ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ- μια φανταστική ιστορία

ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ

Δεν έχει συμβεί, αλλά θα μπορούσε.
Οι φίλοι μας δεν υπάρχουν , αλλά αν αναγνωρίσετε κάποιον γνωστό σας ή τον εαυτό σας, δε θα ήταν παράξενο!
Μες την υπόγεια την ταβέρνα, εκεί όπου είχαν παρελάσει όλοι οι θρύλοι που ευτύχησαν να μακροημερεύσουν, κάθονταν δύο φίλοι. Σε στρατηγικό σημείο, ώστε να έχουν ανεμπόδιστη θέα στην ορχήστρα, αλλά και πλήρη αντίληψη του διαχεόμενου ήχου. Και οι δύο ήξεραν την ταβέρνα πάρα πολύ καλά, αν και ο Νικόλας είχε πολλά χρόνια την επισκεφτεί. Είχε από καιρό αποφασίσει ότι η αναπαραγωγή του ρεμπέτικου από τις σύγχρονες ορχήστρες αποτελούσε ύβρη. Άκουγε τα αγαπημένα του τραγούδια στο ειδικά διαμορφωμένο υπόγειό του. Πάντα αυθεντικές εκτελέσεις από τα ιερά τέρατα και τους ελάχιστους ισάξιους συνεχιστές. Κάποιους από αυτούς είχε την τύχη να τους γνωρίσει προσωπικά, όταν η ρεμπέτικη νύχτα της Αθήνας ήταν η ζωή του. Βεβαίως υπήρχε και η «παρέα». Οι λίγοι εκλεκτοί με το απαραίτητο «σέβας» και το ρεμπέτικο ήθος. Με αυτούς έπαιζε ο Νικόλας τις πενιές του, όποτε ο νταλκάς του υπερέβαινε το ραγδαία εξελισσόμενο ασκητισμό του. Με αυτούς άκουγε τα σπάνια, δυσεύρετα δισκάκια , που μετά μανίας συνέλλεγε εδώ και τριάντα χρόνια.
Μέλος της «παρέας» ήταν και ο Δημητράκης, ο μικρότερος και πιο εκλεπτυσμένος της «παρέας». Ώρες ώρες απορούσε και ο ίδιος με την υπομονή του και την ικανότητά του να ανέχεται τους γεροπαράξενους. Τους αγαπούσε όμως. Όπως ο μαθητής τους δασκάλους του. Κι ας του έκαναν τη ζωή δύσκολη σε κάθε ευκαιρία. Ο Δημητράκης ένιωθε ότι οι φίλοι του –με πρώτο το Νικόλα- είχαν μετατραπεί σε σέχτα που τρεφόταν όχι με τη μουσική που λάτρευαν , αλλά με έναν ακραίο και μισάνθρωπο ελιτισμό. Είχε βάλει σκοπό του να τους βγάλει από τους τρύπες του και να τους προσφέρει ξανά την απόλαυση της ζωντανής μουσικής και της ανθρώπινης παρέας. Έλπιζε ότι θα τους ξυπνούσε χαμένα συναισθήματα και αναμνήσεις του ρέμπελου παρελθόντος τους.
Δοκίμασε κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο ,μέχρι που απείλησε ότι θα αποχωρήσει από την «παρέα», για να καταφέρει να πείσει το Νικόλα να του κάνει συντροφιά για μία και μόνο νύχτα. Είχε επενδύσει όλες του τις ελπίδες στην ένδοξη ταβέρνα και την αψεγάδιαστη ορχήστρα της. Δύο μπουζούκια, μία κιθάρα , γυναικεία φωνή. Ήχος φυσικά δυνατός, δεμένο παίξιμο, καθαρές- σωστές φωνές και σεβασμός στα τραγούδια χωρίς δογματισμό .Καθαρά βλέμματα και αβίαστα χαμόγελα, σφιχτό πρόγραμμα που παρέσυρε το κοινό, χωρίς ατελείωτες, αυτιστικές επιδείξεις. Ο Δημητράκης ήταν σίγουρος ότι ο Νικόλας δε θα μπορούσε παρά να περάσει καλά. Κάθε φορά που πήγαινε εκεί, τα δάκτυλά του τον έκαιγαν από την κάψα του να παίξει , αν και δεν είχε τολμήσει ποτέ να το ζητήσει. Αυτό ήταν αλάθητο κριτήριο για το Δημητράκη. Είχε ακούσει σχεδόν τους πάντες, μικρούς-μεγάλους, ρεμπέτες –λαϊκούς, τρίχορδους-τετράχορδους, γνωστούς –άγνωστους. Συχνά περνούσε καλά ή θαύμαζε το αποτέλεσμα, ελάχιστες φορές όμως ένιωθε αυτή την κάψα στα δάκτυλα!
-Ρε Δημητράκη δε μου λες, τι περιμένουν τα τζιμάνια σου για να ξεκινήσουν? Να πάει η ώρα δώδεκα? Μόνο για φοιτητές και ανεπάγγελτους παίζουν?
