Ταμπουράδες και πρώιμα μπουζούκια - Πηγές πληροφοριών

Γιάννη, νομίζω ότι απλά μέτρησε τους μπερντέδες (πιθανολογώ ότι δεν υπήρχαν τάστα) και δεν ήταν, νομίζω, τόσο ενήμερος ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει φθόγγους κλίμακας (= notes), πολύ περισσότερο που μάλλον θα υπήρχαν και υποδιαιρέσεις των τόνων μικρότερες από ημιτόνιο. Εκείνο που με προβληματίζει είναι το “prettily inlaid”: τέτοια τεχνική προϋποθέτει επαγγελματία μάστορα και μάλιστα, επί τούτου ειδικευμένο σε μαρκετερί. Άρα, μάλλον όργανο αγοραστό από Πειραιά ή Σμύρνη!

Πάντως το τραγούδι των νεαρών ήταν μάλλον δημοτικό, όχι αστικό. Αυτό το “σαρανταπέντε Κυριακές κι εξήντα δύο Τρίτες” (νομίζω εξηνταδυό Δευτέρες θα ήταν πιθανότερο) κάπου με παραπέμπει, εκτός φυσικά από την προφανή συγγένεια με τους “σαρανταπέντε μάστορους κι εξήντα μαθητάδες”.

Το Ερηνάκι και ΠατινάδαΔια κλειδοκύμβαλον. Υπό Α. Σάιλλερ, επιθεωρητού των στρατιωτικών μουσικών εν Ελλάδι.

Ε, τον κύριο Σάϊλερ… Μπράβο του βέβαια που ασχολήθηκε και με δημοτικά και πατινάδες αλλά, πρώτον, όπως φανταζόμουνα, η πέμπτη στο “σ’ αγαπώ μα τι μπορώ να πώ” είναι καθαρή και όχι ελαττωμένη. Δεύτερον, το κομμάτι είναι επτάσημο, καλαματιανός, όχι τρίσημο. Και τρίτον, δεν περιλαμβάνονται τα λόγια.

Πώς πάει το υπόλοιπο στιχάκι;

Ευχαριστώ!

Αυτό το “Σαν δεν ήξευρες να βράσης μακαρόνια” θυμίζει το

“Σαν δεν ήξευρες” , παραδοσιακό, πιθανότατα, που πέρασε στο όνομά του ο Τούντας και ηχογράφησε το 1936, με την Καρύβαλη, αν δεν κάνω λάθος, με στίχους:

[i]" Σαν δεν ήξερες να ψήσεις μπακαλιάρο
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα, με κολάρο.

Σαν δεν ήξερες να ψήσεις μελιτζάνες
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα με πιτζάμες.

Σαν δεν ήξερες να ψήσεις φασολάδα,
κορόιδο, τι τον ήθελες τον άντρα με βελάδα [/i]… κ.λπ."

Προϋπήρχε, απ’ ό,τι φαίνεται και αξιοποιήθηκε διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή, από δημιουργό σε δημιουργό και από στόμα σε στόμα.

#179. Ακριβώς, Ελένη, και μένα το μυαλό μου στο τραγούδι της Καρύβαλη πήγε, σχετικά με τη συνέχεια των στίχων.

Στη Σίφνο υπάρχει δίστιχο παρόμοιου ύφους, το οποίο τραγουδιέται, συνήθως, στη μελωδία και ανακωτεμένο με τους στίχους του “θα σπάσει το μπουζούκι μου”:

“Ιντα τον ήθελες, μωρή (sic), τον άντρα με γαλόνια
αφού δεν ήσουν άξια να βράσεις μακαρόνια”

Ταιριάζει δηλαδή με τη θεματολογία του τραγουδιού της Καρύβαλη και, ίσως, με τη συνέχεια του “σαν δεν ήξευρες να βράσεις μακαρόνια”.

Ξεφεύγουμε όμως από το θέμα…

Δύο δημοσιεύματα από την εφημερίδα “ΤΟ ΑΣΤΥ” που αφορούν τα Μπουζούκια και τον Ταμπουρά.

