Οι Τσιγγάνοι στην ελληνική μουσική

Το σωστο ειναι , Γιωργος Σουλειμανης … αναφερεται ως κλαριντζης και Νικος Σουλειμανης …
αρα και τα δυο σωστα , απλα δεν αναφερει εαν ειναι αδελφια …

Παίχτες της ζυγιάς, που με το παίξιμό τους στα τοπικά γλέντια άφησαν εποχή ήταν οι Ποδολοβιτσάνοι και οι Μεσολογγίτες γύφτοι.

Τέτοιοι ήταν: οι μάστοροι ζουρνατζήδες: Χρήστος Καραγιάννης, Ασημάκης Καραγιάννης, Νικόλαος Κουμπούρας, Κων/νος Σαλέας, Κων/νος Αριστόπουλος ή Κακαρούκας, Κων/νος Καραγιάννης και Ασημάκης Μπέκος, οι μπασαδόροι : Γεώργιος Σαλέας, Κων/νος Πα-νόπουλος, Δημοσθένης Μπέκος και οι νταουλιέρηδες Γιάννης Πα-νόπουλος, Μένιος Κούτρας, Γιάννης Ντόβας και ο Ασημάκης Κού-τρας.

Κορυφαίοι σήμερα μάστοροι περιζήτητοι στα τοπικά πανηγύρια είναι: ο Απόστολος Μπέκος ή Καλός, ο Γιάννης Μπέκος και ο Ηλίας Αριστόπουλος ή Κακαρούκας. Ανέφερα τελευταίο τον Αριστόπουλο γιατί προσωπικά τον θεωρώ ως τον καλλίτερο μάστορα του ζουρνά σήμερα στην Αιτωλοακαρνανία.


Στην περιοχή του Μεσολογγίου, στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, μπορούσε κανείς να συναντήσει και τα τρία μουσικά συγκρο-τήματα που αναφέραμε. Έχουμε δηλαδή τρία στάδια μουσικής εξέλιξης και ιστορίας το ένα δίπλα στο άλλο …

Την περιοχή σηματοδοτεί από το 1892 η καλλιτεχνική πορεία και δράση του διάσημου Τουρκαλβανού κλαριντζή Νικολάκη Σου-λεϊμάνη (1848 – 1921). Ο Σουλεϊμάνης, αν και καταγόταν από το Λεσκοβίκι, γεννήθηκε στον Αλμυρό του Βόλου κι εγκαταστάθηκε μό-νιμα στη Δυτική Ρούμελη, όπου και παντρεύτηκε. Το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του το πέρασε στην Ήπειρο, στο Αγρίνιο, στο Μεσολόγγι και στο Μοριά.

Μερακλής και γλεντιστής, απʼ όπου πέρασε ο Σουλεϊμάνης άφησε εποχή. Άφησε πολλούς και καλούς μαθητές και άπειρους θαυμαστές. Όργωσε όλη την Ελλάδα. Δεν έμεινε περιοχή, δεν έμεινε καφέ – αμάν που να μην έπαιξε …

Οι πληροφοριες παρθηκαν απο αντιστοιχη σελιδα του Ιντερνετ …

Απ’οτι ξερω ηταν δυο αδερφια αλλα η φιρμα ηταν ο Νικος που βαπτιστηκε χριστιανος στη Λαμια!

Τελικά αναγκάστηκα να ανατρέξω στη Μαζαράκη: Ο Νικολάκης Σουλεϊμάνης, , βαφτισμένος το 1864 στη Λαμία, ήταν η «φίρμα», που λέει και ο Collectorgram. Υπήρξε όμως (γιʼ αυτό τα μπέρδεψα) και Γιώργης, ο αδερφός του, πολύ καλό κλαρίνο και αυτός. Η Μαζαράκη αναφέρει ότι ο Γιώργης, όχι ο Νικολάκης ήταν εκείνος που καθιέρωσε το «Ό,τι κολλήσει στο μέτωπό μου είναι δικό μου».

