Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Στο βιβλίο του Κώστα Καραμπάτσου για τον Περδικόπουλο, πάντως, ο στίχος καταγράφεται ως εξής: “ας το χαρούσα η άχαρη”.

Αυτό ακριβώς λέει.

Καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για μοιρολόι για το θάνατο μικρού παιδιού. Η μελωδία βέβαια καθόλου δεν προϊδεάζει για κάτι τέτοιο, αλλά δεδομένου ότι πρόκειται για πανελλήνιο τραγούδι με πολλές τοπικές παραλλαγές και φυσικά άλλες τόσες τοπικές μελωδίες, αυτό δε λέει τίποτε: πιθανόν σε κάποιο τόπο ο στίχος να παρερμηνεύθηκε/ανανοηματοδοτήθηκε ως ερωτικός και να θεώρησαν ταιριαστό να το πουν σ’ έναν εύθυμο σκοπό.

Οπότε το εν λόγω τσάκισμα λέει: ας το ‘χα, ρούσα μ’, η άχαρη. Δηλαδή: μακάρι η μαύρη εγώ, που δεν έχω γνωρίσει χαρά, να το είχα, αλλά το ‘χασα. Άχαρος, σε δημοτικά τραγούδια και γενικώς στην κάπως παλιά λαϊκή γλώσσα, συχνά λέγεται μ’ αυτή τη σημασία.

(Ακόμη και με την άλλη ανάγνωση του τραγουδιού, ως ερωτικού, πάλι βγάζει νόημα το τσάκισμα.)

Η ρούσα δεν κολλάει πουθενά, αλλά δε χρειάζεται κιόλας. Τσάκισμα είναι. Σε άλλα τραγούδια τα τσακίσματα λένε “δυο μου μάτια δυο”, “Παναγιά μου”, “ψιλή μου δεντρολιβανιά” κι ένα σωρό άλλα και είναι κοινή σύμβαση ότι αυτά δε σχετίζονται με το κυρίως κείμενο του τραγουδιού.

Άλλα δύο σημεία που επιρρωννύουν τη βεβαιότητά μου είναι ότι το «ας το ‘χα, ρούσα μ’, η άχαρη» είναι: πρώτον, αυτό ακριβώς που ακούμε, οπότε δε χρειάζεται να υποθέσουμε σαρδάμ, και δεύτερον: γραμματικά απολύτως ομαλό, οπότε ούτε παράξενους τύπους χρειάζεται να υποθέσουμε, όπως χαρούσα.

Η μόνη μου ένσταση είναι ότι το τραγούδι δεν είναι ρεμπέτικο και δε νομίζω ότι χρειάζεται να περιληφθούν οι λέξεις του στο ρεμπέτικο γλωσσάρι.

Μα δεν ζήτησε ο Πελοποννήσιος ούτε κανείς άλλος να μπει κάποιος στίχος του τραγουδιού αυτού στο Γλωσσάρι.

Άσε που, και να ζήταγε, μέσα θα ήταν, μια που το “Ρεμπέτικο” Γλωσσάρι έχει και λήμματα εκτός ρεμπέτικης επικρατείας…

Επίσης, με παραλλαγή στους στίχους, αποτέλεσε και τραγούδι της ξενιτιάς
(τώρα ποια κατηγορία προηγήθηκε και ποια ακολούθησε, δεν μπορώ να πω),

όπως και πάλι με παραλλαγή στίχων και ως τραγούδι [b]της φυλακής[/b].
Το έχει συμπεριλάβει ο Γ. Μελίκης στην αντίστοιχη συλλογή που έχει κάνει και όπου, το μόνο σίγουρο είναι πως μια και αναφέρεται εδώ το Γεντί Κουλέ, η συγκεκριμένη παραλλαγή χρονολογείται μετά το 1890.

Υ.Γ. Ας συμπεριληφθεί στο γλωσσάρι και λεξιλόγιο που δεν ανήκει αποκλειστικά στο ρεμπέτικο.
Δεν “βαραίνει” την καταγραφή, έτσι κι αλλιώς. :slight_smile:

Δεν είναι παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού, έχει απλώς ένα στίχο κοινό. (Πολύ όμορφο το βρίσκω, μ’ αυτή την ανορθόδοξη ενορχήστρωση.)

