Ρένος Αποστολίδης

Το τελευταίο κείμενο που ανθολογεί ο Βλησίδης στα “Σπάνια κείμενα γιά το Ρεμπέτικο”, και που χαρακτηρίζει ο ίδιος (και συμφωνώ) “εξαιρετικό”, έχει τον τίτλο “Μύηση στο ρεμπέτικο”, είναι δημοσιευμένο στην “Εκλογή” (της Ελένης Βλάχου) το 1959, και έχει την υπογραφή Παύλος Δημητρίου.

Προχθές, ο Ήρκος, μου θύμισε πως είναι το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του, Ρένος Αποστολίδης, όταν έγραφε στις “Εικόνες” (της Βλάχου).

Αποκαλυπτικό, δεν είναι;

Οντως, καταπληκτικό.

Ο άλλος γιός, ο Στάντης, το είχε γράψει πέρσι σε βιβλιοκριτική στην “Ε” για το παραπάνω βιβλίο του (εξαιρετικού) Βλησίδη. Θυμάμαι ότι το ανέφερε αυτό που λες. Δεν ήξερα όμως ότι ήταν συστηματικό το ψευδώνυμο στις “Εικόνες”. Μπας και έμαθες ως πότε συνεργάστηκε ο Ρένος με το περιοδικό;

Επίσης, πριν τα Χριστούγεννα έγινε παρουσίαση της τελευταίας έκδοσης του (παλιού) 20 + 1 Μαρτυρίες, επιμέλεια Στάντου και Ήρκου, στη στοά πάνω απ’ το υπόγειο του Κουν, όπου ειπώθηκαν πολλά και ενδιαφέροντα, μεταξύ των οποίων ότι κυκλοφορεί DVD (χωρίς Ζαχόπουλο) με τον Ρένο απαγγέλοντα στο (δικό σου) ντοκιμαντέρ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ!

ΥΓ. Τώρα θυμήθηκα ότι ο Ν. Γεωργιάδης έγραψε ένα άρθρο στη ΚΛΙΚΑ που ανέφερε πολλές φορές τον Παύλο Δημητρίου και το άρθρο του “Μύηση στο Ρεμπέτικο” χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον Ρένο Αποστολίδη. Είχα σκοπό να του γράψω κάποτε ένα e-mail να τον ενημερώσω, αλλά…

Το 1959, στην “αγορά” του Καφενείου “Το Βυζάντιον”, κάθε αξιοπρεπής δημιουργός, είχε… και την Αυλή του! Εγώ ανήκα… σε 3 Αυλές συγχρόνως. Του Ρένου η Αυλή απετελείτο από 3 άτομα: Τάκης Καλφόπουλος οπαδός. Κώστας Φέρρης θαυμαστής. Ηλίας Πετρόπουλος φίλος. Ο Ηλίας μάλιστα, σχεδόν εξ ίσου ψηλός με τον Ρένο, προσπαθούσε να τον μιμηθεί στη γραφή και σε συμπεριφορές. Δεν είναι τυχαίο που βγάζει το βιβλίο του 9 χρόνια μετά το άρθρο του Ρένου. Άλλωστε ο Ηλίας έγραφε επίσης στις εκδόσεις της Ελένης Βλάχου. Με τον Ρένο τσακώθηκε αρκετές φορές, όπως όλοι με όλους άλλωστε. Ο Ρένος λίγο πριν πεθάνει, μου είπε πως τον αγαπούσε μεν, του την έσπαγε όμως η εμμονή του Ηλία “στα χασίσια και τους τεκέδες”. Λίγο αργότερα, στην Αυλή προσετέθη ο μετέπειτα σκηνοθέτης Νίκος Νικολαϊδης, που είχα ήδη γνωρίσει το 1958 ως… έφηβο Τέντυ Μπόϋ (η συμμορία του Γκρην Παρκ).

Εγώ ανήκα συγχρόνως στις “Αυλές” του Τσαρούχη και του Χατζηδάκι. Πρέπει όμως να θυμίσω πως ανάμεσά μας, κυκλοφορούσε ο τρίτος Ψηλός, στο ίδιο στυλ με Ρένο και Ηλία, περιπατητικός φιλόσοφος και πρότυπο των άλλων δύο, Γιώργος Μακρής. Ο Μακρής μάζευε γύρω του… όλες της Αυλές συγχρόνως. Λίγο πριν φύγει, ο Ρένος, μου εξομολογήθηκε πως τον αγαπούσε και τον θαύμαζε, μα συγχρόνως τον απωθούσε γιατί… κάπνιζε χασίς. Πρέπει να πω πως ο Ρένος, είχε συνείδηση και τόνιζε πως δεν ήσαν ηθικολογικές οι επιφυλάξεις του, αλλά καθαρό προσωπικό αίσθημα, που ερχόταν από τις μεγαλοαστικές συνάφειες του πατέρα του (Ηρακλής Αποστολίδης, αναρχικός, Τολστοϋκός).