Συγνώμη, είναι πάνω από τρεις δεκαετίες που είχα διαβάσει τη Μαζαράκη…

Σήμερα λέγεται Πεντάλοφος και ανήκει στον δήμο που μένω.

Είναι και με διαφορά. Είναι ταξιμιάρης μεγάλος. Μεγάλη φαντασία!!! Την κυριακή θα παίξουμε μαζί για την εκπομπή της ΕΤ3 “Κυριακή στο χωριό”. Θα μαγνητοσκοπηθεί και θα παίξει κάποια κυριακή προσεχώς. Θα ήταν καλή ευκαιρία να τον ακούσετε στο κλαρίνο και στον ζουρνά.

Εσύ Πελαγία, πού τον έχεις ακούσει;:241:

υ.γ. 1 Με την ευκαιρία του μηνύματος αναφέρω κάτι σχετικά με το “μπεράτι”.
Στην θεσσαλία είναι 7σημο(3+2+2) ενώ στα Μαστοροχώρια, όπως και στο Μέτσοβο είναι 8σημο(2+3+3)
υ.γ. 2 Τελικά είναι από τα θέματα που δεν κουβεντιάζονται, ούτε με τηλεγραφήματα, ούτε με χρονοκαθυστέρηση.
Άγη θα το συζητήσουμε από κοντά στην Κουρούτα που θα ξανά βρεθούμε του χρόνου!!!:088:

Εδώ είναι ένα άρθρο που αναφέρει, μεταξύ άλλων, και “το χορό με το στόμα”:

http://www.arxaiologia.gr/assets/media/PDF/migrated/92_40-46.pdf

Εύα

Να σημειώσουμε τέλος, ότι σε παλαιότερες εποχές ολόκληρα πανηγύρια γίνονταν μόνο με το τραγούδι από τους ίδιους τους χορευτές, χωρίς οργανική συνοδεία αφού τα όργανα και οι χειριστές τους ήταν δυσεύρετα και οι αμοιβές ακριβές.[/QUOTE]

Δημητρη μου , αν προσεξες τις πληροφοριες τις παραθεσα στο θεμα μας , παιρνοντας τις
απο σχετικη σελιδα που ανακαλυψα στο Ιντερνετ …

Δεν “ευτυχησα” να βρεθω σε γνησια γλεντια “γυφτων” η “αθιγγανων” , ειλικρινα πολυ θα το ηθελα …

Καποτε στην γειτονια μου εγινε ενας γαμος δικος τους και σε ενα βολικο μερος του δρομου , που εβγαζε
καρεκλες ενα καφενειο , ηρθαν με τα καλα τους ντυμενοι οι ανθρωποι και με ολους τους μουσικους!

Γλεντι τρικουβερτο , μαζευτηκαμε ολοι οι γειτονες και γλεντουσαμε και μεις μαζι τους …
Ηταν νωρις το απογευμα , αλλα καποιος καλοθελητης καλεσε τα ΜΑΤ και τους εδιωξαν αρον αρον !

Οχι Δημητρη , οι ανθρωποι δεν ενοχλησαν κανεναν , αντιθετα μας εδωσαν χαρα και κεφι …
Απο τοτε που στιγματισε την εικονα μεσα μου αυτο το περιστατικο , δεν ετυχε ποτε να ξαναζησω
παρομοιο θεαμα …

Προλαβα πριν σκορπισουν και πηρα απο καποιον κυριο απο την κομπανια τους το τηλεφωνο ,
εαν ποτε το χρειαστω ( για γλεντι ) και φυσικα το εχω ακομα …:106:

Μήπως θυμάσαι τι μουσική παίζανε;

Ρώτησα για τον Ηλία Αριστόπουλο από πού τον ξέρεις όχι για τις πληροφορίες. Επειδή τον θεωρείς τον καλύτερο νόμιζα ότι τον έχεις ακούσει κάπου.

