Συζήτηση για το λήμμα ΡΟΣΟΛΙ

Σε αυτό το λήμμα θα πρότεινα τρία πράγματα.

Πρώτον η σημασία να γίνει: «ηδύποτο, λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα ρόδου».

Δεύτερο, το παράδειγμα τραγουδιού δεν έχει σχέση με ρεμπέτικο ή και λαϊκό τραγούδι, οπότε προτείνω να αντικατασταθεί από το «Ο πασάς κάνει γιουρούσι» του Καπλάνη (1956)

Καθιστός στον καναπέ του
περιμένει τον καφέ του
και οι σκλάβες με βραχιόλια
του κερνούνε τα ροσόλια.

Και τρίτο, η ετυμολογία: < ιταλ. rosolio

Μια που διορθώθηκε το λήμμα, ας γίνει και το “ροσόλι” με ένα σίγμα

Γκουγκλάροντας για μετάφραση, βρήκα το παρακάτω σχόλιο:
Nome usato, spec. in passato, per indicare liquori di moderata gradazione alcolica, dolci e aromatizzati: un bicchierino di r.; cioccolatini al r.; fig., di bevanda prelibata, nell’ambito di un apprezzamento ammirativo.

Έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία ότι το λικέρ αυτό περιέχει εσάνς εσπεριδοειδών και / ή ροδιού; Αν όχι, τότε μάλλον σωστότερο θα ήταν να παραθέσουμε

Ηδύποτο, λικέρ, με αρώματα φρούτων

υ.γ. Στο γκουγκλ, η λέξη γράφεται με ένα s.

1 «Μου αρέσει»

Η αλλαγή στο ρεμπέτικο γλωσσάρι έγινε από την @elenh!

@elenh Βάσει των παραπάνω, μήπως πρέπει να γίνει με ένα σίγμα και η καταγραφή στο γλωσσάρι;

Όλες γενικώς οι λέξεις ξένης προέλευσης γράφονται χωρίς διπλά σύμφωνα, χωρίς ω (μόνο ο), χωρίς αι (μόνο ε) κλπ.

1 «Μου αρέσει»

Διορθώθηκε και αυτό από την @elenh:slight_smile:

Όχι όμως “κατασκευάζεται” αλλά “παρασκευάζεται”

3 «Μου αρέσει»