Μπορεί να 'ναι κι έτσι. Υπάρχει κι η άλλη περίπτωση όμως, όπως την έχω δει σήμερα (γιατί να μην ίσχυε και τότε;). Ότι ένα συγκρότημα, που αντικειμενικά δεν μπορεί να ξεφύγει από το χρώμα του προς άλλα χρώματα, σου παίζει παρά ταύτα -όπως μπορεί- το αγαπημένο σου τραγούδι, και πάλι ευχαριστημένος είσαι.
Στα περισσότερα πανηγύρια σήμερα θ’ ακουστεί κάποια στιγμή το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, ο Πότε Βούδας ή η Πριγκιπέσσα του Μάλαμα. Μπορεί με ζουρνά και νταούλι, μπορεί με λύρα και λαούτο, μπορεί με κεμεντζέ και αρμόνιο.
Οι μπάντες της Μακεδονίας, όταν παίζουν σε χωριά με σύμμικτο πληθυσμό (όπως είναι τα περισσότερα στη Μακεδονία) παίζουν και θρωκιώτικα, και ποντιακά, και τσαμικοειδή. Αγνώριστα μεν, αλλά ο ντόπιος σιγά σιγά τα μαθαίνει κι έτσι, αρκεί να χορεύονται.
Η ορχήστρα Παπαγκίκα έπαιζε (κρίνοντας από τις ηχογραφήσεις) πολλά ρεμπέτικα, ορισμένα εντελώς φυλακομπαγλαμαδίσιας αισθητικής, αλλά όχι με μπαγλαμάδες, με τα όργανα που διέθετε. Εκεί ταιριάζει αυτό που λες, Βασίλη:
Αλλά, ας πούμε, στην Μανταλένα, αν δε με απατά η μνήμη μου, έχει κάπου ένα περίεργο ψαγμένο μπάσο που προχωράει ανάποδα από την κυρίως μελωδία. Ε, στο Αβυσσηνέζικο που δεν έχει και λόγια κάνουν τέτοια πειράγματα σε μεγαλύτερο βαθμό. Πού να βάλεις το όριο μεταξύ απλής προσαρμογής και σκόπιμης διασκευής;
Άσε που ο μάγκας ο φυλακόβιος, με τον χειροποίητο σκαφτό μπαγλαμά αλλά και με τα ντόλαρς της παραγγελιάς, μπορεί και να ένιωθε αυτό που ένιωσαν οι βοσκοί των Κυκλάδων όταν άκουσαν τα τραγούδια της τσαμπούνας να τα παίζει ο Κονιτόπουλος και ο Πάριος:
-Α ρε μεγαλεία!