Η Μεσημβρινή και οι Εικόνες της Βλάχου, φιλοξένησαν από την αρχή την νεώτερη κουλτούρα που αναδύονταν, από τον Ρένο και τον Πετρόπουλο, ίσαμε τον… Μαστοράκη και τους Φόρμιγξ! Ο Ρένος έγραφε ώς το 1963, οπότε και με την εισβολή του στη Βουλή και τη φυλάκισή του, διεκόπη η συνεργασία. Ο Ηλίας έγραφε ίσαμε το 1967, οπότε και η Βλάχου έκλεισε τις εφημερίδες και τα περιοδικά της.

Ο “Εμφύλιος μέσα μας” ήταν γιά μένα μία συγκλονιστική εμπειρία, και χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Ρένο που μου τη χάρισε. Όλο μαζί είναι… 22 ώρες, κι έχουν βγει ως τώρα μόνο 2 ωριαία DVD. Κάποια στιγμή πρέπει να τα συμπτύξω όλα σε κάποιο 6ωρο (υπολογίζω).

Ο Νέαρχος μπήκε αργότερα (1965) στην πολιτικοποίηση και τη ρεμπετολογία ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ, και δε νομίζω πως σύχναζε στο Βυζάντιο. Άλλωστε ο Ρένος υπήρξε το μαύρο πανί γιά την Αριστερά (παρ’ όλες τις φιλίες του με τον Κύρκο τουλάχιστον) και συκοφαντήθηκε επί χούντας, όταν μάλιστα ο Λαδάς τον κυνηγούσε να… τον εκτελέσει!

Ωχ! Τι μου θυμήσατε…

Νάτο και ολόκληρο το άρθρο από τη “Βιβλιοθήκη” της “Ελευθεροτυπίας” , 5/4/2007.

Μελέτη
Ακμή και παρακμή του ρεμπέτικου
Ένα είδος της νεοελληνικής μουσικής το οποίο δεν ζει πια
ΚΩΣΤΑΣ ΒΛΗΣΙΔΗΣ (ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ)
Σπάνια κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929-1959)«ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ», ΣΕΛ. 256, ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ, * 21,9

