"Οι λαϊκοί παιχνιδιάτορες και οι κατασκευαστές" , Φοίβου Ανωγειανάκη

Στους λαϊκούς μουσικούς και ιδιαίτερα σ΄ εκείνους που παίζουν όργανα κατάλληλα για τον ανοιχτό χώρο του πανηγυριού, όπως είναι ο ζουρνάς και το νταούλι, οφείλεται το μουσικό φρόνημα του Έλληνα της υπαίθρου. Οι ασπούδαχτοι αυτοί παιχνιδιάτορες σήκωσαν και σηκώνουν στους ώμους τους - όσοι ακόμα απομένουν - την παράδοση της ελληνικής μουσικής. Την παράδοση του παιχνιδιάτορα, αλλά και του κατασκευαστή των λαϊκών μας οργάνων. Γιατί οι ίδιοι οι παιχνιδιάτορες είναι συνήθως και οι κατασκευαστές των οργάνων που παίζουν. Στο ίδιο πρόσωπο ταυτίζονται η πείρα του εκτελεστή και του κατασκευαστή η μία συμπληρώνει την άλλη.

Το όργανο ενός καλού παιχνιδιάτορα βρίσκεται σε μία συνεχή, θα λέγαμε, κατασκευή. Ο νησιώτης λυράρης ή ο ρουμελιώτης νταουλιέρης παίζει στο πανηγύρι ή το γάμο και ταυτόχρονα “δουλεύει” διαρκώς τη λύρα του ή το νταούλι του. Προσθέτει, αφαιρεί, αλλάζει ένα εξάρτημα, όχι μόνο γιατί έχει φθαρεί από το πολύ παίξιμο ή έτυχε να σπάσει την ώρα της δουλειάς, αλλά γιατί ο ίδιος “τρώγεται”, όπως λένε, με το όργανό του. Πασχίζει διαρκώς να καλυτερέψει τον ήχο ° να μην είναι το όργανο τόσο δύσκολο στο παίξιμο ν΄ ακούγεται από μακριά “να μολογάνε καλά οι φωνές”, να είναι δηλαδή σωστά τα διαστήματα που δίνει κτλ. Στο συνεχές αυτό δούλεμα οφείλουν την τελειότητά τους τα όργανα που έφτιαχναν οι παλιοί καλοί παιχνιδιάτορες και μαζί κατασκευαστές οργάνων. Στον ίδιο αυτό λόγο οφείλεται και η μεγάλη ποικιλία που συναντάμε στις διαστάσεις, στη διακόσμηση, ακόμα όμως και σ΄ αυτή τη μορφή των οργάνων. Κάθε όργανο, ενώ ακολουθεί στην κατασκευή του ό,τι ορίζει η παράδοση, έχει και την προσωπική σφραγίδα του παιχνιδιάτορα/κατασκευαστή. Οι νησιώτικες λύρες π.χ. διαφέρουν τόσο πολύ η μία από την άλλη, ώστε δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι δεν υπάρχουν δύο λύρες όμοιες στο ύψος και το πλάτος, στο βάθος, στο μήκος των χορδών που πάλλονται με το τρίψιμο του δοξαριού, στις διαστάσεις της κεφαλής και τις αποστάσεις στην τοποθέτηση των κλειδιών κτλ. Και ότι ενώ όλες διατηρούν την αχλαδόσχημη μορφή τους, συναντάμε λύρες μακρόστενες με μικρό ή μεγάλο βάθος, λύρες κοντές και φαρδιές στη βάση, λύρες με χοντρό χέρι, άλλες με λεπτό κ.ο.κ.

Παράλληλα με τους σημερινούς παιχνιδιάτορες/κατασκευαστές υπάρχουν και τα εργαστήρια λαϊκών οργάνων, που δημιουργούνται στην δεύτερη πενηνταετία του 19ου αιώνα, πρώτα στην Αθήνα και μετά στον Πειραιά (ιδιαίτερα μετά το ΄22, από τους μουσικούς και κατασκευαστές οργάνων που έρχονται από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη), στη Θεσσαλονίκη κ.ά. Η δημιουργία τους οφείλεται στην ανάγκη να ανταποκριθούν σε μια όλο και μεγαλύτερη ζήτηση οργάνων της οικογένειας του λαούτου (ούτι, λαγούτο, ταμπουράς κτλ.)) και η εποχή της ακμής τους - τέλος 19ου αιώνα έως, περίπου, το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο - συμπίπτει με την εποχή της μεγάλης ανάπτυξης της νησιώτικης ζυγιάς και της κομπανίας.

