο. Ο τρόπος αυτός όμως είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Οπότε στο πρώτο δίστιχο η κατάληξη θα έπρεπε να είναι "που τα βουνά δροσιάζουν, και δεν αναστενάζουν"* Παρομοίως και για τα υπόλοιπα. Η συνήθεια αυτή έχει συζητηθεί εδώ. Τα υπόλοιπα στιχάκια που τραγουδιούνται δεν τα έχω ακούσει σε σιφνέικα γλέντια αλλά δεν έχει σημασία. Ταιριάζουν απόλυτα στο πνεύμα του σκοπού.
  3. Ενώ το τέμπο του σκοπού είναι το σωστό ("ούτε πολύ αργά, ούτε πολύ γρήγορα"), δεν μπορώ να πω ότι το λαούτο επιτυγχάνει να αναπαραγάγει το σιφνέικο παίξιμο. Είμαι άσχετος από όργανα. Έκανα πριν 35 χρόνια μάθημα σιφνέικου λαούτου με τον φίλο μου Στρατή Συρίγο (τώρα παπάς στη Σίφνο) για ένα δίμηνο και την πενιά στο σιφνέικο συρτό την ψιλοέμαθα. Καμιά φορά που πιάνω κάνα λαούτο βλέπω ότι δεν την έχω ξεχάσει. Μου κάνει εντύπωση που δεν μπορεί να αποδοθεί εδώ. Στο βίντεο αυτό που στο βιολί είναι ο παπά Στρατής και στο λαούτο ο Απόστολος Ραφελέτος, η πενιά ακούγεται ξεκάθαρα.

Ο Παριανέκος είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς σιφνέικους σκοπούς αν και το πιθανότερο προήλθε από αλλού (ίσως, από την …Πάρο). Μερικά στοιχεία από τη μελωδία του ανιχνεύουμε σε ηχογραφήσεις του 1916 στην Αμερική από τον Ρουμανοεβραίο τσεμπαλίστα Joseph Moskowitz (στο 00:54 του αρχείου).

Με τον Παριανέικο έχουν συνδεθεί κάποια στιχάκια και αυτό κάνει μερικούς να ονομάζουν το σκοπό με βάση τους στίχους αυτούς (π.χ. "Καμένα χρόνια και καιροί"). Λάθος. Πολλές, δε, φορές στον Παριανέικο λέγονται και αυτοσχέδια, όπως στο βίντεο με τον παπά Στρατή. Συνήθως, στο σκοπό αυτό λέγονται στιχάκια με σοβαρή θεματολογία αν και δεν λείπουν τα εύθυμα.

Τώρα σε αποχαιρετώ κι όσο που ζω και στέκω
δεν θα ξεχάσω τη λυριά, σκοπό τον Παριανέκο

Το δίστιχο είναι από επικήδεια στιχάκια που έγραψε ένας Σιφνιός, ο Βασ. Γεωργούλης (Παταρόλος), για το θάνατο του Μουγάδη (2/1998). Και πράγματι, ο μέγιστος ερμηνευτής του Παριανέικου ήταν ο Μουγάδης. Από τους σύγχρονους μη Σιφνιούς οργανοπαίκτες, αυτός που αναβιώνει πετυχημένα τον Μουγάδη είναι ο Κώστας Κίκιλης

*Ο Καμπουράκης λέει, ιδιωματικά, "αν ε στενάζουν". Δεν πειράζει που στο βίντεο λένε "αν α στενάζουν"

Νομίζω ότι η κριτική σου Γιάννη είναι κατά μέσον όρο άκρως επαινετική. Μπράβο τους που την πέτυχαν! Κι εμένα, που δεν είμαι βέβαια τόσο σχετικός, επίσης μου άρεσε, και ιδιαίτερα το βιολί που έχει σε αρκετά μεγάλο βαθμό το χρώμα που επιδιώκει. Για το λαούτο, ντάξει, είναι εντελώς ιδιόρρυθμη και δυσκολομίμητη η σιφναίικη αίσθηση του ρυθμού.

Λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αυτό το μερακλήδικο «αμάν αμάν αμάνι ρα-». (Ρα = η πρώτη συλλαβή του ημιστιχίου που ακολουθεί, που όταν έρθει η ώρα του η συλλαβή ξαναλέγεται, «ραγίζεται η καρδιά μου»). Και αλλού η κάθε τραγουδίστρια δε λέει το ίδιο σημείο του σκοπού (Α με Γ ή Β με Δ) με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σ’ ό,τι αφορά το μοίρασμα των συλλαβών στον χρόνο, και μάλιστα τουλάχιστον δύο φορές άκουσα και έξτρα μέτρα στην παύση-ανάσα της φωνής. Αυτές είναι μικρολεπτομέρειες που τις κάνουν οι πραγματικοί μερακλήδες.

Η λεπτομερής απόδοση των διαστηματικών μικροδιαφορών (η τρίτη του ραστ που χαμηλώνει και κάπου εγγίζει το μινόρε), ενώ στο βιολί δείχνει μαστοριά και δίνει πλούτο, στις φωνές νομίζω ότι συνιστά υπερβολή, ή μάλλον ότι απαιτεί τόση συγκέντρωση για να την πετύχεις ώστε αφαιρεί λίγο από το νεύρο της ερμηνείας.

Γενικώς εύγε και καλή συνέχεια.

Υ.Γ. Όλες οι λεπτομέρειες που τόνισα είναι αυτές ακριβώς που κατά γενικότατο αν όχι απόλυτο κανόνα λείπουν από τις «αστικές επανεκτελέσεις». Η προσέγγισή σας δίνει ένα νέο πνεύμα σ’ αυτό το είδος προσπάθειας, και τείνει να αποδείξει κάτι που από παλιά πίστευα: ότι μπορεί κανείς να τα πει σωστά και χωρίς να είναι ντόπιος!

Πώς θα μπορέσουμε κι εμείς να δούμε το σχετικό βίντεο;

Αγαπητοί φίλοι, δεν είχα προσέξει ότι είχε ανοίξει τέτοιο θέμα και εξεπλάγην ευχάριστα, καθώς είμαι ο δάσκαλος του εργαστηρίου τραγουδιού του ΚΕΠΕΜ!!! Ο Παριαναίικος ήταν για μένα και τους μαθητές μία πρόκληση! Τη χρονιά πέρσι την αφιέρωσα στις Κυκλάδες και ο Παριαναίικος ήταν το πιο απαιτητικό κομμάτι που επέλεξα να διδάξω στην ομάδα.

Χαίρομαι πάρα πολύ για τα σχόλια σε σχέση με το χρώμα και πόσο το πλησιάσαμε. Αυτό που προσπάθησα (και που κάνω σε κάθε τραγούδι από όπου κι αν προέρχεται) ήταν να διδάξω διαφορετικές παραλλαγές φωνητικών στολιδιών σε όλους τους μαθητές και μετά να τους αφήσω ελεύθερους να συνθέσουν τη δική τους παραλλαγή, σύμφωνα με το γούστο και την έμπνευση της στιγμής. Το αποτέλεσμα κατά τη δική μου γνώμη είναι πολύ καλό, δεδομένου ότι πρόκειται για μαθήτριες 1 ή 2 ετών στο εργαστήρι, που αγωνίστηκαν πολύ φιλότιμα να πιάσουν την τεχνική αλλά και την αίσθηση του κομματιού, το οποίο και κατάφεραν πιστεύω σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό, αλλά όχι βέβαια απόλυτα.

Βιολί παίζει ο Βασίλης Μοροσίδης, ο οποίος πολύ φιλότιμα προσπάθησε να πιάσει το ύφος του νησιού. Στο λαούτο προφανώς μου λείπει κι εμένα η αντίστοιχη γνώση, με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να κατευθύνω περισσότερο επιτυχημένα τον λαουτιέρη.