Κλείνουν 30 χρόνια από την έκδοση της πρώτης συλλογής ρεμπέτικων τραγουδιών απ’ τον Ηλία Πετρόπουλο και το ρεμπέτικο θεωρείται επίσημα «κλασικό» είδος της νεοελληνικής μουσικής, αλλά και οριστικά νεκρό πια.
Γεννημένο στους τεκέδες του Πειραιά και μπολιασμένο με τους ανατολίτικους σκοπούς των προσφύγων της Μικρασίας, ξεκίνησε σαν τραγούδι της παρανομίας, των χασικλήδων, των λαθρόβιων και των νταήδων, για ν’ αλλάξει σιγά σιγά θεματολογία, εκφράζοντας την ψυχοσύνθεση πολύ ευρύτερων στρωμάτων στα χρόνια της Κατοχής και να φτάσει στο ζενίθ του τον καιρό του Εμφυλίου, οπότε άρχισε και η επίσημη τρόπον τινά αναγνώριση των ποιοτήτων του, στιχογραφικών και μουσικών, αλλά και ο απότομος εκφυλισμός του σε «αρχοντορεμπέτικο», κι έσβησε δίχως απογόνους, αφού με την έντονη αστικοποίηση και το ανέβασμα του οικονομικού επιπέδου εξέλιπαν και οι κοινωνικές συνθήκες που το 'χαν θρέψει.
Η ιστορία του, ωστόσο, δεν έχει ακόμα γραφεί και πολλοί αγνοούν τόσο τις διάφορες τάσεις μες στο ίδιο το ρεμπέτικο (την ανανεωτική λ.χ. γνήσια λαϊκή του Τσιτσάνη έναντι των παραδοσιακών χασικλήδων του Βαμβακάρη και άλλων παλαιότερων) όσο και τον πόλεμο που του ‘γινε, είτε απ’ την Αστυνομία, βάσει της σύνδεσής του με την παρανομία, τα ναρκωτικά κ.λπ., είτε από το μεταξικό καθεστώς, με την απαγόρευση του αμανέ, στο πλαίσιο της κάθαρσης του «τρίτου» νεοελληνικού πολιτισμού…
Διαπρεπείς λόγιοι, όπως ο βαλκανιολόγος Ν. Μοσχόπουλος, ο ποιητής Π. Σπάλας, ο κατεξοχήν προικισμένος Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Μανόλης Καλομοίρης, ο δημοσιογράφος Γ. Καράγιωργας αλλά και ο Καραγάτσης ξεσπάθωσαν κατά του ρεμπέτικου (στη διάρκεια της πρώτης περιόδου του ειδικά, στις δεκαετίες του '30 και του '40) και κατά του κοινωνικού λούμπεν που ανέβαζε στην επιφάνεια.
Μόνο μετά τον Εμφύλιο παρουσιάστηκαν οι πρώτες φωνές υπεράσπισης, του καλού πεζογράφου Φ. Μπαρλά, του γνωστού κριτικού Α. Καραντώνη, που φτάνει όμως στην ακρισία να θεωρεί το ζεϊμπέικο αναγόμενο ετυμολογικά στον …Δία και το ψωμί (!!!) και να πιστεύει ότι σημαίνει: «άρτος και πνεύμα»(!) ή τα ανάλογα άλλων επωνύμων, που συνέκριναν τη ρεμπέτικη μελωδία με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική ή και με τη φούγκα!Βέβαια, τα βάσανα του ρεμπέτικου δεν τελείωσαν ούτε τα μεταπολεμικά χρόνια, αφού νέο μέτωπο εναντίον του άνοιξε τότε από την Αριστερά, η οποία, ενώ τα ύστερα χρόνια το εναγκαλίστηκε μέχρι πνιγμού, αρχικά, αντί να το αναγνωρίσει ως γνήσια δημιουργία των καταπιεσμένων λαϊκών τάξεων, το 'χε απορρίψει μετά βδελυγμίας, θεωρώντας το «παρακμιακό», δημιουργία του «άρρωστου κομματιού του λαού (!)», «μολυσμένη από τις αναθυμιάσεις του κοινωνικού βούρκου» (κατά τον μεταφραστή μάλιστα του μαρξιστικού Κεφαλαίου, Γιάννη Σκουριώτη!), προϊόν αναρχικών, υποκοσμικών, «αντικοινωνικών» κύκλων, που «αποπνέει τη φθορά και την εκφύλιση»…
Κι αυτό, γιατί βέβαια το ρεμπέτικο εξέφραζε πράγματι ολόκληρο το λαό, κι όχι μόνο τις κατευθυνόμενες από την Αριστερά μάζες προλεταριακών συνειδήσεων, ούτε υπείκε σε ψευδοπροοδευτικές κομματικές επιταγές, αλλά άκουγε τους δικούς του ρυθμούς, παραμένοντας έντονα μοιρολατρικό, μη εντασσόμενο πουθενά. Αποτέλεσμα: να μείνουν να το υπερασπίζονται μονάχα κάποια μεμονωμένα ανοιχτά πνεύματα, έξω από ιδεολογικές γραμμές, από 'δώ κι από 'κεί, ακολουθώντας δηλαδή κι αυτό τη μοίρα τόσων και τόσων μορφών Τέχνης, που αναγνωρίζονται μόνον όταν καταστούν ουσιαστικά ακίνδυνες…Το ανθολόγιο «σπάνιων κειμένων» για το ρεμπέτικο παρέχει μιαν αντιπροσωπευτική εικόνα της απήχησης του μουσικού αυτού είδους στον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο του Μεσοπολέμου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, ξεκινώντας με μια πρώιμη μαρτυρία τού (όχι και «σημαίνοντας» δα, καθώς χαρακτηρίζεται!) δημοσιογράφου και λαογράφου Κ. Φαλτάιτς και κλείνοντας με την εξαιρετικά διεισδυτική αποτίμηση του ρεμπέτικου από τον «Παύλο Δημητρίου».

Ο Κώστας Βλησίδης συνεράνισε άρθρα από δυσεύρετα έντυπα της εποχής, σώζοντάς τα από τη λήθη, παρέλειψε όμως ορισμένα βασικά κείμενα (από τον Ριζοσπάστη του '47 ή τη διάλεξη του Χατζιδάκι, το ‘49), με το σκεπτικό πως «έχουν ήδη ανατυπωθεί και μπορούν εύκολα να βρεθούν», στερώντας έτσι μολαταύτα στο έργο του την αρετή της πληρότητας και αναγκάζοντας τον μελετητή να προστρέξει και σ’ άλλα συναφή βοηθήματα -αφού δεν βρίσκεται κιόλας σε κάθε σπίτι ο Ριζοσπάστης του '47!
Η έρευνά του, εξάλλου, σχετικά με τους συντάκτες των άρθρων θα μπορούσε να προχωρήσει βαθύτερα, να ψάξει λ.χ. τα Νεοελληνικά Ψευδώνυμα του Ντελόπουλου και ν’ ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω απ’ τον «Παύλο Δημητρίου», του οποίου τα γραφόμενα τόσο εκτιμά, θα ‘βλεπε πως ο ίδιος άνθρωπος συνέβαλε κρίσιμα στην αναγνώριση του ρεμπέτικου στίχου ως αυτόνομου ποιητικού είδους πλάι στα δημοτικά μας τραγούδια, πως επίσης στήριξε τον Ηλία Πετρόπουλο στην απόφασή του ν’ αποφύγει τη λογοκρισία κατά την έκδοση της Συλλογής του και θα 'ταν πολύτιμη και η συνάρτηση, με παλιότερο και πολύ σημαντικότερο κείμενό του, όπου έχει αποτυπωθεί η αξία του ρεμπέτικου -πρώτη ίσως φορά στη νεοελληνική λογοτεχνία καθαυτό!- ως εκφραστικού της ψυχοσύνθεσης και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων στον Εμφύλιο, και πιο συγκεκριμένα για το «Κάποια μάνα αναστενάζει»:

Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι· στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες και στα βουνά, στ’ αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια των γεφυρών, μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα, η ματωμένη, σε φριχτό βυθό πεσμένη, στην απόγνωση φτασμένη, δίχως ένα φέγγος από πουθενά, μήτ’ ελπίδα -παντού όπου υπήρχε στρατός, παντού όπου υπήρχε αντάρτικο, παντού όπου καπνός, χαλασμός κ’ ερείπεια!-, η χώρα τούτη ολάκερη, μια ολάκερη τριετία, τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο και πάλι το ίδιο, μ’ επιμονή κι άφατο πόνο, με σπαραγμό και δάκρυα σ’ όλα τα μάτια:
Κάποιο απλό, λαϊκό, σερέτικο. (…)
Κι όταν στις ταβέρνες σηκωνόταν άξαφνα κάποιος να το χορέψει, δέος τους κάτεχε όλους - εξομολόγηση ομαδική! Το απαγόρεψαν, το κυνήγησαν - διάταξαν πια να μην παίζεται, να μην ακούεται πια, στόμα που φοράει χακί να μην το τραγουδήσει, στόμα κανένα να μην το ξαναπή… μα εκείνο, ανίκητο! Σ’ όλα τα στόματα είχε κολλήσει, σ’ όλα τ’ αφτιά είχε βιδωθεί, μ’ όλους τους ήχους είχε δεθεί - μ’ όλους τους χτύπους, μ’ όλες τις καρδιές! Το κλάμα του είχε ριζώσει - σαν κισσός είχε απλώσει κι είχε όλους τους πόνους σφιχταγκαλιάσει! Μια ολάκερη χώρα, με δαύτο τα ‘λεγε όλα: την κούρασή της, την οδύνη, την απόγνωσή της! Το “όχι” της ήταν - το ανένδοτο!..Στα όσα πράξατε, ο λαός αυτός, σοφότερός σας, πολύ ανθρωπινώτερός σας, δεν σας αντέτασσε τα όπλα, που όλοι του βάζατε στα χέρια, παρά ένα τραγούδι, έναν πόνο - τον πιο βαθύ του ανθρώπου! Δεν σας έλεγε να πάτε να πεθάνετε - καθώς τον στέλνατε σεις. Σας θύμιζε μόνο τη μάνα σας, τη δικιά σας μάνα, που όμοια και για σας θα πονούσε, όσο ένοχοι κι αν είσαστε!.. Πάνω στα υψώματα, απ’ τα μεγάφωνα των Μονάδων, που ήταν στημένα για την προπαγάνδα, κι απ’ τα χωνιά τ’ αντάρτικα, που ήταν για τη «διαφώτιση», τρία ολάκερα χρόνια, σαν τέλειωναν τα διαταγμένα λόγια τους οι «επίτροποι» και οι «Α2», τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο τραγούδι:
Κάποια μάνα αναστενάζει μέρα-νύχτα ανησυχεί… (…)Σας ενοχλούσε εσάς εκείνο το τραγούδι, κι όμως κει πάνω οι μύγες φτύναν γύρα γύρα τα χείλια, τα διεσταλμένα σ’ ένα χαμόγελο απορίας! Σας ενοχλούσε εσάς ένα τραγούδι, κι εμείς φορτώναμε τον αδελφό μας στα μουλάρια, και τον βλαστημούσαμε που ήταν σαν ξύλο και δε βολούσε να τον δέσουμε με την τριχιά… σας πείραζ’ ένα τραγούδι εσάς…
Μα εμείς το λέγαμε γιατί σκεφτόμαστε τη μάνα του αδελφού μας, που μας κατρακύλαγε νεκρός, μες στις χαράδρες… σκεφτόμαστε τη μάνα του και κλαίγαμε!Από τέτοια κείμενα καταλαβαίνει κανείς πολύ καλύτερα, παρά από τα επικαιρικά δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών, τι ακριβώς εσήμανε το ρεμπέτικο στην ιστορία του λαού αυτού…Αλλα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα θα μπορούσαν ακόμα να βγουν και από τη μελέτη λ.χ. του συνόλου της πεζογραφίας του Καραγάτση (του οποίου ένα έντονα σαρκαστικό για το ρεμπέτικο κείμενο περιλαμβάνεται στον τόμο), ώστε να φανεί αν ο συγγραφέας με την τόσο έντονα προβαλλόμενη ρεαλιστική και «γήινη» γραφή, ο τόσο κοντά στο λαϊκό αίσθημα, ένιωσε πράγματι το ρεμπέτικο ή απλώς το προσπέρασε…

Ο τόμος καλοδεχούμενος, κι ακόμα πιο καλοδεχούμενη η έρευνα που πρέπει ν’ ακολουθήσει.