Οχι εχει πολλα χρονια και δε θυμαμαι … σαν ονειρο , υποθετω τσιφτετελια …

Δεν ξερω κανενα Ηλια Αριστοπουλο , δεν εχω αποψη προσωπικη , παραθεσα ο,τι εκανα
copy - paste απο σχετικη σελιδα , που χαριν συντομιας δεν την ανεβασα ολοκληρη , αλλα
καποια κατα την γνωμη μου επιμαχα σημεια , που ειχαν να κανουν με ονοματα αξιολογων
μουσικων αυτης της φυλης … και παντα ολα μεσω Ιντερνετ …

Ελπίζω να μην ξεφεύγω και πολύ από το θέμα που συζητάμε…
Βάζω βίντεο από την Τσιγγγάνικη Συμφωνική Ορχήστρα της Βουδαπέστης, τη μεγαλύτερη στον κόσμο, στην οποία οι δεξιοτέχνες τσιγγάνοι μουσικοί της δεν χρησιμοποιούν παρτιτούρες, δεν τις έχουν ανάγκη… η μουσική σ’ αυτούς πηγάζει από μέσα τους, παίζουν όπως αναπνέουν…

Η “Κάρμεν” του Μπιζέ.
[b]Από την παρουσία τους στην Αθήνα, φέτος.[/b]
[b]Και πάλι η τσιγγάνικη Συμφ. Ορχ. της Βουδαπέστης.[/b]

Όπου παίζουν από παραδοσιακές τσιγγάνικες μελωδίες μεχρι Μπιζέ, Μπραμς, Χατσατουριάν κ.λπ.
και με αναζήτηση στο youtube βρίσκει κανείς και πολλά άλλα σχετικά βίντεο.

…και εγώ με τη σειρά μου παραθέτω ένα άρθρο για τους Τσιγγάνους μουσικούς στη Βουλγαρία, με πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες:

http://www.nomadsed.de/owh/owh6peycheva.pdf

…και ένα ακόμη με γενικό/ιστορικό περιεχόμενο:

http://www.nomadsed.de/owh/owh6marushiakova.pdf

Εύα

Να αναφέρω κι εγώ μιά σχετική ιστοριούλα.

Στο χωριό της μητέρας μου ονόματι Φαρραί (Λαλουκώστα), όπου συναντιόταν (γιορτές και διακοπές) το σόι , θυμάμαι τους Γύφτους (οι οποίοι γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι με νταούλι και δυό ή τρεις πίπιζες) να εκτελούν τις παραγγελίες του παππού μου, ο οποίος βέβαια ήταν κι εκείνος που “έριχνε” τα λεφτά στα όργανα!
Παίζανε (στο περίπου) τσάμικα, συρτά… κι όταν έφτανε οι ώρα να φύγουν, ο παππούς μου έκανε πάντα το ίδιο “αστείο”. Πλησίαζε την πιό νόστιμη Γυφτοπούλα και την ρωτούσε αν είναι ανύπαντρη γιατί είχε τάχατες ένα καλό γαμπρό. Αυτή κατέβαζε το κεφάλι και την έκανε τρέχοντας, μη μπορώντας ούτε καν να φανταστεί γάμο με “λαϊκό”.

Η στάση της αυτή, θα μπορούσε σήμερα να χαρακτηριστεί (όχι από μένα) ρατσιστική.

Όμως, επειδή δεν ήθελε ή επειδή δεν της επιτρεπόταν από το περιβάλλον της; (ή μάλλον και τα δύο;:wink:

Αυτό ήταν και υπόθεση μιας σειράς στην τηλεόραση όταν ήμουν μικρός, σωστά;;

“Ψίθυροι καρδιάς” και Ερατώ.:slight_smile:

Συνήθως και τα δυό.

Δεν γνωρίζω την ιστορία της τηλεοπτικής σειράς… ίσως ασχολείται με την εξαίρεση του κανόνα της εποχής (δεκαετία του ΄60) και της περιοχής, που περιέγραψα. Δεν γνωρίζω επίσης πως είναι τα πράγματα σήμερα ή σε άλλες περιοχές.

