Συμπλήρωση στο γλωσσάρι: παντόφλα

παντόφλα = (στην αργκό) το πορτοφόλι.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Κάτω στα Λεμονάδικα” (1934)
στ., μουσ., Παπάζογλου
ερμην.: Περπινιάδης

*" …εμείς τρώμε τα λάχανα, *
τσιμπούμε τις παντόφλες…"

Συναντάμε και τη φράση: “αδειάζω την παντόφλα” = αδειάζω το πορτοφόλι

στο τραγούδι: «Ξελογιάστρα» (1931)
στ., μουσ , ερμην.: Ατραΐδης

"…ξελογιάστρα μου, τσαχπίνα πού γυρνάς
μ’ όλους παίζεις βρ’ αλανιάρα κι όλους τους γελάς
τους αδειάζεις την παντόφλα
και τους παρατάς…"

1 «Μου αρέσει»