Καλημέρα σας. Νέο μέλος, μόλις μπήκα.
Διάβασα με ενδιαφέρον τη συζήτηση για τους γύφτους, και για το αν υπάρχει δική τους μουσική ή όχι.
Όταν μιλάμε για δημοτική μουσική, μην ξεχνάμε ότι στις παλιές παραδοσιακές κοινωνίες οι άνθρωποι έκαναν διάφορα πράγματα με τη μουσική, εκτός από το να την ακούνε. Το να ακούς μουσική σαν αυτοτελή διασκέδαση δεν υπήρχε. Υπήρχε μουσική “για να” τελεστεί ένας γάμος με τα διάφορα στάδιά του, “για να” γίνει η τελετουργία κάποιου εθίμου, “για να” εκφράσω τον έρωτά μου κάτω από ένα παράθυρο, “για να” αποχαιρετήσουμε τον νεκρό (μοιρολόγια), “για να” καλωσορίσουμε το νέο χρόνο (κάλαντα), κλπ… Επίσης, υπήρχε τραγούδι για την ευχαρίστηση εκείνου που τραγουδά -και ενδεχομένως και της παρέας του, αλλά ποτέ μόνο της παρέας (αυτό γίνεται σήμερα στις συναυλίες, παλιά μόνο σε κανένα σεράι). Υπήρχε ομαδικό τραγούδι, για να χορέψουν οι ίδιοι που τραγουδούσαν ή και να χαρούν χωρίς να χορέψουν.
Οι άνθρωποι έπαιζαν όργανα: (α) στη μοναξιά τους, π.χ. ο βοσκός με τη φλογέρα του, (β) σε μικρά γλεντάκια της παρέας, (γ) σε μεγαλύτερες και πιο επίσημες εκδηλώσεις όπως ο γάμος ή το πανηγύρι.
Στα περισσότερα μέρη της στεριανής Ελλάδας, την τρίτη αυτή περίπτωση την κάλυπταν οι Γύφτοι. (Συνεχίζω σε ενεστώτα χρόνο: τα πιο πολλά πράγματα που συνέβαιναν συμβαίνουν και τώρα, αν και υπό όρους διαφορετικούς από αυτούς όπου πρωτοξεκίνησαν.)
Οι Γύφτοι τους οποίους καλούν επαγγελματικά να καλύψουν ένα γάμο ή ένα πανηγύρι είναι ξένοι. Δεν είναι οι άνθρωποι του χωριού -ή, ακόμη κι αν ζουν στο ίδιο χωριό, δεν πολυανακατεύονται με την κοινωνία των μη-γύφτων. Κάνουν μία δουλειά που οι άλλοι την εκτιμούν μεν, αλλά θα θεωρούσαν υποτιμητικό να την κάνουν οι ίδιοι: πλην εξαιρέσεων, ο βοσκός που μπορεί να παίζει την πιο γλυκειά και φημισμένη φλογέρα ούτε που το διανοείται να πιάσει ζουρνά ή νταούλι, αυτά είναι γύφτικα.
Σαν ξένος λοιπόν ο Γύφτος προσπαθεί να αναπτύξει μια επαγγελματική επάρκεια, για να είναι ανταγωνιστικός στην πιάτσα. Μαθαίνει σιγά σιγά ότι στο τάδε χωριό το τσάμικο το θέλουν πιο βαρύ ενώ στο δείνα πιο πεταχτό, και ποια κομμάτια προτιμούν σε κάθε μέρος. Τα κομμάτια που τους παίζει υπήρχαν ούτως ή άλλως στο κάθε χωριό πριν τα παίξει ο ίδιος, αλλά πώς υπήρχαν: όχι στη μορφή που παίζουν τα όργανα για μεγάλο χορό, αλλά σαν τραγούδια τραγουδιστά, ή το πολύ πολύ στην εκδοχή που παίζουν τα μη-επαγγελματικά όργανα. Η εκδοχή που παίζει ο Γύφτος, που εξυπηρετεί άλλες πρακτικές ανάγκες, υπήρχε κι αυτή στο χωριό, αλλά οι φορείς της δεν ήταν οι χωριανοί, ήταν οι παλιότεροι Γύφτοι.
Φυσικά, εφόσον καλύπτει επαγγελματικά διάφορα χωριά με μικροδιαφορές μεταξύ τους ως προς τις μουσικές συνήθειες, όσο καλά κι αν ξέρει να τις ξεχωρίζει κάπου θ’ αρχίσει και να τις μεταφέρει από το ένα στο άλλο. Έτσι η μουσική κυκλοφορεί. Αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, είναι απλώς ένα φυσικό αναπόφευκτο φαινόμενο.
Εκεί όπου δεν υπάρχουν Γύφτοι τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Στα νησιά οι οργανοπαίχτες είναι χωριανοί, μέλη της ίδιας κοινότητας, και πάντα έχουν κάποιο άλλο κύριο επάγγελμα. Εκείνος που ένα βράδυ στο καφενείο με την παρέα του μεράκλωσε κι έβγαλε το όργανο για να τραγουδήσει ή και να χορέψει όλη η παρέα, χωρίς να υπάρχουν “ακροατές” (εκεί ζυμώνεται και αναπλάθεται η τοπική μουσική) είναι ο ίδιος που θα παίξει και στο πανηγύρι ή στο γάμο. Και πλην σπανίων εξαιρέσεων δε θα τον καλέσουν ποτέ να παίξει στο απέναντι νησί, αφού έχουν κι εκεί δικούς τους.
