«Το Μποχώρι».
Σμυρναίικο ζεϊμπέκικο του περασμένου αιώνα, καταγράφεται σε αρκετά φυλλάδια και, σύμφωνα με την παράδοση, αφορά περιστατικό που λαμβάνει χώρα γύρω στα 1880, σε πλοίο της γραμμής Σμύρνης - Μπουρνόβα, είτε, κατ’ άλλη εκδοχή, Κωνσταντινούπολης - Πειραιά.
Μια ομάδα μικροαπατεώνων από αυτές που συστηματικά λυμαίνονται τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, «στήνουν μηχανή» στον αφελή Εβραίο συνταξιδιώτη τους Μποχώρη -πιθανότατα εξελληνισμός του εβραϊκού ονόματος Μποχώρ- και του παίρνουν στα ζάρια ή με άλλο τρόπο είτε τα λεφτά του είτε το ζουνάρι, ακόμα και την γυναίκα του. Σύμφωνα με το λεξικό Ελευθερουδάκη, το γεγονός συμβαίνει στην Καβάλα, με θύμα έναν Εβραίο νταβατζή. Απο τις 29 έως τις 31 Ιουλίου 1905 η Ακρόπολις δημοσιεύει σε συνέχειες ημιτελές ρεπορτάζ με τίτλο «Μια νύχτα μετά των χασισοποτών». Ένας συντάκτης της εφημερίδας και ένας αστυνομικός, οι οποίοι για ευνόητους λόγους διατηρούν την ανωνυμία, παρακολουθούν μεταμφιεσμένοι τα συμβαίνοντα σε μια σπηλιά-τεκέ της περιοχής του θησείου, οπού μεταξύ άλλων οι θαμώνες τραγουδούν εν χορώ άσμα, το οποίο έχει σαν ρεφρέν ένα δίστιχο της ιστορίας του Μποχώρη:
«Σαν το καλάμι τ’ άργιλε είναι η γάμπα σου, καλέ.
Τι σου 'κανα κυρ Διαφθυντά πον μας τη φέρνεις τακτικά.
Να 'ρθει ο Γιάννης από πέρα, τράγκα, τρονγκα τα μαχαίρια.
Και επγιάσαν το Μποχώρι και του πήραν το ρολόι».
Χαρακτηριστική η σαρκαστική προσφώνηση του διευθυντή στην γλώσσα της φυλακής, συναντάται και στην δισκογραφία, για παράδειγμα στο ζεϊμπέκικο του Κώστα Τζόβενου «Βρε μάγκες δυο στην φυλακή» (1935), με την Ρίτα Αμπατζή. Καθως το τραγούδι «Μποχώρι» παίζεται στα πάλκα και αργότερα στις αίθουσες φωνοληψίας, αλλάζουν οι τοποθεσίες, το όνομα του συμπαθούς απατημένου και διανθίζεται ολοένα στο συγκεκριμένο περιστατικό, προστίθενται και άλλα τετράστιχα, άσχετα με το θέμα. Υπάρχει σε πέντε έως τώρα εντοπισθείσες εκτελέσεις με Λευτέρη Μενεμενλή, Γιώργο Βιδάλη, Μαρίκα Παπαγκίκα, Γιωργο θεολογίτη - Κατσαρό και Αντώνη Διαμαντίδη - Νταλγκά. Μάλλον προηγείται ο Λευτέρης Μενεμενλής, ο οποίος το δισκογραφεί (1925) στην Αθήνα με τους παρακάτω στίχους:
άιντε του καημένον του Μποχώρη του τη σκάσαν στο βαπόρι,
άιντε και του πήραν πεντακόσια, όλο λίρες κι όλο γρόσα
άιντε του καημένου του Βαγγέλη του τη σκάσαν στην Πεντέλη
άιντε και του πήραν τα ζωνάρια, άντε και το 'βαλαν στα ποδάρια.
- Γεια σου Μενεμενλή μου, γεια σου!
- Να ζήσουν τα καλά παιδιά!
- Εβίβα, εβίβα, παιδιά!