Το πρώτο μας έρχεται από τις 29/7/1890 και συγκεκριμένα από την στήλη “Θεατρικά”, όπου “Ο υιός της νυκτός” γράφει για τον θιασάρχη Κωνσταντίνο Πέρβελη και το θέατρο “Ομονοίας”, τα στιχάκια του αρχείου (1), με τον τίτλο “Η ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ ΤΟΥ Κ.ΠΕΡΒΕΛΗ”. Εκεί βρίσκουμε να καταχωρούνται και τα μπουζούκια.

Για τον Κ.Πέρβελη βρήκα μόνο αυτό http://ikee.lib.auth.gr/record/282307

Το δεύτερο δημοσίευμα, που είναι προγενέστερο του πρώτου, μας έρχεται από τον πολύ γνωστό σατυρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή που στο ποίημα του “Φεύγουν” αναφέρεται στον Ταμπουρά (αρχείο 2). Το ποίημα του Σουρή δημοσιεύτηκε στις 12/2/1889.

Για τα μπουζούκια έχουμε και παλαιότερο δημοσίευμα, το ποίο όμως δεν μπορεί να ανέβει σήμερα, γιατί η ιστοσελίδα της Βουλής από την Πέμπτη είναι εκτός λειτουργίας.

Μετά την αποκατάσταση του προβλήματος στην ιστοσελίδα της Ψηφιακής βιβλιοθήκης της Βουλής, ανεβάζω το παλαιότερο δημοσίευμα που έχω βρει με αναφορά στα μπουζούκια, όπως έγραψα στο προηγούμενο μήνυμα μου.

Στην σατυρική εφημερίδα “ΑΗΔΩΝ” της Σύρου, βρίσκουμε στις 4/9/1879 στιχούργημα, με τίτλο “Νυχτερινή Περιδιάβασις ¨Αηδόνος¨ εις Βροντάδον της Χίου”, όπου καταγράφεται το παρακάτω τετράστιχο:

Μεσ΄τα κουλτούκια
παίζουν μπουζούκια
Με νοστιμάδα
και τραγουδούν.

Ενδιαφέρον έχει και η συνέχεια του ποιήματος, με αναφορά στα τουμπάκια και στις γκάιντες τις οποίες παίζουν οι “κρα-κρα-κράδες” Σαντορινοί, ενώ τον χορό, μέσα στο σπίτι, σέρνουν οι “παληκαράδες” Αμοργιανοί.

Στο πρώτο αρχείο (1) το σημείο του ποιήματος με αναφορά στα μπουζούκια και στα επόμενα δύο (2-3) το συνολικό στιχούργημα.

Εδώ http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=37280&seg=0 το δημοσίευμα στις σελίδες 70-71.

Εμένα, ως εικός, η κάιντα και το τουμπάκι μου τράβηξαν την προσοχή.

Αντιγράφω όλο το σχετικό απόσπασμα (τέσσερα τετράστιχα, για να φανεί και η ομοιοκαταληξία):

Μεσ’ τα κουλτούκια
παίζουν μπουζούκια
Με νοστημάδα
[i]και τραγουδούν

Εις άλλο μέρος
παίζουν τουμπάκια
Γέροι παιδάκια
χοροπηδούν

Αλλού ακούεις
κάιντα να παίζουν
Οι κρα κρα κράδες
σαντορινιοί

Μεσ’ ένα σπήτι
χορό τινάζουν
Παληκαράδες
αμοριανοί[/i]

[Όλα sic - το κείμενο έχει και πολλές παλιές ορθογραφίες που πλέον έχουν αλλάξει, αλλά και ορθογραφικά λάθη]

Λοιπόν, το αξιοπαρατήρητο κατ’ εμέ είναι ότι και στη Χίο και στη Σαντορίνη παίζουν τσαμπούνα, όχι γκάιντα, και η τοπική ονομασία και στα δύο νησιά είναι «τσαμπούνα». Οι μόνες περιπτώσεις όπου έχω ακούσει να λένε την τσαμπούνα «γκάιντα» είναι δύο: στην Κύθνο, όπου αυτή -και μάλιστα για την ακρίβεια «κάιντα» όπως το λέει εδώ το ποίημα- φαίνεται να ήταν η παλιότερη τοπική ονομασία, και στη Σύρα, λιγοστές μεμονωμένες μαρτυρίες, μεταξύ των οποίων η μία του Μάρκου Βαμβακάρη (ενώ κατά τα άλλα τεκμηριώνεται πλήρως η τοπική ονομασία «ζαμπούνα» - βλ. εδώ, σελ. 224 της σελιδαρίθμησης = 248 του πδφ, κείμενο + υποσημειώσεις).