Οι μάστοροι των εργαστηρίων αυτών εφοδίασαν με θαυμάσια όργανα του λαϊκούς μουσικούς, που από χωριό σε χωριό και από περιοχή σε περιοχή κράτησαν, με τις ζυγιές και τις κομπανίες τους, ζωντανή τη δημοτική μελωδία. Οι ίδιοι αυτοί μάστοροι, παράλληλα με τα λαϊκά όργανα, έφτιαχναν και όργανα της έντεχνης μουσικής, όπως το μαντολίνο, την κιθάρα και άλλα όργανα της μαντολινάτας, τη μαντόλα και το μαντολοτσέλο, που παίζονταν επίσης πολύ έως τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Μερικά από τα όργανα αυτά χρησιμοποιήθηκαν άλλωστε και στο χώρο της δημοτικής μουσικής.

Από τους μαστόρους, που έχουν συνδέσει το ονόμά τους με την ιστορία της κατασκευής οργάνων λαϊκής και έντεχνης μουσικής στη Ελλάδα, αναφέρουμε τους παρακάτω. Στην Αθήνα : Εμμανουήλ Ζ. Βελούδιος (1810-1875), απ΄ το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, ο παλιότερος γνωστός κατασκευαστής λαγούτων Δημήτριος Μούρτζινος (1857-1931), από την Αίγινα Εμμανουήλ Ν. Κοπελιάδης (1852-1934), από την Ύδρα Νικόλαος Εμμ. Κοπελιάδης (1905-1957) Φώτης Αυγέρης (1888-1963), από το Τέροβο της Ηπείρου επίσης Ιωάννης Γ. Γομπάκης, Ιωάννης Γ. Σταθόπουλος, Γεώργιος και Βασίλειος Παναγής, Γιάννης Παλαιολόγος, Κώστας Αγγελίδης κ.ά. Στον Πειραιά: Μιχαήλ Σκεντερίδης (1893-1966) από την Καισάρεια Μ. Ασίας, Γιάννης Μουρατίδης, Σταύρος Δαπίδης κ.ά. Στη Θεσσαλονίκη: Ηλίας Κανάκης (ή Καπούδαγλης), από την Πέραμο της Κωνσταντινούπολης, Χρήστος Παρασίδης, από την Καισάρεια της Μ. Ασίας, Βίκτωρ Δεκαβάλας κ.ά. Στην Κύπρο (Λευκωσία): Κυπριανός Χ. Ευαγγελίδης, Αντώνιος Γ. Ποσπορίδης κ.ά. Από τους μαστόρους αυτούς, άλλοι ήταν γνωστοί για τα λαγούτα και τα όργανα της οικογένειας του λαγούτου, όπως ο Δ. Μούρτζινος, άλλοι για τα βιολιά, όπως ο Φώτης Αυγέρης και άλλοι° για τις κιθάρες τους όπως είναι σήμερα οι αδελφοί Παναγή, Βασίλης και Γιώργος.

Οι ονομασίες που χρησιμοποιεί από παλιά ο ελληνικός λαός για τα μουσικά όργανα είναι : παιχνίδια (τα), λαλούμενα και λαλήματα (τα), άργανα και όργανα (τα), τα βιολιά (βιολί και λαγούτο ή βιολί, λαγούτο και σαντούρι), τα νταούλια (ζουρνάς και νταούλι) κτλ.