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 01:22 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 01:09 —

Ο Πολίτης (του οποίου η παραλλαγή καταλήγει: Βουνά μου… μην είδατε τ’ αηδόνι μου…; -Εχτές προχτές επέρασε και πάει στον Κάτω Κόσμο… -δηλαδή ξεκάθαρα νεκρικό στην πρωτότυπη, κατά τη γνώμη του, εκδοχή) σχολιάζει επίσης:

Τὸ μοιρολόγιον τοῦτο εἰς μικρὸν παιδίον τραγουδεῖται ἐνιαχοῦ μέ τινας παραλλαγὰς καὶ εἰς γάμους, ἀναφερόμενον εἰς τὸν χωρισμὸν τῆς νύμφης ἀπὸ τῶν γονέων της.

(Εκλογή…, Γράμματα 1991, σελ. 255.)

Σχετικά με τη “Νησιώτισσα”:

Κοιτάξτε τώρα μπλέξιμο: στο sealabs υπάρχει σχόλιο κάτω από το τραγούδι όπου αναφέρεται ότι ο δίσκος φέρει την ένδειξη “Ι. Πούλου” όσον αφορά τη σύνθεση και πως στην ουσία πρόκειται για ψευδώνυμο της Ιωάννας ΓεωργακοΠούλου. Στην πραγματικότητα όμως στο δίσκο αναγράφεται “Φωτ. Πούλου”, όπως φαίνεται και από το βίντεο που παρέθεσα. Είναι τώρα ψευδώνυμο της Γεωργακοπούλου αυτό; Είναι ψευδώνυμο κάποιου άλλου; Ή μήπως πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο; Τρέχα γύρευε…

Η δικιά μου (αυθαίρετη) αίσθηση είναι ότι το τραγούδι έχει ως ένα βαθμό παραδοσιακές ρίζες μεν αλλά υπέστη μουσική/στιχουργική επεξεργασία από κάποιον επώνυμο συνθέτη και στη συνέχεια χαρίστηκε στη Γεωργακοπούλου η οποία και το κατοχύρωσε μέσω ψευδωνύμου.

Πολύ λογικό ακούγεται και νομίζω ότι έτσι βγαίνει καλύτερα το νόημα σε κάθε περίπτωση (αποχωρισμός ή επιστροφή).

Για το “Πουλάκι”:

Πιο συγκεκριμένα, η Δόμνα Σαμίου τραγούδησε “για τη σέναν άχαρη” δηλαδή “για εσένα την άχαρη”. Λεπτομέρεια βέβαια αλλά τέτοιοι γλωσσικοί ιδιωματισμοί έχουν τη… χάρη τους.

Έχω την εντύπωση, διορθώστε με αν κάνω λάθος, ότι δεν είναι ασύνηθες το δίπολο εύθυμος σκοπός-λυπητεροί στίχοι όπως και μελαγχολικός σκοπός-χαρούμενοι στίχοι.

Ευχαριστώ για την ερμηνεία Περικλή, τα πράγματα φαίνεται να μπαίνουν στη θέση τους νοηματικά. Έχει η λέξη “ρούσα” την έννοια της ξανθοκόκκινης, όπως δηλαδή εμφανίζεται στο τραγούδι του Βαμβακάρη “Για σένα ρούσα και ξανθιά”, ή μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο στο πλαίσιο του τραγουδιού που σχολιάζουμε;

Δίκιο έχεις βέβαια Πελοποννήσιε. Επειδή όμως εδώ η αντίθεση παραείναι ακραία (στίχος με την εντελώς τραγική προσωπική εμπειρία του αφηγητή, ενδεχομένως αρχικά πραγματικό επιτάφιο μοιρολόι κάποιας συγκεκριμένης μάνας για συγκεκριμένο παιδί - μελωδία που σχεδόν γελάει, παραλλαγή του αποκριάτικου “Κατέβηκα στην πιπεριά”), είπα μήπως υπάρχει και ειδικότερη εξήγηση.