Από εκείνη την ηχογράφηση που έγινε τον περασμένο Ιούνιο μέσα στο ΚΕΠΕΜ από εμάς, υπάρχουν ακόμα 3 τραγούδια. Είναι από την Κύθνο το Οι φίλοι όταν σμίξουνε, από τη Νάξο η Παλιά απεραθίτικη πατινάδα και από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής Του ναύτη η μάνα με γκάιντα. Και τα τρία τραγούδια διδάχθηκαν με την παραπάνω λογική πατώντας πάνω σε παλιές ηχογραφήσεις και σε παραλλαγές από λίγο έως πολύ άγνωστες. Για τα κομμάτια όπου τραγουδάει ομάδα ήταν συνειδητή επιδίωξή μας η αποφυγή της ομοιομορφίας. Στις ηχογραφήσεις αυτές τραγούδησαν όλοι οι μαθητές της χρονιάς, ανεξαρτήτως επιπέδου και φωνητικής ικανότητας. Θέλω να πω πως δεν είναι ηχογραφήσεις ενός σχήματος έτοιμου, αλλά ενός τμήματος τραγουδιού.

Δημήτρης Μαντζούρης

1 «Μου αρέσει»

Μπράβο και προσωπικά, Δημήτρη.

Κι αυτή είναι ωραιότατη. Για το βιολί και το λαούτο ισχύει ό,τι και για το σιφναίικο.

Έχω όμως την εντύπωση ότι κάποιο τσαλίμι που μάλλον θα υπάρχει στην ηχογράφηση αναφοράς το έχετε εκλάβει σαν στάνταρ στοιχείο της μελωδίας - συγκεκριμένα, στο τέλος του τρίτου ημιστιχίου, τράβηγμα τελευταίας συλλαβής. Έτσι, η ομαδική αντιφωνία μάλλον είναι τελικά πιο ομοιόμορφη απ’ όσο επιδιώκατε.

Ερώτηση:

Το να επαναλαμβάνει ο ένας το κοτσάκι-τσάκισμα ανάποδα, και μετά η παρέα ολόκληρο το εκφώνημά του, δηλαδή το κοτσάκι και «σωστά» και ανάποδα, είναι τεκμηριωμένη πρακτική;


Προσθήκη:

Στα σημαντικά προτερήματα των ηχογραφήσεών σας, και η μεγάλη διάρκεια.

Μπράβο κι από μένα σε όλους / όλες, πολύ καλή προσπάθεια!

Μία απορία: το «ρεφρέν» του πρώτου στίχου, εκείνο με το ντάρι ντάρι, είναι καταγεγραμμένο; Ρωτάω γιατί η Κληρονόμου στο LP του Απεραθίτικου Συλλόγου (track No. 1), ούτε μία φορά δεν χρησιμοποιεί ρεφρεν με ντάρι ντάρι. Και μία παρατήρηση, αφού με ευχαρίστηση βλέπω ότι προσπαθείτε να κρατήσετε την απεραθίτικη εκφορά του λόγου: στο στιχάκι «Ήθελα να σε ΄ντάμωνα, να σού ΄λεγα πουλί μου» ένας παλιός Απεραθίτης θα έλεε «να σού ΄λε ΄α πουλί μου».

Εδώ, αν και μη ντόπιος, μπορώ να πώ με βεβαιότητα ότι ναι, είναι τεκμηριωμένη η πρακτική αυτή. Και η Κληρονόμου, γνωστή για την εμμονή της στην παράδοση, έτσι τα τραγουδάει, και εγώ ο ίδιος, επισκέπτης πριν καμμιά 40ριά χρόνια στο νησί, έμαθα από ταξιτζή (που με υπερηφάνεια δήλωσε «Απεραθίτης») πώς εκφέρεται το κοτσάκι, θυμάμαι μάλιστα και το παράδειγμα που μου έφερε: «Δυό ματάκια μελαγχολικά είν’ η ζωή μου όλη», που γίνεται την πρώτη φορά Δυό ματάκια μελαγχόλι / Κά είν’ η ζωή μου όλη και τη δεύτερη Κά είν’ η ζωή μου όλη / δυό ματάκια μελαγχόλι.