Στον κόσμο των λαϊκών μουσικών ξεχωριστή θέση είχαν πάντα οι Γύφτοι. Από παλιά, όταν ακόμα “οι ντόπιοι δεν καταδέχονταν το επάγγελμα του οργανοπαίχτη”, η οργανική μουσική στην Ελλάδα βρισκόταν ουσιαστικά στα χέρια των Γύφτων. Οι πιο ξακουστοί, τότε, “ζουρνάδες” και “νταούλια” ήσαν Γύφτοι. Γύφτοι ήσαν και τα καλά κλαρίνα° “είχαν καλή φύσα”, “χαδιάρικο παίξιμο”. Έως τελευταία ακόμα, σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας Γύφτος σήμαινε οργανοπαίκτης. “Ήρθαν οι γύφτοι”, έλεγαν, αντί “ήρθαν τα όργανα”, τόσο πολύ ήταν δεμένο στη συνείδηση του ελληνικού λαού το επάγγελμα του λαϊκού παιχνιδιάτορα με τους Γύφτους. Η συμβολή τους όμως στην ελληνική δημοτική μουσική δεν περιορίζεται μόνο στο “παθιάρικο” παίξιμό τους, “που σου στραγγίζει το φυλλοκάρδι”. Ως οργανοπαίκτες οι Γύφτοι έχουν επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη του οργανικού ύφους, όπως - σε ορισμένες περιπτώσεις - και αυτή τη δομή της δημοτικής μελωδίας. Το στόλισμα των φθόγγων μιας μελωδίας όλο και με περισσότερες ξένες νότες, σε ποικίλους ρυθμικούς σχηματισμούς, έχει συμβάλει ώστε, πολλές φορές, να αλλοιώνεται η πραγματική μελωδική και ρυθμική φυσιογνωμία της μελωδία (βλ. κλαρίνο). Επίσης στο παίξιμο των Γύφτων οφείλεται συχνά και η μετατροπή του διατονικού ύφους μιας μελωδίας σε χρωματικό, με βάση το διάστημα του τριημιτονίου (αυξημένης δευτέρα). Στις περιοχές όπου δεν υπήρχαν γύφτοι οργανοπαίκτες, όπως π.χ. στη δυτική Κρήτη, τα τραγούδια με χρωματικά τριημιτόνια είναι πολύ λιγότερα σε σύγκριση με τα τραγούδια που συναντάμε σε περιοχές, όπου έζησαν και εργάστηκαν γύφτοι παιχνιδιάτορες.

Στη διαφύλαξη και τη μετάδοση της παράδοσης από τη μία στην άλλη γενιά, απ΄ τον πατέρα στο γιο ή από το δάσκαλο στο μαθητή, σημαντικός ήταν και ο ρόλος της “διδασκαλίας”. Στην περίπτωση αυτή η σχέση δάσκαλος-μαθητής, όπως και ο τρόπος και τα μέσα διδασκαλίας, αποκτούν ένα άλλο περιεχόμενο, άλλες διαστάσεις. Οι καλοί λαϊκοί μουσικοί είχαν, όπως μαθαίνουμε από τους παλιότερους, μαθητές που πλήρωναν, ανάλογα με τη φήμη του δασκάλου, ένα ποσό κάθε μήνα για το μάθημα. Σ΄ ορισμένες περιοχές ο μαθητής πλήρωνε και την τροφή του όταν, όπως συνηθιζόταν, έμπαινε οικότροφος στο σπίτι του δασκάλου.