Προφανώς ναι. Γιατί όμως να ανατρέχουμε στον Βαμβακάρη; Καθημερινή λέξη δεν είναι; Ρούσα = κοκκινομάλα. Εγώ τουλάχιστον το λέω (όχι ακριβώς καθημερινά, γιατί δε βλέπω και κάθε μέρα κοκκινομάλες στην Ελλάδα, αλλά γι’ αυτές τις λίγες έστω.)

Ίσως να είναι έτσι, δηλαδή κάπου/κάποτε να χάθηκε από κάποιους το αρχικό νόημα. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση (εννοώ το “πουλάκι είχα στο κλουβί”) δε βρίσκω ακραία αντίθεση μιας και ο στίχος αποφεύγει να ανακαλέσει στιγμιότυπα που θα μπορούσαν εύκολα να ερμηνευτούν ως αλληγορία ενός τραγικού συμβάντος. Όπως λες κι εσύ, θα μπορούσε κάλλιστα να ερμηνευτεί από κάποιον ως ερωτικός στίχος ή, συμπληρώνω εγώ, ως στίχος που αναφέρεται σε κάποιον που ξενιτεύεται (όχι χαρούμενο γεγονός αλλά δεν το λες και τραγικό, εκτός και αν συνοδεύεται από άλλα που δυστυχώς τα είδαμε πρόσφατα). Αν βέβαια το τραγούδι είχε διατηρήσει κάποιον από τους αρχικούς στίχους που μιλάνε ευθέως για πέρασμα στον Κάτω Κόσμο, τότε ναι, η αντίθεση θα ήταν ακραία.

Τον Βαμβακάρη τον ανέφερα ως δείγμα χρήσης της λέξης σε τραγούδι επειδή δεν την έχω συναντήσει αλλού. Τώρα κατά πόσο είναι καθημερινή η λέξη αυτή, δεν ξέρω. Για μένα δεν είναι, για κάποιον άλλον ίσως. Σχετικά δεν είναι αυτά;

Την εποχή που γράφονταν τα δημοτικά τραγούδια ήταν τραγικό. Οι αποστάσεις ήταν μεγαλύτερες, αφού καλύπτονταν με τα πόδια ή με το ιστιοφόρο ή με το καραβάνι, και τον ξενιτεμένο τον αποχαιρετούσαν για πάντα και, λίγο-πολύ, τον πενθούσαν. Επιστροφή μόνο μετά την επιτυχία ή κάποτε την αποτυχία να καζαντήσει, ή και ποτέ - ενδιάμεσες επισκέψεις στην πατρίδα ήταν περίπου απίθανες. Επικοινωνία μόνο με κάνα γράμμα, μια στα τόσα, που θα έκανε μήνες να φτάσει και που, ιδίως αν το έγραφε γραμματιζούμενος τρίτος και το διάβαζε στους παραλήπτες γραμματιζούμενος τέταρτος, δε θα έλεγε παρά τυπικότητες (Σεβαστέ παπά Τάδε, το χέρι σου φιλώ. Τα σεβάσματά μου στον πατέρα μου. Είπατε τη μητρί μου ότι από υγείαν καλώς έχω, το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς) και δε θα υποκαθιστούσε ούτε κατ’ ελάχιστον την επαφή. Skype δεν είχαν ούτε οι αρχόντοι. Και σκέψου από πάνω να πάει ο άλλος όχι σε ξένη χώρα αλλά στα καράβια, όπου επιπλέον θα παίζει κάθε μέρα τη ζωή του.

Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν και τα τραγούδια της ξενιτιάς. Αν η ξενιτιά ήταν πιο απλή υπόθεση, δε θα την τραγουδούσαν, ή πάντως όχι τόσο έντονα. Η άλλη περίμενε τόσα χρόνια τον άντρα της που όταν τελικά γύρισε δεν τον αναγνώρισε και χρειάστηκε να περάσουν διαδικασία αναγνώρισης αλά ομηρικά, με τα σημάδια της αυλής, μετά του σπιτιού, τελικά του κορμιού. Ο άλλος προσεύχεται να μην πεθάνει στην ξενιτιά γιατί εκεί τους θάβουν χωρίς κηδεία, στο χωράφι, και πάει μετά ο ζευγάς να οργώσει και το αλέτρι βγάζει κόκκαλα και κρανία και τα σπάει. Η ξενιτιά είναι μάγισσα και οι γυναίκες της ξένης χώρας είναι μάγισσας κόρες, που μαγιώνουν τα καράβια και δεν έρχονται. Η άλλη εύχεται να είχε το μαντίλι του ξένου της (του ξενιτεμένου αγαπημένου ή συζύγου ή γιου) για να του το 'πλενε με τα δάκρυά της. Σε άλλο τραγούδι ο ίδιος ο ξένος παραπονιέται ότι εκεί δεν έχει μάνα κι αδερφή να του πλύνουν τα ρούχα και οι ντόπιες του τα πλένουν μια, του τα πλένουν δυο, στο τέλος τον βαριούνται και εύχονται να τους ξεφορτωνόταν να πάει πίσω στη μάνα του και στην αδερφή του. Οι μάνες κατέβαιναν στο γιαλό και ρωτούσαν τους ναύτες (ή στη στράτα και ρωτούσαν τους διαβάτες, σαν τη μάνα του Βιζυηνού), αν είδαν το γιο τους, και κάποτε η απάντηση ήταν ότι τον είδαν να τον τρώνε τα μαύρα όρνια.

[i]Παρηγοριά έχει ο θάνατος, παρηγοριά έχει ο Χάρος, ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει.

Η ξενιτιά κι ο θάνατος, η φυλακή κι η ορφάνια, τα τέσσερα ζυγίστηκαν, βαρύτερα τα ξένα[/i].

Πιο πρόσφατα, στην εποχή του Καζαντζίδη ή του Κονιτόπουλου, τα ταξίδια ήταν πιο εύκολα, αλλά αυτό αντί να φτιάξει τα πράγματα τα έκανε χειρότερα, αφού πλέον η ξενιτειά ερήμωνε ολόκληρα χωριά που απέμεναν μόνο με γέρους, ζωντοχήρες και παιδιά χωρίς πατέρα στο σπίτι.

Νομίζω ότι ο πόνος που υπάρχει στα τραγούδια της ξενιτιάς δεν υπάρχει ούτε στα μοιρολόγια.

Νέα λήμματα στο ΡΓ:

Κουμαρτζής: ο χαρτοπαίκτης αλλά και ο κυβοπαίκτης, και κουμάρι: η χαρτοπαιξία και ειδικότερα στην Κρήτη. Η κυβοπαιξία, τα ζάρια. Από το τουρκικό kumar=τυχερά παιχνίδια, τζόγος, χαρτοπαιξία. Τίτλος ομώνυμου τραγουδιού του Χ. Πιπεράκη.

 [b]Μπουζουριέρα[/b]: στην περίπτωσή μας, ό,τι χρησιμεύει ως προκάλυψη, προπέτασμα, «ασπίδα» (π.χ. μια εφημερίδα, ένα μαντίλι, μια καμπαρντίνα, ένα σεντόνι κλπ), προκειμένου να καλυφθεί κάποια επιλήψιμη ενέργεια. Ακούγεται στο τραγούδι του Μπάτη «Βάρκα μου μπογιατισμένη» (1934): «Κι ένας μάγκας βρε παραπέρα/μα κρατάει μπουζουριέρα»     

Φέρτε: έτοιμος. Ακούγεται στο τραγούδι του Μάρκου «Τραγιάσκες» (1934): «Είμαι φέρτε να της πω μωρʼ αδερφάκι/Ζούλα πάμε στον τεκέ για τσιμπουκάκι» [b]

Πάρολι[/b]: αρχική σημασία: στο χαρτοπαίγνιο, όταν ο κερδισμένος δεν ενθυλακώνει το ποσό που κέρδισε αλλά το παίζει και πάλι μαζί με το αρχικό ποσό. Μεταφορικά «τα παίζω όλα για όλα». Με αυτή την έννοια ακούγεται στον «Χαρτοπαίκτη» (1930) του Τούντα: «κείνα τα χρόνια τα παλιά απ’ τα γλυκά σου τα φιλιά/πήγαινες πάρολι τότε κι εσύ για μένα που ξενυχτούσαμε τα βράδια κι ήμουν πρώτος/στην αγάπη σου καλέ» Σε δεύτερη σημασία, έχει την έννοια ότι υπερτερώ από κάποιον σε λόγια ή έργα, του «βγαίνω μπροστά», τον «τουμπάρω». Ακούγεται στο τραγούδι του Τσιτσάνη «Μπράβο σου πώς με δουλεύεις» (1938): «πάντα πάρολι με φέρνεις, μπράβο σου πως την περνάς». [u]