ΥΓ.: Το πραγματικό όνομα του «Παύλου Δημητρίου» -όχι και τόσο δύσκολο δα αίνιγμα μετά την παράθεση του παραπάνω κειμένου-, θα δοθεί στο επόμενο κομμάτι μου!

ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ standisapostolidis.@yahoo.grΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/04/2007

1 «Μου αρέσει»

Ναι, πράγματι, και ο εκπληκτικός πρόδρομος Κωστής Φαλτάϊτς, ήταν ένας ιδιότυπος δημοσιογράφος, κι αυτός στην ίδια παρέα του Ρένου αλλά και του Γ. Π. Σαββίδη (συγκρότημα), τρελλούτσικος, γιά πολλούς γραφικός, μα πάντα εύστοχος στα σχόλιά του.

Να θυμήσω πως ο Φαλτάϊτς έγραψε γιά το ρεμπέτικο και δη το χασικλίδικο, πριν αυτό γεννηθεί… (1919)

Έχω γνωρίσει στη Σκύρο τον γιό του, στο αρχοντικό των Φαλτάϊτς, και πολύ τον συμπαθώ. Είναι… χειρότερος από τον πατέρα του!

1 «Μου αρέσει»

Πάντως οι περισσοτεροι ερευνητες, μια και αναφερθηκε και ο Αποστολιδης και ο Φαλτάιτς δεχονται πως το ρεμπετικο τουλαχιστον αρχικα ειχε σχεση με το λεγομενο περιθωριο.
Κατι που απ΄ο,τι βλεπω δεν δεχονται καποιοι συμφορουμητες σε συζητησεις σχετικες που εχουν γινει.

Αντρέα, δε νομίζω πως υπάρχει πιά κανένας που να το αμφισβητεί.
Οι διαφορές είναι στον χαρακτηρισμό.

Περιθώριο; Υπόγειο; Υπόκοσμος; Λούμπεν; Υποπρολεταριάτο; Κάτι άλλο;

Αυτό το “κάτι άλλο” υποστηρίζω εγώ, που ισχύει μόνο γιά την εποχή της πρώϊμης βιομηχανοποίησης, ενώ σήμερα μόνο ως δημιουργική μνήμη μπορεί να λειτουργήσει (και δεν είναι λίγο). Γιά μένα λοιπόν, είναι ένας Χώρος, όπου κάποτε λειτούργησε το κοινωνικό “αντιστασιακό ήθος” των Ελλήνων που αναφέρθηκε αλλού, και που σήμερα μπορούμε να το αξιοποιήσομε ως παράδειγμα “λαϊκής αλληλεγγύης” (δικός μου ο νεολογισμός) και στάσης ελευθερίας. Απέναντι φυσικά σε πάσης φύσεως Εξουσίες, που περιλαμβάνονται στο άγριο σύστημα εκμετάλλευσης με αξιακή βάση το χρήμα. Μιλάμε δηλαδή γιά αντίσταση του ήθους κατά της Ύλης, ή του Κεφαλαίου αν προτιμάμε.

Μια και λεμε για ψευδωνυμα.
Με το ονομα Πετρος Αποστολιδης ποιος εγραφε;
Υπαρχουν αναφορες του και για το ρεμπετικο.
Ξερει κανεις;

Εχει ξανασυζητηθεί το θέμα:
http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?t=17548

Οπου θα βρεις ότι με το όνομα Πέτρος Αποστολίδης έγραφε ο… Πέτρος Αποστολίδης.
Καμμιά φορά όμως του τη βάραγε και υπέγραφε ως Παύλος Νιρβάνας.
Είχε γράψει ο Φέρρης μερικά ενδιαφέροντα περί άλλα που ρωτάς.

Τα ψευδώνυμα φοριόντουσαν πολύ κάποτε στους φιλολογικούς κύκλους … :080:

Η ερευνητικη προσεγγιση του ρεμπετικου ειναι πολύ ενδιαφέρουσα αλλα παραμένει κάπως φιλολογική και φανταζομαι οτι οι λογιοι του ‘βυζαντίου’ (σαν μια ομαδα ατόμων συγκεκριμένου στατους που βλέπουν το ρεμπετικο μακροθεν) το ερμήνευσαν πίνοντας τεϊον και όχι χασις.

Από εκείνη την εποχή εχω μαρτυρίες του παππου μου που εντάχθηκε στον μποεμ τροπο ζωής το '30 (πηγε από τη Μυτιλήνη στην Κοκκινιά) και αυτο που έχω καταλάβει είναι ότι τελικά, όλη η εργατική τάξη (της κοκκινιας τουλάχιστον) ήταν ‘περιθώριο’, ‘υπόγειο’, ‘λούμπεν’, ‘υποπρολεταριατο’ κλπ όπως λέει ο Φέρρης.