Η Κύθνος δε μας ενδιαφέρει, μας ενδιαφέρει όμως η Σύρα. Εδώ το ποίημα -ανυπόγραφο- αναφέρεται στη Χίο, αλλά είναι δημοσιευμένο σε συριανή εφημερίδα, προφανώς ερμουπολίτικη. Από την άλλη, οι Ερμουπολίτες ήταν παντοσύναχτοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί Χιώτες. Άρα ο ανώνυμος ποιητής μπορεί να είναι και Χιώτης και να τα λέει χιώτικα.

Όσο για τα τουμπάκια: τουμπί ή τουμπάκι λέγεται και στη Χίο και στη Σαντορίνη και στη Σύρα, όπως και στα περισσότερα γενικώς νησιά, το τύμπανο που συνήθως συνοδεύει την τσαμπούνα. Στον πληθυντικό όμως, «τουμπάκια», λένε σε πολλά νησιά ολόκληρη τη ζυγιά, δηλαδή λένε «τουμπάκια» και εννοούν «τσαμπούνα και τουμπάκι». Στη Χίο υπάρχει αυτός ο ιδιωματισμός, μόνο που δε λένε τουμπάκια αλλά τουμπιά γιατί και το ίδιο το όργανο το λένε τουμπί. Και στη Σύρα τουμπί -και όχι τουμπάκι- λένε το όργανο, αλλά δεν ξέρω να υπάρχει η έκφραση «τουμπιά» για τη ζυγιά. (Φυσικά, σε μια ντοπιολαλιά που χρησιμοποιεί τον τύπο «τουμπί» μπορεί κανείς κάλλιστα να πει «τουμπάκι» ως υποκοριστικό, όπως «μπουζουκάκι». Στα μέρη όπου λένε «τουμπάκι» δεν είναι υποκοριστικό, και όταν θέλουν να το υποκορίσουν λένε «τουμπακάκι».)

Τέλος πάντων το συμπέρασμά μου είναι ότι, αν ο ποιητής έχει ιδέα για τι πράγμα μιλάει και δεν αραδιάζει στην τύχη ονόματα οργάνων, τότε και στα δύο μέρη, και με τους γέρους και τα παιδάκια (2η στροφή του παραθέματός μου) και με τους Σαντορινιούς (3η), τσαμπούνες έπαιζαν.

Όσο για τα μπουζούκια:

Μπορεί να έχουμε μια μαρτυρία ότι γύρω στο 1879 έπαιζαν μπουζούκι στη Χίο. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψιν η συριανή εντοπιότητα της εφημερίδας: μπορεί ο ανώνυμος και αγνώστου καταγωγής ποιητής, που δεν είναι λαογράφος, να θυμάται μεν πραγματικές σκηνές από το Βροντάδο, όπου σε κάθε γωνιά γλεντούν κλπ., αλλά να τις ανακατεύει και με τη ζωντανή εμπειρία της Σύρας όπου (μάλλον) ζούσε, και να μετέφερε τη λεπτομέρεια για τα μπουζούκια από τη Σύρα (όπου το ξέρουμε βέβαια ότι υπήρχαν) στο Βροντάδο της Χϊου.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:25 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:08 —

ΠΡΟΣΘΗΚΗ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ:

Με μια λίγο καλύτερη ματιά διαπίστωσα ότι η εφημερίδα πράγματι ήταν ερμουπολίτικη (όπως φυσικά θα περίμενε κανείς). Ο ανώνυμος ποιητής, αφού το ποίημα λέγεται «Περιδιάβασις Αηδόνος …» (Αηδών είναι το όνομα της εφημερίδας), προφανώς θα είναι ο συντάκτης και δ/ντής, Ιωάννης Φιλίππου. Δε βρίσκω περισσότερα γι’ αυτό τον άνδρα, άρα αγνοώ αν ήταν Συριανός ή Χιώτης ή από αλλού, όσο για την ίδια την εφημερίδα μερικά εδώ και λίγο περισσότερα εκεί.