-Γιατί Νικόλα στην εποχή σου τι ώρα ξεκινούσε η μουσική?
-Άσε την εποχή μου Δημητράκη! Εμείς τότε έπρεπε πρώτα να κάνουμε το χρέος μας στο κίνημα και μετά να διασκεδάσουμε. Όταν δε μας κυνηγούσαν. Βέβαια εδώ δεν τολμούσαν να έρθουν, αλλά τι σου λέω τώρα…
-Καλά Νικόλα ,κάνε υπομονή .Από ότι βλέπω βγάζουν τα όργανα. Δε θα αργήσουν.
-Το καλό που τους θέλω. Γιατί δε σκοπεύω να πίνω για πολύ αυτό το ζουμί που σερβίρουν για κρασί… Κοίτα πως γυαλίζουν τα όργανα, χάθηκαν τα παραδοσιακά τα λούστρα ?Τι βλέπω! Κουρδιστήρια. Τα αυτάκια γιατί τα έχουνε ρε Δημητράκη? Ο δάσκαλος έτσι και έβλεπε κανένα διαπασών το πετούσε από το παράθυρο. Άμα ο ρεμπέτης δε μπορεί να βρει το ρε…
-Γι αυτό ρε Νικόλα τις μισές φορές που παίζουμε μας πέφτουν τα τραγούδια χαμηλά και τις άλλες μισές ψηλά?
-Έτσι σου φαίνεται , γιατί είσαι απαίδευτος και αμαθής. Και ασεβής εκτός των άλλων. Άμα δεν ήμασταν εμείς ακόμα Πάριο θα άκουγες και Νταλάρα.
Έτσι κάπως κυλούσε η κουβέντα ανάμεσα στους φίλους μας μέχρι που έφτασε η ώρα της μουσικής. Τα πρώτα ορχηστρικά κομμάτια δεν ενθουσίασαν το Νικόλα γιατί δεν είχαν το σωστό ηχόχρωμα , ο κιθαρίστας έβαζε πολλά μπάσα που δεν υπήρχαν στις πρώτες εκτελέσεις και…
Τα μεγάλα προβλήματα ξεκίνησαν όταν άρχισαν τα τραγούδια.
-Δημητράκη αν το πρόγραμμα δεν ξεκινάει με Μάρκο ,δεν είναι ρεμπέτικο! Όλοι καλοί, αλλά εν αρχή είναι ο Μάρκος. Ξεκινάς με το προσκύνημα στον Μεγάλο και μετά συνεχίζεις…
-Μα Νικόλα ,τα παιδιά παίζουν πολύ Μάρκο. Και στις καλύτερες στιγμές.
-Δεν έχει σημασία, το ρεμπέτικο ξεκινάει με Μάρκο. Τελεία…
Ήρθε και η στιγμή να τραγουδήσει και η κοπέλα της παρέας. Δεν ήταν μόνο η δυνατή βαθειά και πεντακάθαρη φωνή της , αλλά και η συνολική παρουσία, η θεατρικότητα και ο ερωτισμός που εξέπεμπε. Όμως ο Νικόλας έτρεφε τεράστιο θαυμασμό για τις μεγάλες ρεμπέτισσες …
-Δημητράκη πάμε να φύγουμε τώρα αμέσως, φώναξε αγανακτισμένος ο Νικόλας.
-Μύγα σε τσίμπησε μωρέ Νικόλα? Η κοπέλα τραγούδησε αξιοπρεπέστατα, να μην πω καταπληκτικά.
-Δημητράκη μη με κουρδίζεις! Απλούστατα, τραγούδι που έχει η Μαρίκα απαγορεύεται να το λέει οποιαδήποτε…
-Της Ρίτας?
-Απαγορεύεται .
-Της Ρόζας?
-Με τίποτα.
-Της Χασκήλ?
-Είσαι τρελός.
-Της Μπέλλου?
-Ούτε κατά διάνοια.
-Της Γεωργακοπούλου?
-Αστειεύεσαι.
-Δηλαδή ρε Νικόλα ,ποια επιτρέπεται να τραγουδήσει η κοπέλα? Να τα βάλουμε στο μουσείο τα τραγούδια?
Κλονίστηκε ελαφρώς ο Νικόλας, άλλωστε στην πραγματικότητα μάλλον τον είχαν ευχαριστήσει οι ερμηνείες της κοπέλας, αλλά δε σκόπευε να το παραδεχτεί ακόμα. Έριξε ένα απλανές βλέμμα στη σάλα και η ματιά του έπεσε σε κάποιον γνωστό από τα παλιά. Μπουζουξής μέγας και φίρμα από μικρός, έπαιζε ακόμα στα πιο γνωστά ρεμπέτικα στέκια. Ο Νικόλας τον αντιπαθούσε σφόδρα. Τον θεωρούσε ακατάδεχτο και επηρμένο επιδειξία. Τζάμπα μάγκα. Από κάτι τύπους σαν και αυτόν οδηγήθηκε στην απομόνωση και έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Ο Νικόλας από τη μια άρχισε να αισθάνεται ότι ο τόπος δεν τον χωρούσε. Από την άλλη έβλεπε το μάγκα να παίζει το μπεγλέρι του και να καρφώνει με το ειρωνικό, αφ υψηλού βλέμμα του την ορχήστρα και άρχισε να νιώθει συμπάθεια για τους μουσικούς. Φανταζόταν τα κακεντρεχή σχόλια που αντάλλασσε με τον κολλητό του-επίσης γνωστό θαμώνα της ρεμπέτικης νύχτας και δήθεν «ρεμπετολόγο»- και θύμωνε.