Οπότε, αν πούμε ότι τα δύο αυτά κοινωνικά στρώματα ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό για μια χρονική περίοδο και σε συγκεκριμένη περιοχή, τότε η συγκεκριμένη περίοδος του ρεμπέτικου γεννιέται καθαρά από την εξαθλιωμένη εργατική τάξη των προσφύγων. Γιατί η ταξική ή κοινωνική διάκριση προϋποθέτει διαφορές που απ’ότι εχω καταλάβει δεν υπήρχαν. Η εξαθλίωση βέβαια των προσφύγων ήταν διαφορετική απο εκείνη των λούμπεν όπως τους ξέρουμε σήμερα.

Και κάτι άλλο. Ίσως η προσφυγιά να ήθελε αφενός να διατηρήσει την ταυτότητά της και αφετέρου να δώσει το δικό της στίγμα και να κάνει αισθητή την παρουσία της στη νέα ‘πατριδα’. Την τέχνη τη γεννά μια ανάγκη νομίζω.

Επίσης, οι λούμπεν όπως τους έχω δει εγώ ουδεμία όρεξη έχουν για δημιουργία… όχι οτι είναι ένα ‘μιαρό’ κομμάτι της ωραίας μας κοινωνίας που δεν τους αξίζει η πατρότητα του ρεμπέτικου αλλά καθαρά διαισθητικά θα έλεγα ότι δεν πιστεύω να είχαν την ανάγκη της δημιουργίας και τη νομιμοποίηση της δικής τους ταυτότητας.

Οπότε, η ταύτιση του ρεμπέτικου με τον ‘υπόκοσμο’ έχει καθαρά πολιτικές σκοπιμότητες και λειτουργεί για να ρίξει στάχτη στα μάτια. Κατά τη γνώμη μου, το ζήτημά μας δεν είναι το ρεμπέτικο περ σε αλλά η προσφυγιά σαν ΠΟΛΙΤΙΚΟ φαινόμενο με αιτιώδεις σχέσεις.

Υ.Γ. Ο παππούς τότε ήταν ενας απλός τυχοδιώκτης και αυτό το κομμάτι της ζωής του το έκρυβε και μου το αποκάλυψε οταν ακούγαμε μαζί ρεμπέτικα.
Υ.Γ.2: Στην πρώτη παράγραφο δεν υποτιμώ τους ‘Βυζαντιους’ αλλά κάνω μια εισαγωγή για να δείξω μια διαφορετική ερευνητική προσέγγιση, εκείνη της συμμετοχικής παρατήρησης (του παππου).
Υ.Γ.3: Αν ο παραπάνω συλλογισμός έχει μια βάση, τότε το όλο πρόβλημα το γεννούν οι έννοιες εργατική τάξη βέρσους Λούμπεν… ίσως να υπάρχει η ανάγκη ανάδειξης της ‘προσφυγικής τάξης’ που έχει άλλα χαρακτηριστικά και από τους μεν και απο τους δε.

Ενδιαφέρουσα η παράθεσή σου, Παπαδόπουλε. Σε ένα μόνο σημείο δεν συμφωνώ: ενώ Σμυρναίικο δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς πρόσφυγες, το Ρεμπέτικο δεν δημιουργήθηκε αποκλειστικά από πρόσφυγες. Έτσι λοιπόν, πρέπει να εξεταστεί η πολιτική διάσταση όχι μόνο του φαινομένου της προσφυγιάς αλλά ολόκληρης της τότε εργατικής τάξης και του υποπρολεταριάτου, οπότε και θα καταδειχτούν οι ταυτίσεις, ομοιότητες και διαφορές.

Συμφωνώ, απλά πιστεύω ότι οι πρόσφυγες αποτέλεσαν μια σημαντική μεταβλητή που προστέθηκε στη μουσική δημιουργία της εποχής και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το ρεμπέτικο. Για εμένα είναι σημείο αναφοράς αλλά είναι πολύ υποκειμενική άποψη. Αυτό που λες κι εσυ κι εγώ είναι αυτό που ο Φέρρης αναφέρει πιο πάνω ως ‘το κάτι άλλο’.

Δηλαδή, η διάκριση των τάξεων όπως την δίδαξε ο Μαρξ και κάποιοι την υιοθετήσαμε στη σκέψη μας είναι πολύ χρήσιμη αλλά εστιάζει στις οικονομικές σχέσεις σε μεγάλο βαθμό. Το συγκεκριμένο ‘αντικείμενο έρευνας’ (το ρεμπέτικο) ενδεχομένως να χρειάζεται επιπλέον ‘αναλυτικά εργαλεία’, γιατί οι τάξεις είναι έννοιες (και όχι απτές οντότητες) που λειτουργούν σε συγκεκριμένα πλαίσια επικοινωνίας ή έρευνας θαυμάσια αλλά σε κάποια άλλα, μπορεί να θεωρούνται ανεπαρκή.

