Γειά σου γιατρέ μας καλώς όρισες πίσω και καλό χειμώνα
Λοιπόν που λές εγώ δεν είμαι από Κρήτη, αλλά τυχαίνει να με τρελαίνει αυτό το τραγούδι και φυσικά ακόμα περισσότερο όταν το τραγουδάει το αηδόνι της Κρήτης ο Ξυλούρης γι αυτό ταπεινά παραθέτω πως το καταλαβαίνω εγώ, αλλά πολύ θα ήθελα να ακούσω τι θα μας έλεγε ένας Κρητικός οπως σωστά λές, ίσως ο Γιώργος Β. μας απαντήσει.
Υποθέτω πως υπάρχει μόνο μία έκδοση ΄την οποία τραγουδά ο Ξυλούρης και οτι οι στίχοι που έχω είναι ίδιοι με τους δικούς σου.
Παρακάτω οι στίχοι όπως είναι στην έκδοση με την Τσανακλίδου.
"Ηκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
ο κύρης σου μ’ εξόρισε στης ξενιτιάς της στράτα;
Τέσσερις μέρες μοναχά μου’δωκε ν’ ανιμένω
Κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω
και πώς να σ’ αποχωριστώ και πώς θα σου μακρύνω
και πώς θα ζήσω δίχως σου τον ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι ο κύρης σου γρήγορα σε παντρεύγει
Ρηγόπουλο, αφεντόπουλο, σαν είσ’ εσύ, γυρεύει
Και δέ μπορείς ν’ αντισταθής στα θέλουν οι γονιοί σου,
Νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάζει η όρεξή σου.
Μια χάρη, αφέντρα μου, ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
Και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:
την ώρα π’ αρραβωνιαστής, να βαριαναστενάξης
κι όντε σα νύφη στολιστής, σαν παντρεμένη αλλάξης,
ν’ αναδακρυώσης και να πης, «Ρωτόκριτε καημένε,
τα σου 'ταξα ελησμόνησα, τα 'θελες μπλιο δεν έναι».
Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου
λόγιαζε τα 'παθα για σε, να με πονή η καρδιά σου?
και πιάσε και τη ζωγραφιά που ΄ναι στ’ αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που λεγα οπου πολύ σ’ αρέσαν,
και διάβαζέ τα, θώρειε τα κι αναθυμού κι εμένα,
πως μ’ εξορίσανε για σε πολλά μακριά στα ξένα
Κι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε
και τα τραγούδια που 'βγαλα, μες στη φωτιά τα κάψε,
Οπου κι αν πάγω, κι αν βρεθώ και τον καιρό που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδέ ν’ ανατρανίσω
Κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου,
ένα κερί αφτούμενον εκράτουν κι έσβησέ μου.
καλλιά ‘χω εσέ με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου."
Ελεύθερη ερμηνεία και με κατάκωπη προσπάθεια να κρατήσω κάποιο μέτρο!!
“Ακουσες Αρετούσα μου τα νέα τα λυπητερά?
Ο κύρης (πατέρας) σου με εξόρισε
στην ξενητειά με στέλνει.
Τέσσερις μέρες μου έδωσε μόνο να περιμένω
μα ύστερα να ξενιτευτώ, πολύ μακρυά να πάω.
Και πως να σε αποχωριστώ, πως μακρυά να φύγω,
πως δίχως σένανε να ζώ σε αυτή την εξορία?
Μάθε λοιπόν κυρά μου,
πως έφτασε το τέλος μου
στα ξένα θα με θάψουν εκεί είν’ τα κόκκαλά μου.
Ξέρω θέλει ο κύρης σου γρήγορα να σε παντρεύει
με ένα βασιλόπουλο σαν σένα αφεντόπουλο.
Κι ούτε μπορείς ν’αντισταθείς
σ’ότι οι γονείς σου θέλουν,
νικούν, την γνώμη σου αλλάζουν.
Μια χάρη αφέντρα μου ζητώ, μόνο αυτό
κι ύστερα όλος χαρά ας τελειώνω την ζωή μου.
Την ώρα π’αραβωνιάζεσαι βαριά να αναστενάξεις
και νύφη όταν στολίζεσαι κι όταν μετά σαν παντρεμένη αλλάξεις,
τα δάκρυα σου σαν ανέβουνε,
να πείς “καϋμένε Ερωτόκριτε
αυτά που σου’ταξα τα ξέχασα
όσα ήθελες άλλο πια δεν υπάρχουν”
Και κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην καμαρά σου
να θυμάσαι αυτά που έπαθα για σέ
και να πονά η καρδιά σου.
και πιάσε και τη ζωγραφιά που είναι στο συρτάρι
και τα τραγούδια που 'λεγα εκείνα που σ’αρέσαν
και διάβαζέ τα, κοίτα τα και μένα να θυμάσαι
που μ’εξορίσανε για σέ πολύ μακρυά στα ξένα.
Κι όταν σου πούν πως πέθανα
λυπήσουμε και κλάψε
και τα τραγούδια που 'βγαλα μέσ’στη φωτιά να κάψεις.
Μα όπου κι αν πάω, όπου βρεθώ
κι όσο καιρό θα ζήσω, σου τάζω (υπόσχομαι, ορκίζομαι) άλλη να μη 'δώ, μήτε τα πάνω μου να πάρω.
Θα ορκιστώ ο κακότυχος πως δε σ’είδα ποτέ μου
σαν ένα κερί ήσουν που κράταγα και έσβησέ μου
γιατί είναι προτιμότερο για σένα να πεθάνω
παρά άλλη νά’χω και να ζώ,
γιατί για σένα εγενήθηκε στον κόσμο το κορμί μου”.
(Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/ην Μαργιάννα 17 Σεπτέμβριος, 2005)
(Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/ην Μαργιάννα 17 Σεπτέμβριος, 2005)