Καλημέρα σας. Νέο μέλος, μόλις μπήκα.

Διάβασα με ενδιαφέρον τη συζήτηση για τους γύφτους, και για το αν υπάρχει δική τους μουσική ή όχι.
Όταν μιλάμε για δημοτική μουσική, μην ξεχνάμε ότι στις παλιές παραδοσιακές κοινωνίες οι άνθρωποι έκαναν διάφορα πράγματα με τη μουσική, εκτός από το να την ακούνε. Το να ακούς μουσική σαν αυτοτελή διασκέδαση δεν υπήρχε. Υπήρχε μουσική “για να” τελεστεί ένας γάμος με τα διάφορα στάδιά του, “για να” γίνει η τελετουργία κάποιου εθίμου, “για να” εκφράσω τον έρωτά μου κάτω από ένα παράθυρο, “για να” αποχαιρετήσουμε τον νεκρό (μοιρολόγια), “για να” καλωσορίσουμε το νέο χρόνο (κάλαντα), κλπ… Επίσης, υπήρχε τραγούδι για την ευχαρίστηση εκείνου που τραγουδά -και ενδεχομένως και της παρέας του, αλλά ποτέ μόνο της παρέας (αυτό γίνεται σήμερα στις συναυλίες, παλιά μόνο σε κανένα σεράι). Υπήρχε ομαδικό τραγούδι, για να χορέψουν οι ίδιοι που τραγουδούσαν ή και να χαρούν χωρίς να χορέψουν.
Οι άνθρωποι έπαιζαν όργανα: (α) στη μοναξιά τους, π.χ. ο βοσκός με τη φλογέρα του, (β) σε μικρά γλεντάκια της παρέας, (γ) σε μεγαλύτερες και πιο επίσημες εκδηλώσεις όπως ο γάμος ή το πανηγύρι.
Στα περισσότερα μέρη της στεριανής Ελλάδας, την τρίτη αυτή περίπτωση την κάλυπταν οι Γύφτοι. (Συνεχίζω σε ενεστώτα χρόνο: τα πιο πολλά πράγματα που συνέβαιναν συμβαίνουν και τώρα, αν και υπό όρους διαφορετικούς από αυτούς όπου πρωτοξεκίνησαν.)
Οι Γύφτοι τους οποίους καλούν επαγγελματικά να καλύψουν ένα γάμο ή ένα πανηγύρι είναι ξένοι. Δεν είναι οι άνθρωποι του χωριού -ή, ακόμη κι αν ζουν στο ίδιο χωριό, δεν πολυανακατεύονται με την κοινωνία των μη-γύφτων. Κάνουν μία δουλειά που οι άλλοι την εκτιμούν μεν, αλλά θα θεωρούσαν υποτιμητικό να την κάνουν οι ίδιοι: πλην εξαιρέσεων, ο βοσκός που μπορεί να παίζει την πιο γλυκειά και φημισμένη φλογέρα ούτε που το διανοείται να πιάσει ζουρνά ή νταούλι, αυτά είναι γύφτικα.
Σαν ξένος λοιπόν ο Γύφτος προσπαθεί να αναπτύξει μια επαγγελματική επάρκεια, για να είναι ανταγωνιστικός στην πιάτσα. Μαθαίνει σιγά σιγά ότι στο τάδε χωριό το τσάμικο το θέλουν πιο βαρύ ενώ στο δείνα πιο πεταχτό, και ποια κομμάτια προτιμούν σε κάθε μέρος. Τα κομμάτια που τους παίζει υπήρχαν ούτως ή άλλως στο κάθε χωριό πριν τα παίξει ο ίδιος, αλλά πώς υπήρχαν: όχι στη μορφή που παίζουν τα όργανα για μεγάλο χορό, αλλά σαν τραγούδια τραγουδιστά, ή το πολύ πολύ στην εκδοχή που παίζουν τα μη-επαγγελματικά όργανα. Η εκδοχή που παίζει ο Γύφτος, που εξυπηρετεί άλλες πρακτικές ανάγκες, υπήρχε κι αυτή στο χωριό, αλλά οι φορείς της δεν ήταν οι χωριανοί, ήταν οι παλιότεροι Γύφτοι.
Φυσικά, εφόσον καλύπτει επαγγελματικά διάφορα χωριά με μικροδιαφορές μεταξύ τους ως προς τις μουσικές συνήθειες, όσο καλά κι αν ξέρει να τις ξεχωρίζει κάπου θ’ αρχίσει και να τις μεταφέρει από το ένα στο άλλο. Έτσι η μουσική κυκλοφορεί. Αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, είναι απλώς ένα φυσικό αναπόφευκτο φαινόμενο.