Άλλη μία αναφορά στο όργανο, σχεδόν ταυτόχρονη: όπως επισημαίνει το Κουτρούφι (#174 πιό πάνω), κάποιος επισκέπτης νησιών του Αιγαίου αναφέρει για Βουσούκιον, “είδος κιθάρας με μακρύ μάνικο και έξη χορδές). Το σχετικό βιβλίο εκδόθηκε το 1885, άρα πρέπει να χρονολογήσουμε τη μαρτυρία αυτή, δύο ή τρία ίσως χρόνια νωρίτερα.

Μιας και μας παρέπεμψες πίσω σ’ αυτό το μήνυμα, Νίκο, βρήκα ένα σημείο που είχε μείνει εκκρεμές:

[Από το εν λόγω βιβλίο του Θ. Μπεντ]

Ναι, δημοτικό είναι, και φυσικά είναι Δευτέρες. Σαρανταπέντε Κυριακές - Παρασκευή Γ. Κανελλάτου - Παραδοσιακό & Λαϊκό Τραγούδημα Στο ΥΤ κυκλοφορούν διάφορες εκτελέσεις, κυρίως θεσσαλικές, αλλά είδα και μία από την Πιερία, κλπ… Πανελλήνιο τραγούδι είναι (τα λόγια εννοώ - η μουσική προφανώς ποικίλλει κατά τόπους). Εγώ το έχω ακούσει ως καρπάθικο, με καρπάθικη μουσική και με παραλλαγή των στίχων στα καρπάθικα.

Τώρα (1885) και στην Πάρο!

A, μπράβο βρε Περικλή, τόσα χρόνια τώρα δεν τα κατάφερα (απλά, με φάγαν άλλες προτεραιότητες) να το ψάξω, αυτό το τραγουδάκι.

Πάντως πραγματικά, όποιον τον ενδιαφέρει η Ελλάδα του τέλους του 19ου αιώνα, έστω ειδικά η Αιγαιοπελαγίτικη, αξίζει να το κατεβάσει και να το διαβάσει αυτό το βιβλίο. Ο συγγραφέας - περιηγητής είναι σοβαρότατος, ενημερωμένος, χωρίς υπερβολές και υπερβολικές αρχαιολατρείες και λέει κανονικά τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη.

Το είχα διαβάσει πριν καμιά δεκαριά χρόνια, εξ αφορμής μιας παραπομπής σ’ ένα χωρίο όπου περιγράφει ένα γλέντι με τσαμπούνες και άλλα πνευστά. Φυσικά, το κύριο θέμα του βιβλίου δεν είναι η μουσική. Θυμάμαι μια τρομερή περιγραφή του πανηγυριού της Παναγίας της Τήνου, το οποίο, αν δεν απατώμαι, ήταν σχετικά καινούργια ιστορία τότε που γράφτηκε το βιβλίο. Είναι λοιπόν τόσο οξυδερκής και αμείλικτος ο συγγραφέας που όποιος σημερινός Νεοέλληνας διαβάσει την περιγραφή του αισθάνεται σαν να τον ξεβράκωσαν!

Εντωμεταξύ έχει εμφανιστεί και ο ταμπουράς του Φώτου Τζαβέλα (1770-1809), καθιστώντας πλέον τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη δεύτερο παλιότερο “μπουζούκι” της χώρας. Στο βίντεο μιλάει πρώτα το μέλος του Δ.Σ., ιστορικός και νομικός σύμβουλος του Συλλόγου Απογόνων Αγωνιστών του ‘21 και Ιστορικών Γενών Δημ. Σταθακόπουλος, Δρ “Κοινωνιολογίας της ιστορίας”, οθωμανικής περιόδου, Παντείου πανεπιστημίου, διπλωματούχος Βυζαντινής μουσικής/μουσικός, και δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω παρακαλώ, ο οποίος γίνεται κάπου-κάπου λίγο κουραστικός, αλλά γύρω στο 21 λεπτό δείχνει ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, και στο 26μισό βγαίνει ο Νίκος Φρονιμόπουλος και λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Το μπουζούκι είναι “ταμπουράς” κι όχι τσιφτελί, τρίχορδο δηλαδή, και έπαιρνε με τα οχτώ του στριφτάρια δυο διπλές και τετραπλή μουργκάνα, με οκτάβες και πέμπτη, κι αυτό ρυθμιζότανε με κρικάκια στην ταστιέρα. Παρότι σκαφτό όργανο, η κατασκευή είναι πιο πολυτελής από του Γαΐλα, με ένθετα από κόκκαλο περιμετρικά της ταστιέρας. Πέτσινη πεναριά (αναρωτιέμαι εάν βαφότανε με το καπάκι ή κολλούσε μετά από πάνω), συρμάτινοι μπερντέδες. Δυστυχώς δεν λέει αν έπαιρνε τέλια ή άντερα. Το όργανο έχει από παλιά μια περίεργη επισκευή, “ψυχή” που μπήκε με τρύπημα της σκάφης αποκάτω για να στηρίξει το καπάκι. Είπε κάτι και για δεύτερο βιβλίο, και τώρα που το έχει πει ελπίζω να γίνεται κιόλας, θα ήταν κακοήθεια να μας αφήσει πολύν καιρό να μας τρέχουν τα σάλια :244: :mad: :016: :slight_smile:

Καλημέρα στην παρέα!

Ανεβάζω μία φωτογραφία του 1912 με κάποιον οργανοπαίχτη να κρατάει το όργανο. Οι γνώστες θα μας πληροφορήσουν για το όργανο που παίζει, αν φυσικά βοηθάει η εικόνα.

Την έκοψα για να φέρω πιο κοντά τον οργανοπαίχτη. Κανείς άλλος, με μία πρώτη ματιά, δεν κρατάει μουσικό όργανο.
%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%91%CE%A3-16-9-1912

2 «Μου αρέσει»

νομίζω ότι βλέπω στριφτάρια… και παίζει με πένα ή φτερό, όχι με δάκτυλα;

1 «Μου αρέσει»

Mου κάνει εντύπωση ότι ο οργανοπαίκτης δεν φιγουράρει μπροστά. Να ΄ταν “ψόφιο” το γλέντι; Παρατηρώντας πάντως το όργανο, σίγουρα στριφτάρια έχει αλλά μάλλον λίγα. Πολύ στενό μάνικο. Μήπως είναι ικιτέλι;

Στριφτάλια: συμφωνώ.
Πολύ λίγα στριφτάλια (=πολύ λίγες χορδές): δεν είμαι βέβαιος αν συμφωνώ
Στενό μάνικο: ομοίως, δεν είμαι βέβαιος.

Πάντως κατά τα άλλα μπουζούκι μοιάζει να είναι. Και μοιάζει να παίζει, αν όχι και να τραγουδάει, τη στιγμή που βγήκε το πουλάκι.

Ο τόπος (Αλισσός Πατρών, ή γενικότερα Πάτρα) θυμίζει σε κανέναν καμιά πληροφορία; Εμένα λ.χ. μου θυμίζει τα ταμπαχανιώτικα της Πάτρας, για τα οποία όμως δεν ξέρω τίποτε εκτός ότι έχω ακούσει ένα ή δύο στο ΥΤ από τον Γκολέ.

Κοιτάζοντας αν οι γυναίκες μοιάζουν ντυμένες για χορό ή όχι, μπας και καταλάβουμε τι ακριβώς εννοεί η λεζάντα «γλέντι», διαπίστωσα ότι διακρίνω ελάχιστες, παρόλο που έχει παιδιά. Πού είναι οι άλλες;

Μοιάζει να παίζει αλλά φυσικά, δεν παίζει, κάνει πως παίζει. Χαρακτηριστικά στημένη πόζα. Το αν τραγουδάει, δεν ακούγεται βέβαια αλλά πρώτον, το στόμα του είναι σαφέστατα κλειστό και, δεύτερον, η φάση όπου αναμένεται το πουλάκι στις στημένες παλιές φωτογραφίες είναι περίπου ιερή, δεν την χαλάς τραγουδώντας.

Κι εγώ είχα την περιέργεια να ψάξω για λεπτομέρειες στην αμφίεση και σε άλλα, μπας και βγεί κάποια άκρη, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Ο κουρεμένος “με την ψιλή” νεαρός, τρίτος από αριστερά στην προτελευταία σειρά, τι κρατάει; Εφημερίδα, θα ήταν περίεργο. Και το ξαναλέω, το ύφος των φωτογραφιζομένων δεν παραπέμπει σε γλέντι.

Το αρχείο ανέβηκε στο παρελθόν.