Έλα να 'σαι, να 'σαι, να 'σαι, να 'σαι,
άιντε να σου στρώνω να κοιμάσαι…
Ο Γιώργος Βιδάλης ηχογραφεί (1927) σε αργό ζεϊμπέκικο «Το Μποχώρι» με ορχήστρα, αποτελούμενη, πλην του βιολιού του Δ. Σέμση, από σαντούρι και κιθάρα. Ένα από τα πολλά άσματα, όπως άλλωστε και η εκτέλεση του Μενεμενλή, όπου τα χαρούμενα επιφωνήματα του τραγουδιστή, που ακούγονται σε κάθε στροφή, είναι μια ακόμα αναπαράσταση της διάχυτης ατμόσφαιρας γλεντιού στα παλιά πάλκα και εν μέρει και στις πρώτες ηχογραφήσεις:
Άιντε του καημένου τον Μποχώρη, άιντε του τη σκάσαν ατό βαπόρι και του πήραν τη Μποχώρα από πάνω απ’ τη βαπόρα
Άιντε του καημένου του Σωτήρη, άιντε του τη σκάσαν στο γεφυρι και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
Άιντε από κάτω απ’ το ραδίκι, άιντε κάθονται όνο πιτσιρίκοι, το ‘να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρουνε τσιγάρο
Οι στίχοι της «αμερικανικής» ηχογράφησης (Ιούλιος του 1929) στην Νέα Υόρκη, με την Μ. Παπαγκίκα και ορχήστρα από κλαρίνο, βιολί, σαντούρι και ξυλόφωνο, έχουν ως εξής:
Άιντε τον καημένου του Μποχώρη
του τη σκάσαν στο παπόρι
και του πήραν πεντακόσια.
όλο λίρες κι όλο γρόσα
άιντε τον καημένο τον Μποχώρη,
τον τυλίξανε στην πλώρη
και του πήρανε στο ζάρι,
άιντε, το καινούριο του ζουνάρι
άιντε τον Μποχώρη τον έμπλεξαν
στα στενά και του τις βρέξαν
και του κάναν τον γκιουλέκα,
άιντε και του πήραν κι άλλα δέκα
άιντε το ‘να μήλο, τ’ άλλο ρόιδο,
του τη σκάσαν σαν κορόιδο
και του πήραν τα ψιλά του,
άιντε και τον στείλαν στη δουλειά του
Το 1932 ο Κώστας Δούοας, από τους μοναχικούς ομογενείς τροβαδούρους της Αμερικής, παίζοντας στην κιθάρα και τραγουδώντας μια μουσική και στιχουργική παραλλαγή του «Μανόλη του χασικλή», του Γιάννη Δραγάτση - Ογδοντάκη, με τίτλο «Μανωλά-κης ο χασικλής» «κολλά» και στίχους του Μποχώρη:
… Του καημένου του Μανώλη του τη στήσαν ατό παπόρι και του πήραν εκατό από μέσα απ’ το παλτό
Σε μια ακόμα μουσική παραλλαγή, ηχογραφημένη το 1920 ή στις 13 Ιανουαρίου 1928 στην Αμερική, με τίτλο «Μας τη σκασανε», όπου στο ιδιότυπο κιθαριστικό και φωνητικό ύφος του Γ. Κατσαρού συγχωνεύονται μουσικές φράσεις και από άλλες αδέσποτες μελοοδίες, όπως «Μανταλενα», «Το χασίσι», «Χθες το βράδυ στου Καρίπη», η ιστορία του Μποχώρη δίνει την θέση της στους εξίσου παμπάλαιους δημοτικούς στίχους:
Άντε το ‘να μήλο, τ’ άλλο ρόιδο,
άντε μας τη σκάσανε, κορόιδο,
άντε το ‘να μήλο, τ’ άλλο αχλάδι,
άντε μας τη σκάσαν ψες το βράδυ.
άντε από κάτω από το κεπαρίσσι,
άντε κάθονται δύο πιτσιρίκοι,
άντε το ‘να πόδι απάνω στ’ άλλο,
άντε και φουμάρουνε τσιγάρο.