Εκεί όπου δεν υπάρχουν Γύφτοι τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Στα νησιά οι οργανοπαίχτες είναι χωριανοί, μέλη της ίδιας κοινότητας, και πάντα έχουν κάποιο άλλο κύριο επάγγελμα. Εκείνος που ένα βράδυ στο καφενείο με την παρέα του μεράκλωσε κι έβγαλε το όργανο για να τραγουδήσει ή και να χορέψει όλη η παρέα, χωρίς να υπάρχουν “ακροατές” (εκεί ζυμώνεται και αναπλάθεται η τοπική μουσική) είναι ο ίδιος που θα παίξει και στο πανηγύρι ή στο γάμο. Και πλην σπανίων εξαιρέσεων δε θα τον καλέσουν ποτέ να παίξει στο απέναντι νησί, αφού έχουν κι εκεί δικούς τους.
Στο πανηγύρι ο “φερτός” μουσικός, ο Γύφτος, λέει μέσα του: “Εδώ είναι Κάτω Παναγιά, ας τους παίξω κατωπαναγιώτικα γιατί αυτά ξέρουν, αυτά θέλουν -και φυσικά μ’ αυτά έρχεται και η χαρτούρα”. Ο ντόπιος μουσικός, όχι πως είναι υπεράνω χρημάτων, αλλά σκέφτεται αλλιώς. Δεν ξεχωρίζει τα ντόπια τραγούδια από το υπόλοιπο ρεπερτόριό του βάσει κάποιου συλλογισμού: παίζει αυτά γιατί αυτά είναι όλο το ρεπερτόριό του.

Στα στεριανά μέρη οι μη Γύφτοι, αν παίζουν όργανα, θα είναι κυρίως χαμηλόφωνα: φλογέρα, ταμπουράς (δεν υπάρχει πια), όσα είναι καλά για μικρή παρέα και στέκουν και σε κλειστό χώρο. Τα δυνατά όργανα που είναι για πολυπρόσωπους χορούς και ανοιχτούς χώρους, ζουρνάδες, νταούλια, χάλκινα, τα παίζουν οι επαγγελματίες. Στα νησιά και σε όσα μέρη δεν παίζουν Γύφτοι δεν υπάρχει αυτή η διάκριση: τόσο τη φωνακλάδικη τσαμπούνα όσο και την πιο σεμνή λύρα ή την τελείως ταπεινή φλογέρα την παίζει ο καθένας, ο γείτονας.

