Τουμπεκί, Κάνω τουμπεκί, Τουμπέκα
Μια που στο λήμμα στο Ρ.Γ. γίνεται λόγος για το Τάγμα Τουμπεκί, και μια που μετά από πολύ καιρό που το έψαχνα μετά μανίας, μπόρεσα να διαβάσω το βιβλίο του Χρίστου Ριζόπουλου (Αναμνήσεις από το Καλπάκι, Αθήνα 1933) και μια που πουθενά αλλού στο διαδίκτυο δεν βλέπω κάτι σχετικό, σταχυολογώ από το βιβλίο-σπάνιο ντοκουμέντο κάποια πράγματα που νομίζω ενδιαφέρουν:
Τον πρώτο χρόνο ίδρυσης του πειθαρχικού ουλαμού Καλπακίου (1923) είχε γεμίσει από «απείθαρχα στοιχεία», όπως τα λέει ο Χρ. Ρ., που προσπάθησαν να τον μετονομάσουν σε “Τουμπεκί”, ορίζοντας μάγκικα ολόκληρη τη σύστασή του, καθώς μας λέει ο Χρ. Ρ., διασώζοντας την αυτούσια (και πολύ ενδιαφέρουσα!) διατύπωση των απειθάρχων: «Τάγμα Τουμπεκί, λόχος μην ανθί, διμοιρία στρι, σημαία κουρελιάρικια, Τ.Τ. 908 Χάος!».
Η προσπάθεια όμως αυτή, διηγείται ο Χρ. Ρ., δεν καρποφόρησε, γιατί από την επόμενη χρονιά (1924) «άρχισαν να γράφουν την ιστορία του κατέργου οι κομμουνιστές εξόριστοι». Εκεί δηλ. που τον πρώτο χρόνο είχαμε μόνο πειθαρχικούς παραπτωματίες, από τον δεύτερο και μετά, υπήρχαν δύο θάλαμοι («στρούγκες» τις λέει ο Χρ. Ρ.): των απειθάρχων και των κομμουνιστών εξορίστων.
Αντιγράφω τώρα το μικρό κεφάλαιο με τον εύγλωττο τίτλο «Οι δερβίσηδες», που αναφέρεται ακριβώς στους μάγκες-απείθαρχους:
Η ώρα είταν περασμένη. Ο σκοπός έκανε βήματα έξω απʼ τις στρούγκες μας. Χτυπούσε πότε πότε το κοντάκι του όπλου του στη γη. Από τη στρούγκα των απειθάρχων ερχόταν ο σβυσμένος ήχος ενός τραγουδιού. Βραχνιασμένα λαρύγγια τραγουδούσαν σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, με το γνωστό σέρτικο τόνο:
Έκανα στρατιώτης και χωροφύλακας/έκανα και στο Μπούρτζι θαλαμοφύλακας!
Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!
Κι ακολουθούσε η συνέχεια των ανδραγαθημάτων:
Το πρώτο μου το σφάλμα ακούστε να σας πω/με βρίζει ο επιλοχίας τον έβρισα κι εγώ!
Το δεύτερό μου σφάλμα είτανε σοβαρό/βρίζω το λοχαγό μου μπροστά στο στρατηγό!
Το τρίτο μου το σφάλμα είταν πιο σοβαρό/τραβώ την ξιφολόγχη…τρουπάου το στρατηγό!
Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!
Τα πράγματα όμως παίρνουν δυσάρεστη τροπή:
Κι ο στρατηγός διατάζει το δεσμοφύλακα/βάλε το στρατιώτη μέσα στα σίδερα
Αλλά υπάρχει ακόμα ελπίδα:
Αναφορά θα κάνω εις την βασίλισσα/ίσως και μʼ απαλλάξει από τα σίδερα!
Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!
Και να:
Βασίλισσα διατάζει το δεσμοφύλακα/βγάλετε το λεβέντη από τα σίδερα!
Έτσι σιγοτραγουδούσαν εκείνο το βράδυ γύρω στη φωτιά μερικοί απείθαρχοι. Οι «λεβέντηδες». Οι κατά φαντασίαν δερβίσηδες. Τραγουδούσαν και νοσταλγούσαν την καλή εποχή, όπου μπορούσαν να μαζεύονται σε αληθινούς τεκέδες, να καπνίζουν αληθινό χασίς –Προύσσα! το λες και γεμίζει το στόμα σου− και να γίνονται οι άρχοντες της Οικουμένης!