Αν προστεθούν και άλλα ‘αναλυτικά εργαλεία’ ίσως να μπορέσουμε να συννενοηθούμε πιο καλά.

Θα μπορούσα να συμφωνήσω, μόνο που η πρότασή μου είναι πιό επαναστατική ιδεολογικά.
Θα υιοθετήσω τον όρο “εργατική τάξη”, γιά να διευκολύνω τον διάλογο,παρ’ όλο που γιά μένα ο όρος αυτός είναι συνάμα περιοριστικός και γενικός.

Αυτό που λέω λοιπόν, είναι πως στην πρώϊμη βιομηχανική ανάπτυξη, κι όταν ακόμα η “εργατική τάξη” δεν είναι καλά οργανωμένη με τα νόμιμα λίγο ως πολύ συνδικάτα της, το πρώϊμο αυτό και αληθινό προλεταριάτο (που σήμερα το λένε υπο-προλεταριάτο) οργάνωσε τη ζωή του με βάση τον άγραφο ηθικό νόμο της κοινωΤικής αλληλεγγύης και της μπέσας. Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, βρέθηκαν στην ίδια ακριβώς κατάσταση, και στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Κι έτσι που οι Σμυρνιοί ήσαν εξοικιωμένοι με τους νταήδες και καπανταήδες της Μικράς Ασίας, η αλληλεγγύη και η μπέσα περιέλαβαν κι αυτούς. Αυτός ο “γάμος” των “εκτός νομιμότητας” ομάδων, έδωσε τα φρούτα του.

Ας μην ξεχνάμε πως το πρώϊμο προέταριάτο, δεν ήταν Μαρξιστικό, αλλά Αναρχικό. Κι ας μην ξεχνάμε πως ακόμα και ατην επανάσταση του 1917, οι αναρχικοί ήσαν μέσα -γιά να μην πω στην πρώτη γραμμή.

Στο ερώτημα “ποιά είναι η σημασία, σήμερα, αυτού του πρώϊμου προλεταριάτου”, λέω η μνήμη. Αν δούμε την αξία της αντίστασης κατά του αστικού Νόμου ή του Νόμου της αστικής κοινωνίας, ίσως πάρομε κάποια παραδείγματα, κι ίσως ξαναβρούμε αυτό το “αντιστασιακό ήθος” των Ελλήνων.

Το αν οι πρόσφυγες αγκαλιάστηκαν με αλληλεγγύη και μπέσα οπως λες απο τον υπόλοιπο λαό, είναι ένα ζήτημα. Εγω άλλα ξέρω…

Και ίσως αυτό να είναι κομβικό ζήτημα για την κουβέντα μας. Η κοινωνική ενσωμάτωση των προσφύγων έγινε τελικά αυτόματα ή με κόπο? Εγώ λέω με κόπο και μέσα σε αυτόν τον κόπο εντοπίζω το ρεμπέτικο της εποχής εκείνης, στην συγκεκριμένη περιοχή.

Τώρα, εγώ συμβατικά χρησιμοποιώ τις τάξεις του Μαρξ, είχαν άλλωστε ήδη αναφερθεί στη ροή της συζήτησης. Αν ο Μπακούνιν έχει προσεγγίσει τη διάκριση των τάξεων διαφορετικά και βοηθάει στη συζήτησή μας, να το δούμε.

Ο Γκράμσκι έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της κουλτούρας και της πάλης των τάξεων, αλλά είναι Μαρξιστής…

Οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται σήμερα οι πάσης φύσεως “ξένοι”. Οι αναλογίες προς τα πίσω είναι εις βάρος τους. Από μια πολύ σύντομη έρευνα για άρθρο στη ΚΛΙΚΑ :

Aπ’ τους Βαλκανοτουρκικούς πόλεμους μέχρι ως το ‘23, έφθαναν συνεχώς πρόσφυγες απ’ όλες τις γειτονιές των συνόρων. Από τις Ελληνο-Βουλγαρικές ανταλλαγές του 1913 στη Μακεδονία και τη Θράκη, από την εισροή Ελλήνων από τη Νότια Ρωσία μετά τα γεγονότα του 1917, από τις ανταλλαγές πληθυσμών με τη Βουλγαρία μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ το 1919, από τη συνεχή εισροή πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και τέλος με τη μαζική εισροή προσφύγων μετά τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923.

Δηλαδή, στα κοινωνικά προβλήματα που ούτως ή άλλως ταλάνιζαν τον Ελλαδικό χώρο και πριν από τους πολέμους (δώδεκα ολόκληρα χρόνια πολεμικού συναγερμού απ’ το 1912 ως το 1923) προστέθηκε και η τραγωδία της προσφυγιάς.