Διορθώσεις/συμπληρώσεις[/u]

1)Καπετανάκης: τώρα που βρήκαμε το όνομά του (Ιωάννης), καλό θα ήταν να μπει δίπλα στο επώνυμό του, όπως συμβαίνει και με άλλους αναλογο-ομολόγους του (Γαλιγάλης, Μπαϊρακτάρης κλπ)

2)Μεντρεσές: δεν κατεδαφίστηκε το 1898 αλλά το 1914 (βλ. μεταξύ άλλων ΣΚΡΙΠ 13/6/1914)

3)λιμά: στο παράδειγμα στίχου, δεν είναι «πασιέντα» το παιχνίδι, είναι «πασσέτα»

4)δεφτέρι: στο παράδειγμα στίχων, δεν υπάρχει σχέση μεταξύ στίχων και συντελεστών/χρονολογίας του τραγουδιού: από άλλο τραγούδι είναι οι στίχοι (του Αντώνη Ρεπάνη/Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, 1972)

Προφανώς εκ του γερμανικού φέρτιχ (fertig γράφεται;). Απορώ όμως πώς βρέθηκε τέτοια λέξη σε τραγούδι προκατοχικό!

Για την γερμανική προέλευση δεν παίρνω όρκο, Pepe. Ο μεν Δαγκίτσης θέλει το “φέρτε” προστακτική του "φέρνω’, ο δε Καπετανάκης γράφει: “επίρρημα, πάντοτε σύνθετον με το ρήμα είναι”…

Ναι, αλλά η μεν προστακτική του φέρνω δεν έχει καμία σχέση, νοηματικά ή γραμματικά, με το “έτοιμος”, η δε άλλη εξήγηση δεν εξηγεί τίποτε παρά μόνο το νόημα.

Να προσθέσω για τον Καπετανάκη ότι όταν λέει επίρρημα προφανώς παρασύρεται από το γεγονός ότι η λέξη είναι άκλιτη. Επίθετο είναι γραμματικά, και κατηγορούμενο συντακτικά. Από συγγραφέα που συγχέει την ακολουθία δύο λέξεων με τη μία σύνθετη λέξη, αναμενόμενο.

Δεκαετία '30 είχαμε μετανάστες στη Γερμανία; Και μάλιστα μετανάστες αρκετά πολλούς και αρκετά παλιούς ώστε η γλώσσα τους (προφανώς με επιρροές και δάνεια από τα γερμανικά) να έχει αρχίσει να επηρεάζει και την εδώ γλώσσα; Μήπως είναι δάνειο ανάλογο με τα μπρούκλικα γκρίνκλις τύπου «ο τζόκαρης» (joker, ο μπαλαντέρ της τράπουλας) κλπ που ακούμε σε άλλα ρεμπέτικα;

Έίναι σίγουρο ότι τα Γερμανικά ήταν, στην περίοδο του μεσοπολέμου, ελάχιστα διαδεδομένη ξένη γλώσσα στην Αθήνα. Γκάστ αρμπάητερ δεν υπήρχαν ούτε ένας, ούτε μετανάστες που να επιστρέφουν και να κοκορεύονται με “ελληνογερμανιικές” εκφράσεις. Επομένως, το “φέρτιχ” εγώ, τουλάχιστον, το αποκλείω. Ακούγοντας το τραγούδι από ΜΡ3 με τα ηχειάκια ενός υπολογιστή, καθόλου δεν παίρνω όρκο ότι ο Μάρκος λέει “Είμαι φέρτε” (να της πώ κλπ.) αλλά και καθόλου δεν μπορώ να προτείνω “εγώ ακούω αυτό κι αυτό”. Άρα: από πού βγαίνει το συμπέρασμα ότι “φέρτε" ίσον “έτοιμος”; υπάρχουν και άλλες πηγές;