Το μάθημα ενός λαϊκού παιχνιδιάτορα-δασκάλου δεν είχε καμιά σχέση με τον τρόπο διδασκαλίας της έντεχνης μουσικής : ούτε βιβλίο (έντυπο ή χειρόγραφο), ούτε εξήγηση για την τεχνική ή το ύφος της μελωδίας που “διδάσκεται” ο μαθητής. Ο δάσκαλος δεν έχει να πει τίποτε. Δε μιλάει. Παίζει. Κι ο μαθητής ακούει και προσπαθεί να τον μιμηθεί ή, όπως λένε, να τον “κλέψει” (=να πάρει, να μάθει). “Μάθε να κλέβεις”, ακούει συχνά ο μαθητής από το δάσκαλο. Και πραγματικά, σ΄ αυτή του την ικανότητα - αν και ως το βαθμό που την έχει - χρωστάει ο μαθητής ό,τι παίρνει, ό,τι κερδίζει από το δάσκαλο.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο δάσκαλος κρατούσε ζηλότυπα τα “μυστικά” της τέχνης του για τον εαυτό του - συνήθεια γνωστή από παλιά σε πολλά επαγγέλματα. Δεν αφηνόταν, δεν έπαιζε ελεύθερα. ΄Ηταν φυσικό να βλέπει με κάποια ανησυχία τους νέους, άπραγους ακόμα σήμερα μαθητές, αυριανούς ανταγωνιστές στη δουλειά του. ΄Αλλωστε, όσο καλύτερος είναι ένας παιχνιδιάτορας, τόσο περισσότερο έχει ανάγκη από το ειδικό εκείνο κλίμα που απαιτείται πάντα σε κάθε “εκτέλεση” δημοτικής μουσικής : το πανηγύρι ή το γάμο με τη γιορταστική ατμόσφαιρα, τον καλό τραγουδιστή και τον καλό χορευτή. Χωρίς αυτά, όσο καλός κι αν είναι, το παίξιμό του παραμένει κάτι σα σκελετός° σάρκα και αίμα αποκτά, κάθε φορά, ανάλογα με αυτούς για τους οποίους παίζει. Γι΄ αυτό και ακούμε συχνά σ΄ ένα γλέντι το νταουλιέρη να λέει “βαρώ όπως χορεύει”. Και την ίδια στιγμή τον πρωτοχορευτή “χορεύω όπως βαράει το νταούλι”. Στη διαρκή αυτή ανταπόκριση - εκφραστικό έναυσμα, κέντρισμα, του πρωτοχορευτή στους μουσικούς ή των μουσικών στον τραγουδιστή ή τον πρωτοχορευτή - οφείλεται κάθε φορά και η ανεπανάληπτη εκτέλεση μιας δημοτικής μελωδίας. Ανεπανάληπτη γιατί δε μοιάζει ποτέ με μια προηγούμενη, όχι μόνον ενός άλλου εκτελεστή ή άλλου μουσικού συγκροτήματος, αλλά και αυτού του ίδιου του εκτελεστή. Από τη μια στην άλλη εκτέλεση υπάρχουν πάντα διαφορές : άλλοτε στην έκφραση ή στα στολίδια της μελωδίας, άλλοτε σε μικρές χαρακτηριστικές παραλλαγές στη φράση και άλλοτε πάλι στον τρόπο με τον οποίο ξομπλιάζει τη μελωδία του ο λαϊκός μουσικός.

Ο μαθητής έχει πολλά να μάθει απ΄ την στιγμή που ο δάσκαλός του αρχίζει να τον παίρνει μαζί του - αν καλά και το κάνει - στα διάφορα γλέντια. Τον παίρνει, όχι βέβαια για να τον βοηθήσει, αλλά για να βοηθηθεί ο ίδιος στη δουλειά του. Ο μαθητής κρατά στην αρχή το ίσο. Σιγά - σιγά όμως αρχίζει να ντουμπλάρει μαζί με το δάσκαλο τις εύκολες καταλήξεις και τις απλές μελωδίες, έως ότου νοιώσει τον εαυτό του ικανό να συνεχίζει μόνος του μια μελωδία, για να βρεί καιρό ο δάσκαλος ν΄ ανάψει ένα τσιγάρο ή και να ξεκουραστεί λίγο. Σ΄ αυτό το στάδιο της επαφής με το δάσκαλο, ο μαθητής έχει ν΄ αποκομίσει ό,τι πιο σημαντικό για την τέχνη που φιλοδοξεί να μάθει, γιατί ο δάσκαλος παίζει ελεύθερα. Κι αν τύχει μάλιστα τα γλέντια να έχουν καλούς χορευτές και τραγουδιστές, ο μαθητής θα χαρεί το δάσκαλό του σ΄ όλη του τη δόξα, έτσι όπως τον ξέρει από τη φήμη του. Πάντα, βέβαια, ανάλογα με τον πόθο του να μάθει, το μεράκι και τις ικανότητές του να “κλέψει”, ν΄ αφομοιώσει. Στα ίδια αυτά γλέντια ο μαθητής θα νιώσει για πρώτη φορά τον εαυτό του επαγγελματία, την ημέρα που ο δάσκαλός του ή κάποιος από τη συντροφιά των γλεντοκόπων θ΄ αφήσει γι΄αυτόν λίγα χρήματα…

Ένα κείμενο του Φοίβου Ανωγειανάκη, από το βιβλίο “Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα”, 1976

Αξίζει να υπάρχει ως παρακαταθήκη στην ενότητα αυτή.

9694f74b-7c6b-43e3-a730-e724d2cc84f7