Γιατί και τέτοιους είχαμε στο Καλπάκι. Εννοείται πως οι περισσότεροί τους είταν μικρογραφίες κακοαντιγραμμένες εκείνων των τύπων των γνωστών. Το έλεγαν άλλωστε και οι ίδιοι:
−Μωρέ αδερφάκι, ας ερχόταν εδώ ο Κομπότης, ο Καρίπης, ο Κριτσαύτης, ο Ματσόλας, ο Αράπης! Ας ερχόταν εδώ και τότε τα λέγαμε!
Είχαν όμως έρθει και μερικοί «μαγκιόροι» στο Καλπάκι. Ο Μωραΐτης παραδείγματος χάρη. Είταν πραγματικός μάγκας. Κι όταν ήρθε η ώρα να απολυθεί, ένας άλλος απείθαρχος έβαλε τα κλάματα.
−Φεύγεις και πού μας αφήνεις
−Σώπα μωρή και θα σου στείλω μαυράκι!
Μαυράκι. Ναι. Αυτό είταν ο αιώνιος πόθος των τύπων αυτών. Ο πάντοτε ανεκπλήρωτος πόθος. Όταν απολυόταν κανείς η πρώτη δουλειά είταν να του δώσουν τις σχετικές παραγγελίες.
−Θα πας στο τάδε μέρος. Να του πεις πως κοντεύουμε να τρελαθούμε. Λίγη μαύρη, τήνε βάζεις σʼ ένα βάζο γλυκό και το κάνεις δέμα. Θα περιμένουμε.
−Εν τάξει
−Θα μας «εξηγηθείς»!
−Είπαμε.
−Να μας γράφεις.
−Ναι.
Ο απολυόμενος έφυγε. Σε λίγες ημέρες οι ωρισμένοι «μεμυημένοι» αγωνιούσαν.
−Υπάρχει κανένα γράμμα;
−Όχι
−Μπας και το κρατάει ο διοικητής;
Ο καιρός περνούσε. Τίποτα δε φαίνονταν.
−Πάει κι αυτός. Μας ξέχασε.
Ερχόταν η σειρά ενός άλλου.
−Κοίταξε μωρέ, μην το κάμεις σαν και τον πρώτον.
−Σώπα!..Τι κουβέντες κάθεσαι και μου κάνεις. Η πρώτη μου δουλειά.
Σε λίγο λησμονιόταν κι αυτός. Έτσι ο καιρός περνούσε. Οι «χαρμάνηδες» νοσταλγούσαν. Πολλές φορές όμως δεν έμεναν με σταυρωμένα χέρια. «Η πενία τέχνας κατεργάζεται». Έβλεπαν τους άλλους απείθαρχους που δεν είχαν τσιγάρο να μαζεύουν φύλλα δέντρων τριμμένα και άλλες ουσίες και να στρίβουν τσιγάρο.
−Ε, πώς σου φαίνεται;
−Τράβα μία.
−Μμ! Σαν του Γιαννουκάκη δεν είναι;
−Από το «Ράδιον» όμως καλύτερα…
Βρήκαν μια μέρα κι οι δερβίσηδες το μέσο. Ένα βράδυ που είχαμε ελιές για συσσίτιο, μάζεψαν όλα τα κουκούτσια με ευλάβεια περισσή και το βράδυ ταʼ απίθωσαν πάνω στη φωτιά. Όσο τα κουκούτσια καίγονταν, η φωτιά ανέδινε μια πνιχτική βρώμα. Είχαν καθήσει τριγυριστά στη φωτιά. Μετα μούτρα σκυμμένα ρουφούσαν ηδονικά. Ο ένας κοίταζε τον άλλο με ενθουσιασμό.
−Κάτι πάει κι έρχεται!
−Αδερφάκι καλό είναι!
Κάποτε άλλοτε μάζεψαν τα κομμένα νύχια τους και τα έβαλαν στη φωτιά. Η βρώμα είταν βαρύτερη. Η απόλαυση μεγαλύτερη. Και το τραγούδι, σιγανό, πολύ σιγανό, με φόβο και τρόμο μην ακουστεί, ερχόταν ως επισφράγισμα.
Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!