Νίκο, εδώ, η Μαρία Ξεφτέρη παραθέτει παραδείγματα με παλιούς οργανοπαίκτες όπου, πράγματι ακούγεται το ντάρι ντάρι.

Σχετικά με την προφορά, υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα. Π.χ. το “ρ” το λένε κάπως περίεργα οι Απειρανθίτες (και το “λ”). Το ερώτημα είναι τι επιδιώκεται με τις ηχογραφήσεις αυτές. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τόσο κρίσιμο να αποδοθούν 100% όλες οι λεπτομέρειες ενός τοπικού σκοπού.

Να επαναλάβω μια ερώτηση προς το Δημήτρη που έθεσα στο αρχικό μήνυμα. Δοκιμάσανε αντρικές φωνές στον Παριανέικο; Το ρωτάω αυτό γιατί στα σιφνέικα γλέντια, στη συντριπτική πλειοψηφία τραγουδάνε άντρες και αρκετά σπάνια γυναίκες (εξαίρεση, η συχωρεμένη Μαρία Ξανθάκη). Πάντως, έχω ακούσει παριανέικο από γυναικεία σιφνέικη φωνή και η παρούσα εκτέλεση είναι αρκετά κοντά.

γιάννη, δυστυχώς το κουμπί της αναπαραγωγής δεν ανταποκρίνεται. Οι στίχοι όμως παρατίθενται και αυτό, εμένα μου αρκεί. Ευχαριστώ πολύ! Συμφωνώ πάντως μαζί σου και πάντοτε τονίζω ότι ο ξένος, όσο και να προσπαθήσει, ποτέ δεν θα προφέρει την άγνωστη σ’ αυτόν εκφορά 100 % σωστά.
(προσωπικά πάντως, έχω συλλέξει αρκετά εύσημα στη Σίφνο, τα περισσότερα όταν η παραμονή μου εκεί ξεπέρναγε τις δυό βδομάδες….)

Περικλή, να σου πω την αλήθεια μου το θεώρησα αυτονόητο ότι έτσι γίνεται με το κοτσάκι, καθώς μου φαίνεται πιο φυσιολογικό και πιο κανονικό στην ελληνική παράδοση να επαναλαμβάνεται αυτό ειπώθηκε από τον πρώτο στην ίδια ακριβώς μορφή. Δηλαδή το κοτσάκι έχει δύο (ελαφρώς) διαφορετικές μελωδικές φράσεις. Στην πρώτη λέγεται κανονικά το κοτσάκι και στη δεύτερη ανάποδα. Μου φαίνεται περίεργο να επαναλαμβάνει η ομάδα το κοτσάκι ανάποδα στη δεύτερη μελωδική φράση, ενόσω ο πρώτος το έχει πει πάνω στην πρώτη μελωδική φράση. Ωστόσο όλα αυτά είναι δική μου εντύπωση. Δεν φαντάστηκα καν ότι θα μπορούσε να γίνεται αλλιώς. Επομένως αν κανείς ξέρει από Νάξο, θα ήμουν υπόχρεως να μάθω κι εγώ αν τελικά το είπαμε σωστά…

Το “Ντάρι, ντάρι” το τραγουδάει ο παλιός βιολιστής της Απειράνθου Σταμάτης Μπαρδάνης. Επίσης το έχω βρει στο αρχείο του Καρά ως στιχάκι ταχταρίσματος της Πάρου ακριβώς στη μορφή που είναι γνωστό:

Ντάρι, ντάρι, ντάρι, ντάρι,
στο γιαλό πετούν οι γλάροι.