-Τελικά Δημητράκη , παίζουν υποφερτά, ειδικά για τα απαίδευτα αυτιά σου. Αλλά το μαγαζί έχει γίνει χάλια . Κοίτα κόσμος. Να δεις που σε λίγο θα ζητήσουν το «ρέμα». Μα και οι δήθεν σχετικοί που βλέπω ότι συχνάζουν … Κοίτα ύφος και τουπέ!
-Νικόλα νομίζεις ότι εσύ πας πίσω? Από την ώρα που ήρθαμε όλα σου φταίνε. Έχεις φορέσει τη φάτσα του «γνώστη» και αρνείσαι να χαρείς τη μουσική. Άλλο δεν κάνεις τόση ώρα από το να μου πουλάς ιδεολογία.
-Μα…
-Δεν έχει μα! Κλείσε τα μάτια σου για δέκα λεπτά και σταμάτα να σχολιάζεις. Φαντάσου ότι είσαι στην τρύπα σου με την «παρέα». Κάντο για χάρη μου . Δέκα λεπτά και μετά αν θέλεις φεύγουμε.
Ο Νικόλας τα χρειάστηκε. Δεν είχε τύχει ποτέ στο παρελθόν ο νέοπας να του σηκώσει τη φωνή. Μωρέ λες να έχει δίκιο το κουτάβι , σκέφτηκε, και αποφάσισε να ακολουθήσει την προσταγή του. Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε ελεύθερος. Η αλήθεια είναι ότι μέσα λαχταρούσε να ξανανιώσει τη μυσταγωγία της ζωντανής μουσικής. Λαχταρούσε να ξαναζήσει τις πιο όμορφες μέρες της ζωής του. Όπως τότε… Μόνο που τα δέκα λεπτά έγιναν μισή ώρα και η μισή ώρα μία και… Τα αγαπημένα τραγούδια του Νικόλα διαδέχονταν το ένα το άλλο και ο πλήρης συντονισμός του με την καλοπαιγμένη ,ψυχωμένη μουσική και τους μουσικούς δεν άργησε.
Όταν κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του είδε το Δημητράκη, στην ίδια έκσταση με τη δική του, να τρίβει τα φλεγόμενα δάκτυλα του. Ο κόσμος παλλόταν στο ρυθμό της μουσικής και μόνο ο μάγκας με το «ρεμπετολόγο» φίλο του έμοιαζαν εκτός τόπου και χρόνου. Τους είδε ο Νικόλας και τους λυπήθηκε. Μαζί λυπήθηκε και τον εαυτό του και τα χρόνια που έχασε βουτηγμένος στην αυταρέσκεια.
Σηκώθηκε με μισό δάκρυ στα μάτια του και με ένα τεράστιο χαμόγελο στην καρδιά του και πλησίασε την ορχήστρα. Ασπάστηκε του νέους φίλους του ώσπου το δάκρυ έγινε ολόκληρο. Χάιδεψε το μπουζούκι που ως δια μαγείας βρέθηκε στα χέρια του και κάθισε στη θέση που είχε-χωρίς να ειπωθεί τίποτα- αδειάσει. Κούρδισε λίγο το όργανο , ή για να είμαστε ειλικρινείς μάλλον ελαφρώς ξεκούρδισε, για να ταιριάζει στην αντίληψή του περί του «ρε». Έπαιξε και τραγούδησε, με τη βαριά γεμάτη γρέζι φωνή του, μα κυρίως από την ψυχή του.
Μικρή σημασία είχε που οι καταλήξεις λίγο έφευγαν, που οι οχτάβες έβγαιναν σκληρές! Τα δαιμόνια απελευθερώθηκαν! Τα είδαν όλοι να τριγυρνούν πανικόβλητα , ψάχνοντας έξοδο ή κάποια άλλη ψυχή για να τρυπώσουν. Μάταια όμως. Το βράδυ αυτό ,στην υπόγεια την ταβέρνα, δεν υπήρχε χώρος για τα δαιμόνια, ούτε ψυχή διαθέσιμη. Υπήρχαν βέβαια ο μάγκας με το φίλο του, αλλά αυτοί ήταν τόσο απασχολημένοι να σχολιάζουν το Νικόλα… Και οι ψυχές τόσο μαύρες και αφιλόξενες…. Ακόμα και για τα κοινά δαιμόνια….

3 «Μου αρέσει»