Όταν όμως ο Γύφτος σχολάσει από το πανηγύρι και γυρίσει στα γύφτικα, τι γίνεται; Μεταξύ τους δε γλεντούν, δεν παντρεύονται, δε μοιρολογούν, δεν κάνουν καντάδες;
Προσωπικά δε γνωρίζω τι κάνουν μεταξύ τους, αλλά σύμφωνα με κάθε λογική θα πρέπει να έχουν και δική τους μουσική έκφραση. Θα υπάρχει κάποια παράδοση της οποίας οι Γύφτοι -όλοι, όχι μόνο οι οργανοπαίχτες- είναι φυσικοί πλέον φορείς και κληρονόμοι, πέρα από τη μουσική που παίζουν για τους ξένους. Η οποία όμως αναπόφευκτα θα επηρεάζεται και θα επηρεάζει και τη μουσική της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Κάποιος σχολίασε ότι για να έχει ένας λαός παράδοση πρέπει να έχει ρίζες, όχι να είναι νομαδικός. Αλλά κάποιος άλλος τον αντέκρουσε με το παράδειγμα των Σαρακατσάνων. Πέρα από το ότι από αιώνες οι Γύφτοι δεν είναι όλοι νομάδες, εγώ τείνω να καταλήξω ότι οι εδραίοι πληθυσμοί είναι πιο συντηρητικοί και οι μετακινούμενοι πιο ανανεωτικοί. Στα νησιά τον παλιό κορμό της τοπικής παράδοσης τον κρατάνε πιο πολύ οι βοσκοί, το μπόλιασμα με νέα στοιχεία το φέρνουν οι ναυτικοί. Στα στεριανά μέρη αντίστοιχα, ο διάλογος μεταξύ του παλιού και του καινούργιου συντελείται μεταξύ των ταξιδιάρηδων (π.χ. περιπλανώμενοι μαστόροι) και των αμετακίνητων. Σε όλα τα μέρη οι γυναίκες, που κυκλοφορούν λιγότερο, διαιωνίζουν κάποιες αρχαίες τέχνες και γνώσεις με τις οποίες οι άντρες δεν ανακατεύονται. Έτσι κι ο Γύφτος στη μουσική είναι παράγοντας διάδοσης και ανανέωσης, ενώ ο ντόπιος, ο ριζωμένος, είναι ο θεματοφύλακας του παλιού. (Οι Σαρακατσάνοι ομολογουμένως είναι εξαίρεση, γιατί είναι εξόχως συντηρητικοί. Αλλά οι Σαρακατσάνοι είναι αυστηρά ενδοσκοπική ομάδα: όπου κι αν κυκλοφόρησαν δεν κοίταγαν έξω, κοίταγαν μέσα.)
Όσο υπάρχει σωστή ισορροπία ανάμεσα στους δύο πόλους, στον κορμό και στα μπόλια, η παράδοση ζει. Ένας από τους λόγους που σήμερα η μουσική παράδοση αποσυντίθεται είναι ότι δεν υπάρχουν φυσικοί φορείς ούτε της συντήρησης ούτε της ανανέωσης: αφενός το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν εγκαταλείψει τα χωριά τους είναι δυσανάλογα μεγάλο, αφετέρου ο καθένας πια, όπου κι αν βρίσκεται, στο χωριό ή στην πόλη ή στην πατρίδα ή στην ξενιτιά, έχει πρόσβαση σε άπειρες παραστάσεις από παντού.

Καλώς όρισες φίλε pepe.Μια παρατήρηση μόνο.Άλλο γύφτος,άλλο τσιγγάνος.Είναι διαφορετικές φυλές.

Αυτό, πρώτη φορά το ακούω. Μήπως υπάρχει και τρίτη, ξεχωριστή από αυτές, φυλή, οι Ρομά;

Αντε παλι , φτου κι απ` την αρχη …:089::092:

Τρεις παρατηρήσεις και μια αστεία ιστορία για ένα πραγματικά πολύ ενδιαφέρον θέμα.
Πρώτον, ότι μιλάμε για μια φυλή αυτή των τσιγγάνων η οποία είναι απίστευτα ταλαντούχα σε ότι έχει να κάνει με τη μουσική ισχύει. Αυτό χωράει μεγάλη κουβέντα απλώς θα κάνω μια παρατήρηση γιατί δεν πιστεύω ότι τις ικανότητες τις δίνει το DNA. Η μουσική σαν τέχνη έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό που νομίζω ότι της δίνει ένα προβάδισμα απέναντι σε όλες τις άλλες τέχνες. Η απλότητά της. Ότι δεν χρειάζεται ούτε μορφωτικό επίπεδο ούτε ιδιαίτερη υποδομή για να έρθει σε επαφή κάποιος σε επαφή με τη μουσική. Οι τσιγγάνοι επειδή βρίσκονται σε χαμηλότερο βιωτικό και μορφωτικό επίπεδο σε σχέση με τους υπόλοιπους ίσως και η μοναδική τέχνη με την οποία έρχονται σε επαφή είναι η μουσική, για το λόγο αυτό και έχουν αναπτύξη μια βαθειά και ξεχωριστή σχέση μαζί της. (αυτή είναι πρόχειρη σκέψη, ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω σε βαθειά τεκμηρίωσή της)
Δεύτερον, ακόμα και τώρα σε απόλυτο βαθμό, σε όλα τα παραδοσιακά γλέντια στην επαρχία τη μουσική την αναλαμβάνουν τσιγγάνοι. Και προφανώς προσαρμοσμένοι στις συνθήκες της κάθε περιοχής, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω.
Τρίτον, σε αντιπαράθεση με το δεύτερο. Ενώ, παντού σε όλες τις περιοχές οι τσιγγάνοι προσαρμόζουν τις μουσικές τους αναζητήσεις στις ιδιαίτερες παραδόσεις της κάθε περιοχής, τα χάλκινα γιατί σε όλα τα Βαλκάνια παίζονται από τσιγγάνους. Δεν είναι άξιο απορίας. Στο Νομό Καστοριάς μέσα στις γιορτές Χριστουγέννων Πρωτοχρονιάς έως τα Φώτα κυκλοφορούν 50 περίπου ορχήστρες. Μέσα σε αυτές εγώ εντόπισα μόνο έναν μη τσιγγάνο. Μήπως με αυτή την μουσική οι τσιγγάνοι έχουν μια βαθύτερη ιστορική σχέση;;;
Γιατί παρουσιάζονται αρκετά τέτοια τραγούδια ως παραδοσιακά τσιγγάνικα.

Η Ιστορία: Καθόμουνα το καλοκαίρι στα ΚΤΕΛ στη Θεσσαλονίκη και περίμενα το λεωφορείο παίζοντας τζουρά. Έρχεται ένας τσιγγάνος για να μου πάρει ένα τσιγάρο και με ρωτάει:
“Γυφτάκι είσαι και παίζεις μουσική;” - “Όχι του απαντάω εγώ” - “Τότε ,μου λέει, δεν είσαι καλός, για να είσαι καλός πρέπει να είσαι και γύφτος” και φεύγει.:019::019:

Μήπως αυτό ένα από τραγούδια που έχει κλέψει ο Μπρέγκοβιτς είναι παραδοσιακό τσιγγάνικο;;; (Άντε μήπως πάρουμε κανά ρολόι γιατί το έχασα)

Συμφωνώ με όλα τα υπόλοιπα που έκανες τον κόπο και έγραψες. Η ένστασή μου είναι μόνο στα παρακάτω.

Και γλεντούν, και παντρεύονται, και μοιρολογούν(όχι με συγκεκριμένα τραγούδια). Καντάδες όχι δεν κάνουν.

Εδώ είναι η ουσία της διαφωνίας μου. Κι επειδή εγώ έχω την τύχη να ξέρω τι κάνουν μεταξύ τους, λέω ότι γλεντούν, παντρεύονται και διασκεδάζουν με τραγούδια και χορούς των μπαλαμέ.
Μόνο τα τσιφτετέλια πάντως, είναι το 50% της βραδιάς. Και μάλιστα δεν είναι συγκεκριμένη σκοποί αλλά αυτοσχεδιασμοί της στιγμής πάνω στον ρυθμό της ντραμς, αν όχι του νταουλιού ή της νταρμπούκας.

Καλή συνέχεια στο φόρουμ Pepe, με τέτοιες ωραίες τοποθετήσεις.