Όλοι τον έμαθαν εξίσου τον σκοπό μέσα στο τμήμα. Κι οι άντρες τον τραγουδούσαν και οι κοπέλες. Απλά επέλεξα να τον πούνε κοπέλες τον σκοπό, γιατί ήθελα το βιολί να παίξει εκεί ψηλά και οι άντρες στο άνω Ρε δεν υπάρχει περίπτωση να βγουν.

Ε, άμα δε σκούξεις, ποιο τοπικό χρώμα; :slight_smile:

Στο άνω Ρε δεν σκούζει ο σημερινός άντρας. Αλαλάζει, αν το μπορεί κι αυτό… Μέγα πρόβλημα.

Φαντάζομαι, χωρίς το ημιστίχιο “… να τα παίζαμε, μακάρι”.

Ναι. Ακριβώς έτσι όπως το έγραψα. Μόνο αυτό.

1 «Μου αρέσει»

Η ερώτησή μου δεν ήταν προβοκατόρικη. Ωστόσο, μετά την τελευταία φράση της απάντησης έριξα μια ματιά και βρήκα αυτό:

Η Πατινάδα, ηχογραφημένη με σκέτες φωνές, επιτόπια καταγραφή Δ. Νοτόπουλου στ’ Απεράθου γύρω στο 1950-κάτι. Παρατηρούμε ότι:

α) Δεν έχει σε κάθε στροφή τσάκισμα (δηλ. δεν έχει κοτσάκι μετά από κάθε τραγούδι).
β) Όταν έχει, δεν το λέει ο ίδιος που είπε και το κυρίως δίστιχο. Επίσης, υπάρχει μία τάση να μπαίνουν και οι υπόλοιποι και να σιγοντάρουν, αντί να περιμένουν κανονικά τη σειρά τους στην επανάληψη. Στα κυρίως δίστιχα αυτό δε γίνεται καθόλου.
γ) Ο ένας λέει το κοτσάκι μόνο «σωστά», και η αντιφωνική επανάληψη το λέει και πάλι «σωστά» - το «ανάποδο» δεν ακούγεται πουθενά.
δ) Η μελωδία του τσακίσματος δεν είναι ακριβώς η ίδια μ’ αυτήν που ξέρουμε και που τραγουδάει η ομάδα του ΚΕΠΕΜ, είναι μία παραλλαγή που ολοκληρώνεται -με οριστική κατάληξη στην τονική- αφού το κοτσάκι τραγουδηθεί μία φορά. Επομένως, σύμφωνα με το σκεπτικό του Δημήτρη, είναι λογικό ότι από κει και μετά αρχίζει η επανάληψη, η οποία είναι ακριβής (ξανά «σωστά» και όχι «ανάποδα»).

Σχόλια στα παραπάνω σημεία:

α) Προφανώς, ο σκοπός «κανονικά» περιλαμβάνει μεν τσάκισμα με κοτσάκι, αλλά όχι υποχρεωτικά.
β) Και πάλι, προφανώς «κανονικά» το κοτσάκι το λέει ο ίδιος που είπε το τραγούδι (το κυρίως δίστιχο) καιτο λέει μόνος του, αλλά ούτε κι αυτό είναι αυστηρά υποχρεωτικά. Εφόσον αυτός που τελικά το είπε διάλεξε κάποιο γνωστό και δημοφιλές κοτσάκι, μερικοί από την παρέα μεράκλωσαν και ένωσαν τις φωνές τους μαζί του, αλλά όχι τόσο ζωηρά και τόσο πολλοί μαζί όπως στην επανάληψη.
γ) Δεδομένης της δομής της μελωδίας, έπραξαν το αναμενόμενο.
δ) Η μελωδία του τσακίσματος δεν είναι μεν ακριβώς η γνωστή, ωστόσο σε άλλη ηχογράφηση της ίδιας σειράς ακούμε και τη γνωστή. Εκεί ο τραγουδιστής το κάνει όπως σήμερα, δηλαδή πρώτα σωστά και μετά ανάποδα. Η ηχογράφηση συνοδεύεται από όργανα αλλά όχι από ομάδα που να επαναλαμβάνει. Αν υπήρχε ομάδα, δεν ξέρουμε τι θα έκανε.