Ως προς τον αριθμό των προσφύγων της Μικράς Ασίας φαίνεται δύσκολο να έχουμε μια σοβαρή εκτίμηση. Το Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Αντιλήψεως το '25 τους υπολόγισε προσωρινά σε 786.000 ενώ η απογραφή του 1928 (τρία χρόνια μετά) τους καταμετρά σε 1.222.000 άτομα, χωρίς να υπολογίσει τους ελθόντες προ του 1923, αλλά ούτε και τα παιδιά των προσφύγων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα.

“Για τους πρόσφυγες ουδέποτε υπήρξε συμπάθεια, ούτε καν απάθεια. Αντιθέτως υπήρξε αντιπάθεια”. Οι άνθρωποι που μόλις είχαν διασωθεί από την σφαγή, αποκαλούνταν “τουρκόσποροι” και “γιαουρτοβαφτισμένοι”. Ενδεικτικά: Το 1928 ο Βλάχος στην εφημερίδα του την “Καθημερινή”, παραμονές των εκλογών (έχει τη σημασία της η παρατήρηση), έκανε λόγο για “προσφυγική αγέλη”. Τον ίδιο χρόνο στην Έδεσσα, αμέσως μετά τις εκλογές, γίνηκαν μαζικές συμπλοκές ανάμεσα σε προσφυγικούς και γηγενείς πληθυσμούς.

Και όλα αυτά, ενώ ξεφυτρώνουν παραπήγματα από καφάσια, κουρελούδες και τενεκέδες στις όχθες ποταμών και ρεμάτων, σε πλατείες, μέσα στις περισσότερες εκκλησιές (!) και σε όλα τα αδόμητα οικόπεδα του Πειραιώς και των Αθηνών.

Καταγράφεται περιπλάνηση ιδιαίτερα μεγάλης έντασης που ποτέ δεν ποσοτικοποιήθηκε. Ειδικά οι πρόσφυγες των μεγάλων πόλεων, ωθούμενοι από κάποιο ένστικτο βρίσκονται σε συνεχή κίνηση. Ελάχιστες είναι οι οικογένειες που δεν μετακόμισαν επανειλημμένα από πόλη σε πόλη, θέλοντας να δούνε με τα ίδια τους τα μάτια τις δυνατότητες που προσφέρονται.

Η Αθήνα και ο Πειραιάς μεγαλώνουν χάρη στους περιπλανώμενους πληθυσμούς που καταφθάνουν με την ελπίδα για δουλειά. Με τον τρόπο αυτό αλλοιώθηκαν οι αρχικοί πληθυσμιακοί προγραμματισμοί ("τόσοι στην Αθήνα, τόσοι στον Πειραιά, τόσοι στον Βόλο κ.λπ.)

Όμως, από τα αναλυτικά στοιχεία της πρώτης μεγάλης απογραφής πληθυσμού του 1928, διαπιστώνουμε ότι παραπάνω από ένας στους δύο ικανούς για δουλειά, είτε είναι μεροκαματιάρης στα όρια της πείνας, είτε είναι άνεργος στα όρια της επιβίωσης.

Σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο στα τότε περιπλανώμενα εργατικά στρώματα να αποδίδεται ο όρος “λούμπεν”, είτε γιατί τα χαρακτηριστικά τους προσιδιάζουν σε κάποιους έμμεσους ορισμούς των κλασικών για τις εξαθλιωμένες ομάδες του (βιομηχανικού) προλεταριάτου των πρωτοβιομηχανικών χωρών, είτε γιατί εξυπηρετεί τις σκοπιμότητες κάποιας επιχειρηματολογίας.
Ας επανέλθουμε αν υπάρχει ενδιαφέρον.

Προσφυγες ειχαν εγκατασταθει και μεσα στο κτιριο της σημερινης Βουλης τον πρωτο χειμωνα που εφτασαν στην Ελλαδα.
Για να ζεσταθουνε εβγαλαν πορτες, παραθυρια και τα εκαιγαν για να μην ξεπαγιασουν προκαλωντας μαλιστα και μεγαλες ζημιες στο κτιριο.
Και αυτο βεβαια ειναι το λιγοτερο, μπροστα στις απαισιες συνθηκες διαβιωσης τους.
Πιο πολυ εγκατασταθηκαν στη βορεια Ελλαδα, πυκνονοντας τον ελληνισμο στις περιοχες αυτες μετα και την ανταλλαγη του πληθυσμου αλλα και τονωσαν την οικονομια της χωρας καθως ητανε το φτηνο εργατικο δυναμικο.
Τους ωφειλει πολλα η Ελλαδα οσο κι αν τους περιφρονησε σαν “τουρκοσπορους”…

Πρόσφυγες στο Εθνικό το 1924

Η φωτογραφία (ullstein) δείχνει παιδιά (1923) σε καταυλισμό προσφύγων (Ελλήνων και Αρμενίων)στην Αθήνα, ο οποίος έγινε με χρήματα Ελληνοαμερικάνων.