Εμένα, ως εικός, η κάιντα και το τουμπάκι μου τράβηξαν την προσοχή.
Αντιγράφω όλο το σχετικό απόσπασμα (τέσσερα τετράστιχα, για να φανεί και η ομοιοκαταληξία):
Μεσ’ τα κουλτούκια
παίζουν μπουζούκια
Με νοστημάδα
[i]και τραγουδούν
Εις άλλο μέρος
παίζουν τουμπάκια
Γέροι παιδάκια
χοροπηδούν
Αλλού ακούεις
κάιντα να παίζουν
Οι κρα κρα κράδες
σαντορινιοί
Μεσ’ ένα σπήτι
χορό τινάζουν
Παληκαράδες
αμοριανοί[/i]
[Όλα sic - το κείμενο έχει και πολλές παλιές ορθογραφίες που πλέον έχουν αλλάξει, αλλά και ορθογραφικά λάθη]
Λοιπόν, το αξιοπαρατήρητο κατ’ εμέ είναι ότι και στη Χίο και στη Σαντορίνη παίζουν τσαμπούνα, όχι γκάιντα, και η τοπική ονομασία και στα δύο νησιά είναι «τσαμπούνα». Οι μόνες περιπτώσεις όπου έχω ακούσει να λένε την τσαμπούνα «γκάιντα» είναι δύο: στην Κύθνο, όπου αυτή -και μάλιστα για την ακρίβεια «κάιντα» όπως το λέει εδώ το ποίημα- φαίνεται να ήταν η παλιότερη τοπική ονομασία, και στη Σύρα, λιγοστές μεμονωμένες μαρτυρίες, μεταξύ των οποίων η μία του Μάρκου Βαμβακάρη (ενώ κατά τα άλλα τεκμηριώνεται πλήρως η τοπική ονομασία «ζαμπούνα» - βλ. εδώ, σελ. 224 της σελιδαρίθμησης = 248 του πδφ, κείμενο + υποσημειώσεις).
Η Κύθνος δε μας ενδιαφέρει, μας ενδιαφέρει όμως η Σύρα. Εδώ το ποίημα -ανυπόγραφο- αναφέρεται στη Χίο, αλλά είναι δημοσιευμένο σε συριανή εφημερίδα, προφανώς ερμουπολίτικη. Από την άλλη, οι Ερμουπολίτες ήταν παντοσύναχτοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί Χιώτες. Άρα ο ανώνυμος ποιητής μπορεί να είναι και Χιώτης και να τα λέει χιώτικα.
Όσο για τα τουμπάκια: τουμπί ή τουμπάκι λέγεται και στη Χίο και στη Σαντορίνη και στη Σύρα, όπως και στα περισσότερα γενικώς νησιά, το τύμπανο που συνήθως συνοδεύει την τσαμπούνα. Στον πληθυντικό όμως, «τουμπάκια», λένε σε πολλά νησιά ολόκληρη τη ζυγιά, δηλαδή λένε «τουμπάκια» και εννοούν «τσαμπούνα και τουμπάκι». Στη Χίο υπάρχει αυτός ο ιδιωματισμός, μόνο που δε λένε τουμπάκια αλλά τουμπιά γιατί και το ίδιο το όργανο το λένε τουμπί. Και στη Σύρα τουμπί -και όχι τουμπάκι- λένε το όργανο, αλλά δεν ξέρω να υπάρχει η έκφραση «τουμπιά» για τη ζυγιά. (Φυσικά, σε μια ντοπιολαλιά που χρησιμοποιεί τον τύπο «τουμπί» μπορεί κανείς κάλλιστα να πει «τουμπάκι» ως υποκοριστικό, όπως «μπουζουκάκι». Στα μέρη όπου λένε «τουμπάκι» δεν είναι υποκοριστικό, και όταν θέλουν να το υποκορίσουν λένε «τουμπακάκι».)
Τέλος πάντων το συμπέρασμά μου είναι ότι, αν ο ποιητής έχει ιδέα για τι πράγμα μιλάει και δεν αραδιάζει στην τύχη ονόματα οργάνων, τότε και στα δύο μέρη, και με τους γέρους και τα παιδάκια (2η στροφή του παραθέματός μου) και με τους Σαντορινιούς (3η), τσαμπούνες έπαιζαν.
Όσο για τα μπουζούκια:
Μπορεί να έχουμε μια μαρτυρία ότι γύρω στο 1879 έπαιζαν μπουζούκι στη Χίο. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψιν η συριανή εντοπιότητα της εφημερίδας: μπορεί ο ανώνυμος και αγνώστου καταγωγής ποιητής, που δεν είναι λαογράφος, να θυμάται μεν πραγματικές σκηνές από το Βροντάδο, όπου σε κάθε γωνιά γλεντούν κλπ., αλλά να τις ανακατεύει και με τη ζωντανή εμπειρία της Σύρας όπου (μάλλον) ζούσε, και να μετέφερε τη λεπτομέρεια για τα μπουζούκια από τη Σύρα (όπου το ξέρουμε βέβαια ότι υπήρχαν) στο Βροντάδο της Χϊου.
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 20:25 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 20:08 —
ΠΡΟΣΘΗΚΗ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ:
Με μια λίγο καλύτερη ματιά διαπίστωσα ότι η εφημερίδα πράγματι ήταν ερμουπολίτικη (όπως φυσικά θα περίμενε κανείς). Ο ανώνυμος ποιητής, αφού το ποίημα λέγεται «Περιδιάβασις Αηδόνος …» (Αηδών είναι το όνομα της εφημερίδας), προφανώς θα είναι ο συντάκτης και δ/ντής, Ιωάννης Φιλίππου. Δε βρίσκω περισσότερα γι’ αυτό τον άνδρα, άρα αγνοώ αν ήταν Συριανός ή Χιώτης ή από αλλού, όσο για την ίδια την εφημερίδα μερικά εδώ και λίγο περισσότερα εκεί.