Ο Νοτόπουλος έγραψε κι άλλους σκοπούς. Μερικοί είναι κοτσάτοι, δηλαδή όχι με 15σύλλαβα δίστιχα (τραγούδια) ως κύρια και 8σύλλαβα (κοτσάκια) ως τσακίσματα, αλλά μόνο με 8σύλλαβα. Εκεί ο ένας λέει μία φορά το κοτσάκι του (σε μελωδία που ολοκληρώνεται εκεί) και η ομάδα επαναλαμβάνει ανάποδα.

Εκτός από έναν σκοπό που παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον:

Είναι ουσιαστικά η μελωδία του τσακίσματος της Πατινάδας, η σημερινή (αυτή που λένε και οι Κεπεμίτες), αλλά στο τέλος της πρώτης εκφώνησης του κοτσακιού κάνει οριστική κατάληξη στην τονική, όχι μετέωρη στην 3η (δηλαδή είναι ολόκληρη σαν το δεύτερο μισό της σημερινής μελωδίας). Και πάλι, ο ένας το λέει μια φορά σωστά κι η ομάδα το επαναλαμβάνει ανάποδα.

Συμπέρασμα:

Δε διαθέτουμε ηχογράφηση με ακριβώς τα ίδια δεδομένα σαν αυτήν του ΚΕΠΕΜ, και δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα.

Μια διόρθωση:

Δεν είναι καν παραλλαγή. Είναι άλλη μελωδία.

Λοιπόν. Επιφυλάσσομαι να κοιτάξω και το αρχείο του Καρά, γιατί θυμάμαι ότι έχει ηχογραφήσεις του σκοπού, που θυμάμαι ότι μοιάζουν με αυτή την ηχογράφηση του Νοτόπουλου από πλευράς ταχύτητας και μελωδίας. Μάλιστα μου είχε κάνει εντύπωση, γιατί στην εκδοχή αυτή η πατινάδα αυτή ταυτίζεται με τον σκοπό της καντάδας από τον Πύργο της Σαντορίνης.

Το ερώτημα που προκύπτει εδώ, πέραν της μορφής του τσακίσματος που μάλλον χρειάζεται ερώτημα σε παλιόν Απεραθίτη, είναι αν συνυπάρχει με αυτή την μορφή και η άλλη η αργή, η γνωστή δηλαδή από την ηχογράφηση της Κληρονόμου ή είναι κάτι νεότερο, στα πλαίσια της σύγχρονης αργής εκτέλεσης πολλών κυκλαδίτικων σκοπών.

Η δική μας ηχογράφηση πάτησε πάντως πάνω σε αυτή την πανέμορφη παλιά ηχογράφηση, όπου παίζει και τραγουδάει ο Σταμάτης Μπαρδάνης (1915-1969).

Μα δεν την κατάλαβα ως τέτοια. Ίσα ίσα γέννησε και σε μένα την απορία.

Ξέχασα να αναφέρω ότι υπάρχει κάποια επιφύλαξη ως προς την ταχύτητα:

Η αρχική ψηφιοποίηση της μπομπίνας του Νοτόπουλου παίζει λίγο πιο γρήγορα (και συνακόλουθα πιο ψηλά). Κάποιος φίλος μου που του το έδωσα έκρινε ότι μάλλον έχει γίνει λάθος με τις στροφές του μαγνητοφώνου και την κατέβασε, χωρίς βέβαια να μπορεί να είναι σίγουρος πόσο ακριβώς κατέβασμα θέλει.