Στο πανηγύρι ο “φερτός” μουσικός, ο Γύφτος, λέει μέσα του: “Εδώ είναι Κάτω Παναγιά, ας τους παίξω κατωπαναγιώτικα γιατί αυτά ξέρουν, αυτά θέλουν -και φυσικά μ’ αυτά έρχεται και η χαρτούρα”. Ο ντόπιος μουσικός, όχι πως είναι υπεράνω χρημάτων, αλλά σκέφτεται αλλιώς. Δεν ξεχωρίζει τα ντόπια τραγούδια από το υπόλοιπο ρεπερτόριό του βάσει κάποιου συλλογισμού: παίζει αυτά γιατί αυτά είναι όλο το ρεπερτόριό του.
Στα στεριανά μέρη οι μη Γύφτοι, αν παίζουν όργανα, θα είναι κυρίως χαμηλόφωνα: φλογέρα, ταμπουράς (δεν υπάρχει πια), όσα είναι καλά για μικρή παρέα και στέκουν και σε κλειστό χώρο. Τα δυνατά όργανα που είναι για πολυπρόσωπους χορούς και ανοιχτούς χώρους, ζουρνάδες, νταούλια, χάλκινα, τα παίζουν οι επαγγελματίες. Στα νησιά και σε όσα μέρη δεν παίζουν Γύφτοι δεν υπάρχει αυτή η διάκριση: τόσο τη φωνακλάδικη τσαμπούνα όσο και την πιο σεμνή λύρα ή την τελείως ταπεινή φλογέρα την παίζει ο καθένας, ο γείτονας.
Όταν όμως ο Γύφτος σχολάσει από το πανηγύρι και γυρίσει στα γύφτικα, τι γίνεται; Μεταξύ τους δε γλεντούν, δεν παντρεύονται, δε μοιρολογούν, δεν κάνουν καντάδες;
Προσωπικά δε γνωρίζω τι κάνουν μεταξύ τους, αλλά σύμφωνα με κάθε λογική θα πρέπει να έχουν και δική τους μουσική έκφραση. Θα υπάρχει κάποια παράδοση της οποίας οι Γύφτοι -όλοι, όχι μόνο οι οργανοπαίχτες- είναι φυσικοί πλέον φορείς και κληρονόμοι, πέρα από τη μουσική που παίζουν για τους ξένους. Η οποία όμως αναπόφευκτα θα επηρεάζεται και θα επηρεάζει και τη μουσική της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.
Κάποιος σχολίασε ότι για να έχει ένας λαός παράδοση πρέπει να έχει ρίζες, όχι να είναι νομαδικός. Αλλά κάποιος άλλος τον αντέκρουσε με το παράδειγμα των Σαρακατσάνων. Πέρα από το ότι από αιώνες οι Γύφτοι δεν είναι όλοι νομάδες, εγώ τείνω να καταλήξω ότι οι εδραίοι πληθυσμοί είναι πιο συντηρητικοί και οι μετακινούμενοι πιο ανανεωτικοί. Στα νησιά τον παλιό κορμό της τοπικής παράδοσης τον κρατάνε πιο πολύ οι βοσκοί, το μπόλιασμα με νέα στοιχεία το φέρνουν οι ναυτικοί. Στα στεριανά μέρη αντίστοιχα, ο διάλογος μεταξύ του παλιού και του καινούργιου συντελείται μεταξύ των ταξιδιάρηδων (π.χ. περιπλανώμενοι μαστόροι) και των αμετακίνητων. Σε όλα τα μέρη οι γυναίκες, που κυκλοφορούν λιγότερο, διαιωνίζουν κάποιες αρχαίες τέχνες και γνώσεις με τις οποίες οι άντρες δεν ανακατεύονται. Έτσι κι ο Γύφτος στη μουσική είναι παράγοντας διάδοσης και ανανέωσης, ενώ ο ντόπιος, ο ριζωμένος, είναι ο θεματοφύλακας του παλιού. (Οι Σαρακατσάνοι ομολογουμένως είναι εξαίρεση, γιατί είναι εξόχως συντηρητικοί. Αλλά οι Σαρακατσάνοι είναι αυστηρά ενδοσκοπική ομάδα: όπου κι αν κυκλοφόρησαν δεν κοίταγαν έξω, κοίταγαν μέσα.)
Όσο υπάρχει σωστή ισορροπία ανάμεσα στους δύο πόλους, στον κορμό και στα μπόλια, η παράδοση ζει. Ένας από τους λόγους που σήμερα η μουσική παράδοση αποσυντίθεται είναι ότι δεν υπάρχουν φυσικοί φορείς ούτε της συντήρησης ούτε της ανανέωσης: αφενός το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν εγκαταλείψει τα χωριά τους είναι δυσανάλογα μεγάλο, αφετέρου ο καθένας πια, όπου κι αν βρίσκεται, στο χωριό ή στην πόλη ή στην πατρίδα ή στην ξενιτιά, έχει πρόσβαση σε άπειρες παραστάσεις από παντού.