άντε ν’ ποθάνεις, ν’ ποθάνεις, ν’ ποθάνεις,
άντε με τα νάζια που μου κάνεις,
άντε δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω,
άντε και στο μάτι σον γυαλί καρφί θα μπαίνω.
άντε να ποθάνεις, να ποθάνεις σ’ ένα μήνα,
άντε να μας βάλουν σ’ ένα μνήμα.
άντε να ποθάνεις, να ποθάνεις, να ποθάνεις, βρε,
άντε να μας βάλονν σ’ έναν ʼδη
Ορισμένοι από τους παραπάνω στίχους συναρτώνται με άλλη, στον χασάπικο ρυθμό, παραδοσιακή μελωδία της Μικράς Ασίας και ηχογραφούνται (1925) με τίτλο «Άιντε να πεθάνεις», τραγουδιστή τον Γιώργο Βιδάλη και ορχήστρα από βιολί (Δ. Σέμσης), σαντούρι, και ούτι. Προηγείται η δισκογράφηση της Αμερικής (1922) με τον Τέτο Δημητριάδη. Οι στίχοι της εκτέλεσης Βιδάλη:
Άιντε να πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις με το νάζι, με τα νάζια πον μου κάνεις.
Άιντε όεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω και ατό μάτι σον γναλίκαρφί θα μπαίνω.
Άιντε να πεθάνεις, να πεθάνεις, βρε μπαγάσα, να μας βάλουν, να μας βάλουν σε μια κάσα.
Άιντε να πεθάνεις, να πεθάνεις μες στις «μπίρες» να σε κλαίνε, να σε κλαιν’ οι ξωντοχήρες.
Άιντε να πεθάνεις, να πεθάνεις στα σοκάκια, να σε κλαίνε, να σε κλαιν’ τα κοριτσάκια
Μια στιχουργική παραλλαγή σε πιο αλέγκρο ρυθμό χρησιμοποιεί στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Μ. Βαμβακάρης στο τραγούδι «Να πεθάνεις», το οποίο ερμηνεύει με, την Άντζελα Γκρέκα.
Το πόσο δημοφιλής είναι η ιστορία του Μποχώρη πιστοποιείται και από το ότι στο τραγούδι του
Β. Παπάζογλου «Μαρίκα χασικλού» ηχογραφημένο (1934), με τον Κ. Ρούκουνα, αναφέρεται και το τετράστιχο:
Πας Μαρίκα στους τεκέόες
και φουμάρεις αργελέόες
κι όταν πας στο Γκαζοχώρι,
τους χορεύεις, καλέ μου, το Μποχώρι
«Ο Μποχώρης» δισκογραφείται περίπου το 1965, με τον Πρόδρομο Μουτάφογλου - Τσαουσάκη στις 45 στροφές και επανατυπωνεται το 1975 στις 33, δυστυχώς το ιδιοποιείται ένας από την παρέα του «ρεμπέτικου» ο Στέλιος Χρυσίνης, ο οποίος γνωρίζει από πρώτο χέρι την παραδοσιακή καταγωγή του.
Υπάρχουν και άλλες σύγχρονες εκτελέσεις, όπως για παράδειγμα της Σωτηρίας Μπέλλου, με τίτλο «Βρε Μποχώρη μου», με πολύ κατώτερης ποιότητας μουσική και στιχουργική παραλλαγή του αρχικού άσματος. Στην ετικέτα του δίσκου των 33 στροφών και αυτό το κομμάτι φέρει ένα από τα ψευδώνυμα τα οποία χρησιμοποιεί για να καρποϋται τα ελάχιστα ποσοστά γνωστός αρουραίος της εγχώριας δισκογραφίας. Οι στίχοι:
Άιντε βρε Μποχώρη μον, κορόιδο,
τα 'κανες και πάλι ρόιδο,
με τα ζάρια οι τρακαδόροι
σου τη σκάσανε Μποχώρη.
Βρε Μποχώρη, βάλε γνώση,
να σου μείνει κάνα γρόσι…
Αντιγράφω από το βιβλίο του Ηλία Βολιώτη Καπετανάκη:
Αδέσποτες μελωδίες Νέα σύνορα ΑΑ Λιβάνη