Μα ναι, συνυπάρχει απόλυτα: η άλλη ηχογράφηση που ανέφερα είναι βασικά σαν της Κληρονόμου:

(Παρεμπιπτόντως, δεν είναι σωστό να λέμε «της Κληρονόμου» -προφανώς σε αντιδιαστολή με του Πάριου- τη στιγμή που η ηχογράφηση της Κληρονόμου αποδίδει ακριβώς τον τρόπο που παίζεται και σήμερα, τουλάχιστον στ’ Απεράθου, ο σκοπός. Τον έχω ακούσει αρκετές φορές επιτόπου και ποτέ δεν ήταν στο ντιριντάχτα ύφος του νεονησιώτικου.)

Στην ηχογράφηση του '58 που παραπέμπει ο Δημήτρης (ΚΕΠΕΜ) στο #18 λέει:

Ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι,
να τα παίζαμε μακάρι.
Να τα παίζαμε μακάρι
με αυτό το παλικάρι.

(Και τραγουδάει ένας άντρακλάς μπάσος-μπάσος.)

Είμαι της γενιάς που γνώρισε την εισβολή και κυριαρχία του Πάριου, τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 80. Το "ντάρι ντάρι" ήταν από τα πιο δημοφιλή. Σχεδόν, ταυτόχρονα είχε βγει και ο δίσκος με την Κληρονόμου. Και ενώ στα πάρτυ βάζαμε την πλάκα του Πάριου στα πιο προσωπικά μας, μερακλίδικα και καλά, ακούγαμε τη δεύτερη. Σχετικά, με την απεραθίτικη πατινάδα (και όχι μόνο) νομίζω ότι ενώ υπάρχουν καθορισμένα όρια αυθεντικότητας, δεν πρέπει να υπάρχει μία και μοναδική εκδοχή και υπάρχει μια ποικιλία. Υπάρχει μια κατανομή γύρω από ένα μέσο όρο. Το εύρος της κατανομής διαφέρει ανάλογα την περίπτωση, χωροχρονικά.

Χωρίς να ξέρω τι είναι το “άνω ρε” μπορώ να αντιληφθώ σε ποια σημεία αναφέρεσαι. Άμα, όμως, έχεις σφίξεις μερικά ποτηράκια, αηδόνι γίνεσαι. Λέει ένα τσάκισμα:
Μα τ’ Αη Νηγιά τα νέφη/ αν δε πιω δεν κάνω κέφι.
Πέρα από το κέφι, η διαδικασία βοηθάει στο να ξεπάρει η φωνή. Αυτά, φυσικά, στα γλέντια.

Αυτό, πάντως, το "τραγουδάμε ψηλά", είτε καλό είτε κακό,όπως λέει ο Περικλής, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του σιφνέικου ύφους. Κάπου το είχα δει γραμμένο: "Τραγούδα αψηλά και φόρτωνε χαμηλά" (όπου "φόρτωνε" εννοείται το υποζύγιο). Όταν άκουσα τη φωνή του Γιώργου Κάβουρα, τριάντα πέντε χρόνια και, πριν, μου φαινόταν αρκετά οικεία γιατί μου θύμιζε παλιούς Σιφνιούς. Πράγματι, ο σημερινός άντρας δεν μπορεί να βγει εκεί πάνω όπως οι παλιοί αλλά νομίζω θέλει λίγο εξάσκηση.

Δεν είναι πάντως ο Παριανέικος ο πιο απαιτητικός ως προς τα ψηλά. Εγώ, π.χ. τα (κουτσο)καταφέρνω. Ο πιο δύσκολος είναι ο Σμυρνέικος (η εκδοχή της Πολίτισσας στη Σίφνο). Αυτο το "αμάν, αμάν, ωχ αμάν" δεν πιάνεται το άτιμο.

2 «Μου αρέσει»