Pepe, από τους δύο λεξικογράφους της πιάτσας (Καπετανάκη και Δαγκίτση) που έχουν το λήμμα “φέρτε”=έτοιμος, τον Δαγκίτση κάπως τον εμπιστεύομαι περισσότερο σε ετυμολογικά ζητήματα, καθώς ήταν και φιλόλογος. Η πλάκα είναι ότι μου ήρθε τώρα φλασιά να δω αν το έχει ο Σταματάκος (Λεξικόν της νέας Ελληνικής Γλώσσας) και όντως έχει λήμμα “φέρτε”=φέρετε (προστακτ. του φέρω)//ειδ. φρ. “φέρτε άρμ!” (στρατιωτικόν παράγγελμα, καθ’ ό ο στρατιώτης φέρει το όπλον όρθιον κατά την αριστεράν πλευράν του κορμού)

Να κάτι ενδιαφέρον, νομίζω. Οπότε έτσι μας δίνεται η έννοια της ετοιμότητας και του είμαι στο τσακ, ξέρω γω. Μήπως εκπορεύεται λοιπόν το “φέρτε” από παραγγέλματα ετοιμότητας τέτοιου τύπου. Υπό τις εξηγήσεις του Σταματάκου, μου φαίνονται πιο εύλογα τα πράγματα.

Εκτός από το παραπάνω, εγώ δεν καταλαβαίνω και τι λέει παρακάτω, “αχ, και μου 'φυγε το αηδόνι, …χιλιδόνι”. Κάτι με σεβδά ίσως; Ευχαριστώ εκ των προτέρων.

“Του σεβντά το χιλιδόνι” λέει.

Επίσης, μία ακόμα ενδιαφέρουσα λέξη από το τραγούδι είναι το “σκανταλίσθη” που θα πει “ξεκλειδώθηκε”.

Υ.Γ. Και αφού είπαμε τόσα για το τραγούδι, να σημειώσω πως στο μπουζούκι είναι ο Τσιτσάνης ο οποίος μάλιστα ακούγεται προς το τέλος να λέει “Γεια σου Περδικόπουλε”.

Πράγματι. Το σχολιάζει κι ο Πολίτης.

Σε κάποια άλλη παραλλαγή που έχω ακούσει, αυτή η παράξενη σημασία είχε προφανώς λησμονηθεί, κι αφού το κείμενο δε γινόταν πλέον κατανοητό έγινε «εσκανταλίστη το πουλί και μου ‘φυγε τ’ αηδόνι».

Βρίσκω στον Μπαμπινιώτη ότι η αρχική σημασία της λέξης σκάνδαλον ήταν “ξύλινο εξάρτημα παγίδας” (κι αυτό μου θυμίζει τη σκανδάλη). Εκεί εξηγείται πώς η σημασία μετέπεσε σε “παγίδα” και τελικά σε κάτι που μας σκανδαλίζει, μας βάζει σε πειρασμό, ενώ δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε και την άλλη παράλληλη εξέλιξη, από ειδικό ξύλινο εξάρτημα παγίδας σε κάθε εξάρτημα που μπορεί να έχει παρόμοιο σχήμα και να χρησιμεύει στην ασφάλιση ή απασφάλιση κάποιου ανοίγματος…

Είχαμε δεν είχαμε, ανοιχτήκαμε πάλι και σε εντελώς εξωρεμπέτικες λέξεις.

Ε, προφανώς γι’ αυτό το συζητάμε εδώ.

Έχω και άλλοτε μετά στενοχωρίας μου παρατηρήσει ότι τόσο το Ρεμπέτικο Φόρουμ έχει δώσει έδαφος σε εξωρεμπέτικες θεματικές, όσο και το Ρεμπέτικο Γλωσσάρι έχει δώσει έδαφος σε εξωρεμπέτικες λέξεις.
Σέβομαι τις αποφάσεις αυτές αλλά δεν τις συμμερίζομαι επ ουδενί.

Δεν είναι ακριβώς αποφάσεις. Γίνεται λίγο-λίγο, σαν από μόνο του. Ζιζανιοκτόνο βέβαια δε βάζουμε. Απλώς συνίσταται λίγη αυτοσυγκράτηση. Ο τελευταίος που την πρότεινε, και ο τελευταίος που το αθέτησε, ήμουν εγώ.